Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

Φίλιπ Ροθ-Αγανάκτηση



Φίλιπ Ροθ, «Αγανάκτηση», μετάφραση Αθηνάς Δημητριάδου, εκδόσεις Πόλις

Ήμουνα δεκαεπτά χρονών, νέος και πρόθυμος και δραστήριος, όμως κατά τις πέντε το απόγευμα ήμουνα ήδη πτώμα. (σελ. 20)

Ο Σπινέλι, ο σορτ-στοπ, και υποψήφιος για την νομική, όπως και εγώ, είχε γίνει ο καλύτερος μου φίλος στο Ρόμπερτ Τριτ και το γεγονός ότι με πήγε σπίτι του στην Πρώτη Ιταλική Περιφέρεια της πόλης, για να γνωρίσω την οικογένεια του και να φάω μαζί τους και να καθίσω στην παρέα τους και να τους ακούω να μιλάνε με την ιταλιάνικη προφορά τους και να πετάνε αστεία στα ιταλικά, ήταν εξίσου ενδιαφέρον με την Εισαγωγή στην Ιστορία του Δυτικού Πολιτισμού που παρακολούθησα για δυο εξάμηνα, όπου σε κάθε μάθημα ο καθηγητής όλο και κάτι καινούργιο αποκάλυπτε σχετικά με την πορεία του κόσμου πριν από την γέννησή μου. (σελ. 31-32)

Πρώτη μου φορά με συγκινούσε μια χωρίστρα. Το άλλο ήταν το αριστερό της πόδι έτσι όπως καβαλούσε το δεξί και λικνιζόταν ρυθμικά. Η φούστα της έφτανε μέχρι τα μισά της γάμπας, όπως ήταν τότε της μόδας, παρά ταύτα, από το σημείο όπου καθόμουν διέκρινα την ακατάπαυστη κίνηση του ποδιού κάτω από το τραπέζι. Θα πρέπει να έμεινε σ’ αυτή τη στάση κάπου δυο ώρες, κρατώντας ασταμάτητα σημειώσεις, όσο για μένα, το μόνο που έκανα σε αυτό το δίωρο ήταν να κοιτάζω την ολόισια χωρίστρα της και το πόδι της που πήγαινε πάνω-κάτω. Δεν ήταν η πρώτη φορά που αναρωτιόμουνα τι να σκεφτόταν άραγε ένα κορίτσι που κουνούσε έτσι το πόδι του. Ήταν απορροφημένη από την δουλειά της, κι εγώ, με τα μυαλά του δεκαοχτάχρονου, είχα απορροφηθεί από την επιθυμία μου να χώσω το χέρι μου κάτω από την φούστα της. Η επιτακτική ανάγκη μου να τρέξω στην τουαλέτα αναχαιτίστηκε από τον φόβο πως, αν το έκανα ίσως με τσάκωνε κάποιος βιβλιοθηκάριος ή καθηγητής, ίσως ακόμη και κάποιος ευυπόληπτος φοιτητής, με αποβάλλανε από τη σχολή και κατέληγα τυφεκιοφόρος στην Κορέα. (σελ. 58-59)

Ε, λοιπόν, πάνω σ’ αυτά τα ίδια ρούχα είχα κάνει εμετό στο γραφείο του Κόντγουελ. Ήταν τα ρούχα που φορούσα στην εκκλησία όταν πάσχιζα να μη μάθω πώς να ζω ενάρετη ζωή κατά τα βιβλικά πρότυπα και τραγουδούσα μέσα μου τον κινεζικό εθνικό ύμνο. Ήταν τα ρούχα που φορούσα όταν ο συγκάτοικός μου, ο Έλγουιν, μου είχε ρίξει την γροθιά που παραλίγο να μου σπάσει το σαγόνι. Ήταν τα ρούχα που φορούσα όταν με πήρε στο στόμα της η Ολίβια μέσα στην ΛαΣαλ του Έλγουιν. Μάλιστα, αυτή η εικόνα του αγοριού και του κοριτσιού θα έπρεπε να κοσμεί το εξώφυλλο του φυλλαδίου του Γουάινσμπεργκ: η Ολίβια να μου παίρνει πίπα κι εγώ ντυμένος μ’ αυτά τα ρούχα να μην ξέρω τι να κάνω. (σελ. 125-126)

Είναι αλήθεια ότι η δουλειά έχει πέσει, αλλά και ποιανού η δουλειά δεν έχει πέσει στο Νιούαρκ; Ο κόσμος μετακομίζει στα προάστια και οι επιχειρήσεις ακολούθούν. Η γειτονιά ζει μια επανάσταση. Το Νιούαρκ δεν είναι αυτό που ήταν πριν τον πόλεμο. Πολύς κόσμος στην πόλη αντιμετωπίζει ξαφνικά οικονομική στενότητα αλλά και πάλι δεν μπορείς να πεις ότι πεθαίνουμε της πείνας. Έχουμε έξοδα, αλλά και ποιος δεν έχει; Μήπως εγώ παραπονιέμαι που ξαναγύρισα στην δουλειά; Όχι. Ποτέ…(σελ. 152)

Τι θέλω να πω: Ακριβώς αυτό είχε προσπαθήσει να κάνει η Ολίβια, να σκοτωθεί κατά τις προδιαγραφές του κόσερ, αδειάζοντας το σώμα της από το αίμα. Αν το είχε επιτύχει, αν είχε ολοκληρώσει το εγχείρημά της χρησιμοποιώντας επιδέξια τη λεπίδα μια και μόνη φορά, θα είχε αποδώσει το σώμα της ως κόσερ κατά τον ραβινικό νόμο. Η τόσο αποκαλυπτική ουλή της Ολίβια ήταν το αποτέλεσμα της προσπάθειάς της να επιτελέσει τη δική της τελετουργική σφαγή. (σελ. 165)

«Μπράβο το αγόρι μου! Μπράβο το χρυσό μου το παιδί, ο λεβέντης μου! Ο κόσμος είναι γεμάτος από κορίτσια που δεν έχουν κόψει τα χέρια τους-που δεν έχουν κόψει τίποτα. Μιλιούνια κορίτσια. Βρες μια απ’ αυτές. Κι ας μην είναι Εβραία, ας είναι ότι θέλει. Στο 1951 ζούμε. Δεν ζεις στον παλιό κόσμο των γονιών μου και των γονιών τους και ακόμη πιο πίσω. Και γιατί άλλωστε; Αυτός ο παλιός κόσμος έχει περάσει ανεπιστρεπτί και το μόνο που απέμεινε είναι το κρέας κόσερ. Κι αυτό φτάνει. Και περισσεύει. Έτσι πρέπει. Μάλλον έτσι πρέπει. Όλα τα άλλα ας πάνε στο καλό. Εμείς οι τρεις ποτέ δεν ζήσαμε σαν σε γκέτο, δεν πρόκειται να το κάνουμε τώρα. Είμαστε Αμερικάνοι. Βγες με όποια θες, παντρέψου όποια θες, κάνε ότι θες με όποια τραβάει η καρδιά σου- αρκεί να μην έχει πάρει ξυράφι και να έχει χαρακωθεί για να βάλει τέλος στη ζωή της. Κοπέλα τόσο πληγωμένη ώστε να κάνει τέτοιο πράγμα δεν είναι για σένα. Να θέλεις να τα σβήσεις όλα προτού καλά καλά αρχίσεις να ζεις-με κανένα τρόπο! Δεν έχεις δουλειά με τέτοιο άτομο, δεν το χρειάζεσαι τέτοιο άτομο, κι ας είναι όμορφη σαν θεά, κι ας σου φέρνει ωραία λουλούδια. Είναι πανέμορφη κοπέλα, δεν το συζητάμε. Κατά τα φαινόμενα είναι και καλοαναθρεμένη. Αν και μάλλον υπάρχουν στοιχεία στην ανατροφή της που δεν φαίνονται εκ πρώτης όψεως. Αυτά δεν μπορεί να ξέρει κανείς. Την αλήθεια για το τι γίνεται στα σπίτια του κόσμου δεν μπορεί να της ξέρει κανείς. Αν το παιδί στραβοπατήσει, το πρώτο που πρέπει να ψάξεις είναι η οικογένειά. Όπως και να έχει το πράγμα, τη συμπονάω. Δεν έχω τίποτα εναντίον της. Της εύχομαι καλή τύχη. Προσεύχομαι για το καλό της, να μη πάει η ζωή της στράφι. Όμως εσύ είσαι ο μοναχογιός μου, το μοναχοπαίδι μου, και υπεύθυνη είμαι για σένα όχι για εκείνη. Πρέπει να την κόψεις αυτήν την σχέση μια κι έξω. Να κοιτάξεις αλλού για κοπέλα». (σελ. 176-177)

Άραγε η είδηση της αυτοκτονίας μιας φοιτήτριας του Γουάινσμπεργκ θα είχε περάσει στις εφημερίδες; Μήπως να πήγαινα στην βιβλιοθήκη, να βάλω κάτω όλες τις ημερήσιες εφημερίδες του Κλίβελαντ, να δω αν υπάρχει κάτι; Οπωσδήποτε το νέο δεν είχε περάσει στην τοπική εφημερίδα, τη Γουάινσμπεργκ Ιγκλ, ούτε στη φοιτητική, την Όουλς Άι. Και είκοσι φορές να αυτοκτονούσες εδώ, μπορεί να μη γραφόταν ποτέ σ’ αυτή την άνοστη φυλλάδα. Τι δουλειά είχα εγώ σ’ ένα μέρος σαν το Γουάινσμπεργκ; Γιατί δεν γύριζα πίσω…(σελ. 187-188)

Άσε τους Φλάσερ και τους Κότλερ και τους Κόντγουελ, άσε και την Ολίβια και τράβα σπίτι σου αύριο το πρωί, σπίτι σου όπου θα έχεις να κάνεις μόνο με έναν χασάπη που τα έχει χαμένα, και κατά τα άλλα με το σκληρά εργαζόμενο, χοντροκομμένο, ευάλωτο στη δωροδοκία, ημιξενοφοβικό ιρλανδο-ιταλο-γερμανο-σλαβο-εβραιο-αφρικανικό Νιούαρκ. (σελ. 201)

Από το επίμετρο της Αθηνάς Δημητριάδου:
Μέσα σε διακόσιες περίπου σελίδες ο Φίλιπ Ροθ αναβιώνει όλη την αγανάκτηση που εκφράσαμε ηχηρά ως έφηβοι και που ενδεχομένως βιώνουμε ακόμα, σιωπηρά.

Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

ΚΛΑΙΡΗ ΜΙΤΣΟΤΑΚΗ ΟΙ ΠΑΡΑΞΕΝΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΜΠΟΒΑΡΥ

ΚΛΑΙΡΗ ΜΙΤΣΟΤΑΚΗ, ΟΙ ΠΑΡΑΞΕΝΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΜΠΟΒΑΡΥ, εκδόσεις ΑΓΡΑ 2008


Α’
Δεν διαλέγεις τον κύριο των ονείρων σου. [σελ. 9]

[…] καθώς η ανάμνηση της ηδονής που κατοικεί το κορμί μου, όλη αυτή η θέρμη που μου δίνει τη δύναμη να ζω, εγκαταλείπει τα μέλη μου, αφήνοντας στη θέση της στο κενό που χρειάζεται για να με σκίσει στα δυό το τόσο γνώριμο πια, παγερό, σιδερένιο, ρίγος. [σελ. 11]

Τον τιμωρώ με περισσότερη απληστία. Με περισσότερη αμαρτία. Ό,τι  μένει κρυφό μεγαλώνει. [σελ. 12]

Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν ότι αυτούς τους ίδιους πρέπει να σε κάνουν να επιθυμείς, όχι τις επιθυμίες σου. [σελ.14]

Κι εξάλλου ο έρωτας είναι κάτι τελεσίδικο. Δεν δέχεται αναστολή, δεν δέχεται αναίρεση. [σελ.16]

Β’
Η καρότσα πως νανουρίζει! […] Το λίκνισμα πάνω στους τροχούς μπερδεύεται με το λίκνισμα στην αγκαλιά του Λεόν… […] Ώσπου σε μια απότομη στροφή η αίσθηση της φυγόκεντρου μου υπενθυμίζει πόσο με έχει κυκλώσει η απειλή, πόσο με έχει ζώσει ο κίνδυνος από τούτο το κυνήγι της ηδονής. [σελ. 19]

Τον εξόρκισα να μην ανησυχήσει ξανά με αυτόν τον τρόπο για μένα. Είναι μια στέρηση ελευθερίας. [σελ.20]

Ξαφνικά ένιωσα σαν να σηκώνονται και να φεύγουν όλα γύρω, τα σπίτια, οι δρόμοι, ο γκρίζος ουρανός, και να μένει μόνο αυτό το κεφάλι που το λούζαν  τα απαλά μαλλιά κι εγώ που τα κοίταζα, απόλυτος κύριος του επάνω κόσμου… [σελ. 23]

Ονειρεύομαι, Σιμόργκ. Ονειρεύομαι γιατί το θέλω να ονειρεύομαι. Να σκέφτεσαι σημαίνει να υποφέρεις. Κι όταν  σου μιλώ, σκέφτομαι κι ονειρεύομαι μαζί. Ελπίζω κι υποφέρω. [σελ. 25]

Η καταιγίδα στη θάλασσα! Ό,τι ωραιότερο αντίκρισα ποτέ! [σελ. 27]

Γ’
Οι  κλωστές της φαντασίας έχουν τόση αντοχή! Όμως και εκείνες σπάζουν. Και τότε το σαρκίο σου, βαρύ,  προσγειώνεται απότομα στον τόπο όπου ανήκει. [σελ. 32]

Ναι` όλα έχουν τελειώσει οριστικά, όταν οι χορδές της φαντασίας σπάσουν. [σελ. 33]

Μα είναι τα μικρά πράγματα της ζωής, εκείνα που χωρούν να συμβούν αμέτρητες φορές, που σε κάνουν  να τα βλέπεις όλα έτσι. […] Ο έρωτας, ναι  ο έρωτας, ολόκληρος, έρχεται άπαξ. Κι εκείνο που νόμιζες, ή που η φαντασία σου τοποθετούσε σαν πρώτη φορά, ήταν απλά για τελευταία φορά που συνέβαινε. [σελ. 34]

Τότε αντίκρισα για πρώτη φορά και, μοιραία – τώρα μπορώ να το πω - , για τελευταία φορά ολόκληρη την επιφάνεια του έρωτα.[σελ. 35]

Σημείωση: Το έργο γράφτηκε το 1992 για λογαριασμό του ΘΕΑΤΡΟΥ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ.  Πρώτη παρουσίαση: 26 Νοεμβρίου 1992 στο ΘΕΑΤΡΟ ΑΜΟΡΕ, σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη, σκηνικά Πάνου Παπαδόπουλου, φωτισμούς Ελευθερίας Ντεκώ και με ερμηνεύτρια τη Μαρία Κατσιαδάκη.
Α’ έκδοση: Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, 1992

Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2011

Φ. Ντοστογιεβσκη-Έγκλημα και Τιμωρία (Τόμος 3ος)


Φ. Ντοστογιέβσκη, "Έγκλημα και Τιμωρία" μετάφραση Άρης Αλεξάνδρου, εκδόσεις Γκοβόστη

Είχε ακούσει κι αυτός, σαν όλους τους άλλους, πως υπάρχουν, ιδιαίτερα στην Πετρούπολη, κάτι προοδευτικοί μηδενιστές, κατήγοροι κ’ ελεγκτές κ.τ.λ. κ.τ.λ. μα, όπως κι οι άλλοι, υπερέβαλε και διαστρέβλωνε το νόημα και την επιροή αυτών των όρων σε βαθμό που έφτανε το γελοίο. Περσότερο απ’ όλα-από αρκετά χρόνια τώρα- φοβότανε το ξεσκέπασμα κι αυτή είταν η κυριότερη αιτία της ασταμάτητης, υπερβολικής του ταραχής-ιδιαίτερα από τότε που άρχισε να μελετάει την επέχταση των εργασιών του στην Πετρούπολη. Απ’ αυτήν την άποψη είταν, όπως λένε, σκιαγμένος, όπως είναι καμιά φορά σκιαγμένα τα μικρά παιδιά. Εδώ και κάμποσα χρόνια, όντας στην επαρχία, όταν άρχιζε ακόμα την καριέρα του, είδε δυο πρόσωπα αρκετά σημαντικά-που είχε γατζωθεί πάνω τους και τον είχαν υπό την προστασία τους-τα είδε να ξεσκεπάζονται άσπλαχνα. Το ένα πρόσωπο αντιμετώπισε αρκετά σκανδαλώδικες συνέπειες και το άλλο παρά λίγο νάβρισκε μεγάλους μπελάδες. Να γιατί είχε αποφασίσει ο Πέτρος Πέτροβιτς να μάθει αμέσως μόλις έρθει στην Πετρούπολη τι ακριβώς τρέχει και, αν χρειαζότανε νάκανε αυτός το πρώτο βήμα και να φανεί για κάθε ενδεχόμενο αρεστός «στις νέες γενιές» μας. Για την περίπτωση αυτή υπολόγιζε στον Αντρέα Σεμιόνοβιτς κι όταν επισκέφτηκε τον Ρασκόλνικοβ είχε μάθει κιόλας να στρογγυλεύει ορισμένες φράσεις και να παπαγαλίζει ξένες ιδέες… (σελ. 7-8)

Παρ’ όλα αυτά τα χαρίσματα, ο Αντρέας Σεμιόνοβιτς είταν στ’ αλήθεια αρκετά ανόητος. Είχε προσχωρήσει στην πρόοδο και στις «νέες μας γενιές» από πάθος. Είταν ένας απ’ την αμέτρητη και παρδαλή λεγεώνα των μικρών και ταπεινών ανθρώπων, των θνησιγενών εφταμηνίτικων ημιμαθών και ηλίθιων που κολλάνε αμέσως στην ιδέα της τελευταίας μόδας και την προστυχεύουν αμέσως και κάνουν καρικατούρα κάθε τι που υπηρετούν-μ’ όλο που καμιά φορά αγωνίζονται γι’ αυτό μ’ όλη τους την ειλικρίνεια. (σελ. 9)

Και τι με νοιάζει εμένα που σας πέρασαν απ’ το μυαλό όλες αυτές οι ανόητες σκέψεις κ’ οι απορίες; φώναξε.- Αυτό δεν είναι απόδειξη. Μπορούσατε να τα ονειρευτείτε όλ’ αυτά στον ύπνο σας, αυτό είν’ όλο! Και γω σας λέω πως λέτε ψέματα, ευγενέστατε κύριε! Λέτε ψέματα και πάτε να με συκοφαντήσετε, επειδή τρέφετε μίσος εναντίον μου, ναι, επειδή χολωθήκατε μαζί μου που δεν συμφωνάω με τις φιλελεύθερες και άθεες σοσιαλιστικές σας δοξασίες, να γιατί! (σελ. 45)

-… Φυσικά, σκοτώνοντας την γριά, έκανα λάθος…Ε, αρκετά.
Τις τελευταίες του φράσεις τις είπε κουρασμένος κι άφησε το κεφάλι του να πέσει.
-Ω, δεν είναι αυτό, όχι, δεν είναι αυτό, φώναξε η Σόνια βασανισμένη. Πως θα μπορούσε κανείς…όχι αυτό δεν είναι σωστό, δεν είναι σωστό.
-Το βλέπεις και μόνη σου πως δεν είναι σωστό. Όμως εγώ είπα την αλήθεια, αυτή είναι η αλήθεια.
-Αν μπορεί ποτέ νάναι αυτή η αλήθεια. Αχ Θεέ μου!
-Το μόνο που έκανα είταν που σκότωσα μια ψείρα, Σόνια, ένα άχρηστο, σιχαμένο ζωύφιο.
-Ένα ανθρώπινο πλάσμα το λες ψείρα!
-Το ξέρω και μόνος μου πως δεν είταν ψείρα, απάντησε κοιτάζοντας την παράξενα.- Λέω όμως ανοησίες, Σόνια, πρόστεσε. –Λέω ανοησίες, πολύν καιρό τώρα. Όχι, δεν είναι αυτό, έχεις δίκιο. Άλλες είταν οι αιτίες, πολύ διαφορετικές! Έχω τόσον καιρό να μιλήσω με ανθρώπους, Σόνια…Το κεφάλι μου πονάει τρομερά. (σελ. 60)

-…και τότε είδα, Σόνια, πως αν περίμενε κανείς να γίνουν όλοι εξυπνότεροι, θάπρεπε να περιμένει πολύν καιρό… Αργότερα κατάλαβα πως αυτό δεν θα γινότανε ποτέ, πως οι άνθρωποι δε θ’ αλλάζανε ποτέ, και πως κανένας δεν μπορεί να τους αλλάξει κι ούτε αξίζει να χάνεις τον κόπο σου για κάτι τέτοιο. Ναι έτσι έγινε. Φυσικός νόμος, Σόνια, πως όποιος είναι δυνατός στο μυαλό, θα μπορέσει να τους κάνει ότι θέλει. Ο καθένας που τολμάει κάτι μεγάλο δικαιώνεται στα μάτια τους. Αυτός που περιφρονεί τα περισσότερα πράματα θα γίνει ο νομοθέτης τους κι αυτός που τολμάει τα περισσότερα απ’ όλους θα βγεί ο πιο δικαιωμένος! Έτσι είταν ως τα τώρα κ’ έτσι θάναι, θα πρέπει νάναι τυφλός κανένας για να μην το βλέπει! (σελ. 61-62)

Μα είσαι και ανόητη Σόνια: τι θα φάμε τώρα; Φτάνει πια όσο σε κατασπαράξαμε, δεν θέλω άλλο! Αχ Ροντιόν Ρομάνοβιτς, εσείς είστε! Ξεφώνισε βλέποντας τον Ρασκόλνικοβ, κι όρμησε σ’ αυτόν, εξηγείστε, σας παρακαλώ, σ’ αυτήν την ανοητούλα πως δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα καλύτερο! Ακόμα κι οι λατερνατζήδες κερδίζουν το ψωμί τους, όμως εμάς θα μας ξεχωρίσουν αμέσως όλοι θα καταλάβουν πως είμαστε μια φτωχή, ευγενής οικογένεια ορφανών, που φτάσανε στο σημείο να ζητιανέψουν, και εκείνος ο στρατηγίσκος θα χάσει την θέση το, θα το δείτε! Κάθε μέρα θα πηγαίνουμε κάτω από τα παράθυρά του και θα περάσει ο πατερούλης μας ο Τσάρος, κ’ εγώ θα πέσω στα γόνατα, θα τα βάλω όλ’ αυτά μπροστά και θα του τα δείξω: «Προστάτεψε τα, πατέρα μας!» Είναι ο πατέρας των ορφανών, είναι φιλεύσπλαχνος, θα μας προστατέψει, θα το δείτε, και εκείνον τον στρατηγίσκο… Λένια! Tenez vous droite! Εσύ Κόλια θα ξαναχορέψεις τώρα. Τι κλαψουρίζεις; Πάλι κλαψουρίζει! Μα τι φοβάσαι, τι φοβάται λοιπόν, χαζούτσικο! Θε μου, τι να τα κάνω, Ροντιόν Ρομανοβιτς; Αν ξέρατε τι χαζά παιδιά πούναι, τίποτα δεν καταλαβαίνουν! Τι μπορείς να κάνεις με τέτοια παιδιά…Θε μου! (σελ. 72-73)

Την ακουμπήσανε πάλι στα μαξιλάρια.
-Τι; Παπάς; … Δεν μου χρειάζεται… Τι, σας περισσεύουνε λεφτά μήπως; Δεν έχω αμαρτήσει! Ο Θεός έχει υποχρέωση να με συγχωρέσει και χωρίς παπάδες… Το ξέρει πολύ καλά πόσο υπόφερα! Κι αν δεν με συγχωρέσει, ποτέ του και μη σώσει. (σελ. 77)

Όχι Ροντιόν Ρομάνοβιτς, πατερούλη μου, δεν είναι ο Νικόλκα! Εδώ έχουμε μια υπόθεση φανταστική, σκοτεινή, μοντέρνα, μια περίπτωση της εποχής μας, όπου η ανθρώπινη καρδιά έχει θολώσει κι όπου υπογραμμίζεται η φράση πως το αίμα «φρεσκάρει», κι όλη η ζωή διακηρύχνεται σα ζήτημα κομφόρ. Εδώ είναι ονειροπολήματα παρμένα απ’ τα βιβλία, εδώ είναι φανερή η απόφαση να κάνει κανείς το πρώτο βήμα, είναι μια καρδιά θεωρητικά ερεθισμένη, είναι όμως μια αποφασιστικότητα ιδιάζουσα- τ’ αποφάσισε, μα είναι σα νάπεσε απ’ την πλαγιά ενός βουνού, ή σάμπως να γκρεμίστηκε από κανένα καμπαναριό- μα κι όταν πήγαινε να κάνει το έγκλημα, είταν σάμπως να πήγαινε με ξένα πόδια. Ξέχασε να κλείσει πίσω του την πόρτα, μα σκότωσε, σκότωσε δυο. Σύμφωνα με την θεωρία. Σκότωσε και δεν κατάφερε να πάρει τα χρήματα, κι ότι πρόφτασε ν’ αρπάξει, πήγε και τάκρυψε κάτω από μια πέτρα. Δεν τούφταναν όσα υπόφερε, όταν στέκοταν πίσω απ’ την πόρτα, την ώρα που οι άλλοι απόξω την σκουντάγανε να μπούνε και χτυπούσαν το κουδούνι, όχι, αλλά πάει αργότερα, μισοπαραμιλώντας, πάει στο άδειο πια διαμέρισμα να θυμηθεί εκείνο το κουδούνισμα, ένιωσε βλέπετε την ανάγκη να ξαναδοκιμάσει κείνο το σύγκρυο στη ραχοκοκαλιά του… Ε, αυτό μπορεί να πει κανείς έγινε σε στιγμή αρρώστιας, είναι όμως και το άλλο: σκότωσε κ’ εξακολουθεί να θεωρεί τον εαυτό του τίμιον άνθρωπο, περιφρονεί του ανθρώπους, περιφέρεται σαν χλωμός άγγελος-τι Νικόλκα λοιπόν και ξενικόλκα μου λέτε εσείς; Όχι ψυχούλα μου Ροντιόν Ρομάνοβιτς, δεν είναι ο Νικόλκα! (σελ. 97-98)

Δεν πίστευα πριν από λίγο όμως έκλαψα αγκαλιασμένος με την μητέρα, δεν ελπίζω τίποτα κι όμως την παρακάλεσα να προσευχηθεί για μένα. Ένας Θεός ξέρει πως συμβιβάζονται ολ’ αυτά, Ντουνετσκα, εγώ ομολογώ πως δεν καταλαβαίνω τίποτα. (σελ. 159)