Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2013

Πέτερ Μπίσχελ Κατά βάθος η κυρία Μπλουμ ήθελε να γνωρίσει το γαλατά



    

Πέτερ Μπίσχελ Κατά βάθος η κυρία Μπλουμ ήθελε να γνωρίσει το γαλατά
μετάφραση: Άννα Οικονομίδου, εκδόσεισ: Γράμματα, Αθήνα 1986


     Πατώματα
«Την άνοιξη, στις τέσσερις Απριλίου ας πούμε, ο ήλιος φτιάχνει ένα σχέδιο πάνω στη σκάλα, ανάμεσα στο δεύτερο και τρίτο πάτωμα· είναι ίδιο με πέρσι.»(σελ: 8)
«Η ελπίδα κάνει πιο εύκολο το ανέβασμα της σκάλας· όταν είσαι απογοητευμένος, μόνο προς τα κάτω μπορείς να πας.»(σελ: 9)
        Λουλούδια
«Μετά τη φαντάστηκε σ’ ένα ανθοπωλείο, με πράσινη ποδιά και χαμόγελο γαρίφαλο.»(σελ: 12)
        Νοέμβρης
«Είχε αγοράσει πετρέλαιο για τη σόμπα, είχε χειμωνιάτικο πανωφόρι, ήταν έτοιμος για το χειμώνα, κι όμως φοβόταν. Το χειμώνα χάνεσαι. Το χειμώνα μπορεί να συμβούν όλα τα τρομερά, ας πούμε ένας πόλεμος. Το χειμώνα μπορεί να χάσεις τη θέση σου, το χειμώνα παθαίνεις γρίπη. Μπορεί να φυλαχτείς από το κρύο, κασκόλ, γιακάς, γάντια. Όμως το κρύο μπορεί να δυναμώσει κι άλλο. Τώρα δεν ωφελεί να λες άνοιξη.»(σελ: 18-19)
        Τα λιοντάρια
«Μετά το θάνατό του τα λεφτά του μοιράστηκαν. Τώρα όλοι έχουν από ένα κομματάκι παππού.»(σελ: 20-21)
«Ποτέ δε ρωτούσαν τίποτα τον παππού, δεν είχε γίνει σοφός. Μόνο γέρος έγινε. Κι είναι πολύ σπουδαίο, να γίνεσαι γέρος.»(σελ: 22)
        Ο γαλατάς
«Ο γαλατάς περνάει στις τέσσερις το πρωί, η κυρία Μπλουμ δεν τον ξέρει, πολλές φορές σκέφτεται, πρέπει να τον γνωρίσω, πρέπει να σηκωθώ μια μέρα στις τέσσερις να τον δω.»(σελ: 33)
«Κατά βάθος, η κυρία Μπλουμ ήθελε να γνωρίσει το γαλατά.
Ο γαλατάς την ξέρει την κυρία Μπλουμ, παίρνει δύο λίτρα και εκατό γραμμάρια, κι έχει καμένο κατσαρόλι.»(σελ: 35)
        Οι υπάλληλοι
«Σκέφτονται την επόμενη φορά που θα πληρωθούν, το λαχείο, το προπό, το παλτό της γυναίκας τους και κουνάνε τα πόδια, και κάπου κάπου ένας τους σκέφτεται πόσο περίεργο είναι που κουνιούνται τα πόδια.»(σελ: 39-40)
        Της θάλασσας
«…που το έχωσε ο ταχυδρόμος στο γραμματοκιβώτιο μαζί με εφημερίδες, διαφημιστικά φυλλάδια και λογαριασμούς, αυτό το γράμμα που δε χάθηκε, που έχει πλήρη διεύθυνση, που βρήκε παραλήπτη, ένα γράμμα από τη θάλασσα.
Της γράφει ό, τι γράφει κανείς για τη θάλασσα και πως είναι γαλάζια, και της γράφει “φιλικούς χαιρετισμούς”, όπως γράφει κανείς “ φιλικούς χαιρετισμούς” και ζητάει συγνώμη για τον γραφικό του χαρακτήρα, ζητάει συγνώμη για τη μακριά σιωπή του και γράφει πως είναι καλά που φυσάει πάντα ένα αεράκι απ’ τη θάλασσα.»(σελ: 43)
        Ο σουγιάς
«Η μελωδία ήρθε, κάποιες νότες χτύπησαν ίσια στο παράθυρο, κι έπειτα έσβησε, χάθηκε.»(σελ: 45)
        Τα χαρτιά
«Στο εστιατόριο κάθονται κι άλλοι, όμως κανένας δεν έρχεται κάθε μέρα. Ως και το αφεντικό δεν πηγαίνει κάθε βράδυ, και η σερβιτόρα έχει ρεπό την Τετάρτη.»(σελ: 51)
«Αν ο κύριος Κουρτ δεν ήξερε τους κανόνες του παιχνιδιού, θα’ βλεπε μια ζωή μόνο κόκκινα και μαύρα χαρτιά. Όμως γνωρίζει τα χαρτιά και ξέρει το παιχνίδι. Είναι πιθανόν πως το ξέρει.»(σελ: 52)
        Η θεία
«Τα πλήκτρα του είχαν κιτρινίσει, οι νότες του ηχούσαν ξεκούρδιστες και πιο όμορφες. Τώρα ήταν ένα παλιό πιάνο που μεγάλωνε μέρα τη μέρα και δεν έβρισκε θέση πουθενά. Κι έκανε τα γύρω του πράγματα γελοία, τραπέζια, καρέκλες, χαλιά. Τώρα επιτέλους ήταν το πιάνο της μητέρας. Τότε, δεν το έλεγε ακόμα έτσι. Δε θα το πούλαγε, δε θα το χάριζε, δε θα το άφηνε να παίξει ποτέ.»(σελ: 57)
«Φοβόταν τους άντρες και θαύμαζε τη μητέρα της που είχε τέτοια υπομονή με τον πατέρα.»(σελ: 57-58)
        Διαπίστωση
«Το χιόνι είναι παρηγοριά, έτσι είναι –και λένε πως σου κρατάει ζεστασιά αν θαφτείς μέσα του.
Όμως μουλιάζει τα παπούτσια, μπλοκάρει τα αυτοκίνητα, εκτροχιάζει τα τρένα και αποκλείει τα μακρινά χωριά.»(σελ: 67)


Σημείωση: Ε δ ώ, όπωσ το είχε διαβάσει ο Αντώνησ Χελιδώνησ.