Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010

Φ. Ντοστογιέβσκη-Έγκλημα και Τιμωρία(Τόμος 1ος)


Φ. Ντοστογιέβσκη, «Έγκλημα και Τιμωρία», μετάφραση Άρης Άλεξάνδρου, εκδόσεις Γκοβόστης

Μπήκαν στην αυλή κι ανέβηκαν στο τέταρτο πάτωμα. Όσο ανεβαίνανε, η σκάλα γινόταν όλο και πιο σκοτεινή. Η ώρα είταν έντεκα πάνω κάτω και, αν τέτοια εποχή οι νύχτες στην Πετρούπολη είναι σχεδόν λευκές, στο πάνω μέρος της σκάλας το σκοτάδι είταν πυκνό. (σελ. 27)

-Το καημένο το κορίτσι!-είπε κοιτάζοντας την άδεια γωνιά του πάγκου.-Θα ξυπνήσει, θα κλάψει, ύστερα θα τα μάθει η μητέρα… Στην αρχή θα τη δείρει, κ’ ύστερα θα τη χτυπήσει με βέργες, έτσι που να πονέσει και να ταπεινωθεί. Ίσως να τη διώξει απ’ το σπίτι…Κι αν δεν τη διώξει, θα το μυριστούνε οι Ντάριες Φράντσοβνες και θ’ αρχίσει να βολοδέρνει το κορίτσι μου δω και κει…Ύστερα το νοσοκομείο (αυτό συμβαίνει πάντα με κείνες που ζουν μαζί με πολύ τίμιες μητέρες και κάνουν αταξίες στα κρυφά) ε, και ύστερα, ύστερα πάλι το νοσοκομείο κρασί, ταβέρνες και ξανά νοσοκομείο σε κάνα δυο χρόνια, σακάτισα, και θάναι δεκαοχτώ ή το πολύ δεκαενιά χρονών όλο και όλο… Σάμπως πρώτη μου φορά βλέπω κάτι τέτιες; Και πως γίνανε. Μα όλες τους έτσι γίνανε. Φτου! Και δεν πα να γίνανε! Λένε πως έτσι πρέπει να γίνεται. Ένα ποσοστό απ’ αυτές λένε, πρέπει να φεύγει κάθε χρόνο κάπου στο διάβολο, σίγουρα, για να φρεσκάρουν οι άλλοι, και να μην τους γίνεται εμπόδιο. Ποσοστό. Υπέροχες αλήθεια αυτές οι λέξεις: Είναι τόσο παρηγορητικές, τόσο επιστημονικές. Σου λένε: Ποσοστό…Που θα πει, πως δεν υπάρχει πια λόγος να χαλάς τη ζαχαρένια σου. Ε, βέβαια, αν είταν άλλη λέξη, τότε θάχες ίσως λόγους ν’ ανησυχήσεις… Και τι θα γίνει αν κ’ η Ντουνέτσκα πέσει κατά κάποιον τρόπο στο ποσοστό! Αυτή ή μια άλλη! (σελ. 52-53)

Ο Ρασκόλνικοβ είχε να περάσει απ’ το σπίτι του πάνω από τέσσερις μήνες τώρα, κι ο Ραζουμίχιν ούτε ήξερε καν την διεύθυσή του. Μια φορά μονάχα, εδώ και δυο μήνες, είχαν συναντηθεί τυχαία στο δρόμο, μα ο Ρασκόλνικοβ γύρισε αλλού το κεφάλι του και πέρασε μάλιστα στο απέναντι πεζοδρόμιο, για να μην τον δει ο άλλος. Κι ο Ραζουμίχιν, μ’ όλο που τον είδε, πέρασε και δεν τον φώναξε, μη θέλοντας να ενοχλήσει το φίλο του. (σελ. 54)

Στις παθολογικές καταστάσεις τα όνειρα ξεχωρίζουν συνήθως για τη διαύγειά τους, την υπερβολή και τη μεγάλη ομοιότητα τους με την πραγματικότητα. Συναρμολογείται καμιά φορά ένας πίνακας τερατώδης, μα το περιβάλλον κι όλη η πορεία των γεγονότων είναι ταυτόχρονα τόσο πιθανά, και υπάρχουν τόσο λεπτές, αναπάντεχες, μα καλλιτεχνικά συνεπείς στην όλη εικόνα λεπτομέρειες, που δε θα μπορούσε να τις σοφιστεί ποτέ στον ξύπνο του αυτός ο ίδιος που βλέπει το όνειρα, έστω κι αν είναι καλλιτέχνης, σαν τον Πούσκιν ή τον Τουργκένιεβ. Τα τέτια όνειρα, όνειρα παθολογικά, τα θυμάται κανείς πάντοτε πολύν καιρό, και προκαλούν εντύπωση στον ξεχαρβαλωμένο και εξημένο κιόλας άνθρώπινο οργανισμό. (σελ. 56)

-…Θεέ μου, ας τελειώνανε πια όλ’ αυτά!» Έκανε να ριχτεί στα γόνατα να προσευχηθεί, μα έβαλε αμέσως τα γέλια-δεν κορόϊδευε την προσευχή, μα τον εαυτό του…(σελ. 92)

-Σας απαγορεύω να φωνάζετε!
-Δεν φωνάζω καθόλου, μιλάω πολύ κανονικά. Εσείς μου βάλατε τις φωνές, όμως εγώ είμαι φοιτητής και δεν επιτρέπω σε κανέναν να μου βάζει τις φωνές.
Ο βοηθός κόρωσε τόσο πολύ, που για μια στιγμή δεν μπορούσε να προφέρει τίποτα και μόνο λίγο σάλιο πιτσίλισε τα μουστάκια του. Πετάχτηκε όρθιος.
-Κάντε μου τη χάρη να σωπάσετε! Ξέρετε σε ποιον μιλάτε; Δεν επιτρέπω αυθάδειες κύριε!
-Κι εσείς; Ξέρετε σε ποιον μιλάτε;-ξεφώνισε ο Ρασκόλνικοβ-κ’ εχτός που φωνάζετε, καπνίζετε κιόλας, που θα πει πως μας γράφετε όλους στα παλιά σας παπούτσια.
Σαν τόπε αυτό ο Ρασκόλνικοβ, ένιωσε μιαν ανέκφραστη αγαλίαση.
Ο γραμματέας τονέ κοίταζε χαμογελώντας. Ο ευέξαπτος υπαστυνόμος είταν φανερά ταραγμένος. (σελ. 96)

…Ο Ζαμέτοβ είναι εξαίρετος άνθρωπος.
-Λαδώνεται όμως.
-Ε, ας λαδώνεται, το ίδιο μου κάνει! Και τι μ’ αυτό! Φώναξε ξαφνικά ο Ραζουμίχιν, που θύμωσε κάπως αφύσικα.
-Μήπως τάχα σου τον παίνεσα που λαδώνεται; Είπα μονάχα πως στο είδος του είναι καλός! Μ’ αν εξετάσεις τον καθένα απ’ όλες τις μεριές, θα τους βρεις όλους σκάρτους, όλους, ως τον τελευταίο! Μάλιστα είμαι βέβαιος πως σε μια τέτια περίπτωση δε θάδινε κανείς ούτε μια ψητή κρεμύδα για την αρχοντομουτσουνάρα μου, για όλον όπως είμαι, μαζί με τα εντόσθια, κι ακόμα αν παίρνανε και σένα για συμπλήρωμα. (σελ. 130)

-Γιατί ξέρεις ποιο είναι αυτό που με δαιμονίζει περισσότερο απ’ όλα. Όχι πως λένε ψέματα, το ψέμα πάντα μπορείς να το συχωρέσεις. Το ψέμα είναι πάντα καλό, γιατί οδηγεί στην αλήθεια. Όχι, αυτό που με δαιμονίζει είναι που λένε ψέματα κ’ ύστερα τα προσκυνάνε κιόλας…(σελ. 132)

«Να πάω λοιπόν, γιατί όχι;» σκεφτόταν ο Ρασκόλνικοβ σταματώντας καταμεσίς στο δρόμο, στη γωνιά, και κοιτάζοντας γύρω του, σα να περίμενε από κάποιον μια τελική συμβουλή. Μα κανένας δεν απάντησε από πουθενά, όλα είταν έρημα και νεκρά σαν τις πέτρες που πατούσε, γι αυτόνε νεκρά, γι αυτόνε μόνο…(σελ. 170)

Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010

Μισέλ Τουρνιέ-Παρασκευάς ή στις μονές του Ειρηνικού


Μισέλ Τουρνιέ, «Παρασκευάς ή στις μονές τους Ειρηνικού», μετάφραση Χρήστος Λάζος, εκδόσεις Εξάντας

Έβαλε να μαζέψουν μερικά πανιά και διέταξε τον τιμονιέρη ν’ αφήσει το καράβι να το πηγαίνει ο καιρός. Από κείνη τη στιγμή θα έλεγες πως η φουρτούνα χάρηκε για την υποταγή της Βιργινίας. Την άφηνε να κυλάει μαλακά, χωρίς τραντάγματα, πάνω στη μανιασμένη θάλασσα, που ξαφνικά φαινόταν να αδιαφορεί για το καράβι. Αφού έβαλε να μαζέψουν προσεκτικά όλα τα κουβούσια, ο Βαν Ντέυσελ μάζεψε το πλήρωμα στον κουραδόρο-έξω από έναν άνδρα και τον Τεν, τον σκύλο του καραβιού, που θα έκαναν την πρώτη βάρδια. Ύστερα κλείστηκε στην καμπίνα του, έχοντας γύρω του όλες τις παρηγοριές της ολανδέζικης φιλοσοφίας, μια νταμιζάνα τζιν, τυρί με κύμινο, γαλέτες από σίκαλη, μια τσαγιέρα βαριά σαν κοτρώνα, καπνό και πίπα. (σελ. 11)

Καθώς ο φόβος προστέθηκε στην υπερβολική κούραση, μια αιφνίδια οργή πλημμύρησε τον Ροβινσώνα. Σήκωσε το ρόπαλό του και το κατέβασε μ’ όλη του τη δύναμη ανάμεσα στα κέρατα του τράγου. Ακούστηκε ένα υπόκωφο τρίξιμο, το ζώο έπεσε στα γόνατα κι έπειτα σωριάστηκε στη γη με το πλευρό. Ήταν το πρώτο ζωντανό που ο Ροβινσώνας είχε συναντήσει στο νησί. Και το είχε σκοτώσει. (σελ. 17)

Τούτη η κλεψύδρα ήταν για τον Ροβινσώνα η πηγή μιας τεράστιας ανακούφισης. Όταν άκουγε-την ημέρα ή την νύχτα- το ρυθμικό ήχο από τις σταγόνες που έπεφταν μέσα στη λεκάνη, ένιωθε με περηφάνια πως ο χρόνος δεν κυλούσε πια ερήμην του σε μια σκοτεινή άβυσσο, αλλά πως από εκείνη τη στιγμή είχε ρυθμιστεί, είχε υποταχθεί, με δυο λόγια είχε κι αυτος εξημερωθεί, όπως σιγά-σιγά θα εξημερώνοταν κι ολόκληρο το νησί από τη δύναμη της ψυχής ενός μόνον ανθρώπου. (σελ. 66)

Ο ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΞ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΣΠΕΡΑΝΤΖΑΣ Η ΣΥΝΤΑΞΙΣ ΤΟΥ ΑΡΧΙΣΕ ΤΗΝ 1000ΗΝ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΤΟΠΙΚΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ
ΑΡΘΡΟΝ ΙΙΙ- Όστις εμόλυνεν την νήσον δια των περιττωμάτων του θα τιμωρείται δια μονοήμερου νηστείας.
Σχόλιο-Νέα επεξήγηση της αρχής της λεπτής αντιστοιχίας ανάμεσα στο σφάλμα και στην ποινή.
ΑΡΘΡΟΝ ΙΥ…(σελ. 72-73)

Και ξαφνικά κάτι άστραψε μέσα του. Το υποκείμενο αποσπάται από το αντικείμενο απογυμνώνοντάς το από ένα μέρος του χρώματος και του βάρους του. Κάτι έσπασε μέσα στον κόσμο και μια ολόκληρη επιφάνεια των πραγμάτων καταρρέει και γίνεται εγώ. Κάθε αντικείμενο υποβαθμίζεται κι επωφελείται αντίστοιχα ένα υποκείμενο. Το φως γίνεται μάτι, και δεν υπάρχει πια καθ’ εαυτό: δεν είναι πια παρά ένα ερέθισμα του αμφιβληστροειδούς. Η μυρωδιά γίνεται ρουθούνι-κι ο κόσμος αποκαλύπτεται άοσμος. Η μουσική του ανέμου ανασκευάζεται: δεν ήταν παρά μια δόνηση του τυμπάνου. Στο τέλος ολόκληρος ο κόσμος απορροφάται από την ψυχή μου, που είναι η ίδια η ξεριζωμένη από το νησί ψυχή της Σπεράντζας που με τη σειρά της πεθαίνει κάτω από το βλέμμα μου, βλέμμα σκεπτικιστή. (σελ. 96)

Βάζοντας σε κίνδυνο την ψυχή μου, την ζωή μου και την ακεραιότητα της Σπεράντζας, εξερεύνησα τους δρόμους της μητέρας γης. Ίσως αργότερα, όταν τα γηρατειά θα έχουν κάνει το κορμί μου στείρο και θα έχουν ξεράνει τον ανδρισμό μου, θα κατέβω στην κυψελίδα για τελευταία φορά. Και δεν θα ξανανέβω πια. Έτσι θα δώσω στο κουφάρι μου τον πιο τρυφερό, τον πιο μητρικό τάφο. (σελ. 112)

Πόσο στενά έσμιγαν η ζωή και ο θάνατος, με πόση σοφία είχαν συγχωνευτεί σ’ αυτό το στοιχειώδες επίπεδο! Το πέος του, σαν υνί έσκαψε το χώμα και χύθηκε εκεί με απέραντη συμπόνια για όλα τα πλάσματα της δημιουργίας. Παράδοξες σπορές, κατ’ εικόνα και ομοίωση του μεγάλου ερημίτη του Ειρηνικού! Εδώ κείται τώρα, αποκαμωμένος, αυτός που παντρεύτηκε τη γη και νομίζει- μικρός φοβητσιάρης βάτραχος κολλημένος στο δέρμα της γήινης σφαίρας- πως γυρίζει μαζί της με ιλιγγιώδη ταχύτητα σε χώρους άπειρους. (σελ. 123)

Μια ολόκληρη ζωή σκεφτόταν τα μυστήρια της δημιουργίας. Μου εξηγούσε πως η ζωή έγινε ένας κονιορτός άπειρων ατόμων, που λίγο ως πολύ ήσαν διαφορετικά το ένα από το άλλο, για να έχουν έναν εξίσου άπειρο αριθμό πιθανοτήτων να επιβιώσουν μέσα στην αστάθεια του περιβάλλοντος…Κατά την γνώμη του, η αναγκαιότητα της αναπαραγωγής, δηλαδή το πέρασμα από ένα άτομο σε ένα άλλο πιο νέο, ήταν αποτέλεσμα του πλήθους των ατόμων, κι επέμενε στην ανάγκη να θυσιάζεται το άτομο στο είδος, πράγμα που γίνεται πάντα, μυστικά, κατά την πράξη της τεκνοποιίας. Έτσι η σεξουαλικότητα ήταν, όπως έλεγε, η ζωντανή απειλητική και θανάσιμη παρουσία του είδους μέσα στο άτομο. Η τεκνοποιία φέρνει στο φως την επόμενη γενιά που, αθώα αλλά αδυσώπητα, ωθεί την προηγούμενη προς τον εκμηδενισμό. Μόλις οι γονείς πάψουν να είναι απαραίτητοι, αρχίζουν να γίνονται βάρος. Το παιδί πετάει τους γεννήτορές του στα σκουπίδια, με την ίδια φυσικότητα που δέχτηκε από αυτούς όλα όσα χρειαζόταν για να μεγαλώσει. Κατά συνέπεια το ένστιχτο που κάνει τα δυο φύλα να κλίνουν το ένα προς το άλλο είναι ένα ένστιχτο θανάτου. Επιπλέον είναι αλήθεια ότι η φύση θεώρησε πως έπρεπε να κρύψει το παιχνίδι της-που ωστόσο παραμένει διαφανές. Φαινομενικά οι εραστές επιδιώκουν μια εγωιστική απόλαυση, ενώ την ίδια στιγμή περπατούν το δρόμο της πιο τρελής άρνησης του εαυτού τους. (σελ. 127-128)

Ο Παρασκευάς δεν μπορούσε να συλλάβει το γεγονός ότι ήταν δυνατό να σκοτώσει κανείς ένα ζώο με διαφορετικό τρόπο, είχε την επικίνδυνα ρομαντική αντίληψη πως αυτό δεν μπορούσε να συμβεί παρά ύστερα από μια καταδίωξη και μια πάλη που έδινε και στο ζώο κάποιες δυνατότητες. (σελ. 161)

Στο τέλος, καθώς ο μεγαλόπρεπος και πικρός λόγος του Εκκλησιαστή έβγαινε πετώντας από τα χείλη μου, όλα μέσα μου καταλάγιασαν. Ω, βιβλίο των βιβλίων, πόσες ώρες γαλήνης σου χρωστάω! Να διαβάζεις τη Βίβλο είναι σαν ν’ ανεβαίνεις στην κορφή ενός βουνού απ’ όπου αγκαλιάζεις μ’ ένα σου βλέμμα όλο το νησί και την ωκεάνια απεραντοσύνη που το κυκλώνει. Τότε όλες οι μικρότητες της ζωής σαρώνονται, η ψυχή ξεδιπλώνει τις μεγάλες φτερούγες της και μετεωρίζεται, μην αναγνωρίζοντας πλέον παρά μόνον τα αιώνια και θεία πράγματα. (σελ. 163)

Σε καμιά εικοσαριά βήματα από την είσοδο της σπηλιάς, έχει κατασκευάσει ένα είδος ξαπλώστρας με σακιά και βαρέλια. Θρονιάζεται εκεί με το κεφάλι γερμένο προς τα πίσω, και ρουφάει βαθιά από το κεράτινο επιστόμιο της πίπας. Έπειτα τα χείλη του αφήνουν ένα δίχτυ καπνού που χωρίζεται στα δυο και γλιστράει χωρίς καμιά απώλεια μέσα στα ρουθούνια του. Τότε ο καπνός εκπληρώνει την ύψιστη λειτουργία του: γεμίζει τα πνευμόνια και τα ευαισθητοποιεί, κάνει συνειδητό και φωτεινό αυτόν τον κρυμμένο μέσα στο στήθος του χώρο, που είναι ότι πιο αέρινο και πνευματικό υπάρχει μέσα του. Τέλος εξωθεί μαλακά το γαλάζιο σύννεφο που τον κατοικούσε. (σελ. 179)

Όμως η κυκλικότητα του χρόνου ήταν πάντα το μυστικό των θεών, κι η σύντομη ζωή μου ήταν για μένα ένα ευθύγραμμο τμήμα που οι δυο άκρες του σκόπευαν χωρίς νόημα το άπειρο, ακριβώς όπως σ’ έναν κήπο που το μέγεθός του είναι μερικές δρασκελιές δεν υπάρχει τίποτα που να φανερώνει τη σφαιρικότητα της γης. (σελ. 214)