Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010

Φ. Ντοστογιέβσκη-Έγκλημα και Τιμωρία (Τόμος 2ος)


Φ. Ντοστογιεβσκη, «Έγκλημα και Τιμωρία», μετάφραση Άρης Αλεξάνδρου, εκδόσεις Γκοβάστης, τόμος 2ος

…Μ’ αρέσει ν’ ακούω να λένε ψέματα! Τα ψέμα είναι το μόνο προνόμιο των ανθρώπων απέναντι στους άλλους οργανισμούς. Αν δεν πεις ψέματα ποτέ δεν θα φτάσεις στην αλήθεια! Αν είμαι άνθρωπος είναι γιατί λέω ψέματα. Σε καμιά αλήθεια δεν έφτασε ποτέ κανείς προτού πει ψέματα δεκατέσσερις φορές ίσως κ’ εκατόν δεκατέσσερις κι αυτό είναι και τιμητικό θάλεγα, όμως εμείς ούτε ψέματα δεν ξέρουμε να πούμε με πρωτοτυπία! Πεσ’ μου ψέματα, μα με τον δικό σου το προσωπικό τρόπο και τότε εγώ θα σε φιλήσω. Το να πεις ένα ψέμα δικό σου είναι, μπορώ να ισχυριστώ, προτιμότερο απ’ το να πεις μια κλεμένη αλήθεια. Στην πρώτη περίπτωση είσαι άνθρωπος, στη δεύτερη όμως ένας παπαγάλος. (σελ. 10)

Εδώ αδερφέ μου υπάρχει η αρχή του πουπουλένιου στρώματος. Εχ! Και δεν είναι μονάχα πουπουλένιο! Εδώ είναι κάτι ελκυστικό. Εδώ είναι το τέλος του κόσμου, είναι άγκυρα, απάνεμο λιμάνι, ομφαλός της γης, είναι ο κόσμος στηριγμένος επί τριών ιχθύων, είναι το άρωμα απ’ τις τηγανίτες, τα χορταστικά τσουρέκια, το βραδυνό σαμοβάρι, τα ήσυχα αναστενάγματα, οι ζεστές παντούφλες, οι βολικές ντορμέζες-με δυο λόγια σάμπως νάχεις πεθάνει και ταυτόχρονα να ζεις, και τα δυο κέρδη μονοκοπανιάς! Ε, αδερφέ μου, παραμίλησα σήμερα, ώρα να κοιμηθούμε! (σελ. 18)

Ενάμιση χρόνο τον ξέρω τον Ρόντια: Είναι πάντα σκυθρωπός, συνοφρυωμένος και περήφανος. Τον τελευταίο καιρό (μπορεί και από πολύ πριν) έγινε φιλύποπτος κ’ υποχονντριακός. Είναι μεγαλόψυχος και καλόκαρδος. Δεν του αρέσει να εκφράζει τα συναισθήματά του και προτιμάει να φανεί σκληρός παρά ν’ ανοίξει την καρδιά του. Για να λέμε την αλήθεια, πολλές φορές δεν είναι καθόλου υποχοντριακός μόνο ψυχρός και αδιάφορος μέχρι απανθωπίας-λες και συναλλάζονται μέσα του δυο εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες. Μερικές φορές είναι τρομερά λιγομίλητος! Όλο βιάζεται, όλο και κάτι του φταίει, κι όμως μένει ξαπλωμένος και δεν κάνει τίποτα. Δεν ειρωνεύεται, όχι πως του λείπει το χιούμορ, μα σα να μην του περισσεύει καιρός γι’ αυτά τα μικροπράματα. Δεν ακούει με προσοχή αυτά που του λένε. Ποτέ δεν ενδιαφέρεται με κείνο που σε μια δεδομένη στιγμή ενδιαφέρονται όλοι οι άλλοι. Εχτιμάει υπερβολικά τον εαυτό του και νομίζω πως έχει κάποιο δικαίωμα να σκέφτεται έτσι. Τι άλλο να σας πω;…Νομίζω πως ο ερχομός σας θάχει σωτήρια επίδραση απάνω του. (σελ. 23)

«Λέει ψέματα» σκεφτόταν αυτός από μέσα του, δαγκώνοντας τα νύχια απ’ το θυμό του. «Είναι περήφανη! Δε θέλει να ομολογήσει πως της αρέσει να κάνει ευεργεσίες (υπεροψία) ω, ταπεινοί χαρακτήρες! Κι όταν αγαπάν ακόμα, είναι σα να μισούν…ω, πόσο τους μισώ όλους!» (σελ. 39-40)

…Δε βαρυέσαι! Είχα πάει κι άλλοτε στο εξωτερικό και πάντοτε ένιωσα σιχασιά. Κι όχι πως είταν τίποτα σιχαμερά, μα να…βραδιάζει, έχεις μπροστά σου τον κόλπο της Νάπολης, είναι η θάλασσα…κοιτάς και σε πιάνει μελαγχολία. Το πιο σιχαμερό είναι που πραγματικά σε πιάνει μια νοσταλγία, μ’ όλο που δεν ξέρεις γιατί ακριβώς! Όχι, στην πατρίδα μας είναι καλλίτερα: Εδώ τουλάχιστο κατηγορείς όλους τους άλλους και βγάζεις τον εαυτό σου λάδι. (σελ.90-91)

Η Σόνια δεν μπορούσε να διαβάσει άλλο, έκλεισε το βιβλίο και σηκώθηκε απ’ την καρέκλα της.
-Αυτό είναι όλο για την ανάσταση του Λαζάρου, ψιθύρισε αυστηρά κι απότομα και γυρίζοντας αλλού το πρόσωπό της στάθηκε ακίνητη, μην τολμώντας να σηκώσει τα μάτια της και να τον κοιτάξει. Έτρεμε ακόμα σα νάχε πυρετό. Το κερί στο λιγδωμένο κηροπήγιο έφτανε στο τέλος του και τρεμόσβηνε, φωτίζοντας αχνά μέσα σε κείνο το φτωχικό δωμάτιο το φονιά και την πόρνη που είχαν διαβάσει μ’ έναν τόσο παράξενο τρόπο το αιώνιο βιβλίο. Περάσανε πέντε λεπτά, ίσως και περισσότερα. (σελ. 131-132)

Τι να κάνεις; Πρέπει να ξεκόψεις μια για πάντα, αυτό είναι όλο! Και να δεχθείς το μαρτύριο! Τι; Δεν καταλαβαίνεις; Αργότερα θα καταλάβεις…Ελευθερία και εξουσία, εξουσία το σπουδαιότερο! Εξουσία πάνω σ’ όλα τα «τρέμοντα καθάρματα» και πάνω σ’ όλη τη μυρμηγκοφωλιά τους. Να ο σκοπός! Να το θυμάσαι αυτό! Αυτή είναι η συμβουλή μου για σένα! Ίσως να μιλάω για τελευταία φορά μαζί σου. Αν δεν έρθω αύριο, τότε θα τα μάθεις όλα και τότε θυμήσου αυτά τα λόγια μου. Και κάποτε, ύστερ’ από χρόνια, με την πείρα της ζωής, ίσως να καταλάβεις τι σημαίνανε. Αν πάλι έρθω αύριο, θα σου πω ποιος σκότωσε τη Λιζαβέτα! Αντίο! (σελ.133)

-Θα σας πω κάτι για τον εαυτό μου, πατερούλη μου Ροντιόν Ρομάνοβιτς, έτσι για να σας εξηγήσω, ας πούμε, το χαραχτήρα μου, συνέχισε στριφογυρίζοντας στο δωμάτιο ο Πορφύρης Πετρόβιτς και, όπως και πρώτα, σα ν’ απόφευγε να συναντήσει το βλέμα του επισκέπτη του.- Είμαι ξέρετε ανύπαντρος άνθρωπος, δεν έχω πολλές παρέες, ούτε σχέσεις, είμαι ένας άγνωστος και επί πλέον ξοφλημένος άνθρωπος…που πέρασαν πια τα νιάτα του και …και… τόχετε τάχα παρατηρήσει, Ροντιόν Ρομάνοβιτς, πως εδώ σε μας, δηλαδή εδώ στη Ρωσία και πολύ περισσότερο στους κύκλους της Πετρούπολης, όταν τύχει και συναντηθούν δυο έξυπνοι άνθρωποι όχι και τόσο πολύ γνώριμοι, μα-πώς να το πω- δυο άνθρωποι τέλος που εχτιμάει ο ένας τον άλλο, όπως καλή ώρα εμείς οι δυο…αν λοιπόν συναντηθούν δυο τέτοιοι άνθρωποι, τόχετε παρατηρήσει πως μπορεί να περάσει μισή ολόκληρη ώρα και να μην έχουν βρει ακόμα θέμα συνομιλίας-και κάθονται λοιπόν σαν κούτσουρα ο ένας απέναντι στον άλλο, και βρίσκονται κ’ οι δυο σε αμηχανία; Όλοι έχουν ένα θέμα συνομιλίας, οι κυρίες λόγου χάρη…οι άνθρωποι των σαλονιών οι αριστοκράτες πάντα έχουνε κάτι να πουν, c’ est de rigueur, μα ο μέσος άνθρωπος σαν και μας είναι πάντα ντροπαλός και λιγομίλητος…ο διανοούμενος εννοείται. Γιατί αν συμβαίνει άραγε κάτι τέτιο, πατερούλη; Μήπως δεν υπάρχουν κοινά ενδιαφέροντα ή μήπως είμαστε πολύ τίμιοι και δε θέλουμε να αλληλοκοροϊδευόμαστε; Ε, τι λέτε και σεις; Μα αφήστε λοιπόν το κασκετάκι σας-έτσι όπως το κρατάτε είναι σα να ετοιμάζεστε να φύγετε, και με φέρνετε στ’ αλήθεια σε δύσκολη θέση…Ενώ απεναντίας χάρηκα τόσο πολύ… (σελ. 139)