Κυριακή 31 Ιουλίου 2011

ΕΡΝΕΣΤΟ ΣΑΜΠΑΤΟ-ΤΟ ΤΟΥΝΕΛ


Ερνέστο Σάμπατο, "Το τούνελ" μετάφραση Μάγια Μαρία Ρούσσου, εκδόσεις Αστέρι

Αυτή τη νύχτα λοιπόν, η αντιπάθεια μου για την ανθρωπότητα φαινόταν να έχει καταργηθεί ή τουλάχιστον παροδικά, ν' απουσιάζει. Μπήκα στο καφέ Μαρσότο. Υποθέτω πως εσείς ξέρετε ότι ο κόσμος πάει εκεί για να ακούσει τανγκό, αλλά να τ' ακούσει όπως κάποιος που πιστεύει στον Θεό ακούει τα "κατά Ματθαίο Πάθη". (σελ. 63)

Κοίταξε αφηρημένος προς το πάτωμα σαν να έψαψνε για μια εξήγηση πιο καθαρή. Σε λίγο είπε:
-Σαν κάποιος που είναι κατασκηνωμένος σε μια έρημο και ξαφνικά, με μεγάλη βιασύνη αλλάζει μέρος και πάει παρακεί. Καταλαβαίνετε; Η ταχύτητα της ενέργειας δεν έχει σημασία, πάντα βρίσκεσαι στο ίδιο μέρος. (σελ. 67)

Πως περίμενα εκείνη τη στιγμή, πως περπάτησα δίχως σκοπό μες στους δρόμους για να περάσει η ώρα πιο γρήγορα! Τι τρυφερότητα ένοιωθα στην καρδία μου, πόσο όμορφα μου φαίνονταν όλα, ο κόσμος, το καλοκαιριάτικο απόγευμα, τα παιδιά που έπαιζαν στα πεζοδρόμια! Σκέφτομαι τώρα ως ποιο βαθμό ο έρωτας τυφλώνει και τι μαγική δύναμη έχει να μεταμορφώνει τα πάντα. Η ομορφιά του κόσμου! Μα την αλήθεια, είναι να πεθαίνεις στα γέλεια! (σελ. 80)

Αλλά είναι αρκετά παράξενο που σ' έναν άνθρωπο δεν αρκεί να έχει γλυτώσει τα μαρτύρια και το θάνατο, για να ζει ευχαριστημένος. Όταν αρχίζει να αποκτάει ξανά ασφάλεια, η περηφάνεια, η ματαιοδοξία, η υπεροψία, που, φαινομενικά, είχαν εξαφανιστεί για πάντα, αρχίζουν να φανερώνονται ξανά, σαν ζώα που είχαν φύγει τρομαγμένα. Και, κατά κάποιον τρόπο, ξαναγυρίζουν με μεγαλύτερη έπαρση, σαν να ντρέπονταν που δεν είχαν πέσει τόσο χαμηλά. (σελ. 125)

Περισσότερο από κάθε άλλη φορά ένοιωσα πως ποτέ δεν θα κατάφερνα να ταυτιστώ μαζί της απόλυτα και πως δεν θά έπρεπε να αποφεύγω να έχουμε στιγμές επικοινωνίας που είναι τόσο εύθραυστες, τόσο μελαγχολικά ανέφικτες, σαν την θύμιση ορισμένων ονείρων ή σαν την ευτυχία που σου γεννούν κάποια μουσικά περάσματα. (σελ. 126)

Κοίταζα από το παράθυρ ενώ το τρένο έτρεχε για το Μπουένος Άιρες. Περάσαμε κοντά από ένα ράντσο. Μια γυναίκα, κάτω από ένα υπόστεγο, κοίταξε το τρένο. Μου πέρασε μια ανόητη σκέψη απ' το νου: "Αυτή τη γυναίκα τη βλέπω για πρώτη και τελευταία φορά. Δε θα την ξαναδώ στη ζωή μου." Η σκέψη μου έπλεε σαν φελλός σ' άγνωστο ποταμό. (σελ. 137)

Ακόμα μια φορά είχα διαπράξει μια ανοησία, με τη συνήθεια που είχα να γράφω γράμματα πολύ αυθόρμητα και να τα στέλνω αμέσως. Τα σημαντικά γράμματα πρέπει να τα κρατά κανείς τουλάχιστον μια μέρα, ώστε να προβλεφθούν όλες οι πιθανές συνέπειες. (σελ. 141)

Θεέ μου! Θά έπρεπε να νοιώθεις περίλυπος για την ανθρώπινη φύση, αν σκεφθείς πως ανάμεσα σε κάποιες στιγμές του Μπραμς και σ' έναν υπόνομο υπάρχουν κρυφά κι ερεβώδη υπόγεια περάσματα. (σελ. 154)

Ήταν μια ατέλειωτη αναμονή. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε στα ρολόγια, απ' αυτή την ανώνυμη και γενική ώρα των ρολογιών, που είναιξένη στα αισθήματά μας, στα πεπρωμένα μας, στο σχηματισμό ή στο γκρέμισμα μιας αγάπης, στην αναμονή ενός θανάτου. Αλλά η δική μου ώρα είχε μια διάκεια απέραντη και περίπλοκη, γεμάτη γενονότα και γυρίσματα προς τα πίσω, ένα ποτάμι σκοτεινό, καμιά φορά ταραγμένο κι άλλοτε παράξενα ήρεμο, σχεδόν σαν θάλασσα ασάλευτη κι αιώνια. (σελ. 164)