Σάββατο 14 Μαρτίου 2015

Μένης Κουμανταρέας Η κυρία Κούλα




Μένης Κουμανταρέας Η κυρία Κούλα [α' έκδοση 1978] Δέκατη Πέμπτη Έκδοση 2000, Κέδρος

ΕΣΜΙΓΑΝ κάθε βράδυ στις οχτώ. Ο ένας έμπαινε στο Θησείο, η άλλη Μοναστηράκι. [σελ. 9]

Έμεναν απορροφημένοι, χωρίς την ντροπή που χωρίζει τ`ανθρώπινα βλέμματα και χωρίς τις στερήσεις που επιβάλλει η καλή αγωγή. [σελ.11]

Το βλέμμα εκείνου κρεμασμένο επάνω της, ήταν σαν κάτι  να περίμενε απ` αυτήν` το δικό της γαλήνιο και κάπως θλιμμένο, έμοιαζε το βλέμμα γυναίκας στερημένης γιό. [σελ. 12]

Όταν γελούσε μια βαθιά ρυτίδα χώριζε το μέτωπο ανάμεσα στα φρύδια. Ήταν σα να είχε δύο πρόσωπα. [σελ. 17]

Τα μάτια του σπίθιζαν, τα χείλη του, πρόσεξε, ήταν κόκκινα σα μόλις φιλημένα. [σελ.32]

Απόψε το ταγιεράκι της το κυπαρισσί, μ` ένα δάκτυλο δαντέλας στο λαιμό και στα μανίκια μόλις και το `νοιώθε στο σώμα της. [σελ. 33]

Υπάρχει μια στιγμή στη ζωή μας, που διαλέγουμε, είπε η Κούλα, είτε το θέλουμε είτε όχι, ακόμα και οι περιστάσεις διαλέγουν για μας… [σελ. 41]

Τότε έσκυβε αμήχανα να κοιτάξει τα χέρια της , που για μόνο εφόδιο είχαν τη βέρα.[σελ.44]

Όλοι τους πωρωμένοι με τις δουλειές, μετράνε τους ανθρώπους με τις τουρμπίνες και τα χρεόγραφα, γράφουν την ανθρωπότητα μέσα σε μπακαλοτεφτέρια! [σελ.47-48]

[…]εσένα, της είπε, από την πρώτη στιγμή που μπήκες στο βαγόνι και κάθισες απεναντί μου, σε ξεχώρισα. Αυτή τη γυναίκα, είπα μέσα μου, τη θέλω` δεν ξέρω πως, μα θα την αποκτήσω… [σελ. 49]

Τότε γιατί δεν κάνεις έρωτα με συνομήλικές σου; του είπε. Έχω ανάγκη από κάτι που να με ξεπερνά, της είπε, που να μη μου θυμίζει τον εαυτό μου` έπειτα, αυτές όλες έχουν μόνο του νου τους στο κόμμα, κοιμούνται και ξημερώνονται μ` αυτό. [σελ. 50]

Αν απόψε ήταν η τελευταία φορά, είπε ο Μίμης, τι θα είχες να μου πεις; Η Κούλα στριφογύρισε τη βέρα της. [σελ.51-52]

Νοιαζόταν αν είχε πάρει κανένα κιλό παραπάνω ή χάσει κανένα. [σελ.56]

[…]σε τούτα τα διαλείμματα αναλογιζόταν πως η κατάστασή της έμοιαζε με παιδική  αρρώστια, μια ιλαρά που την πέρασε μεγάλη. [σελ.59]

Όλα όσα ήταν μελλούμενα ή όσα περασμένα αποκτούσαν αίγλη. Αδύνατο ν`αφεθεί στη χαρά της στιγμής. Και μ`αυτό το ρυθμό, αγκομαχώντας, κυλούσε η ζωή της. [σελ.60]

Μέσα της επαναστατούσε, ξυπνούσε μια γυναίκα οπλισμένη με της αρχές της, έτοιμη να καταδικάσει αυτή την άλλη γυναίκα. [σελ.66]

Όμως αξίζει, άραγε, τον κόπο ν`αλλάξει τι βολές του κανείς; Και για ποιο λόγο; Είχε πάντα σταθεί μια γυναίκα βράχος στις αποφάσεις της, στις συνήθειες της. [σελ.77]