Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

Αλέξανδρος Ίσαρης Προσκέφαλο με φύλλα λεμονιάς



 Αλέξανδρος Ίσαρης  Προσκέφαλο με φύλλα λεμονιάς
 εκδόσεις: Κίχλη, σειρά: τα άστεγα



«Όπως έμαθα από ντόπιους που γνώρισα, τον νεκρό τον σκεπάζουν ακόμα και σήμερα με άνθη ή φύλλα λεμονιάς, τον τυλίγουν μ’ ένα λευκό σεντόνι και για προσκέφαλο του βάζουν ένα μαξιλάρι χωρίς κόμπους, γεμισμένο με λεμονόφυλλα!» (σελ: 8)

« “Εσείς δεν είστε που αγοράσατε έναν τάφο στον Πύργο;”. Έμαθα από τον δήμαρχο ότι η μικρή κοινωνία του χωριού έχει αναστατωθεί από το γεγονός πως ένας ξένος αποφάσισε να ριζώσει στα δικά τους χώματα.»         (σελ: 12)

«…όλα αυτά τα θαυμαστά, τα πολύχρωμα και μυρωδάτα, θα εξακολουθούν να υπάρχουν και μετά από μένα. Το κελάηδισμα του σπίνου, οι πρώτες ομιλίες το πρωί, το μουρμουρητό της λεύκας κοντά στο παράθυρο. Τι υπέροχο αίνιγμα που είναι η ζωή!αναλογίζομαι.» (σελ: 14)

 Σημείωση: ευχαριστώ τον Α. Στέγο για το δώρο του...

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

Ιζαμπέλ Αλιέντε Του Έρωτα και Της Σκιάς




Ιζαμπέλ Αλιέντε  Του Έρωτα και Της Σκιάς  
μετάφραση: Μάγια-Μαρία Ρούσου, εκδόσεις Ωκεανίδα

«Μόνο η αγάπη με τη σοφία της μας κάνει τόσο αθώους. –Βιολέτα Παρρά- ». (σελ:11)

«Χάρη στο επάγγελμα του καλλιτέχνη, ο Ιπόλιτο δεν είχε πάρει μέρος στα αγροτικά συνδικάτα ούτε στις άλλες καινοτομίες της προηγούμενης κυβέρνησης, κι έτσι, όταν όλα ξανάγιναν όπως τον καιρό των παππούδων, τον άφησαν ήσυχο και δεν είχε παραπονεθεί για τίποτα δυσάρεστο. Κόρη κι εγγονή χωρικών, η Δίγνα ήταν μυαλωμένη και επιφυλακτική. Ποτέ δεν είχε δώσει πίστη στα ωραία λόγια, και ήξερε από την αρχή πως αυτή η αγροτική μεταρρύθμιση θα είχε κακό τέλος. Πάντα το έλεγε, μα κανείς δεν της έδινε σημασία.» (σελ: 23-24)

«Αλλά εκείνη δεν ήθελε να εγκαταλείψει τον τόπο που γεννήθηκε και ανέθρεψε τα παιδιά της, και να πάει να μείνει δε κανένα από εκείνους τους καινούριους αγροτικούς οικισμούς. Εκεί τα αφεντικά μάζευαν κάθε πρωί τα απαραίτητα εργατικά χέρια, γλιτώνοντας έτσι τα προβλήματα που θα είχανε με τους κολίγους. Αυτό δημιουργούσε νησίδες φτώχιας μέσα στη φτώχεια.»   (σελ: 30)

«Του άρεσε τόσο πολύ να βλέπει να πετούν ελεύθερα και μισούσε τα κλουβιά, γιατί θεωρούσε ασυγχώρητο να φυλακίζει κανείς μόνο και μόνο για την πολυτέλεια να τα έχει συνέχεια μπροστά στα μάτια του. Ακόμα και τις λεπτομέρειες ήταν συνεπής στις αναρχικές του αρχές: αν η ελευθερία είναι το πρώτο δικαίωμα του ανθρώπου, πολύ περισσότερο έπρεπε να είναι αναφαίρετο δικαίωμα γι’ αυτά τα πλάσματα που γεννήθηκαν με φτερά στα πλευρά.» (σελ: 31)

«Μέσα σε μια μακριά και γλυκιά διαδικασία κάθαρσης, είχε καταφέρει να σβήσει τις περισσότερες δυστυχίες του παρελθόντος και κρατούσε στη μνήμη της μόνο τις ευτυχισμένες στιγμές.» (σελ: 37)

«Πριν από πολλά χρόνια, σ’ ένα χωριουδάκι της Ισπανίας, ανάμεσα σε λόφους κακοτράχαλους και αμπέλια, εκείνος την είχε ζητήσει σε γάμο.» (σελ: 38)

«Το παιδί ανταπόδωσε αυτή την απόλυτη αγάπη της μητέρας του μ’ ένα τέλειο οιδιπόδειο σύμπλεγμα που κράτησε μέχρι την εφηβεία του, όταν η αναστάτωση των ορμονών του τον έκανε να καταλάβει πως υπάρχουν κι άλλες γυναίκες σε τούτο τον κόσμο.» (σελ: 39-40)

«Οι φωτογραφίες παγιδεύουν το χρόνο, καθηλώνοντάς τον σ’ ένα κομμάτι χαρτόνι, όπου η ψυχή μένει κρυμμένη, έλεγε.» (σελ: 85)

«Η χλιαρή γη ακόμα φυλάει τα τελευταία μυστικά. –Βισέντε Ουιντόμπρο- .» (σελ: 99)

«Ενώ εκείνος διακήρυσσε την πίστη του στις μεγαλύτερες αξίες τις ανθρωπότητας, αγνοώντας χιλιάδων χρόνων ιστορία που είχε αποδείξει το αντίθετο, σίγουρος πως μια γενιά είναι ικανή να περάσει σ’ ένα ανώτερο επίπεδο συνείδησης και να δημιουργήσει μια καλύτερη κοινωνία αν διαμορφωθούν οι απαραίτητες προϋποθέσεις,…» (σελ: 117)

«Δίχως ν’ απαρνηθεί τα ιδανικά του για δικαιοσύνη και ισότητα, αποφάσισε πως η ελευθερία είναι το ύψιστο δικαίωμα,…» (σελ: 118)

«”Η ανθρωπότητα πρέπει να ζήσει σ’ έναν κόσμο ενωμένο, όπου να σμίξουν οι φυλές, οι γλώσσες, τα έθιμα και τα όνειρα όλων των ανθρώπων. Ο εθνικισμός απεχθάνεται τη λογική και δεν ωφελεί σε τίποτα τους λαούς. Χρησιμοποιείται μόνο για να διαπράττονται στ’ όνομά του οι χειρότερες αδικίες.”» (σελ: 121)

«Εκείνη την εβδομάδα είχε ξεσπαθώσει η άνοιξη, το πράσινο είχε σκεπάσει για καλά τα χωράφια, άνθισαν οι μιμόζες, αυτά τα πανέμορφα δέντρα που από μακριά μοιάζουν σκεπασμένα με μέλισσες και από κοντά ζαλίζουν με το αβάσταχτο άρωμα από τα κίτρινα τσαμπιά τους, οι τρικουκκιές και οι βατομουριές γέμισαν πουλιά κι ο αέρας παλλόταν από ζουζούνισμα των εντόμων.» (σελ: 131)

«Ταξιδεύω με το έδαφός μας και εξακολουθούν να ζουν μαζί μου, εκεί μακριά, οι επιμήκεις ουσίες της πατρίδας μου. –Πάμπλο Νερούδα-. » (σελ: 217)

«Έκλεισε τα βλέφαρα και την τράβηξε κοντά του, ζητώντας τα χείλη της, ανοίγοντάς τα μ’ ένα φιλί απόλυτο, γεμάτο υποσχέσεις, σύνθεση όλων των ελπίδων, φιλί ατελείωτο, υγρό, φλογερό, πρόκληση στο θάνατο, χάδι, φωτιά, στεναγμός, λυγμός ερωτικός.» (σελ: 228)

«…θεωρεί τη βία και την τρομοκρατία σαν ένα στρατηγικό λάθος, κυρίως σε μια χώρα όπου η κοινωνική αλλαγή μπορούσε να επιτευχθεί με άλλα μέσα. ………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Η επανάσταση, έλεγε, πρέπει να προέρχεται από ένα λαό που αφυπνίζεται, αποκτάει συνείδηση των δικαιωμάτων του και της δύναμής του, διεκδικεί την ελευθερία και ρίχνεται στον αγώνα, αλλά ποτέ από εφτά μυξιάρικα της αστικής τάξης που παίζουν πόλεμο.»        (σελ: 239)

«Δεν είναι δυνατό να αγαπάς τη στρατιωτική υπηρεσία δίχως να απεχθάνεσαι το λαό. –Μπακούνιν-.» (σελ: 243)

«Η Δικαιοσύνη ήταν μόνο ένας ξεχασμένος όρος της γλώσσας, που σχεδόν δεν τον χρησιμοποιούσαν πια, γιατί έκρυβε ανατρεπτικούς σκοπούς, όπως και η λέξη Ελευθερία.»   (σελ: 251)

«…η δικτατορία δεν ήταν ένα προσωρινό στάδιο στο δρόμο της ανάπτυξης, αλλά το τελευταίο στάδιο στο δρόμο της αδικίας.» (σελ: 323)

«…τίποτα δεν φθείρει τόσο εσωτερικά τον άνθρωπο όσο η αίσθηση του προσωρινού. “Να σκέφτεστε μόνο το παρόν. Μη σπαταλάτε τις δυνάμεις σας κλαίγοντας για το χτες ή κάνοντας όνειρα για το αύριο. Η νοσταλγία κατατρώει και εξοντώνει, είναι αρρώστια των εκπατρισμένων. Πρέπει να εγκατασταθείτε σαν να ήταν για πάντα, πρέπει να έχετε το αίσθημα της μονιμότητας.» (σελ: 326)

«Λουσμένοι από το χρυσαφένιο φως της χαραυγής σταμάτησαν να κοιτάξουν τη γη τους για τελευταία φορά.» (σελ: 340)

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

ΡΟΜΠΕΡΤ ΒΑΛΖΕΡ: Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ

ΡΟΜΠΕΡΤ ΒΑΛΖΕΡ: Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ εισαγωγή-μετάφραση: ΤΕΟ ΒΟΤΣΟΣ και ΑΓΟΡΙΤΣΑ ΜΠΑΚΟΔΗΜΟΥ [δίγλωση έκδοση [1]]




 «Ο βηματισμός του διάσημου λογίου θύμιζε δρακόντειο νόμο.» (σελ: 19)

«Αφού, όπως είναι ευρέως γνωστό, υπάρχουν απατεώνες που προσποιούνται ότι είναι ευγενικοί και καλοί άνθρωποι, και διαθέτουν το φοβερό ταλέντο να χαμογελούν με ευγένεια και καθωσπρεπισμό αναφορικά με τα εγκλήματα που διαπράττουν.» (σελ: 21)

«Τα καπέλα στο συγκεκριμένο θέμα είναι αναμφισβήτητα πιο σημαντικά από τους φέροντες και ιδιοκτήτες τους.» (σελ: 25)

«Πάντως είναι ολωσδιόλου αρκετό να γνωρίζω εγώ ο ίδιος ό, τι γνωρίζω, και να είμαι καλύτερα πληροφορημένος περί του προσώπου μου.» (σελ: 41)

«Στο διάβολο να πάει η άθλια έξη να παρουσιάζεται κανείς ως κάτι περισσότερο απ’ ό, τι είναι.» (σελ: 53)

«Το ένα παιδί είπε στο άλλο: “Δώσε μου ένα γλυκό φιλάκι”. Το άλλο παιδί έδωσε αυτό που με τόσο πάθος απαιτήθηκε. Τότε το πρώτο είπε: “Ωραία, τώρα μπορείς να σηκωθείς”.» (σελ: 61)

«…, διότι δεν καταλαβαίνω, και ουδέποτε πρόκειται να καταλάβω, πώς είναι δυνατόν να αποτελεί απόλαυση να προσπερνάς με ταχύτητα όλα τα σχήματα και τα αντικείμενα που μας επιδεικνύει η όμορφη γη μας, λες και κάποιος έχει τρελαθεί και πρέπει να αυξήσει την ταχύτητά του για να μην βυθιστεί σε ελεεινή απελπισία.» (σελ: 65)

«Χαμογελάτε! Τότε, λοιπόν, δε θυμώσατε από τη γλωσσική ελευθερία με την οποία εκφράζομαι.» (σελ: 75)
«Όλα αυτά, αποφάσισα μέσα μου, καθώς στεκόμουν εκεί, πρέπει οπωσδήποτε να τα γράψω προσεχώς σ’ ένα κείμενο, ή σε κάποιου είδους μυθοπλασία, την οποία θα τιτλοφορήσω “Ο Περίπατος”. Ειδικά από το κατάστημα γυναικείων καπέλων δεν πρέπει να απουσιάζει.» (σελ: 83)

«…, και μου φαινόταν πως ήταν υποχρεωμένος να ζει αιώνια, μόνο και μόνο για να υπάρχει χωρίς να είναι ζωντανός για μια ολόκληρη αιωνιότητα.» (σελ: 99)

« Ήχοι ενός αρχέγονου κόσμου, που την προέλευσή τους δεν μπορούσα να καθορίσω, έφταναν απροσδόκητα στ’ αυτιά μου.» (σελ: 103)

«Το αδιάλειπτο γράψιμο κουράζει όπως το σκάψιμο.» (σελ: 111)

«Κουράγιο, καλέ μου φίλε! Όλοι πρέπει να φανούμε γενναίοι. Τι αξία έχουμε, αν παραμένουμε πάντα ακλόνητοι στη βούλησή μας; Συγκεντρώστε όλη τη δύναμή σας και υποχρεώστε τον εαυτό σας να πράξει το υπέρτατο έργο, να αντέξει την πιο δύσκολη δοκιμασία και να υπομείνει τον πιο σκληρό αγώνα. Δεν μπορείτε να καταλάβετε πόσο χαίρομαι που σας βλέπω να τρώτε μέχρι να πέσετε  αναίσθητος.» (σελ: 131)

«Όσον αφορά το σακάκι, πιστεύω ειλικρινά πως με παρουσιάζει σαν καμπούρη, και ως εκ τούτου κακάσχημο, μια παραμόρφωση την οποία για κανένα λόγο δεν πρόκειται να πείσω τον εαυτό μου να αποδεχτεί.» (σελ: 155)

«Αποφεύγω κάθε πολυτέλεια. Μία και μόνη ματιά στο άτομό μου θα σας πείσει.» (σελ: 165)

«Χωρίς το περπάτημα θα ήμουν νεκρός, και το επάγγελμα μου, το οποίο αγαπώ με πάθος, θα καταστρεφόταν. Επίσης, χωρίς να περπατάω και να συλλέγω αναφορές, δεν θα ήμουν σε θέση να παρουσιάσω ούτε μια αναφορά, ή το παραμικρό κείμενο, πόσο μάλλον μια ολοκληρωμένη μεγάλη νουβέλα. Χωρίς το περπάτημα δεν θα ήμουν σε θέση να κάνω ούτε μια παρατήρηση ή μελέτη.» (σελ: 169 & 171)

«Ένας ευχάριστος περίπατος πολύ συχνά βρίθει –όσο μικρά κι αν είναι– από σχήματα και ζωντανά ποιήματα , από μαγικά φαινόμενα και φυσικές ομορφιές.» (σελ: 173)

«Εκείνος που περπατά πρέπει να παρατηρεί και να μελετά, με υπέρτατη αγάπη και προσοχή, το παραμικρό ζωντανό πράγμα, είτε είναι παιδί, είτε σκυλί, κουνούπι, πεταλούδα, σπουργίτι, σκουλήκι, λουλούδι, άνθρωπος, σπίτι, δέντρο, φράχτης, σαλιγκάρι, ποντίκι, σύννεφο, βουνό, φύλλο ή ακόμα και ένα ασήμαντο κομμάτι πεταμένο χαρτί πάνω στο οποίο, ίσως, ένα αξιαγάπητο παιδί του δημοτικού έγραψε τα πρώτα του αδέξια γράμματα.» (σελ: 175)

«Ξέρετε ότι εργάζομαι επίμονα και σκληρά με το μυαλό μου, και ότι πολύ συχνά είμαι, υπό την καλύτερη έννοια, ενεργός ενώ συνάμα δίνω την εξωτερική εντύπωση του αμέριμνου και άεργου, του αμελή, του ονειροπόλου και οκνηρού αλήτη, που είναι χαμένος στα απέραντα βάθη του ουρανού ή της γης, προκαλώντας την χειρότερη εντύπωση, υπευθυνότητας;» (σελ: 179)

«Προηγούμενοι περίπατοι ήρθαν στη μνήμη μου, αλλά η θαυμάσια εικόνα του ταπεινού παρόντος μετατράπηκε και αίσθηση που υπερίσχυσε όλων. Το μέλλον χλόμιασε, και το παρελθόν εξανεμίστηκε. Έλαμψα και άνθισα μέσα στη φλεγόμενη και ανθηρή στιγμή.» (σελ: 193)

«Δυστυχώς όμως, τα πιο όμορφα σπίτια είναι συνήθως ήδη κατειλημμένα, κι ένας άνθρωπος που αναζητά ενδιαίτημα να ταιριάζει με τα απαιτητικά γούστα του δυσκολεύεται πολύ, διότι όσα είναι άδεια και διαθέσιμα προκαλούν συνήθως δυσφορία και φρίκη.» (σελ: 199 & 201)

«Το ζωγραφισμένο τοπίο στο μέσον ενός αληθινού τοπίου αποτελεί μια πικάντικη ιδιορρυθμία.» (σελ: 203)

«Η ευπρέπεια απαιτεί από εμάς να είμαστε προσεκτικοί και να αντιμετωπίζουμε τον εαυτό μας εξίσου αυστηρά με τους άλλους, και να κρίνουμε τους άλλους με την ίδια ηπιότητα και επιείκεια που επιφυλάσσουμε για τον εαυτό μας, και το τελευταίο το κάνουμε, ως γνωστόν, ενστικτωδώς ανά πάσα στιγμή. Δεν είναι σχεδόν χαριτωμένος ο τρόπος με τον οποίο διορθώνω εδώ τα λάθη και εξομαλύνω τις παραβάσεις μου;» (σελ: 213)

«Ω, πόσο όμορφη είναι η ομορφιά, και πόσο γοητευτική η γοητεία!» (σελ: 233)

«…: εδώ η μετρημένη, ψυχρή κομψότητα, εκεί το παράτολμο, βαθυστόχαστο όνειρο, εδώ κάτι διακριτικό και όμορφο κι εκεί κάτι διακριτικό και όμορφο, αλλά ως προς την ουσία και τη δομή εντελώς διαφορετικό το ένα από το άλλο,…» (σελ: 239)

«…, εργάτες που ξεχύνονται ποτάμι και ξεπετιούνται από τα εργοστάσια επιστρέφοντας σπίτι τους, το κατακλυσμιαίο αυτού του μαζικού θεάματος και προϊόντος και οι σχετικοί με αυτό παράξενοι στοχασμοί.» (σελ: 241)
«…: αγόρια οπλισμένα με ξύλινα όπλα, που μιμούνται τον Ευρωπαϊκό Πόλεμο ξεδιπλώνοντας όλη τη μανία του,…» (σελ: 243)

«…θα επιθυμούσα να ομολογήσω πως θεωρώ τη φύση και την ανθρώπινη ζωή ως μια υπέροχη και γοητευτική αλληλουχία από επαναλήψεις, και θα επιθυμούσα να ομολογήσω επίσης πως θεωρώ αυτό ακριβώς το φαινόμενο ομορφιά και ευλογία.» (σελ: 257)

«Ο σοβαρός συγγραφέας δεν αισθάνεται υποχρεωμένος να συσσωρεύει υλικά, να ενεργεί σαν πρόθυμος υπηρέτης μιας υστερικής απληστίας, και ως εκ τούτου δεν αισθάνεται φόβο για μερικές φυσιολογικές επαναλήψεις, αν και φυσικά προσπαθεί μόνιμα και επιμελώς να αποφεύγει τις υπερβολικά πολλές ομοιότητες.» (σελ: 259)

«Για ποιο λόγο τότε τα λουλούδια; Μάζευα λουλούδια για να τ’ απλώσω πάνω στη δυστυχία μου; αναρωτήθηκα, και το μπουκέτο έπεσε από τα χέρια μου.» (σελ: 269)

[1]: Δίγλωσση έκδοση - η απόδοση στα ελληνικά στις μονές σελίδες.

Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012

Σεμπάστιαν Μπάρυ-Εις γην Χαναάν


Σεμπάστιαν Μπάρυ, «Εις γην Χαναάν», μετάφραση Αύγουστος Κορτώ, εκδόσεις Καστανιώτη

Τι ήχο να κάνει άραγε μια ογδοντάχρονη καρδιά που ραγίζει; Μπορεί να μην διαταράσσει καν την σιωπή, και το δίχως άλλο ως ήχος θα ‘ναι αχνός πολύ. (σελ. 15)

Η μητέρα μου πέθανε πάνω που η χρεία κεριών περίττευε, με την πρώτη αχτίδα της αυγής. Όλα αυτά σ’ ένα χωριό, το Ντάλκι, όχι μακριά από την θάλασσα.

Όταν με τα πολλά αποθέσανε το μωρό στο στήθος μου- εγώ να ξεφυσώ σαν το ζώο- και με πλημμύρισε εκείνη η απαράμιλλη ευτυχία, έκλαψα για την μάνα μου, και η αξία και το βάρος των δακρύων εκείνων για μένα ξεπερνούσαν βασίλειο ολόκληρο. (σελ. 15)

Τις Κυριακές καμιά φορά διαβάζω εφημερίδα, όταν η διάθεση το επιτρέπει, απ’ την πρώτη ως την τελευταία σελίδα. Τη ρουφάω όπως η φλόγα τον αέρα. Και η Βίβλος μ’ αρέσει-σε ακόμα σπανιότερα κέφια και στιγμές. Η Βίβλος είναι σαν μια περίεργη μουσική, δεν πιάνεις πάντα τη μελωδία της. (σελ. 21)

Κρυώνω γιατί δεν μπορώ να βρω την καρδιά μου. (σελ. 22)

Έκανα μεταβολή για να φύγω από κει μέσα, κι ένα πλήθος μεγάλο μου ‘κλεινε τον δρόμο, μα τέντωσα το χέρι, σαν γυναίκα που σπέρνει, κι όρμισα με το κεφάλι, να περάσω ανάμεσα και μέσα τους, έφτασα στην πελώρια είσοδο, ολόλαμπρη απ’ την σοδειά της λιακάδας, και διέσχισα το φως σαν να ‘ταν στερεό κι αυτό. (σελ. 87)

Είμαι κουρασμένη, όμως για κάνα δυο λεπτά μονάχα ένιωσα πάλι ερωτευμένη με τον Τατζ Μπιρ. Τι παράξενο. Μπορεί να ‘χουμε ανοσία στον τύφο, στον τέτανο, στην ανεμοβλογιά, στη διφθερίτιδα, μα στην μνήμη ποτέ. Δεν υπάρχει εμβόλιο για δαύτη. (σελ. 89)

Ένα μακρύ κομμάτι σπάγκου κι έξι τιμωρημένα στην όψη μαργαριτάρια. Μπορεί κι η ζωή μου να ‘ναι κάπως έτσι. (σελ. 99)

Δεν μπορώ να προσλαμβάνω κάθε αδέσποτο κορίτσι του Κλίβελαντ. Τουλάχιστον εσύ έχεις την διάκριση ότι είσαι η αδέσποτη που μάζεψε η Κάσι. Και δεν θα πω ότι δεν έχω ιδιαίτερη εκτίμηση στις απόψεις της Κάσι για τους άλλους, διότι όντως έχω. Καλούς πλούσιους μπορείς να βρεις ένα σωρό, αλλά ο καλός και φτωχός, το είδος του ανθρώπου που θες να ‘χεις μες στο σπίτι σου, σπανίζει. (σελ. 105)

Ήταν υπέροχο το ρόστο, όπως διαπίστωσα όταν δοκίμασα ένα κομματάκι, γεμιστό με καρύδια και τυρί, άψογο. Το πρόσωπο της κας Ευγενίδη απ’ το Κέιπ Μέι του Νιου Τζέρζι, παντελώς άγνωστο, σαν να αιωρήθηκε μπρος μου φευγαλέα, το πνεύμα της παντοτινά δεμένο, θαρρείς με την μαγειρική της. (σελ. 125)

«Ναι αλλά για μένα είχε τεράστια σημασία. Εξ’ ου και ο φόβος. Όταν ζεις σ’ ένα κλουβί φτιαγμένο από φόβο, Λίλι, κι αρχίζεις τις υπεκφυγές, τότε ο φόβος σε ακολουθεί παντού και πάντα». (σελ. 193)

Το να θυμάσαι καμιά φορά είναι μεγάλη λύπη, μα όταν τελειώσει η αναθύμηση, σου ‘ρχεται μια πολύ παράξενη γαλήνη. Διότι έχεις καρφώσει τη σημαία σου στην κορυφή της λύπης. Την έχεις κατακτήσει. (σελ. 209)

Και το σκοτάδι ήταν τόσο σκοτεινό, που μου ‘μοιαζε με φως, μολονότι δεν ήταν, ήταν ένα σκότος καθ’ όλα κατανοητό, ήταν το μέσα των πραγμάτων, σαν τα κουκούτσια, τα σποράκια, τα βάναυσα ποιήματα και τ’ αντικείμενα του Θεού που ο ίδιος ο Θεός τα συμβουλεύεται, κρατώντας τα κρυφά και θαυμάσια, με τρόπο εγωιστικό σχεδόν, άπληστο, μα ποιος θα Του ‘δινε άδικο; (σελ. 246)




Δευτέρα 30 Ιουλίου 2012

Ζαν Μισέλ Γκενασιά-Η λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων

Ζαν Μισέλ Γκενασιά, «Η λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων», μετάφραση Φωτεινή Βλαχοπούλου, εκδόσεις Πόλις

Δεν θάβουμε απλώς έναν άνθρωπο. Μαζί του ενταφιάζεται μια παλιά ιδέα. Τίποτε δεν θα αλλάξει και το ξέρουμε. Δεν θα υπάρξει καλύτερη κοινωνία. Είτε το αποδεχόμαστε είτε όχι. Μαζί με τα πιστεύω και τις ψευδαισθήσεις μας, είμαστε με το ένα πόδι στον τάφο και εμείς…Αποχαιρετούμε μια εποχή που έχει παρέλθει οριστικά. Είναι δύσκολο να ζεις σ’ ένα κόσμο χωρίς ελπίδα. (σελ. 14)

-Μα ο κομμουνισμός απέτυχε. Το σύστημα καταρρέει παντού.
-Ο κομμουνισμός είναι μια ωραία ιδέα Μισέλ. Η λέξη σύντροφος έχει νόημα. Το πρόβλημα είναι οι άνθρωποι. (σελ. 17)

Σήκωσα τους ώμους. Αυτό ήταν το μειονέκτημα της ψυχανάλυσης : Επειδή γνωρίζεις την αιτία του προβλήματος, δεν σημαίνει και ότι το λύνεις. (σελ. 118)

Είκοσι χρόνια αργότερα, ο πατέρας μου με ρώτησε, πάνω στην κουβέντα, ποια ήταν η αιτία του τσακωμού. Χρειάστηκε να προσπαθήσω για να θυμηθώ. Αν ήξεραν πόσο μακριά θα έφτανε η κόντρα, θα είχαν συμφιλιωθεί. Όμως κανείς δεν γνωρίζει το μέλλον. Ζούμε μέρα με την ημέρα. Οι προβλέψεις μας, τα σχέδια μας, καταλήγουν να μας φαίνονται γελοία και μπερδεμένα. (σελ. 136)

Τα χρόνια εκείνα αν ήσουν Γερμανός και ζούσες στην Γαλλία δεν σ’ έβλεπαν με καλό μάτι. Υπήρχε ακόμα μίσος και μνησικακία. Κάθε βδομάδα, μια νέα ταινία στηλίτευε τη ναζιστική βαρβαρότητα και πληροφορούσε τους Γάλλους για τον ηρωισμό που έδειξαν στην Αντίσταση, σε σημείο που ακόμα και οι πιο άνανδροι δεν άργησαν να πειστούν ότι όλοι τους ήταν ανέκαθεν ήρωες. (σελ. 184)

…ο Φρανκ ήταν θέμα ταμπού. Λες και δεν είχε υπάρξει ποτέ. Ωστόσο, βρισκόταν μαζί μας. Στις καλημέρες μας και στα βλέμματά μας. Στα «τι κάνεις» και τα «πως πήγε σήμερα;» Τα μέλη μιας οικογένειας είναι δεμένα μεταξύ τους με αόρατα νήματα που εξακολουθούν να τα συνδέουν ακόμα και όταν κοπούν. (σελ. 186)

Τα δεινά μας έχουν μια και μόνη αιτία: θεωρούμε τις απόψεις μας ιερές. Όσοι αρνούνται να αλλάξουν γνώμη είναι βλάκες όσοι μεταπείθονται, το ίδιο. (σελ. 199)

Θα κατηγορούσα πολύ καιρό τον εαυτό μου που δεν επέμεινα να πάμε στην εκκλησία. Σήμερα, μετά απ’ ότι ακολούθησε, σκέφτομαι πως δεν θα ‘ταν φοβερό ν’ ανάβαμε ένα κερί. Αφού τόσοι άνθρωποι στον κόσμο ανάβουν τόσα κεριά και καντήλια, θα πρέπει να πιστέψουμε ότι αυτό βοηθάει  κι ότι  κάθε τόσο, απ’ τις αμέτρητες φλόγες που τρεμοσβήνουν, όλο και κάποια προσελκύει την προσοχή Του ή, πάλι, ότι τις ανάβουμε απλώς για να μη νοιώθουμε ολομόναχοι μες στο ανθρώπινο σκοτάδι. Όμως, αν σκεφτεί κανείς πόσες φλόγες άναψε ο άνθρωπος σε ολόκληρη την ιστορία του, τις αναρίθμητες προσευχές και γονυκλισίες, τότε κάλλιστα μπορεί να πει ότι ο Θεός, αν υπάρχει, δεν περιμένει πια τίποτα από εμάς. (σελ. 296)

Η ανάγνωση έχει κάτι το μεταφυσικό. Πριν διαβάσεις ένα βιβλίο, μαντεύεις κατευθείαν αν θα σου αρέσει η όχι. Το μυρίζεις, το διαισθάνεσαι, αναρωτιέσαι αν αξίζει να του αφιερώσεις τον χρόνο σου. Είναι η αόρατη αλχημεία των σημαδιών πάνω στο χαρτί, που εντυπώνονται στο μυαλό μας. Κάθε βιβλίο είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Με το που βλέπουμε έναν άνθρωπο, καταλαβαίνουμε αν θα γίνει φίλος μας ή όχι.  (σελ. 317)

Η λήθη μας τρομάζει. Όμως η μνήμη είναι η αιτία των δεινών μας. Μόνο με τη λήθη ζούμε ευτυχείς. Ο μεγαλύτερος εχθρός της ευτυχίας είναι η μνήμη. Οι ευτυχισμένοι άνθρωποι ξεχνούν. Αυτή η θλιβερή ιστορία εξηγεί γιατί ο Λεονίντ ήταν ο μόνος παριζιάνος ταξιτζής που αρνιόνταν να μεταφέρει πελάτη στο αεροδρόμιο του Ορλύ. Παρόλο που ήταν καλή κούρσα. Είχαν περάσει δέκα χρόνια κι εκείνος εξακολουθούσε να αρνείται. Θα ‘λεγες ότι φοβόταν κάποια δυσάρεστη συνάντηση. (σελ. 413)

Οι ιστορίες πρέπει να συνεχίζονται. Δεν ξέρω εξαιτίας τίνος ή χάρη σε ποιον συνέβη αυτό. Αν φταίνε τ’ άστρα, η τύχη, η θέληση ή η επιθυμία μας ή αν κάποιος, κάπου, διασκεδάζει κινώντας τα νήματα και φυτρώνοντας εκεί που δεν τον σπέρνουν. Στην πραγματικότητα, δεν με ενδιέφερε. Ήμουν ευτυχισμένος. Περιφερόμουν ανάμεσα στις παρέες. Έξι μήνες αργότερα, αναρωτιόμουν αν είχα κάνει καλά που δεν σταμάτησα να την αναζητώ. Έπρεπε να ‘χα ακούσει τις συνετές συμβουλές των μελών της λέσχης και να μην είχα πάει κόντρα στη μοίρα. Θα είχα κρατήσει την ανάμνηση της συνάντησής μας στο πεζοδρόμιο της οδού Ουλμ. Θα ήταν μια ακόμα όμορφη περαστική, από εκείνες που τις βλέπεις κι αμέσως μετά τις ξεχνάς. (σελ. 550-551)

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012

Θοδωρής Γκόνης: Τα πορτοκάλια της Παλαιάς Επιδαύρου και άλλα διηγήματα


Θοδωρής Γκόνης: Τα πορτοκάλια της Παλαιάς Επιδαύρου και άλλα διηγήματα, εκδόσεις ΑΓΡΑ, 2000

Πέρασαν χρόνια, οι περισσότεροι από αυτούς που φορούσαν τα πουκάμισα δεν υπήρχαν πια, εν αντιθέσει με τα ίδια, που βασίλευαν σε άλλα κορμιά και ορισμένα από αυτά μάλιστα εξακολουθούσαν να κρατούν την πόρτα της ντουλάπας κλειστή. [σελ. 9-10]
Το λαούτο

Κάθε αεροπλάνο έχει τον δικό χαιρετισμό και αυτό το ξέρει πολύ καλά αυτός που ζει μόνος, ο μοναχός ο άνθρωπος, ο απάζης και ο πλάνος,  ο αεροπλάνος – που στον αέρα ζει πλανώμενος-, αυτός που έριξε μαύρη πέτρα πίσω του. [σελ. 14]
Αλέξανδρος Καραμανλάκης

Δεν είναι σφικτά, η φλούδα τους δε θέλει το μαχαίρι. Το χέρι, το δάκτυλο κυλάει εύκολα στη σάρκα τους, τα καθαρίζει, τα ξεκουμπώνει. Είναι γλυκά. Γλυκό πορτοκαλιού. Είναι το μανταρίνι που μεγάλωσε και έγινε πορτοκάλι. Είναι η μοναχοκόρη του παλιού αγροτικού ιατρού της Επιδαύρου που δεν πρόλαβε να μεγαλώσει. [σελ.17]

Ήταν μεγάλα πορτοκάλια, νόστιμα. Σαγκουίνια κατακόκκινα. Τ` ανοίγαμε, τα καθαρίζαμε με τα χέρια μας εύκολα, πανεύκολα, και έτρεχαν κόκκινα ζουμιά στις χούφτες και στα χείλη μας. Αθώα παιδιά όπως ήμασταν –και πεινασμένα είναι η αλήθεια- δεν είχαμε ευτυχώς μυαλό για εύκολους συνειρμούς μες στο κεφάλι μας. [σελ.19]
Τα πορτοκάλια της Παλαιάς Επιδαύρου

[…]Τα έκανε στεφάνια και τα κρέμασε στη συκιά του πηγαδιού. Την αγριοσύκιασε. Την πάντρεψε με γάμο βασιλικό. Οι ρινιοί, τα αγριόσυκα άνοιξαν τα αρσενικά τους άνθη και ένα πλήθος από μελανά έντομα, οι νύμφες, κουβάλησαν με το σώμα τους τη γύρη από τα αρσενικά άνθη στα θηλυκά της συκιάς και τα γονιμοποίησαν. Άρχισε να γεμίζει, να λυγά, να δένει καρπό, […] [σελ. 22-23]
Το τραγούδι της συκιάς

Το ζευγάρι αυτό μου το είχε αγοράσει ο μακαρίτης ο πατέρας μου, βιαζόταν πολύ να μεγαλώσω, ίσως διαισθανόταν κιόλας το κακό και αντί για νούμερο τριανταεπτά το Πάσχα, εκείνος μου χάρισε σαραντατρία… [σελ. 31]
Τα παπούτσια της Λαμπρής

Όμως θεόρατα όπως ήταν και ατίθασα δε χώραγαν να μπουν, έπρεπε να γκρεμίσουμε τις πόρτες από τα καλύβια μας κι αυτό δεν γινόταν. Δε δέχτηκαν να μπουν στο σπίτι αφού τα ζώα τους θα έμεναν στο χιόνι. [σελ.39]
Το δακτυλίδι

Όλη τη μέρα μύριζαν, ευωδίαζαν τα δάχτυλα, τα νύχια μου καπνό «μαξούλι» την πρώτη την ποιότητα, το άρωμα του… [σελ. 43-44]
Το πρώτο ταξίδι

Σήμερα που και στις μικρότερες κατηγορίες τα γήπεδα έχουν χορτάρι και γκαζόν και χλοοτάπητες, σήμερα –μεγάλοι και… τρανοί!-  περπατούμε στους δρόμους, κυκλώνουμε τετράγωνα με φίλους ακριβούς και αγαπημένους, βάζοντας άλλα στοιχήματα, […] [σελ. 58]
Η υδροφόρος του Δήμου

Ο αγώνας είναι γραμμένος σε τοπικό ιδίωμα με προφορά δύσκολη. Δεν μεταφράζεται. [σελ. 67]
Η κερκίδα του Στρατηγάκη

Τους φαντάρους τους χώριζε από τα κορίτσια μόνο η πέτρινη μάντρα που η ράχη της χτισμένη με σπασμένα μπουκάλια μπύρας για τους επίδοξους τζαμπατζήδες. [σελ. 71-72]

Λέγεται μάλιστα πως εργάτες πίσω τους άρχισαν να φυτεύουν πατάτες. Κανείς άλλος εκτός από τα κορίτσια δεν αντιλήφθηκε τίποτα [σελ. 74]
Τα κορίτσια

Πολυμήχανοι εργολάβοι έχουν αναλάβει το… θεάρεστο αυτό έργο. [σελ.84]
Μ` ένα περπάτημα καλό

σημείωση: Έργο εξώφυλλου: Χρήστος Θ. ΜΠΟΚΟΡΟΣ, Απρίλιος 2000

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2012

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ-Ρωμαίος και Ιουλιέτα


Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, "Ρωμαίος και Ιουλιέτα", μετάφραση Βασίλη Ρώτα, εκδόσεις Επικαιρότητα
Η συντριβή των αντιμαχόμενων γονιών τώρα μπροστά στην καταστροφή, η μετάνοια, η συμφιλίωσή τους κι η υποχώρηση τους απ' όλο το έδαφος που ως τώρα με τόσο πείσμα είχαν υπερασπίσει, η απόφασή τους να εξιλεωθούν με το "ιερό" μνημείο, δείχνει ολοφάνερα στα μάτια του θεατή, πως οι άνθρωποι φέρνονται όπως φέρνονται και ξεπέφτουν στην καταστροφή, γιατί είναι ανίκανοι να ζωγραφίσουν από πριν στον νου τους τις συνέπειες των πράξεων τους, όταν τυφλωμένοι από τα πάθη τους ξεχνούν ή αγνοούν την "τάξη την πολιτισμενη".
Βασίλης Ρώτας

Μπενβόλιος: Έχει λοιπόν ταχτεί να ζήσει πάντα αγνή;
Ρωμαίος: Ναι, μα η εγκράτειά της γίνεται σπατάλη,
τι με στέρηση μαραίνονται τα κάλλη
και δεν αφήνουνε στο κάλλος διαδοχή. (σελ.29)

Ρωμαίος: ...η αγάπη στη αγάπη τρέχει σαν παιδιά που σκόλασαν,
και φεύγει καθώς παν σκολειό τους με βαριά καρδιά. (σελ.59)

Λαυρέντιος: Η γη, της πλάσης μάνα, είναι και τάφος της
εκείνο που 'ναι τάφος της είναι και μήτρα,
κι από την μήτρα της παιδιά κάθε λογής
βρίσκονται να βυζαίνουν τον πλατύ της κόρφο,
πολλά με χάρες έξοχες, άλλα με λίγες,
κανένα δίχως χάρη, το καθένα αλλιώτικη. (σελ.61)

Λαυρέντιος: ...μπλεγμένη εξομολόγηση μπλεγμένη θα 'χει συμβουλή. (σελ.63)

Ιουλιέτα: Καλπάστε, φλογοπόδαρα άλογα, γοργά
στου Φοίβου την αυλή, ω!, να 'ταν ο Φαέθων
αρματηλάτης σας να σας μαστίγωνε στη δύση
να 'φερνε τη συννεφιασμένη νύχτα αμέσως!
Ω! νύχτα, του έρωτα προστάτισα, άπλωσε
το πυκνό πέπλο σου, που μάτια διαβατάρικα
να στραβωθούν, να πεταχτεί ο Ρωμαίος
εδώ στην αγκαλιά μου ανέγγιχτος κι αθώρητος! (σελ. 87)

Ιουλιέτα: Έλα, καλή μου νύχτα, έλα μου με αγάπη
νύχτα μαυρόφρυδη, έλα μου με τον Ρωμαίο,
κι όταν πεθάνει πάρ' τον, σκόρπα τον αστράκια
και τόσο τ' ουρανού την όψη να λαμπρύνει
που όλος ο κόσμος θα ερωτευτεί τη νύχτα
και πια δε θα λατρεύει τον λαμπρόφωτο ήλιο. (σελ.88)

Ρωμαίος: Κόσμος δεν είναι έξω απ' τα τείχη της Βερόνας,
παρ' είναι καθαρτήριο, βάσανο, ίδια η κόλαση.
Έξω από δω, σημαίνει έξω από τον κόσμο,
κι έξω απ' τον κόσμο θα ειπεί θάνατος,
γιά τούτο η εξορία είναι κακόχρηστος
ορισμός του θανάτου. Αν λες τον θάνατο εξορία
μου κόβεις το κεφάλι με χρυσό τσεκούρι και
χαμογελάς για τη χτυπιά που με σκοτώνει! (σελ. 93-94)

Κα Καπουλέτου: Πονάς γιατί έχασες, όχι γι' αυτόν που εχάθη. (σελ. 104)

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

Άρης Φακίνος-Ο άνθρωπος που τάιζε τα περιστέρια


Άρης Φακίνος, "Ο άνθρωπος που τάιζε τα περιστέρια", εκδόσεις Καστανιώτη


…δεν θα της έλεγε τίποτα, όλα τα λόγια θα ‘μοιαζαν με μαύρα γυαλιά σε τυφλού πρόσωπο…(σελ.12)

-Τι να κάνουμε αγόρι μου, όλοι γερνάνε.
-Και εγώ γερνάω, μάνα..
-Και συ, ναι… Δε σε πειράζει όμως, έτσι δεν είναι;
-Τι να με πειράξει; (σελ.19)

Έτσι γερνάει ο άνθρωπος, όταν του ‘ρχεται να φωνάξει αλλά δεν μπορεί πια, και οι φωνές που καταπίνει τον πνίγουν.(σελ.46)

Βάδιζε πάντα αργά, ναι, αυτό ήταν…Ξένος είσαι όταν δε νοιώθεις ποτέ την ανάγκη να τρέξεις, να βιαστείς, να παραμερίσεις κάποιον που σου κόβει τον δρόμο, ξένη είναι η γη όπου ο χρόνος ανήκει σε άλλους. (σελ.50)

-Κάθε φορά που κοιτάζω το πρόσωπο ενός παιδιού, διακρίνω τον κατάλογο με όσα εγκλήματα δε έχουν γίνει ακόμα σε τούτο τον κόσμο… Αυτό θα ‘ναι που οι άνθρωποι αποκαλούν αθωότητα. (σελ. 73)

-Σα να ‘χε χωρατέψει με κάτι που δε σήκωνε χωρατό, συνοφρυώθηκε, έσκυψε πάνω από το ποτήρι του…(σελ.90)

Ο Πορφύρης πικρογέλασε:
-Το μερεμέτι δεν είναι δουλειά…Άλλο πράγμα να χτίζεις και άλλο να εμποδίζεις το γκρέμισμα. (σελ 92)

Του Πρόδρομου το κρασί μπορεί να τα κατάφερνε καλύτερα από κείνη. Μαζί με τη γυναίκα και τη γη, είναι τα μόνα πράγματα που μπορούν και λυγίζουν, κουμαντέρνουν τους άντρες… (σελ.93)

…Εγώ γράφω, εκείνος σκάβει…(σελ. 96)

Ήταν κλεισμένος στην κάμαρή του κι έγραφε-δεν έγραφε, παρακαλούσε τις λέξεις να μείνουν κοντά του, να μην ξεμείνουν και χάσουν τον δρόμο. (σελ.136)

Το κρασί όλο και προχωρούσε μέσα στις φλέβες των καλεσμένων που πολεμούσαν όλοι μαζί να θυμηθούν ένα τραγούδι παλιό, αλλά τα λόγια έφταναν στων ανθρώπων τα χείλια δειλά, μπερδεμένα. Οι λέξεις έκαναν αργά το γύρο του τραπεζιού σα να ζητιάνευαν, ο καθένας τους έδινε ότι μπορούσε. Για λίγες στιγμές το τραγούδι δυνάμωνε, ύστερα απομακρύνοταν διστακτικά, σα να μην ήθελε να φύγει, οι ανάπηροι στίχοι σκόρπιζαν αποδώ κι αποκεί, κανένας πια δεν τους πρόσεχε. (σελ.140)

…Μα κι αν ακόμα ήξερε την γλώσσα της, θα τα κατάφερναν; Ίσως να ‘μοιαζαν με δυο χωριάτισσες φορτωμένες κλαριά, που συναντιούνται σ’ ένα στενό μονοπάτι. Μόνο τα φορτία που κουβαλάνε στους ώμους μπορούν και αγγίζονται, αλλά οι δυο γυναίκες δεν μπορούν ούτε ν’ απλώσουν το χέρι για να χαιρετηθούνε. (σελ.150)

Τι πάει να πει να σε περιμένουν;
-Δεν ξέρω τι να σου πω…Να, δηλαδή… Όταν υπάρχει κάποιος που έχει στην τσέπη του τα ίδια κλειδιά με σένα. (σελ. 159)