Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2010

Νίκος Χατζηιωάννου Μικρές Ιστορίες

Νίκος Χατζηιωάννου, Μικρές Ιστορίες, εκδόσεις Πολιτιστική Εταιρεία Κρήτης /Πυξίδα Της Πόλης, 2007



Στάθηκε πάλι μπροστά στη μικρή βιτρίνα του ενεχυροδανειστηρίου κι έκανε πως κοιτάει με ενδιαφέρον τα ετερόκλητα σκονισμένα αντικείμενα, που στoιβάζονταν δίχως τάξη και ειρμό, ενώ ταυτόχρονα έριχνε κλεφτές ματιές προς το εσωτερικό προσπαθώντας να μαζέψει το απαραίτητο κουράγιο για να μπει. [σελ. 11]


Κι αυτός που ήξερε με ακρίβεια δεκάρας την τιμή κάθε αντικειμένου τους παραχωρούσε τη μάταιη χαρά να νομίζουν ότι τον κορόιδεψαν, ενώ τους πουλούσε τα πιο καλά του κομμάτια δύο και τρεις φορές πιο πάνω από την πραγματική τους τιμή. [σελ. 13]


Με το ροζιασμένο χέρι του έγραφε στο ρυπαρό κατάστιχο του αμετάκλητες και τρομερές καταδίκες. [σελ. 13]


Λες και ο γέρος κρατούσε σημειώσεις για τις ψυχές των ανθρώπων και με κάθε γραμμή που έγραφε τις έδενε όλο και πιο σφιχτά στην εξουσία του. [σελ.15]


Είναι κάτι φοβερές στιγμές που ακόμη και η προηγούμενη μας δυστυχία μας φαίνεται ένα τίποτε μπροστά σ` αυτό που μας συμβαίνει κι επιθυμούμε ολόψυχα όσο και μάταια την επιστροφή μας σ` αυτήν. Τότε είναι σχεδόν σίγουρο πια πως έχουμε πιάσει πάτο. [σελ.18]


Έριξε μια μάτια στο πτώμα του γέρου. Δεν του φαινόταν πια τόσο αποκρουστικός. Άλλωστε τη δουλειά του έκανε και κοιτούσε το συμφέρον του, όλοι έτσι δεν έκαναν; Από τον τελευταίο αλήτη ως τους μεγαλοσχήμονες που κυβερνούν με ύφος αλαζονικό λες και ανήκουν σε ξεχωριστό είδος. [σελ. 20]


Σε όσους ρωτούσαν θα έλεγε πως ήταν ένας μακρινός συγγενής του άλλωστε στη γειτονιά έχουν μάθει να μην ρωτάνε πολλά. Θα έβρισκε μια πειστική δικαιολογία. Και με το πτώμα κάτι θα έκανε. [σελ.21]


Από την μικρή ιστορία: Σαν πατέρας


Τεντώθηκα νωχελικά συνδυάζοντας την εύθραυστη ευαισθησία ενός ποιητή σε φάση κατάθλιψης με την απειλητική χάρη ενός αρπακτικού υπό εξαφάνιση. [σελ. 25]


Η παγκόσμια συνομωσία των κρυστάλλων. Μ` έλουσε παγωμένος ιδρώτας με λίγες σταγόνες λεμονιού και μια δόση tabasco. Το είδωλό μου είχε μυστηριωδώς εξαφανιστεί. [σελ. 26]


Τις επόμενες δύο μέρες τις πέρασα τυλιγμένος μέσα σε μια γαλαζωπή θολούρα, μεταξύ παραληρήματος και ανείπωτου φόβου κάθε φορά που πλησίαζα έναν από τους καθρέφτες μόνο και μόνο για να αντικρίσω την ίδια μου την απουσία. [σελ. 27]


Αποχώρησα με ελαφρά τραυματισμένο το κουστούμι μου και ετοιμοθάνατη την αξιοπρέπειά μου. [σελ. 29]


Όλη αυτή την ώρα ένιωθα σαν πτώμα υποχρεωμένο να παρακολουθεί την ίδια του την ταρίχευση. Προσπάθησα να αποδιώξω τη σκέψη. [σελ. 30]


Βήμα το βήμα, με σοφό υπολογισμό, το είδωλό μου με οδήγησε στην πλήρη εξαθλίωση κι έπειτα εξαφανίστηκε, ποιος ξέρει που. Ίσως για κλίματα θερμότερα. Πάντα μου άρεσαν. [σελ.32]


Κι όταν κοίταζα το είδωλό μου, στην πραγματικότητα το είδωλό μου ήταν αυτό που κοίταζε εμένα, με παρατηρούσε και μου χαμογέλασε μία τελευταία φορά, πριν με εγκαταλείψει. [σελ. 33]


Από τη μικρή ιστορία: Το είδωλο


Σ` ένα μόνο δεν είχα καταλήξει ακόμα, με τι μουσική θα επένδυα τις τελευταίες μου ώρες. Αλλά για αυτό είχα ακόμη λίγο καιρό, αν υπολόγιζα σωστά. [σελ.38]


Την επόμενη μέρα ξύπνησα χαράματα σχεδόν, πριν προλάβει να χτυπήσει το ξυπνητήρι. Στην αρχή μου είχα φανεί γελοία η εικόνα. Λίγο πριν το τέλος του κόσμου ένας άνθρωπος πριν πέσει για ύπνο ρυθμίζει με φροντίδα το ξυπνητήρι του. Κάπου είχα διαβάσει ότι ο άνθρωπος κοιμάται για να μην τον συντρίψει η θλίψη. Ο ύπνος μας είναι μια αναβολή σοφά υπολογισμένη. [σελ. 39]


Άλλωστε αν η εικόνα με το ξυπνητήρι είναι γελοία, τι να πούμε τότε για την εικόνα ενός ανθρώπου που χάνει το τέλος του κόσμου επειδή κοιμόταν. [σελ.39]


Στη ραγισμένη οθόνη ενός υπολογιστή κάποιος είχε κολλήσει ένα σημείωμα βιαστικά γραμμένο: "Εδώ έζησε ένας άνθρωπος που, αν του βάζανε ωράριο στην αναπνοή, θα προτιμούσε να πεθάνει παρά να το παραβιάσει". Μ` έπιασε θλίψη. [σελ.40]


Τα παιδικά τραγουδάκια είναι σαν τις σημαντικές μας αποτυχίες: ποτέ δεν τις ξεχνάμε πραγματικά. [σελ. 42]


Τα βράδια λίγο πριν κοιμηθούμε, παίζαμε μέσα στο απόλυτο σκοτάδι ένα αυτοσχέδιο παιχνίδι με τα ονόματά μας. Κάποιος ξεκινούσε φωνάζοντας ένα όνομα, αυτός που άκουγε το όνομά του συνέχιζε φωνάζοντας το όνομα κάποιου άλλου και ούτω καθεξής, προσέχοντας κάθε φορά να μην επαναλάβουμε ένα όνομα που είχε ήδη ακουστεί. Το παιχνίδι αυτό για ένα ανεξήγητο λόγο μας προκαλούσε τρομερά γέλια. [σελ. 44]


Ήμασταν έτοιμοι για την πρώτη και τελευταία παράστασή μας κι εγώ συνειδητοποίησα πως είχα βρει πια τη μουσική που τόσο καιρό έψαχνα. Ένα φάλτσο παιδικό τραγουδάκι για το τέλος του κόσμου. [σελ.45]


Από τη μικρή ιστορία: Ένα φάλτσο τραγουδάκι


Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010

Marguerite Yourcenar-Διηγήματα της Ανατολής

Marguerite Yourcenar, "Διηγήματα της Ανατολής", μετάφραση: Ιωάννα Χατζηνικολή, Άννα Φραγκουδάκη, Έφη Αβδελά, Γεωργία Παπαγεωργίου, εκδόσεις Χατζηνικολή.

Δεν είχαν βαριές αποσκευές γιατί ο Βανγκ Φο αγαπούσε το είδωλο των πραγμάτων κι όχι τα ίδια τα πράγματα και κανένα αντικείμενο στον κόσμο δεν του φαινότανε άξιο να αποκτηθεί, έξω από τα πινέλα, τα βάζα με τη λάκκα και τα μελάνια της Κίνας, τους ρόλους του μεταξιού και το ρυζόχαρτο. (σελ. 11).

Ο πατέρας μου είχε συγκεντρώσει μια συλλογή από πίνακές σου μέσα στην κάμαρα την πιο κρυφή του παλατιού, γιατί ήταν της γνώμης ότι τα πρόσωπα των εικόνων πρέπει να κρατιούνται μακριά από τους αμύητους που μπροστά τους δεν μπορούν να χαμηλώνουν τα μάτια. (σελ. 17).

[...] Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν πλαστεί για να χαθούν μέσα σε μια ζωγραφιά. (σελ. 22, "Πώς εσώθηκε ο Βανγκ Φο").

Έκανε ζέστη, τη ζέστη που κάνει μόνο στην κόλαση. (σελ. 39).

[...] Το μετάξι είναι τεχνητό, οι τροφές, αηδιαστικά συνθετικές, μοιάζουν με τα υποκατάστατα των τροφίμων, αυτά με τα οποία παραγεμίζουν τις μούμιες και οι γυναίκες αποστειρωμένες ενάντια στη δυστυχία και τα γηρατειά σταμάτησαν να υπάρχουν. Μόνο στους θρύλους των ημιβάρβαρων λαών συναντάει κανένας ακόμα τα πλάσματα αυτά τα πλούσια σε γάλα και δάκρυια που θα περηφανευόμασταν να είμαστε τα παιδιά τους... (σελ. 40, "Το γάλα του θανάτου").

Σε λίγο όμως διαπίστωσε ότι η όρασή του αδυνάτιζε: ωσάν όλα τα δάκρυα που είχε χύσει πάνω στις εύθραυστες ερωμένες του να του είχαν κάψει τα μάτια και αναγκάστηκε να συνειδητοποιήσει ότι τα σκοτάδια γι' αυτόν άρχιζαν πριν από το θάνατο. (σελ.52).

Θα πεθάνω, είπε με δυσκολία. Δεν παραπονιέμαι για το πεπρωμένο αυτό που μοιράζομαι με τα λουλούδια, τα έντομα και τ' αστέρια. Μέσα στο σύμπαν όπου όλα παρέρχονται σαν όνειρο, θα ένιωθε άδικα κανείς να διαρκεί για πάντα. Δεν παραπονιέμαι που τα πράγματα, τα όντα, οι καρδιές είναι όλα φθαρτά, αφού ένα μέρος της ομορφιάς τους ανήκει σ' αυτή τη δυστυχία. Αυτό που με θλίβει είναι η μοναδικότητά τους. Άλλοτε, η βεβαιότητα πως κάθε στιγμή της ζωής μου θα κέρδιζα μιαν αποκάλυψη, που δεν θα επαναλαμβανόταν ποτέ, αποτελούσε την πιο μεγάλη απ' τις κρυφές μου ηδονές: τώρα πεθαίνω μ' ένα αίσθημα ντροπής σαν ένας προνομιούχος που παίρνει μέρος μόνος σε μια εξαίσια εορτή που δε θα επαναληφθεί δεύτερη φορά. (σελ. 59, "Ο τελευταίος έρωτας του πρίγκιπα Ζένγκι").

Αυτές οι Νεράιδες των κάμπων μας είναι αθώες και κακές σαν τη φύση που άλλοτε προστατεύει και άλλοτε καταστρέφει τον άνθρωπο. Οι θεοί και οι θεές της αρχαιότητας έχουν πεθάνει και τα μουσεία δεν περιέχουν παρά τα πτώματά τους από μάρμαρο. Οι νύμφες μας μοιάζουν περισσότερο με τις μάγισσές σας παρά με την εικόνα που σας κάνει να σχηματίζετε ο Πραξιτέλης. (σελ. 67-68, "Ο άνθρωπος που ερωτεύτηκε τις Νεράιδες").

-Ποιός σου λέει ότι η γαλήνη του Θεού δεν απλώνεται και στις Νύμφες όπως στις ελαφίνες και στα κοπάδια τις γίδες; αποκρίθηκε η νέα γυναίκα. Δεν ξέρεις ότι στα χρόνια της Δημιουργίας ο Θεός ξέχασε να δώσει φτερά σ' ορισμένους αγγέλους, που έπεσαν πάνω στη γη κι εγκαταστάθηκαν μέσα στα δάση όπου σχημάτισαν το γένος των Νυμφών και των Πανών; Και άλλοι εγκαταστάθηκαν πάνω σ' ένα βουνό, όπου γίναν θεοί ολύμπιοι. Μην υμνείς, σαν τους ειδωλολάτρες, το δημιούργημα σε βάρος του Δημιουργού, αλλά και μη σκανδαλίζεσαι από το έργο Του. Και να ευχαριστείς το Θεό από την καρδιά σου που έπλασε την Άρτεμη και τον Απόλλωνα.
-Το πνεύμα μου δε φτάνει τόσο ψηλά, είπε ταπεινά ο γέρος μοναχός. Οι Νύμφες ταράζουν το ποίμνιό μου και βάζουν σε κίνδυνο τη σωτηρία του για την οποία ευθύνομαι μπροστά στο Θεό, και γι' αυτό, αν χρειαστεί, θα τις καταδιώξω μέχρι την Κόλαση.
-Και αυτός ο ζήλος θα σου καταλογιστεί, τίμιε καλόγερε, είπε χαμογελαστά η νέα γυναίκα. Αλλά δε βλέπεις τρόπο κανένα για να συμβιβάσεις τη ζωή των Νυμφών με τη σωτηρία του ποιμνίου σου; (σελ. 81, "Η Παναγιά η Χελιδονού").

Θα μπορούσε να γυρίσει ανενόχλητος στο σιδεράδικό του, αλλά ήταν από εκείνους που προτιμούν πάνω απ' όλα τη γεύση του ελεύθερου αέρα και της κλεμμένης τροφής (σελ. 87, "Η χήρα Αφροδισία").

Το στόμα της είναι ζεστό σαν τη ζωή˙ τα μάτια της βαθιά σαν το θάνατο. (σελ. 99, "Η αποκεφαλισμένη Κάλι").

"-Της κόρης π' αγάπησα και που μου το ΄πε αυτό της πήρα το δεξί χέρι, έκανε ο άνθρωπος που χαροπάλευε. Και ήταν και οι αιχμάλωτοι που στραγγάλισα αν και είχαμε δώσει λόγο..., αλλά δε βαριέσαι, έκανα και καλά. Έδωσα στους φτωχούς, έδωσα στους παπάδες...
"-Μη πιάνεις να κάνεις λογαριασμό, είπε ο γέροντας. Είναι πάντα, ή πολύ νωρίς ή πολύ αργά και δε χρησιμεύει σε τίποτα. Άσε με καλύτερα να βάλω την τριχιά μου κάτω από το κεφάλι σου για να 'σαι λιγότερο άβολα πάνω στο χώμα. (σελ. 110, "Το τέλος του Μάρκο Κράλιεβιτς").

-Ο Θεός είναι ο ζωγράφος του σύμπαντος.
Και με πίκρα, χαμηλόφωνα:
-Τι δυστυχία, κύριε Σύνδικε, που ο Θεός δεν αρκέστηκε να ζωγραφίζει τοπία." (σελ. 116, "Η θλίψη του Κορνήλιου Μπεργκ").

Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2010

Άρης Φακίνος-Τα παιδιά του Οδυσσέα


Άρης Φακίνος, "Τα παιδιά του Οδυσσέα" εκδόσεις Καστανιώτη


Μακριά από την πατρίδα μας δε θα επιζούσαμε παρά μονάχα όσο καιρό θα 'μεναν κολλημένοι στις ρίζες μας λίγοι σβόλοι από τη γη μας. (σελ. 7)


Τον Διομήδη δεν τον συγκινούσαν καθόλου τα πλούτη κι οι θησαυροί, οι φιλοδοξες εκστρατείες κι οι καταχτήσεις των Ελλήνων τον άφηναν αδιάφορο. Έλεγε πως δεν καταλάβαινε γιατί οι άνθρωποι σκοτώνονται και σφάζονται για να πάρουν ο ένας τον τόπο του άλλου, γιατί αλληλοτρώγονται για να ελέγχουν με το στρατό και τα καράβια τους στεριές και θάλασσες, γιατί, στα καλά του καθουμένου, τα βάζουν με τους γείτονές τους. Οι θεοί πρόσθετε, είχαν θελήσει όλους τους θνητούς λεύτερους πάνω στη γη, στην πατρίδα τους, μα όπως και για όλα τα ζωντανά πλάσματα τους είχαν ορίσει τα μέρη όπου θ' αναζητούσαν και θα 'βρισκαν τη θροφή τους, τους είχαν δείξει καλά μέχρι που είχαν δικαίωμα να περιπλανηθούν, που ακριβώς βρίσκονταν τα σύνορα της επικράτειάς τους. (σελ. 25)


Ο ένας μετά τον άλλο, σιγά σιγά, οι παλιοί κόσμοι έσβηναν γύρω τους σαν όνειρα, οι κοινωνίες που γνώριζαν ξέφτιζαν και διαλούσαν σαν πολυφορεμένα ρούχα, οι άνθρωποι άλλιώτευαν. Ελάχιστοι ήταν πια όσοι ρωτούσαν τους γέρους προεστούς και τους μάντεις περί του πρακτέου, όλο και λιγόστευαν αυτοί που πίστευαν στους πατρώους θεούς, που γονάτιζαν μπροστά στους βωμούς τους για να τους προσφέρουν θυσίες. Σιγά σιγά όλα άλλαζαν στον τόπο μας, οι βάρβαροι, που μας είχαν καταχτήσει αυτή τη φορά, επέβαλλαν με τη βία νέες θεότητες που θα κυβερνούσαν και θα ρύθμιζαν από δω και μπρος τη ζήση μας. (σελ. 38-39)


Ερχόταν τακτικά στην κάμαρή μου, εκεί που διάβαζα ή έγραφα, έπιανε κουβέντα μαζί μου και μου 'λεγε να κάνω υπομονή, να μη χάνω το θάρρος μου, να μη βαρυγκομώ για των δασκάλων μου τις απαιτήσεις. Όσα κι αν προλάβαινα να μάθω, χρήσιμα θα 'ταν, λίγα ή πολλά, αλήθειες ή ψέμματα. Αργότερα, σαν θα μεγάλωνα, όλα αυτά θα τα ξεκαθάριζα μονάχος μου, θα 'βγαζα άκρη με το δικό μου μυαλό, θα ξεδιάλεγα τις γνώσεις, όπως κάνουμε και με τα φασόλια: από τη μια μεριά τα τζούφια, για τα σκουπίδια, από την άλλη τα καλά, για το τσουκάλι μας. (σελ. 52)


Σε μια στιγμή ενώ ακούγονταν στο δρόμο μας πολυβολισμοί κι εκρήξεις, ο πατέρας μου ξεδίπλωσε ένα σεντόνι, τ' άπλωσε κατάχαμα μέσα στην κάμαρή μου και πήρε να ντανιάζει γρήγορα βιβλία, χαρτιά, τετράδια. Άδικα η μάνα μου του φώναζε να τα παρατήσει όλα σύξυλα και να κοιτάξει να γλυτώσει πρώτα τη ζωή του, πως θα 'πρεπε να φχαριστούσε το Θεό αν σε λίγες ώρες θα 'ταν η φαμίλια του ζωντανή και το σπίτι του ακόμα όρθιο. Εκείνος ούτε που την άκουγε καν, μάζευε ότι προλάβαινε, μου 'λεγε και του κατέβαζα από τα ράφια λεξικά, γραμματικές, συνταχτικά, άρπαξε ξαφνικά τον Όμηρο και τη Βίβλο, πρόσθεσε στο φορτίο του τον Πλάτωνα, τον Θουκυδίδη και τον Ησίοδο. (σελ. 55)


Δεν τον πείραζε, ο κάθε θνητός είναι αφέντης του εαυτού του, κάνει ότι μπορεί για να αλλάξει κάπως τις αποφάσεις που παίρνουν οι θεοί για λογαριασμό του. (σελ. 106)


Όλα έδειχναν ότι κάποτε, ήθελαν δεν ήθελαν, οι άνθρωποι θ' αναγκάζονταν να συμβιώσουν ειρηνικά, αδερφωμένα, μας περίμεναν όλους ρόδινες κι ευτυχισμένες εποχές, τα έθνη θα συνεργάζονταν, οι λαοί θα μόνιαζαν-οι συγκρούσεις, που προκαλούν τα σύνορα κι οι εθνικισμοί, θα 'ταν αδιανόητα πράγματα στο μέλλον. (σελ. 134-135)


Θεωρούσε τα βιβλία ιερά αλλά κι επίφοβα αντικείμενα, είχε ακούσει πως είχαν καταστρέψει την ζωή κάμποσων ανθρώπων, πως εξαιτίας τους μερικοί είχαν καταλήξει στις φυλακές, άλλοι βρίσκονταν μαντρωμένοι σε στρατόπεδα ή γερνούσαν στις εξορίες. Πως μπορούσε να ξεχάσει τις ατελείωτες στερήσεις που 'χε τραβήξει με τον πατέρα μου για να μάθω γράμματα, για να πάω σχολείο, για να βγάλω αργότερα το Γυμνάσιο και το Πανεπιστήμιο, ώστε να βρω καμιά δουλειά και να μη χρειαστεί να φύγω, να ξενιτευτώ; Καμιά φορά, όταν ερχόταν στην κάμαρή μου για να συγυρίσει, την παρατηρούσα που στεκόταν μπροστά στη βιβλιοθήκη μου με δέος, που καθάριζε έναν έναν τους τόμους περνώντας τους με το ξεσκονόπανο απαλά, προσεχτικά, που τους κοίταζε συλλογισμένα και παρακαλεστικά, όπως ακριβώς έκανε όταν προσευχόταν σιωπηλα μπροστά σε μια εικόνα. (σελ. 174)


Ταξιδεύαμε χωρίς να ξέρουμε που ακριβώς πηγαίναμε, πόσο θα κρατούσε η περιπλάνησή μας, ποιοι θα μας πρόσφεραν άσυλο και φιλοξενία, που τελικά θα κατασταλάζαμε. Με τα πρόσωπα κολλημένα στα φινιστίνια τ' αεροπλάνου, βλέπαμε για πρώτη φορά από τόσο ψηλά τη γη μας, το βλέμμα μας άγγιζε τις κορφές των αλλεπάλληλων κι άγριων βουνών της, κατέβαινε μέχρι τους λιγοστούς και φτωχούς κάμπους της. Εδώ κι εκεί, ανάμεσα σε προαιώνιους ελαιώνες, σ' αμπέλια και σε σπαρτά, ξεδιακρίναμε παλιά πέτρινα και μισογκρεμισμένα γεφύρια, χωριουδάκια, κοιμητήρια, καπνούς που ανάθρωσκαν, ήμεροι κι ειρηνικοί, από τις καμινάδες των σπιτιών της. (σελ. 236-237)

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2010

Δημήτρης Χατζής-Το διπλό βιβλίο


Δημήτρης Χατζής, "Το διπλό βιβλίο" εκδόσεις "Το Ροδακιό"


-ήθελα να κλάψω. Όχι γι' αυτούς, για την φτώχεια, για το ξυλάδικο-όχι. Ήθελα να κλάψω για μένα. Άλλο είναι αυτό, το τέτοιο κλάμα, εγώ δεν ξέρω βέβαια πως να το πω, να θέλεις να κλάψεις γιατί δεν έχεις πως αλλιώς να μιλήσεις με τον εαυτό σου.(σελ. 41)


Είναι τα τραίνα που φτάνουν από παντού, πάνε παντού-δεν ξέρεις εσύ το πούθε, δεν ξέρεις το πού. Ο μεγάλος κόσμος είναι, λοιπόν, το παντού. Και την έχω κάποτε την νοσταλγία του από κει που τα βλέπω-να φύγω μια μέρα μ' αυτά-τη νοσταλγία που δεν έχω για τη Σούρπη, για την Ελλάδα. Και λέω τότε πως ο μεγάλος κόσμος, αυτός μπορεί νά 'ναι η πατρίδα μου και νάτο, λοιπόν, πως έχω και γω μια πατρίδα. Μια καινούργια πατρίδα. Είναι μέσα στο μεγάλο κόσμο. (σελ. 58)


Δε με περιμένει κανένας εμένα, δεν έχω πουθενά που να θέλω να πάω, να γυρίσω κάπου. Σα να 'ναι το σπίτι μου, εδώ, εδώ κ' η πατρίδα μου, το κανένα σπίτι μου, η καμιά μου πατρίδα. Λένε στο καφενείο και για τους άλλους-πως ξένοι γινήκαμε όλοι στις μεγάλες αυτές πολιτείες. Αν είναι έτσι, λέω τότες εγώ-εγώ, λοιπόν, πρέπει να 'μαι ο πιο γνήσιος πολίτης της πολιτείας των ξένων-ο ιθαγενής. (σελ. 63)


Μου φαίνεται πως άδειασε ο κόσμος. Οι άνθρωποι ρουφήχτηκαν, νεκρά κι ακίνητα μένουν όλα-νεκρή πολιτεία. Μια φωτεινή ρεκλάμα παίζει στο βάθος του δρόμου-δε βγάζω τα γράμματα-δε βγάζω τίποτα-αναβοσβήνουν μονάχα. Και στέκομαι εκεί καρφωμένος στο πεζοδρόμιο, δεν ξέρω που βρίσκομαι. (σελ. 68)


Είναι καλές γυναίκες οι Γερμανίδες-έχω να το λέω.Τίμιος κόσμος-επειδή είναι λεύτερες. Ο λεύτερος άνθρωπος είναι τίμιος. Δε θέλουνε τίποτα, δε λένε ψέματα, δεν έχουν υποκρισίες, δεν το κρύβουνε γιατί βγήκαν αυτό το βράδυ. Φίφτυ-φίφτυ τον έχουνε τον έρωτα-όσα δίνεις, τόσα παίρνεις. (σελ.71)


Ο μικρός ράφτης της Σούρπης ονειρευότανε. Τον κόσμο-τον εαυτό του μέσα στον κόσμο. Ονειρευόταν. Αυτό που βρίσκεις εσύ να λείπει στο καφενείο, να λείπει στα κόμματα τα σημερινά. Ο μεγάλος μύθος. Ο ακέριος. (σελ. 84)


Έτσι πήγαμε όλη τη βδομάδα-κάθε βράδυ να 'μαστε μαζί, να μη χορταίνουμε ο ένας τον άλλο- κι όσο τη βλέπω τόσο να τη θέλω, όσο τη συλλογιέμαι τη μέρα τόσο να τη λαχταρώ για το βράδυ. Και να μη της βρίσκω κανένα ψεγάδι. Αυτός είναι ο έρωτας; λέω. Και δοξασμένο, ας είναι, λοιπόν, το όνομά του στους αιώνες των αιώνων αν είναι αυτός, αν είναι έτσι. Είταν αυτός. Είταν έτσι. (σελ. 102)


Εσείς εκεί στην πατρίδα σας, λέει, πεινούσατε, δεν είχατε δουλειά. Και ήρθατε εδώ. Μα πρέπει μια φορά να το καταλάβετε. Αυτό που βλέπετε γύρω σας, καλά μεροκάματα, άδειες, κοινωνικές ασφαλίσεις, δεν είναι κανένας παράδεισος. Έχουν αίμα πίσω τους, σφαγές πολλά χρόνια, για να γίνουν έτσι. Και δεν θα σας αφήσουμε να μας τα χαλάσετε. Θα σας διώξουμε μέχρι τον έναν. Χίλιους σκλάβους να φέρουν από την Ελλάδα και την Τουρκία-εγώ για δυο ανθρώπους αυτή τη δουλειά δεν την κάνω. (σελ.142)


Από την σημείωση του εκδότη

Το διπλό βιβλίο μιλάει για δυο κόσμους, τον παλιό και τον καινούργιο, για τη συνάντησή τους. Είναι "βιβλίο της μοναξιάς" και είναι "της ελπίδας το βιβλίο". Έχει διπλό πρωταγωνιστή: τον συγγραφέα και τον ήρωά του. Αυτοί οι δυο στην τελευταία παράγραφο συναντιούνται, μια βιομηχανική οχλοβοή εμποδίζει τα λόγια τους ν' ακουστούν, σενεννογιούνται όμως και αφήνουν ανοιχτό ένα παράθυρο στο φως.

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2010

KARL MARX ΕΓΚΩΜΙΟ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ


KARL MARX ΕΓΚΩΜΙΟ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ [Παρέκβαση περί παραγωγικής εργασίας] Μετάφραση: ΤΖΕΝΗ ΜΑΣΤΟΡΑΚΗ, Εκδόσεις ΑΓΡΑ 2005



Ο εγκληματίας παράγει εγκλήματα. Αν προσέξουμε καλύτερα πώς σχετίζεται αυτός ο τελευταίος κλάδος παραγωγής με το κοινωνικό σύνολο, θ’ απαλλαγούμε από πολλές προκαταλήψεις. [σελ.5]

Και μόνο τα βασανιστήρια έγιναν αφορμή για τις ευφυέστερες μηχανικές εφευρέσεις, ενώ πλήθος τίμιοι χειρώνακτες απασχολούνται στην παραγωγή των σχετικών εργαλείων. [σελ. 7]

Ο εγκληματίας σπάζει τη μονοτονία και την καθημερινή ασφάλεια της αστικής ζωής. Έτσι την προστατεύει από την τελμάτωση και προκαλεί την ανήσυχη ένταση και την κινητικότητα, χωρίς τις οποίες θα αμβλυνόταν ακόμη και η ορμή του ανταγωνισμού. Δίνει, λοιπόν, ένα κίνητρο στις παραγωγικές δυνάμεις. [σελ.8]

Οι κλειδαριές θα είχαν αποκτήσει τη σημερινή τους αρτιότητα, αν δεν υπήρχαν κλέφτες; Η νομισματοκοπία θα έφτανε στην τωρινή της τελειότητα, αν δεν υπήρχαν παραχαράκτες; [σελ.9]

Ας αφήσουμε όμως τη σφαίρα του ιδιωτικού εγκλήματος: χωρίς εθνικό έγκλημα θα μπορούσε να υπάρξει η παγκόσμια αγορά; Θα υπήρχαν έθνη; Άραγε το δέντρο της αμαρτίας δεν είναι, ταυτόχρονα, και δέντρο της γνώσης, από την εποχή του Αδάμ ως σήμερα; [σελ. 10]

Το κείμενο αυτό του Karl Marx γράφτηκε ανάμεσα στα 1860 και 1862. Οι εκδότες του το ενσωμάτωσαν στις Θεωρίες της υπεραξίας, τόμος IV του Κεφαλαίου. Η μετάφραση έγινε από τα γερμανικά. Ο τίτλος κάτω από τον οποίο παρουσιάζεται εδώ προέρχεται από μια γαλλική έκδοση του κειμένου. Τίτλος πρωτότυπου: Abschweifung : ( über productive Arbeit).

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2010

Αβραάμ Γεοσούα-Ταξίδι στο τέλος της χιλιετίας


Αβραάμ Γεοσούα, "Ταξίδι στο τέλος της χιλιετίας", μετάφραση Μάγκυ Κοέν, εκδόσεις Καστανιώτη


Σε τέτοιους σκοτεινούς καιρούς, καθώς οι πίστεις οξύνονταν από τον φόβο που γεννούσε το πέρασμα από την μια χιλιετία στην άλλη, ήταν προτιμότερο να αποφεύγει κανείς τα συναπαντήματα με αλλόθρησκους και να αρκείται στην συναναστροφή με την φύση-τη θάλασσα για παράδειγμα-που, παρότι την κατηγορούμε συχνά για σκληράδα και πονηριά, δεν υπόσχεται ποτέ τίποτα περισσότερο απ' όσα μπορεί να εκπληρώσει. (σελ. 16)


Αν τούτοι εδώ οι άπιστοι, μονολόγησε με την παράξενη ζήλεια ενός παλιού θαλασσόλυκου, καταφέρνουν να εξισορροπούν τόσο καλά τα ρεύματα και τους αέρηδες ώστε να διευκολύνουν το πέρασμα στους ταξιδιώτες, τότε, παρά την πρωτόγονη πίστη τους σε μια θεότητα που εξαφανίστηκε απ' τον τάφο της, έχουν ένα ελαφρύ πλεονέκτημα έναντι των μουσουλμάνων, που πιστεύουν στη μοίρα και το πεπρωμένο. Ωστόσο η αισιοδοξία που του ενέπνευσε ο ούριος άνεμος δεν πράυνε την ανησυχία του, μιας και ποτέ άλλοτε δεν είχε μανουβράρει ένα τόσο κοιλαράδικο ιστιοφόρο μέσα σ' ένα τόσο στενό θαλάσσιο μονοπάτι, ενώ η οινοποσία της προηγούμενης νύχτας του έσφιγγε τώρα το κεφάλι σαν σιδερένιο στεφάνι. (σελ. 74-75)


...είναι γνωστό άλλωστε πως η φύση της φαντασίωσης είναι να παραμένει ολάκερη στην φαντασία αυτού που την φαντάστηκε. (σελ. 86)


Όταν ο σταυρός στην κορυφή του καμπαναριού διαπέρασε την σάρκα της σελήνης-που ήταν ολοστρόγγυλη και κιτρινωπή σαν τα περίφημα τοπικά τυριά-κι ύστερα την άφησε να πέση μαλακά πίσω απ' την εκκλησία, και πυκνό σκοτάδι σκέπασε την κάμαρη όπου κάθοταν οι δυο τους, ο Αμπουλάφια ένιωσε μια ευχάριστη ζεστασιά ν' απλώνεται σ' όλο του το κορμί. (σελ. 88)


... κι όσο να ξυπνήσει ο Σεβιλλιάνος ραβίνος και να της πει όσα θα της έλεγε, αυτός ήταν υποχρεωμένος να της αποδείξει με πράξεις, όχι με λόγια, πως είχε άδικο και πως η αγάπη μπορούσε να πραγματωθεί σ' οποιονδήποτε χρόνο ή τόπο, αρκει να ήταν παρών ο εραστής. (σελ. 158)


Το αξιοπερίεργο ήταν πως δεν λυπόταν μήτε τον εαυτό του μήτε τις δυο του συμβίες, που υποχρεώθηκαν να αποχωριστούν τα παιδιά και τα σπίτια τους, αλλά τον Ισμαηλίτη συνεταίρο του, τον Αμπού Λούτφι, που καθόταν τώρα-έτσι τον φανταζόταν ο Μπεν Ατάρ- στο σκοτεινό αμπάρι του πλοίου, σιμά στη μοναχική καμήλα, και προσεύχοταν στο Αλλάχ για την επιτυχία του Εβραίου συνεταίρου του, αν και ποτέ των ποτών, όσο και να του το εξηγούσαν, δεν θα μπορούσε να καταλάβει γιατί ένας Εβραίος έμπορος, που ζούσε με τις δυο συμβίες απολαμβάνοντας τον σεβασμό τόσο των Εβραίων όσο και των Ισμαηλιτών, έδινε σημασία στην αποκήρυξη κάποιων μακρινών Εβραίων που κατοικούσαν σε σκοτεινά δάση, στις όχθες ορμητικών ποταμών, στην καρδιά μιας νεφελοσκέπαστης ηπείρου. (σελ. 187)


Τόσα μερόνυχτα στη θάλασσα δεν είχε πάψει να μελετά τούτο το θαυμάσιο άνθρωπο, όμως μονάχα τώρα, στο Βιλζούιφ, ανακάλυψε την ουσία της ύπαρξης του: ήταν ένας ερωτευμένος άνθρωπος, ένας φιλόσοφος και μέγας σοφός της αγάπης, που είχε έρθει απ' τα ξένα για να δηλώσει δημόσια πως ήταν μπορετό να έχει κανείς δυο συμβίες και να τις αγαπά εξίσου. (σελ. 201)


Η ανέλπιστη νίκη του στο Βιλζούιφ είχε διδάξει τον Ανδαλουσιάνο ραβίνο έναν απλό κανόνα: όποιος διαλέξει τους δικαστές ελέγχει και την ετυμηγορία και δεν χρειάζονται μήτε περισπούδαστοι λόγοι μήτε αποδείξεις απ' τις γραφές. (σελ. 275)


Ωστόσο όλη η δύναμη και η νοστιμιά της διπλής αγάπης ενέκειτο στο ότι ανάγκαζε καθένα από τα μέλη της ν' αποχωρίζεται από καιρό σε καιρό το σύντροφό του, ώστε να μπορέσει να αφομοιώσει ολότελα ότι του προσφέρθηκε προτού ζητήσει κι άλλο. (σελ. 281)


Μέσα απ΄το μίγμα των Αραβοεβραϊκών που έβγαιναν απ΄το μικρό της στόμα πρόβαλλε λίγο-λίγο η πρωτάκουστη αλήθεια: η νεαρή γυναίκα ήταν πρόθυμη να υπόκειται σε διπλό γάμο αρκεί να μπορούσε και η ίδια να συνάψει ένα διπλό γάμο. Δεν είχε τίποτα ενάντια στην πρώτη συμβία-άλλωστε είχε εκτιμήσει την υπομονή της και την καλοσύνη της στην διάρκεια του κοινού τους ταξιδιού στη θάλασσα και στη στεριά-ένιωθε όμως απύθμενη ζήλεια για ένα σύζυγο που είχε δυο συμβίες ενώ εκείνες τον είχαν ένα και μοναδικό.(σελ. 306-307)


Το πρωινό φως γρατζούνιζε τα κιτρινωπά παράθυρα κι εκείνη επέμενε να του εξηγεί ότι, ενώ ο άντρας ζητούσε διπλή σωματική ένωση, η γυναίκα ζητούσε διπλή ψυχική ένωση, όπως αυτή με την αδύναμη ψυχούλα που φώλιαζε μεσ' την μήτρα της. (σελ. 315)


Ψηλάφισε πασπατευτά γύρω του να δει αν το παλιό φτερό και το μελανοδοχείο βρίσκονταν ακόμη ανάμεσα στα σανίδια της καμπίνας, δεν βρήκε όμως τίποτα. Έτσι, αναγκάστηκε, με υπόκρουση το αδιάκοπο, μακρόσυρτο μοιρολόι του Μπεν Ατάρ, να φυλάξει στο μυαλό του τον πρώτο στίχο που σχηματίστηκε μέσα στου:

Υπάρχει θάλασσα που να μη μέριαζα για να σε δω εσέ...(σελ. 415)