Δευτέρα 15 Αυγούστου 2011

Μάρκος Μέσκος: ΚΟΜΜΕΝΗ ΓΛΩΣΣΑ ονόματα και ιστορίες

Μάρκος Μέσκος: ΚΟΜΜΕΝΗ ΓΛΩΣΣΑ ονόματα και ιστορίες Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ ΑΘΗΝΑ 1997
                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                  [...] όλοι βολεύονται κάποτε στη δυστυχία τους γιατί πρέπει να ζήσουν[…] [σελ. 14]

[…] ενώ η καθημερινή κίνηση του ήλιου από τη Θεσσαλονίκη ερχόταν κι έπεφτε κάθε σούρουπο πίσω από το Καϊμάκτσαλαν. Φώτιζε μυστηριακά, μαύρος όγκος το βουνό, με τις θριαμβευτικές ακτίνες ο ήλιος πάνω από τις κορυφογραμμές. Φλεγόμενο πανόραμα, λίγο προτού πηχτώσει το σκοτάδι κι η νύχτα ασήκωτη πέσει. [σελ. 14-15]
ΚΟΜΠΑΡΣΙΤΑ

Πόσην ώρα κράτησε το μαρτύριο;
Πολύ, πάρα πολύ. Μα όταν πλησιάσαμε το καλό δέντρο, το βάρος του κόσμου από το στήθος μας έφυγε, πουλιά γινήκαμε. [σελ.27]
ΠΡΟΣ ΒΟΡΡΑΝ

[…] μόνο τη βροχή χαίρεσαι, ταπ-ταπ, ταπ-ταπ, μικρό τουμπελέκι για νανούρισμα, γιατί πολλές φορές η μάνα του ήταν βραδινή στο εργοστάσιο κι αυτός με τη βροχή αποκοιμιόταν. [σελ. 31]

Κι έκλαιγε ο μαύρος, εξαιτίας το ξερό χέρι της δασκάλας Α., της ίδιας δασκάλς, ναι, ναι, που τον Βαγγελάκο Π. όταν λίγες μέρες πριν, ανεβασμένος σε κάποιο θρανίο, ύψωνε το χέρι και φώναζε σε χίλιες γλώσσες, «Θάνατος στο φασισμό…», εκείνον τον καιρό τέλη `43 με αρχές `44, τον πήρε είδηση και τον κατέβασε αστράφτοντάς του μπάτσους και χαστούκια και φοβέρες (όταν δεν σε κεραύνωνε με τη ματιά της), η άτιμη. [σελ. 33]
Ο ΜΕΛΚΟΝΙΚ

Τα μπούχτισε και τα βρόντηξε .
«Έμπορας δεν γεννήθηκα γω», έλεγε.
Κατόπιν πήγε στο εργοστάσιο βρέθηκε κάποιος , τον έχωσε μέσα, δούλεψε λίγα χρόνια, δεν του καλοάρεσε, πήρε δρόμο. [σελ. 35]

Πήρε κι ένα πλατύ σανίδι, με μια μαύρη μπογιά έγραψε «Η ΧΕΙΜΑΡΑ», το κάρφωσε στην είσοδο και « τέλος τα βάσανα». [σελ. 36]

Τα λόγια που `πεφταν στα τραπέζια της « Χειμάρας» ήσαν κοινά. Σπίτι, δουλειά, απρόοπτα μικροπροβλήματα στον καθένα και στην πόλη, ο τόπος όμως θα πήγαινε προς το καλό, αυτό έλεγε η γενική αίσθηση, τι διάολο, είχαμε απελευθέρωση – αλήθεια, πόσο κράτησε; [σελ. 38]

[…] δεν υπάρχει Θεία Δίκη, αν υπάρχει, ανθρώπινη θα `ναι, μα εσύ την είδες πουθενά; [σελ.44]
« Η ΧΕΙΜΑΡΑ»

Ανάμεσα στους Μπλε και τους Πράσινους ο πόλεμος αμείλικτος. Νύχτα – μέρα το αίμα και οι νεκροί, μπαινόβγαινε η φρίκη στους ανθρώπους σαν τίποτε σπουδαίο, τανάλια ο καιρός σφίγγοντας τα δόντια πόσοι σακάτηδες και πόσους δεν έτρωγε το χώμα. [σελ.47]

Η δική του ζωή, όταν αυτός την κανόνιζε, στο ίδιο πάσο. [σελ.48]

Κι ο μπαρμπα-Τρύφων, μέσα στη γενική αναταραχή, θα τον σκοτώσουν αν δεν σκοτώσει.
(Τι να γίνεται άραγε κείνο το παιδί;) [σελ.50]

Σημάδεψε , λες από φόβο; κι έριξε με το ντουφέκι. [σελ.51]
Ο ΜΠΑΡΜΠΑ-ΤΡΥΦΩΝ

Αναπνοή δεν πήρε ο τόπος. [σελ.53]

Φοβισμένα και τα πουλιά χάνονταν. [σελ.53]

[…] το ποτάμι τάφρος και τάφος δηλαδή – από δω και από κει όσα βλήματα δεν πήγανε χαράμι, στα κρανία σφηνώνονται, στο στήθος, στην κοιλιά, σπάζουν πόδια και χέρια. Η πρώτη επίθεση αποκρούεται   από τους Μπλε. Επιμένουν οι άλλοι. [σελ.55]

Η φωνή από έξω θα σβήσει σε λίγο («άνοιξε, Θωμά, άνοιξε, ά…), γυρίζει το σώμα πίσω, προς τα χειμωνιάτικα περιβόλια, ο θάνατος μπροστά λευκός, σαν χιόνι. [σελ. 56]

Ταχύτατα πέφτει πάλι το σκοτάδι. [σελ.57]

Είκοσι άψυχα κουφάρια στον λάκκο κι απάνω χώμα.
Ο Χρήστος πήγε στον κάτω κόσμο των σκιών καθαρός, πλυμένος μυρωμένος, - τους άλλους ποιος να κλάψει;
Παρακαλώ σε γκάιντα, βγάλε τον βαρύ, τον οξύ σου θρήνο. [σελ.60]
ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΤΟΥ ΧΑΛΙΜΑ

Η νύχτα πάλι νύχτα και στον χώρο των φυλακισμένων οι αρβύλες χτυπάνε στο ψαχνό, ματώνουν. [σελ.61]

Κάποτε ανακάλυψε πως είναι δυνατό ν` αλλάζεις τις πραγματικότητες, ας πούμε η εχθρικότητα των ανθρώπων με τα τρυφερά πρόσωπα των βιβλίων, τόσες και τόσες ιστορίες. [σελ.70]
ΔΥΟ ΣΤΑΓΟΝΕΣ ΝΕΡΟ

Των σκοτωμένων τις γυναίκες θα `παιρναν οι ζωντανοί – όσοι απομείναν. [σελ.76]

Της οξιάς κορμάκια λυγερά, εδώ δεν έχει θάνατο πέρασε και πάει, Αυγούστου τέλη το τέλος, όπως έρωτας που λάμπει ξαφνικά και σμίγει δίχως λόγια, στο νταούλι βέργα χλωρή, τραγούδι μεγάλο με κινήσεις μεγάλες, κομμάτια κραυγές ολάκερες στον αέρα, σκοτεινά μιλούσε  δίχως ανταπόκριση για τη ζωή που χάθηκεν  ή  τη  ζωή που πήρε το κατόπι; [σελ.78]
ΕΠΙΛΟΓΟΣ