Τετάρτη 4 Αυγούστου 2010

Φαίδων Ταμβακάκης-Ευμορφία


Φαίδων Ταμβακάκης, «Ευμορφία-(σαν) Ρομάντσο (του παλιού καιρού), εξώφυλλο Αλέξης Κυριτσόπουλος, εκδόσεις «Εστία»

Αδιαφορούσα για την ίδια την συζήτηση. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που μπορούσα να πειστώ για κάτι. Το μόνο που με ένοιαζε ήταν να μη φανώ ανόητος. (σελ. 23)

Με στενοχώρησε η αδυναμία μου να τους μοιάσω. Δεν υποκρίνονταν ή, αν υποκρίνονταν, είχαν πια γίνει ένα με τους ρόλους τους. Στέκονταν αγέρωχες και επιβλητικές. Ο κόσμος, έκθαμβος, ήταν έτοιμος να τις λατρέψει αν του έδιναν σημασία και να τις μισήσει αν συνέχιζαν να τον περιφρονούν. Τι δυναμικό δημιουργικότητας είχαν άραγε αποθηκευμένο; Τελικά ανακάλυπτα, κάπως αφηρημένα, την μεγαλοφυΐα τους. (σελ. 42)

Τίποτα δεν καταλαβαίνουν οι άλλοι, Δημήτρη. Στους άλλους μιλάμε σαν θεραπεία, όχι για να μας καταλάβουν. (σελ. 54)

Σε άλλη συνοικία το πιθανότερο θα ήταν να μας έδερναν οι συμμορίες των αλητών. Είναι το μοναδικό τους όπλο απέναντι στο ωραίο. Ταυτόχρονα είναι και η απόδειξη της βλακείας τους. Υπάρχουν κινήσεις που μπορούν με τα λεφτά τους να ασπαστούν. Μια κίνηση ανάπτυξης της προσωπικότητας και της ατομικότητας κοστίζει πολύ ακριβά. (σελ. 64)

Οι πελάτες του ήταν η διακόσμηση του, μια θεατρική διακόσμηση. Στην είσοδο στεκόταν ένας πορτιέρης και διάλεγε ποιους θα αφήσει να περάσουν. Όλα αυτά τα χρώματα, ο εξωτισμός, η πρωτοτυπία, μου συγκράτησαν το ενδιαφέρον για αρκετή ώρα. Τόση εσωστρέφεια ήταν ικανή να σε τρομάξει. Ο καθένας χόρευε μόνος, έπινε μόνος και διασκέδαζε μόνος. Η ατμόσφαιρα ήταν άδεια από συναίσθημα. Και αυτό με τρόμαξε στην αρχή. Αργότερα με έκανε να νοιώθω πιο άνετα. Χορέψαμε και ήπιαμε ως τις πρώτες ώρες της νέας ημέρας. (σελ. 65)

Οι πίνακες αυτοί φαίνεται ότι αρέσουν μόνο σε νέους. Ο πατέρας μου τους χαρακτήριζε μανιερίστικους και ψεύτικους. Ο πατέρας μου έζησε στον πόλεμο, κι εκεί έχασε το χιούμορ του. (σελ. 68)

Ένα καλοκαιρινό πρωινό, μια τσιγγάνα είχε προτείνει να μας πει τον καφέ. Την είχαμε πληρώσει για να διασκεδάσουμε με την γραφικότητά και την επινοητικότητά της. Αφού τελείωσε μας είχε βάλει σε σκέψεις τέτοιες που δεν επέτρεπαν διασκέδαση. Με μια μόνο ματιά στο φλιτζάνι και πολλά χρόνια πείρας είχε αντιστρέψει τις θέσεις του γελωτοποιού και του θεατή. Η υγρασία ξύπνησε το νευρικό μου σύστημα, τέντωσε το δέρμα και αναχώρησα. (σελ. 83)

-Είμαι σίγουρος ότι με αγαπούσε. Με αγαπούσε με το αθώο πάθος που της χάριζε η ηλικία της. -Όλες οι γυναίκες αγαπούν. Είναι το άλλοθι τους για να απολαμβάνουν τον έρωτα. Πάντως μου αρέσει όταν υπερβάλλεις για τις γυναίκες. Φαντάζομαι τους άνδρες στην εποχή μου να κάνουν το ίδιο για μένα και κολακεύομαι. Είναι χάρισμα η κολακεία, το χάρισμα για το οποίο σας αφήνουμε πότε πότε να κυβερνάτε…(σελ. 161-162)

-Ηχούν όλα υπέροχα.
-Μόνο αυτό έχει να πες; Θεία Ευγενία, νόμιζα ότι θα με βοηθούσες να απαντήσω σε μερικά ερωτήματα, καθοριστικά για την ζωή μου.
-Μα δεν σου αρκεί το να ηχούν όμορφα; (σελ। 163

Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010

Χέρμαν Μπροχ-Οι υπνοβάτες



Χέρμαν Μπροχ, "Οι υπνοβάτες Ι Πάσενοβ ή ο Ρομαντισμός" μετάφραση Κώστας Κουντούρης, εκδόσεις Μέδουσα

Και επειδή αυτό που χαρακτηρίζει πάντα τον Ρομαντισμό είναι η ανύψωση του εγκοσμίου στη θέση του Απολύτου, ο κατ’ εξοχήν ρομαντισμός της εποχής μας είναι αυτός της στρατιωτικής στολής, ο οποίος ταυτοχρόνως είναι σαν να υπαινίσσεται ότι υπάρχει μια υπερκόσμια και υπερχρονική ιδέα της στολής, ιδέα που βεβαίως δεν υπάρχει, αλλά εν τούτοις είναι τόσο ισχυρή, ώστε κυριεύει τους ανθρώπους με πολύ περισσότερη δύναμη απ’ όση θα ήταν δυνατόν να ασκήσει οποιοδήποτε εγκόσμιο επάγγελμα, και η ιδέα αυτή αν και ανυπόστατη είναι ωστόσο τόσο σθεναρή, ώστε κάνει αυτόν που φοράει στολή να διακατέχεται απ’ αυτήν, όχι όμως με την πολιτική έννοια της λέξης, ίσως ακριβώς γιατί ο άνθρωπος που φοράει στολή είναι διαποτισμένος από την συνείδηση ότι έτσι εκπληρώνει τον χαρακτηριστικό τρόπο ζωής της εποχής του, εξασφαλίζοντας ταυτοχρόνως και τη σιγουριά της ίδιας του της ζωής. (σελ. 38-39)

Η στολή είναι κατά κάποιον τρόπο ένα άκαμπτο προστατευτικό κέλυφος με το οποίο ο κόσμος και το άτομο αφορίζονται με σαφήνεια και αυστηρότητα και διαφοροποιούνται, και μάλιστα η πραγματική αποστολή της στολής είναι να εκδηλώνει και να καθορίζει την εγκόσμια τάξη και να καταργεί την σύγχυση και τη ρευστότητα της ζωής, έτσι όπως κρύβει την απαλότητα και τη ρευστότητα του ανθρώπινου σώματος, έτσι όπως καλύπτει τα εσώρουχα και το δέρμα, κι αυτός είναι ο λόγος που όποιος φυλάει σκοπιά πρέπει να φοράει πάντα άσπρα γάντια. (σελ. 39)

… ήταν σαν ένας από τους στύλους του οικοδομήματος της ζωής να είχε αποσαρθρωθεί και παρόλο που τα πάντα έστεκαν στην παλιά τους θέση, γιατί τα διάφορα τμήματα αλληλοστηρίζονταν, εκείνος ένοιωθε ακαθόριστα την επιθυμία να δει ακόμη και τον θόλο αυτού του ετοιμόρροπου κτιρίου να σωριάζεται και να θάβει κάτω απ’ τα ερείπιά του όλους αυτούς που γλιστρούσαν προς την διαφθορά και την παρακμή, ταυτοχρόνως όμως αισθανόταν ενδόμυχα να αυξάνει ο φόβος, ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε όντως, κι έτσι η επιθυμία του για σταθερότητα, σιγουριά και γαλήνη γίνοταν όλο και περισσότερο έντονη. (σελ. 54)

Ο μόνος που μιλούσε για τον νεκρό ήταν ο πάστορας, που τώρα τους επισκεπτόταν καθημερινά και συχνά έμενε το βράδυ να δειπνήσει μαζί τους, αυτά που έλεγε όμως ήταν αφελείς επαγγελματικές κοινοτυπίες, κανένας δεν τον πρόσεχε και ο μόνος που έμοιαζε να τον ακούει ήταν ο κύριος φον Πάσενοβ, γιατί πολλές φορές κουνούσε το κεφάλι του καταφατικά και φαινόταν να θέλει κάτι να πει, κάτι βγαλμένο απ’ την καρδιά του, τις περισσότερες φορές όμως απλώς επαναλάμβανε τα τελευταία λόγια του πάστορα κουνώντας το κεφάλι του σαν να συμφωνούσε, όπως: «Ναι, ναι, πάστορα, σκληρά δοκιμαζόμενοι γονείς.» (σελ. 72-73)

Ο Μπέρτραντ είπε: «Και δεχόμαστε ατάραχοι, δυο άνθρωποι, και οι δυο βεβαίως έντιμοι-γιατί αλλιώς ο αδελφός σας δεν θα είχε μονομαχήσει-να στέκουν ένα πρωί αντιμέτωποι και να πυροβολούν ο ένας τον άλλο. Τι είδους συναισθηματικές συμβάσεις τους έχουν καθηλώσει για να κάνουν κάτι τέτοιο και πόσο μας έχουν καθηλώσει και εμάς για να το ανεχόμαστε! Το συναίσθημα χαρακτηρίζεται απ’ την αδράνεια και γι’ αυτό είναι τόσο ασύλληπτα απάνθρωπο. Ο κόσμος κυριαρχείται από ένα είδος συναισθηματικής αδράνειας.» (σελ. 83)

Όχι, δεν ήταν δειλός και δεν θα δίσταζε να σταθεί ατάραχος μπροστά στο πιστόλι του αντιπάλου του ή να αντιμετωπίσει στο πεδίο της μάχης του προαιώνιους εχθρούς, τους Γάλλους: οι κίνδυνοι όμως της πολιτικής ζωής ήταν πολύ πιο παράξενοι και σκοτεινοί και ασύλληπτοι. Εκεί δεν υπήρχε καμιά τάξη, καμιά ιεραρχία, καμιά πειθαρχία-αγνοούσαν ακόμη και τι σήμαινε να είσαι ακριβής. (σελ. 92)

Και σίγουρα θα δημιουργούνταν ένας μικρός καυγάς, αν το καναρίνι, που αδιαφορούσε για τα πάντα, δεν είχε υψώσει μέσα απ’ το κλουβί του το λεπτό χρυσαφένιο νήμα της φωνής του…(σελ. 115)

Ο Γιόαχιμ δεν μπόρεσε να μην αναρωτηθεί, τι είναι αυτό που κάνει μια γυναίκα επιθυμητή, όμως δεν βρήκε απάντηση: το πρόβλημα παρέμενε άλυτο και συγκεχυμένο. (σελ. 153)

Καθώς κοιτούσε τώρα το πρόσωπό της, διαπίστωσε πως θα ήταν δυσάρεστο να τοποθετήσει κανείς μες στο σπίτι του ένα κομμάτι τοπίου: αχ, αυτή ήταν η ανάμνηση που φοβόταν, ήταν το μεσημέρι κάτω απ’ τα φθινοπωρινά δένδρα, ήταν αυτή η φευγαλέα εικόνα που για χάρη της είχε σχεδόν επιθυμήσει ο Βαρώνος να καθυστερήσει να δώσει την συγκατάθεσή του. (σελ. 196-197)

Ο Γιόαχιμ στεκόταν αναποφάσιστος δίπλα στο κομοδίνο, ξαφνικά δεν μπορούσε πια να καταλάβει πως τα πράγματα αλλάζουν φύση και προορισμό: το κρεβάτι ήταν ένα όμορφο έπιπλο για να ξαπλώσεις και να κοιμηθείς, με την Ρουτσένα όμως γινόταν ένας τόπος πόθου και απερίγραπτης γλύκας, ενώ τώρα ήταν κάτι που δεν μπορούσες καν να το πλησιάσεις, κάτι που δεν μπορούσες καν να αγγίξεις το ξύλο του. Το ξύλο παραμένει πάντα ξύλο, όμως κανείς δεν θέλει να βάλει το χέρι του επάνω στο ξύλο του φέρετρου. (σελ. 218)

Ήταν ξαπλωμένοι ακίνητοι και κοιτούσαν το ταβάνι του δωματίου, όπου διαγραφόταν φωτεινές κιτρινωπές λουρίδες από τις σχισμές των πατζουριών, μοιάζοντας λίγο με τις θωρακικές πλευρές ενός σκελετού. Ύστερα ο Γιόαχιμ αποκοιμήθηκε και η Ελίζαμπετ, όταν το παρατήρησε, δεν μπόρεσε να μην χαμογελάσει. Κι ύστερα αποκοιμήθηκε κι αυτή. (σελ. 221)

Παρόλα αυτά μετά από δεκαοκτώ μήνες απέκτησαν το πρώτο τους παιδί. Έγινε κι αυτό. Το πώς όμως ακριβώς συντελέστηκε τελικά η πράξη δεν χρειάζεται να το αφηγηθούμε. Ο αναγνώστης έχει στη διάθεσή του αρκετά στοιχεία για την δομή των χαρακτήρων, ώστε μπορεί να φανταστεί τα υπόλοιπα μόνος του.

Κυριακή 18 Ιουλίου 2010

ΤΣΕΖΑΡΕ ΠΑΒΕΖΕ Το φεγγάρι και οι φωτιές


ΤΣΕΖΑΡΕ ΠΑΒΕΖΕ Το φεγγάρι και οι φωτιές Μετάφραση: Άννα Παπασταύρου, εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2005


Έτσι, αυτό το χωριό, όπου δεν γεννήθηκα, πίστευα για πολύ καιρό ότι ήταν όλος ο κόσμος. Τώρα που τον κόσμο τον είδα στ` αλήθεια και ξέρω πως είναι καμωμένος από πολλά μικρά χωριά, δεν ξέρω αν ως παιδί έκανα τόσο λάθος, τελικά. [σελ.13]

«Καντάδες δεν έκανα ποτέ» έλεγε. «Ένα κορίτσι, άμα είναι όμορφο, δεν γυρεύει μουσικές. Ψάχνει να βρει δικαίωση στα μάτια των φιλενάδων της, άντρα γυρεύει. Ποτέ δεν γνώρισα κορίτσι που να κατάλαβε τι πάει να πει παίζω μουσική…» [σελ. 20]

Για να μ` αφήσει να την αγγίξω – είχαμε πιάσει ένα δωμάτιο σ` ένα στενάκι του Όκλαντ –ήθελε να `ναι τύφλα στο μεθύσι. [σελ.23]

Είχα φτάσει στην άκρη του κόσμου, στην τελευταία ακτή, κι είχα μπουχτίσει. Τότε άρχισα να σκέφτομαι πως μπορούσα να ξαναπεράσω τα βουνά. [σελ.27]

Ανέκαθεν έβλεπα πως οι άνθρωποι , έτσι και τους δώσεις χρόνο, λένε στο τέλος αυθόρμητα ό,τι σκέφτονται. [σελ.30]

Κι όμως, εγώ στον κόσμο, αυτός σ` εκείνους τους λόφους, είχαμε γυρίσει και τριγυρίσει, χωρίς ποτέ να μπορέσουμε να πούμε: «Τούτα είναι τα κτήματά μου. Πάνω σε τούτο το πεζούλι θα γεράσω. Σ` αυτήν την κάμαρη θα πεθάνω». [σελ. 35]

Αλλά και σ` αυτόν, που δεν έκανε ποτέ του ρούπι, κάτι συνέβη, κάτι μοιραίο, εκείνη η ιδέα που είχε ότι τα πράγματα πρέπει να τα καταλαβαίνεις, να τα διορθώνεις, ότι ο κόσμος είναι στραβά φτιαγμένος και ότι όλοι έχουν συμφέρον να τον αλλάξουν. [σελ. 51]

Μπορούσα να εξηγήσω σε κάποιον πως αυτό που γύρευα ήταν μονάχα να δω κάτι που είχα ήδη δει; … Για μένα, εποχές είχαν περάσει, όχι χρόνια. [σελ.64]

Αφέθηκα να αιφνιδιαστώ - είχα μπαφιάσει να προνοώ και να τρέχω και ν` αρχίζω πάλι απ` την αρχή. [σελ.69]

Και να σκεφτεί κανείς πως, παιδί ακόμη, όταν μας πήγαινε η Βιρτζίλια στη λειτουργία, πίστευα πως η φωνή του παπά ήταν κάτι σαν βροντή, σαν τον ουρανό, σαν τις εποχές, πως χρησίμευε στα χωράφια, στις σοδειές, στην υγεία των ζωντανών και στους νεκρούς. Τώρα κατάλαβα πως οι νεκροί χρησίμευαν σ` εκείνον. Δεν πρέπει να γερνάει κανείς ούτε να γνωρίζει τον κόσμο. [σελ.80-81]

Το είχαν στο αίμα τους αυτό, ήταν φτιαγμένοι από χώμα κι έντονες πεθυμιές, τους άρεσε η αφθονία, σ` άλλον το κρασί, σ` άλλον το στάρι, το κρέας, σ` άλλον οι γυναίκες και το χρήμα. Ενώ ο παππούς ήταν άνθρωπος που σκάλιζε και δούλευε τη γη του, τα παιδιά είχαν αλλάξει και προτιμούσαν να γλεντάνε. [σελ. 98-99]

Έτσι άρχισα να καταλαβαίνω ότι δεν μιλάς μόνο για να μιλάς, για να λες «έκανα αυτό», «έκανα εκείνο», «έφαγα και ήπια», αλλά μιλάς για να σχηματίσεις μια ιδέα, για να καταλάβεις πως πορεύεται τούτος ο κόσμος. Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ. [σελ.108]

Εκείνα τα βράδια ήταν που μια φωτεινή κηλίδα, μια υπαίθρια φωτιά, καθώς την έβλεπα πάνω από τους μακρινούς λόφους, μ` έκανε να ξεφωνίζω και να κυλιέμαι καταγής, γιατί ήμουνα φτωχός, γιατί ήμουνα μικρός, γιατί ήμουν ένα τίποτα. [σελ.121]

Το ωραίο εκείνο τον καιρό ήταν ότι όλα γίνονταν στην εποχή τους, και κάθε εποχή είχε τις συνήθειες της και το παιχνίδι της, ανάλογα με τις δουλειές και τις σοδειές, με τη βροχή και την καλοκαιρία. [σελ. 125]

«Αυτά είναι βιβλία» απάντησε αυτός. «Διάβαζέ τα όσο μπορείς πιο πολύ. Πάντα φουκαράς θα μείνεις, αν δεν διαβάζεις βιβλία.» [σελ. 127]

Οι δυο θυγατέρες του σιορ Ματέο δεν έκαναν για μένα, ούτε και για τον Νούτο. Ήταν πλούσιες, υπερβολικά ωραίες, ψηλές. [σελ. 129]

Ωραία θα ήταν, σκεφτόμουν, να έμοιαζε ο γιος μου στον πατέρα μου, στον παππού μου, οπότε θα έβλεπα καταπρόσωπο ποιος είμαι επιτέλους. [σελ.135]

Του είπα πως δεν ήταν τόσο η Αμερική, όσο η οργή επειδή δεν ήμουν τίποτε, η μανία, όχι τόσο να πάω, όσο για να γυρίσω μια ωραία ημέρα, όταν όλοι θα με είχαν πια ξεγραμμένο. [σελ. 164]

Η μυρωδιά της φλαμουριάς και της γαζίας σήμαινε και για μένα κάτι, τώρα ήξερα τι ήταν μια γυναίκα, ήξερα γιατί η μουσική στους χορούς μου άνοιγε την όρεξη για σεργιάνι στο ύπαιθρο, όπως στα σκυλιά. [σελ. 176]

Κατά καιρούς μου μιλούσε έτσι, με το χαμόγελο της όμορφης, κι εκείνες τις στιγμές μου φαινόταν πως δεν ήμουν πια υπηρέτης. [σελ.186]

Εγώ σκεφτόμουν πως την επόμενη θα βρισκόμουν στη λεωφόρο Κόρσικα και αντιλαμβανόμουν εκείνη τη στιγμή πως και η θάλασσα έχει φλέβες, έχει τις γραμμώσεις των ρευμάτων, και πως από παιδί, κοιτάζοντας τα σύννεφα και το δρόμο των αστεριών, χωρίς να το ξέρω, είχα ήδη αρχίσει τα ταξίδια μου. [σελ. 195]

Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010

Ζοζέ Σαραμάγκου- Το Τετράδιο


Ζοζέ Σαραμάγκου, «Το Τετράδιο» εκδόσεις Καστανιώτη, μετάφραση Αθηνά Ψυλλια

Δεν ξέρω ούτε φαντάζομαι, πόσοι άραγε συζυγικοί χωρισμοί έδωσαν το έναυσμα για την δημιουργία νέων βιβλιοθηκών χωρίς ζημιά για τις παλιές. Δυο ή τρεις περιπτώσεις, γιατί τόσες είναι αυτές που γνώρισα, δεν στάθηκαν αρκετές για να φέρουν την άνοιξη, ή , με λόγια πιο σαφή, δεν βελτίωσαν τόσο ούτε τα κέρδη του εκδότη, ούτε την δική μου αμοιβή από τα συγγραφικά δικαιώματα… Ακόμα χειρότερα, πως θα πρέπει να ενεργεί κανείς απέναντι σε συγκεκριμένες συμπεριφορές δημοσίου πλέον ενδιαφέροντος, όπως στην περίπτωση, δυστυχώς συχνή και απολύτως ανήθικη, να συνεχίζουν να ζουν στο ίδιο σπίτι, ίσως χωρίς να κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι, αλλά να χρησιμοποιούν την ίδια βιβλιοθήκη; Έχει χαθεί ο σεβασμός, έχει χαθεί το αίσθημα της ντροπής, ιδού ο ξεπεσμός στον οποίο έχουμε φτάσει. Κι ας μην πει κανείς πως φταίει η Γουόλ Στριτ: στις κωμωδίες της τηλεόρασης που αυτοί χρηματοδοτούν δεν υπάρχει βιβλίο. (σελ. 33-34)

Δεν ζούμε σε δημοκρατία, αλλά σε μια πλουτοκρατία που έπαψε να είναι τοπική και κοντινή για να καταστεί παγκόσμια και απροσπέλαστη…Με άλλα λόγια, πιο ξεκάθαρα, λέω πως οι λαοί δεν εκλέγουν τις κυβερνήσεις τους ώστε αυτές να του «οδηγήσουν» στην Αγορά, αλλά είναι η Αγορά που ρυθμίζει με όλους τους τρόπους τις κυβερνήσεις ώστε να «οδηγήσουν» τους λαούς σε αυτήν. Και αν μιλώ έτσι για την Αγορά, είναι γιατί σήμερα, και κάθε μέρα που περνά περισσότερο από ποτέ, είναι το κατεξοχήν όργανο της αυθεντικής, μοναδικής και αναντίρρητης εξουσίας, της παγκόσμιας οικονομικής εξουσίας, που δεν είναι δημοκρατική γιατί δεν την εξέλεξε ο λαός, που δεν είναι δημοκρατική γιατί δεν ασκείται από τον λαό, και που, τέλος, δεν είναι δημοκρατική γιατί δεν αποβλέπει στην ευτυχία του λαού. (σελ. 37-38)

«Η Αριστερά δεν έχει την παραμικρή ιδέα σε ποιον κόσμο ζει». (σελ. 41)

Όταν σ’ ένα περιβάλλον βυθισμένο σε απόλυτη σκοτεινότητα ανάβουμε ένα φως, το σκοτάδι εξαφανίζεται. Τότε συχνά αναρωτιόμαστε: «Που πήγε;» Και η απάντηση μπορεί να είναι μια και μόνη: «Δεν πήγε πουθενά, το σκοτάδι είναι απλώς η άλλη πλευρά του φωτός, η μυστική του όψη». Κρίμα που δεν μου το είχαν πει πρωτύτερα, όταν ήμουν παιδί. Σήμερα θα ήξερα τα πάντα για το σκοτάδι και το φως, για το φως και το σκοτάδι. (σελ. 47)

…η ιδέα της οικονομικής δημοκρατίας έδωσε την θέση της σε μια ξεδιάντροπα θριαμβευτική αγορά, παλεύοντας τελικά με μια σοβαρότατη κρίση στην χρηματοοικονομική της διάσταση, ενώ η ιδέα της πολιτισμικής δημοκρατίας αντικαταστάθηκε εντέλει από μια αποξενωτική βιομηχανική μαζικοποίηση των πολιτισμών. Δεν προοδεύουμε, οπισθοχωρούμε. Και θα γίνεται όλο και πιο παράλογο να μιλάμε για δημοκρατία αν επιμείνουμε στην παρεξήγηση να την ταυτίζουμε αποκλειστικά με τις ποσοτικές και μηχανικές της εκφράσεις, που ονομάζονται κόμματα, κοινοβούλια και κυβερνήσεις, χωρίς να δίνουμε σημασία στο πραγματικό περιεχόμενο και στη διαστρεβλωμένη και καταχρηστική χρήση που στην πλειοψηφία των περιπτώσεων γίνεται της ψήφου που τις δικαιολόγησε και τις τοποθέτησε στη θέση που καταλαμβάνουν. (σελ. 48)

Ριγμένοι εδώ χωρίς να ξέρουμε γιατί, ούτε για τι, χρειάστηκε να τα επινοήσουμε όλα. Επινοήσαμε και το Θεό, αυτός όμως δεν βγήκε απ’ τα κεφάλια μας, έμεινε εκεί μέσα ως παράγοντας ζωής κάποιες φορές, ως εργαλείο θανάτου σχεδόν πάντα. Μπορούμε να πούμε «Να το αλέτρι που επινοήσαμε», δεν μπορούμε να πούμε « Να ο Θεός που επινόησε τον άνθρωπο που επινόησε το αλέτρι». Αυτό το Θεό δεν μπορούμε να τον ξεριζώσουμε απ’ τα κεφάλια μας, δεν το μπορούν καν οι άθεοι, μεταξύ των οποίων με συγκαταλέγω. Τουλάχιστον όμως ας τον αμφισβητήσουμε. Δεν ωφελεί πλέον να λέμε πως σκοτώνοντας στο όνομα του Θεού κάνουμε το Θεό δολοφόνο. Γι’ αυτούς που σκοτώνουν στο όνομα του Θεού, ο Θεός δεν είναι μόνο κριτής που θα τους απαλλάξει, είναι ο παντοδύναμος Πατέρας που μέσα στα κεφάλια τους μάζεψε παλιότερα τα ξύλα για την πυρά της Ιεράς Εξέτασης και τώρα ετοιμάζει και διατάζει να τοποθετήσουν την βόμβα. Ας αμφισβητήσουμε αυτή την επινόηση, ας λύσουμε αυτό το πρόβλημα, ας αναγνωρίσουμε έστω πως υπάρχει. Προτού τρελαθούμε όλοι. Κι έπειτα-ποιος ξέρει;- ίσως υπάρξει τρόπος ώστε να μη συνεχίσουμε να σκοτωνόμαστε μεταξύ μας. (σελ. 62-63)

Να ζήσω ή να πεθάνω είναι το ίδιο. Γιατί η ζωή, φυσικά, δεν βρίσκεται σ’ αυτό το μικρό σώμα…Αυτό που επιζεί μετά από μας, αυτό είναι η αθανασία…Είμαι εναντίον της συνταξιοδότησης η οποιουδήποτε είδους επιδότησης. Ζω χωρίς αυτήν. Το 2001 δεν εισέπραττα από πουθενά και είχα οικονομικά προβλήματα μέχρι που ο πρόεδρος Κιάμπι με έχρισε συγκλητικό. (Ρίτα Λέβι-Μονταλτσίνι) (σελ. 74)

Οι «νόμοι της αγοράς» οδήγησαν σε μια χαοτική κατάσταση που έφερε σε «ομηρία» δισεκατομμύρια δολάρια, με τέτοιον τρόπο ώστε, όπως αναφέρθηκε εύστοχα, «ιδιωτικοποιήθηκαν τα κέρδη και εθνικοποιήθηκαν οι ζημιές». Βρήκαν βοήθεια για τους ενόχους και όχι για τα θύματα. Αυτή είναι μια μοναδική ευκαιρία για να επαναπροσδιορίσουμε το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης. (σελ. 77)

Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ήταν ένας άνθρωπος όπως είμαστε όλοι μας. Είχε τις αρετές που ξέρουμε και , ασφαλώς, κάποια ελαττώματα που δεν μείωναν τις αρετές του. Είχε μια δουλειά να κάνει-και την έκανε. Πάλευε ενάντια στα ρεύματα του εθίμου, της συνήθειας και της προκατάληψης, βουτηγμένος μέσα τους μέχρι το λαιμό. Μέχρι που ήρθε μια τουφεκιά για να θυμίσει σ’ εμάς τους αφηρημένους, πως το χρώμα του δέρματος έχει πολύ μεγάλη σημασία. (σελ. 87)

Τι σημασία έχει άραγε το βουητό των μελισσών μέσα στην κυψέλη; Τους χρησιμεύει για να επικοινωνούν μεταξύ τους; Η είναι ένα απλό εφέ της φύσης, η συνέπεια και μόνο του να είναι κανείς ζωντανός, χωρίς προηγούμενη συνείδηση ούτε πρόθεση, όπως μια μηλιά δίνει μήλα χωρίς ν’ ανησυχήσει αν θα ‘ρθει κάποιος να τα φάει;…ο παππούς μου ο Ζερόνιμο, τις τελευταίες του ώρες, πήγε και αποχαιρέτησε τα δένδρα που είχε φυτέψει, αγκαλιάζοντας τα και κλαίγοντας γιατί ήξερε πως δεν θα τα έβλεπε ξανά. Είναι καλό μάθημα. Αγκαλιάζω λοιπόν τις λέξεις που έγραψα, τους εύχομαι μακροζωία και ξαναπιάνω το γραφτό στο σημείο όπου το είχα αφήσει. Δεν υπάρχει άλλη απάντηση. (σελ. 90)

Κι επίσης η ερώτηση που κανείς δεν θέλει να απαντήσει, παρότι ξέρουμε πως έχει απάντηση: μέχρι πότε θα ζούμε, ή θα ζουν οι φτωχότεροι στο έλεος της βροχής, του ανέμου, της ξηρασίας, όταν ξέρουμε πως όλα αυτά τα φαινόμενα έχουν τη λύση τους σε μια ανθρώπινη οργάνωση της ύπαρξης; (σελ. 94)

«Μιλήστε σας παρακαλώ, πείτε μου τι είστε, σε τι χρησιμεύσατε, αν χρησιμεύσατε σε κάτι». Σωπαίνουν δεν απαντούν. Τι να κάνω λοιπόν; Η ανάκριση των λέξεων είναι το πεπρωμένο όσων γράφουν…(σελ.115)

Είναι πράγματι πιθανόν η πίστη να κινεί βουνά, δεν υπάρχει η πληροφορία ότι κάτι τέτοιο έχει συμβεί ποτέ, αλλά αυτό δεν αποδεικνύει τίποτα, δεδομένου ότι ο Θεός ουδέποτε θέλησε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του με τέτοιου είδους γεωλογικές παρεμβάσεις. (σελ. 142)

Στην Ισπανία το «είμαι αλληλέγγυος» είναι μια φράση καθημερινή και κλίνεται ταυτόχρονα στους τρεις χρόνους: παρόν, παρελθόν και μέλλον. Η θύμηση της περασμένης αλληλεγγύης ενδυναμώνει την αλληλεγγύη που χρειάζεται το παρόν, κι οι δυο μαζί ετοιμάζουν τον δρόμο ώστε η αλληλεγγύη στο μέλλον να εμφανιστεί ξανά σε όλο της το μεγαλείο. (σελ. 161)

Τετάρτη 30 Ιουνίου 2010

Daniel Cohen, "Η ευημερία του κακού"

Daniel Cohen, "Η ευημερία του κακού. Μια (ανήσυχη) εισαγωγή στην οικονομία", μετάφραση: Τάσος Γιαννίτσης. Εκδόσεις Πόλις.

Η δουλεία καταστρέφει τη μικρή αγροτική ιδιοκτησία, γεγονός που ωθεί τους μικροϊδιοκτήτες να στραφούν προς τον στρατό και συντηρεί τον μηχανισμό της πολεμικής αρπαγής, ο οποίος αυξάνει τον αριθμό των δούλων και μειώνει τον αριθμό των μικροϊδιοκτητών. (σελ.40).

Ο Ιωάννης αναγκάζεται να υποχωρήσει και να υπογράψει τη Magna Carta, έγγραφο που προηγείται κατά πολλούς αιώνες της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Οι βαρόνοι εξασφαλίζουν τη δέσμευση του βασιλιά ότι θα θεσπίσει μια αντικειμενική δικαιοσύνη και θα εγγυηθεί για τις ατομικές ελευθερίες. Είναι, όμως, κυρίως το φορολογικό ζήτημα που βρίσκεται στην καρδιά αυτού του κειμένου. Ο βασιλιάς πρέπει να υποβάλλει την άυξηση των φόρων στην έγκριση του κοινοβουλίου. Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία έχει γεννηθεί. (σελ. 58-59).

Ένα άλλο κεντρικό παράδοξο των κοινωνιών που διέπονται από τον νόμο του Malthus είναι ότι η εργασία δεν έχει αξία. Όσο πιο επιδέξια είναι μια κοινωνία, τόσο φθίνει η απόδοση της ωριαίας εργασίας. Οι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες κέρδιζαν όσα οι Άγγλοι εργάτες της Πρώτης Βιομηχανικής Επανάστασης, αλλά με πολύ λιγότερο χρόνο εργασίας. Ο εργάτης στις αρχές του 19ου αιώνα εργάζεται δέκα ώρες την ημέρα, πάνω από τριακόσιες μέρες το χρόνο κατά μέσο όρο, για το ίδιο τελικό εισόδημα. Αντίθετα, οι Huis, μια κοινωνία κυνηγών-τροφοσυλλεκτών εγκατεστημένων στη Βενεζουέλα, των οποίων μπορεί κανείς να μελετήσει τα ήθη και τα έθιμα, εργάζονται κατά μέσο όρο δυο ώρες την ημέρα. (σελ. 76).

Το δίδαγμα είναι απλό: για να επιβιώσει κανείς πρέπει είτε να είναι χρήστης τεχνολογικής προόδου είτε να εργάζεται σε έναν τομέα όπου η εμηχάνιση είναι αδύνατη. Η ενδιάμεση κατάσταση, αυτή του ζωντανού θεάματος, είναι η χειρότερη. Η τριτογενοποίηση ευνοεί τα άκρα: τις εργασίες έντασης τεχνολογίας και εκείνες που δεν έχουν καμία σχέση με την τεχνολογική πρόοδο. (σελ. 159).

Η Δύση πρώτα ενεργεί και μετά καταλαβαίνει. (σελ. 187).

Λίγες δεκαετίες προτού ο Χριστόφορος Κολόμβος σαλπάρει για τρην Αμερική, η Κίνα επιλέγει τη σταθερότητα και κλείνεται στον εαυτό της. Η Ευρώπη έχει διαλέξει τον άλλο δρόμο. (σελ. 201).

Στις φτωχότερες περιοχές του κόσμου, ιδίως στην Αφρική, πολλές χώρες απλούστατα δεν έχουν καταφέρει ακόμα να φτάσουν στο σημείο όπου το μονοπώλιο της βίας αναγνωρίζεται στο κράτος. (σελ. 254).

Σε μια νέα γλώσσα, τα ερωτήματα που τίθενται στον κυβερνοχώρο είναι τα ίδια όπως πάντα: τι σημαίνει να ζει κανείς μεταξύ των ανθρώπων, ποιο είναι το μερίδιο του εαυτού του και ποιο το μερίδιο του εμείς;... Ο νέος κόσμος, όμως, της πλανητικής επικοινωνίας επανασχεδιάζει τις ομάδες αναφοράς με τις οποίες συγκρίνεται κανείς. Το να είναι κανείς ευτυχισμένος δεν σημαίνει πια μόνο "κερδίζω περισσότερο από το γαμπρό μου", αλλά τρέφεται και από συγκρίσεις με άλλες κοινότητες, μακρινές στο χώρο αλλά κοντινές μέσω των εικόνων. (σελ. 332).

Τρίτη 8 Ιουνίου 2010

Τσέζαρε ΠΑΒΕΖΕ ΤΟ ΩΡΑΙΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

ΤΣΕΖΑΡΕ ΠΑΒΕΖΕ ΤΟ ΩΡΑΙΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ μετάφραση ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ






Πάλι καλά που η Ρόζα εξαρτιόταν ακόμα απ` τον πατέρα της και τη μάνα της κι έτσι δε θα μπορούσε ν` αγοράσει καπέλο για κάμποσο καιρό. [σελ. 17]

Η Τζίνια της είπε πως θα φύλαγε τσίλιες, αλλά στην πραγματικότητα τέντωνε τα` αυτιά της για ν` ακούσει τις φωνές και τις σιωπές της όχθης. [σελ. 21]

Το ποτηράκι το ήπιανε στο πρώτο καφέ που βρήκανε και μόλις έφυγαν από κει, η Τζίνια ένιωσε στον αέρα μια δροσιά που δεν υπήρχε πριν και σκέφτηκε πως ήταν ωραίο που το καλοκαίρι τα ποτά αναζωογονούσαν το αίμα. [σελ. 27]

Η Αμέλια έβγαινε έξω χωρίς κάλτσες, επειδή απλούστατα δεν είχε ˙ φορούσε πάντα εκείνο το ωραίο φόρεμα, αλλά δεν είχε άλλο. Η Τζίνια πείστηκε γι` αυτό όταν κατάλαβε πως και η ίδια, όταν έβγαινε χωρίς καπέλο, αισθανόταν πιο τρελή. [σελ. 30]

Μετά το μεσημέρι βγήκαν έξω και η Τζίνια χάρηκε που ξαναβρέθηκε μέσα στον κόσμο και που οι κοπέλες περπατούσαν ντυμένες. Παρατηρούσε τα ωραία χρώματα του δρόμου που, χωρίς να καταλαβαίνει πως, ερχόνταν πράγματι απ` τον ήλιο, αφού τη νύχτα δεν υπήρχαν. [σελ. 42]

- Υπάρχουν κι εκείνοι που δε λένε τίποτα, της εξήγησε η Αμέλια. Δε θέλουν μοντέλα.
- Και τι ζωγραφίζουν; Ρώτησε η Τζίνια.
- Κανείς δεν ξέρει. Υπάρχει κάποιος που λέει πως ζωγραφίζει όπως εμείς βάζουμε κοκκινάδι. «Τι ζωγραφίζεις όταν βάζεις κοκκινάδι; Το ίδιο ζωγραφίζω κι εγώ».
- Μα με το κοκκινάδι βάφουνε τα χείλια.
- Κι αυτός βάφει το πανί. Γεια σου, Τζίνια. [σελ. 49-50]

Κάθε φορά που τύχαινε να σταματάνε μαζί η βροχή και η φωνή, η Τζίνια ένιωθε περισσότερο το κρύο. Τότε άνοιγε διάπλατα τα μάτια της στο σκοτάδι για να ξεχωρίσει το τσιγάρο της Αμέλια. [σελ. 54]

Το ωραίο μ` αυτόν τον ζωγράφο ήταν ότι δεν φαινόταν ζωγράφος. [σελ.56]

Αλλά αρκούσε να δει κανείς πως κάθονταν κι οι δυο σιωπηλοί για να καταλάβει ότι κάτι ξέρει ο καναπές. [σελ. 60]

Με το πρώτο φως λυπήθηκε που είχε έρθει ο χειμώνας και δεν μπορούσαν πια να βλέπουν τα χρώματα του ήλιου. Άραγε το σκεφτόταν αυτό κι ο Γκουίντο, που έλεγε ότι τα χρώματα είναι το παν; «Αχ, τι ωραία που είναι όλα» είπε από μέσα της η Τζίνια και σηκώθηκε. [σελ. 74]

- Έι, είπε ο Γκουίντο, σαν ν` αστειευόταν, ερχόμαστε στον κόσμο για τόσο λίγο, δεν πρέπει να κλαίμε.
- Έκλαιγα επειδή είμαι ευχαριστημένη, είπε η Τζίνια σιγανά.
- Εντάξει τότε, είπε ο Γκουίντο, όμως την άλλη φορά να το πεις αμέσως. [σελ.86]

Πήγαν μαζί σινεμά γιατί είχαν κι δυο τους μυστικά και δεν ήταν εύκολο να περάσουν τη βραδιά τους κουβεντιάζοντας. [σελ. 88]

Και μετά από μια σιωπή: Δεν είναι πιο ωραίο να πηγαίνουμε περίπατο οι δυο μας που είμαστε γυναίκες και το ξέρουμε παρά να φτύνουμε αίμα με τους κακομαθημένους που δεν έμαθαν ποτέ τι είναι μια κοπέλα και που φλερτάρουν την πρώτη που θα δούνε μπροστά τους; [σελ. 88-89]

Ο Γκουίντο της είχε πει:
- Πρέπει να με δεις στην εξοχή. Μόνο τότε ζωγραφίζω. Καμιά κοπέλα δεν είναι όμορφη όσο ένας λόφος. [σελ. 119]

Η Τζίνια πλησίασε με αργά βήματα στο καβαλέτο. Σ` ένα μακρόστενο χαρτί ο Γκουίντο είχε σχεδιάσει με κάρβουνο το περίγραμμα του κορμιού της Αμέλια. Ήταν πολύ απλές οι γραμμές και καμιά φορά συμπλέκονταν. Φαινόταν σαν η Αμέλια να `χε γίνει νερό και να περνούσε έτσι στο χαρτί. [ σελ. 128]

- Πάμε όπου θες, είπε η Τζίνια. Πήγαινέ με όπου θες εσύ. [σελ. 137]

Τετάρτη 26 Μαΐου 2010

Τσέζαρε ΠΑΒΕΖΕ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ



Τσέζαρε ΠΑΒΕΖΕ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ Μετάφραση ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ εκδόσεις ύψιλον/βιβλία 1993

Εγώ που τον ήξερα, είμουν πολύ ευχαριστημένος απ` αυτή τη σιωπή, μα ζήλευα κιόλας: γιατί ο Ντόρο ανήκει στους ανθρώπους που η ευτυχία τους κάνει σιωπηλούς ˙ [σ. 14]

Κι οι συζητήσεις μας τότε – σαν τις σκέφτομαι, κοκκινίζω – μου μοιάζουν απίστευτες. Είμασταν ακόμα στην ηλικία που αφουγκράζεσαι τα λόγια του φίλου σαν να `ν` δικά σου, και περνάς τη ζωή μαζί με κάποιον άλλο ˙ είναι κάτι που κι ένα γεροντοπαλλήκαρο σαν κι εμένα πιστεύει ακόμα και σήμερα ότι ορισμένα παντρεμένα ζευγάρια μπορούν να το κάνουν. [σ. 20]

Μόλις σουρούπωσε, ξαναπήραμε για λίγο το μεγάλο ανηφορικό δρόμο που `κοβε την κοιλάδα στα δύο – ο ήλιος είχε πέσει κιόλας χαμηλά στη γεμάτη σκόνη πεδιάδα, οι γαζίες άρχιζαν να λικνίζονται απαλά στο αεράκι που σηκώθηκε. [σ.23]

Βγήκαμε έξω να ξεπιαστούν λιγάκι τα ποδάρια μας – το φεγγάρι μας έδειχνε το δρόμο. Στο φως του μοιάζαμ` όλοι του εργάτη με την ασβεστωμένη μούρη που `μοιαζε μάσκα. [σ.26]

Χαμογελώντας με σιγουριά μου `χε δώσει το χέρι – τα μάτια της παίζανε στο ηλιοκαμένο της πρόσωπο πιο καθαρά και πιο σκληρά απ` ό,τι παλιότερα. [σ.37]

Του είχε συμβεί ό,τι συμβαίνει σε όλο τον κόσμο: η πραγματικότητα είχε μασκαρευτεί στο αντίθετό της. Σαν τις τρυφερές ψυχές που συμπεριφέρονται άγρια. «Τονε ζήλευα», είπα, «έτσι παιδί καθώς είταν, μπορούσε να τρέφει ακόμα αυταπάτες για το ποιος είναι ο αληθινός του χαρακτήρας.» [σ.49]

Ο φίλος μας ο Γκουίντο επέμενε πως το φλοίσβισμα είταν το κρυφό πάθος της Κλέλιας, ο εραστής με τον οποίο μας απατούσε όλους. «Δεν νομίζω», έλεγε η Κλέλια. «Εγώ απλώς το ακούω ξαπλωμένη και γυμνή στον ήλιο κι όποιος θέλει ας μας βλέπει.» «Ποιος να ξέρει», έλεγε ο Γκουίντο, «ποιος να ξέρει τι κουβέντες έχει μια γυναίκα σαν κι εσάς με το κυματάκι. Φαντάζομαι τι θα λέγατε πριν που είσασταν αγκαλιά.» [σ.52]

Κολυμπούσε καλά, κι ό,τι είχε πει, δεν το `χε πει από αμηχανία. Είταν εκατό τοις εκατό απόφασή της. «Εμένα μου αρκεί η συντροφιά της θάλασσας. Δεν θέλω κανέναν άλλο. Στη ζωή δικό μου δεν έχω τίποτα – μόνο τη θάλασσα.» [σ.73]

Εκείνα τα χρόνια όλα είταν για την Κλέλια ένας φόβος. Τις πρώτες της ερωτικές σκέψεις τις έκανε μπροστά σ` έναν πίνακα του οσιομάρτυρος Σεβαστιανού: έδειχνε έναν γυμνό νεαρό, βουτηγμένον ολόκληρο στο αίμα, το αίμα να `χει γίνει κρούστα, και η κοιλιά του κατατρυπημένη από βέλη. Τα θλιμμένα και ερωτικά μάτια του αγίου την έκαναν να ντρέπεται, να φοβάται να τον κοιτάξει ˙ έρωτας για την Κλέλια είταν αυτή η σκηνή.
«Μα γιατί σας το διηγήθηκα…», αναρωτήθηκε. [σ. 81-82]

Το βράδυ στο σπίτι κάπνιζα καθισμένος στο παράθυρο. Ο κόσμος λέει πως το κάπνισμα σου ξελαμπικάρει το μυαλό, μα η αλήθεια είναι ότι με τον καπνό οι σκέψεις διαλύονται σαν την ομίχλη, οπότε κι εσύ φαντάζεσαι πράγματα που είναι πολύ διαφορετικά απ` αυτό που λέγεται σκέψη. Οι πραγματικές ιδέες σου έρχονται `κεί που δεν τις περιμένεις: στο τραπέζι, στο κολύμπι, πάνω στην κουβέντα. [σ. 83]

«Έτσι και ξαναγινόμουν παιδί», μου είπε, «θα γινόμουν οπωσδήποτε ζωγράφος. Θα την κοπάναγα απ` το σπίτι, χωρίς να παραλείψω να δώσω και μια στην πόρτα – είναι, όπως και να το κάνουμε, θέμα να το πάρεις απόφαση.» [σ.91]

Στρίβοντας στο δρομάκι μας αντίκρισα την ελιά και μ` έπιασε κακοκεφιά. Παραδέχθηκα ότι το πιο ακατάλληλο μέρος να μείνεις, είναι `κείνο όπου κάποτε έμεναν άνθρωποι ευτυχισμένοι. [σελ. 121]

Πέμπτη 29 Απριλίου 2010

JOSEPH ROTH HOTEL SAVOY


JOSEPH ROTH HOTEL SAVOY, μεταφράση Μαρίας ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ, εκδόσεις ΑΓΡΑ, ΑΘΗΝΑ 2007

Είμαι ευγνώμων που αφήνω γι` άλλη μια φορά τα πάντα κι ετοιμάζομαι να ξεκινήσω μια καινούργια ζωή – όπως έχω κάνει ξανά και ξανά τα τελευταία χρόνια. [σελ. 10]

Είναι τόσα πολλά αυτά που μπορεί να ρουφήξει κανείς μέσα του κι όμως να μείνει ίδιος κι απαράλλαχτος στο κορμί, στην περπατησιά, στο φέρσιμό του. Μπορεί να πιεί από εκατομμύρια ποτήρια και η δίψα του να μην χορταίνει ˙ σαν το ουράνιο τόξο, που λαμπυρίζει σ` όλα τα χρώματα, αλλά παραμένει το ίδιο ουράνιο τόξο, με την ίδια πάντα χρωματική σκάλα. [σελ.11]

Το δωμάτιο μου – ένα από τα πιο φτηνά του ξενοδοχείου – βρίσκεται στο έκτο πάτωμα κι έχει το νούμερο 703. Μ` αρέσει, είμαι λίγο προληπτικός με τους αριθμούς: το μηδενικό στη μέση μοιάζει με κυρία, που έχει δεξιά κι αριστερά της δυό κυρίους, έναν νέο κι έναν ηλικιωμένο. [σελ. 12]

Εδώ μένουν οι πλούσιοι. Κι ο Καλογερόπουλος, ο πονηρός, βάζει επίτηδες πίσω τα ρολόγια: οι πλούσιοι έχουν όλο τον καιρό δικό τους, δεν βιάζονται. [σελ.14]

Στην έξοδο περιμένω ˙ είναι πάλι όπως παλιά, όταν παιδί περίμενα στο πλαϊνό δρομάκι, χωμένος στους ίσκιους μιας εξώπορτας, κρυμμένος στην εσοχή του τοίχου, ώσπου ν` ακουστούν τα γρήγορα, νεανικά βήματα στο πλακόστρωτο, ώσπου ν` ανθίσουν σαν θαύμα τα βήματα από τις στέρφες πλάκες του πεζοδρομίου [σελ. 27-28]

Σαν τον κόσμο ήταν αυτό το Hotel Savoy : απ` έξω έλαμπε, άστραφτε μεγαλόπρεπο με τα εφτά του πατώματα, αλλά στα ψηλά του ψηλά του κρυβόταν η φτώχεια, αυτοί που ζούσαν στους πάνω ορόφους ήταν στην πραγματικότητα χαμηλά, πολύ χαμηλά, θαμμένοι σε αέρινους τάφους ˙ κι οι τάφοι ήταν σε στρώματα πάνω από τα άνετα δωμάτια των καλοφαγωμένων ενοίκων, που κάθονταν κάτω, ήσυχοι και βολεμένοι, δίχως να ενοχλούνται από τα φέρετρα τα στοιβαγμένα στα τελευταία πατώματα. [σελ.40]

Τη στιγμή αυτή μου φαίνεται λες κι ο Θάνατος έχει πάρει τη μορφή του γερασμένου «παιδιού του ασανσέρ» ˙ και στέκεται τώρα εδώ και περιμένει να πάρει μια ψυχή. [σελ. 59]

Καθίσαμε στην αίθουσα αναμονής της τρίτης θέσης, τριγυρισμένοι από τη φασαρία των μεθυσμένων. Κουβεντιάσαμε χαμηλόφωνα, αλλά δεν μας ξέφυγε όυτε λέξη, γιατί ακούγαμε με την καρδιά κι όχι με τα αυτιά. [σελ.83]

«Έχεις αρκετά λεφτά;» ρωτάω.
Μα ο Ζβονιμίρ δεν πληρώνει . Έχει πέσει στην παγίδα του Hotel Savoy.
Θυμάμαι μια κουβέντα του μακαρίτη του Σάντσιν. Αυτός – μια μέρα πριν πεθάνει – μου είπε ότι όλοι όσοι μένουν εδώ, είναι πιασμένοι στην παγίδα του Hotel Savoy Κανένας δεν ξεφεύγει από το Hotel Savoy.
Τον προειδοποίησα τον Ζβονιμίρ, αλλά δεν μ` άκουσε. [σελ.95]

Ο Θεός είχε τιμωρήσει αυτήν την πόλη με τα εργοστάσια. Τα εργοστάσια είναι η χειρότερη απ` τις τιμωρίες του Θεού. [σελ.101]

Οι άνθρωποι δεν είναι κακοί – φτάνει να `χουνε μπόλικο χώρο. [σελ.103]

Τέτοιες βροχερές μέρες η πόλη παρουσιάζεται με το πραγματικό της πρόσωπο. Η βροχή είναι η στολή της. Είναι μια πόλη βροχερή, μια πόλη απαρηγόρητη. […] Στον ουρανό είχαν γενική καθαριότητα και πετούσανε τις βρομιές τους στη γη. [σελ.119]

Τα χάλια τους είχαν οι άνθρωποι. Μόνοι τους έγραφαν το πεπρωμένο τους και θαρρούσαν πως τους το `γραφε ο Θεός. [σελ. 130]

Παρόλο που αυτός νοσταλγεί χωράφια κι εγώ δρόμους. Με κολλάει. Είναι σαν τα λαϊκά τραγούδια: όταν ο ένας τραγουδάει τραγούδι από την πατρίδα του , πιάνει ο άλλος το δικό του, και οι μελωδίες μοιάζουν, ταιριάζουν, είναι σαν τα διαφορετικά όργανα της ίδιας ορχήστρας. [σελ. 139]

Η Στάζια δεν ήξερε ότι δεν θα την έπαιρνα θριαμβευτής, αλλά ταπεινός κι ευγνώμων. Σήμερα καταλαβαίνω ότι είναι στη φύση των γυναικών να διστάζουν κι ότι τα ψέματά τους συγχωρούνται πριν καλά καλά ειπωθούν. [σελ. 147]

Οι γυναίκες δεν κάνουν τα λάθη τους όπως εμείς, από απροσεξία ή επιπολαιότητα. Οι γυναίκες κάνουν τα λάθη τους όταν είναι πολύ δυστυχισμένες. [σελ.149]

« Το ξενοδοχείο καίγεται», φωνάζει ο Ιγνάτιος. [σελ. 167 ]

Τον Ζβονιμίρ δεν τον ξαναείδα. [σελ. 169]

Πέμπτη 22 Απριλίου 2010

Έρμαν Έσσε- Σιντάρτα

Έρμαν Έσσε, "Σιντάρτα", ένα ινδικό παραμύθι, εκδόσεις Καστανιώτη

Ο Έσσε είναι ταχυδακτυλουργός. Σαν τη φύση την άνοιξη, ντύνει τον κώδικά του με πλουμιστή φορεσιά. Ο αναγνώστης μαζεύει τον καρπό, τρώει γρήγορα και πετάει το κουκούτσι στο χώμα. Αλλά σ’ αυτό το κουκούτσι βρίσκεται η σοδειά, το ηλεκτρικό μήνυμα, ο κώδικας…
(λίγα λόγια για την δεύτερη έκδοση) Μαρία Παξινού

Και που μπορούσε κανείς να βρει τον Άτμαν, που κατοικούσε, που χτυπούσε η καρδιά του, που αλλού παρά στο ατομικό Εγώ, στο βαθύτερο, το αναλλοίωτο, που έχει ο καθένας μέσα του; Αλλά που, που υπήρχε αυτό το Εγώ, αυτό το βαθύτατο, το έσχατο; Δεν ήταν σάρκα και κόκαλα, δεν ήταν σκέψη ούτε συνείδηση, έτσι δίδασκαν οι σοφοί. (σελ. 16)

Κάποτε πέρασαν από την πόλη του Σιντάρτα σαμάνοι, περιπλανόμενοι ασκητές, τρεις λεπτοί, σβησμένοι άντρες, ούτε γέροι ούτε νέοι, με σκονισμένους και ματωμένους ώμους, σχεδόν γυμνοί, καμένοι από τον ήλιο, τυλιγμένοι στη μοναξιά, ξένοι και εχθρικοί για τον κόσμο, απόμακρα κι αδύνατα τσακάλια στο βασίλειο των ανθρώπων. Γύρω τους φυσούσε ένας ζεστός άνεμος σιωπηλής οδύνης, απομονωτικού καθήκοντος, άπονης άρνησης του εγώ. (σελ. 18)

«Σιντάρτα» είπε, «τι περιμένεις;»
«Ξέρεις τι».
«Θα στέκεσαι πάντα έτσι και θα περιμένεις, ώσπου να έρθει η μέρα, το μεσημέρι, το βράδυ;»
«Θα στέκομαι και θα περιμένω».
«Θα κουραστείς Σιντάρτα».
«Θα κουραστώ».
«Θα αποκοιμηθείς Σιντάρτα».
«Δεν θα αποκοιμηθώ».
«Θα πεθάνεις Σιντάρτα».
«Θα πεθάνω».
«Και προτιμάς να πεθάνεις παρά να υπακούσεις τον πατέρα σου;»
«Ο Σιντάρτα υπάκουε πάντα τον πατέρα του».
«Ώστε θα παραιτηθείς από την επιθυμία σου;»
«Ο Σιντάρτα θα κάνει ότι του πει ο πατέρας του».(σελ. 21)

Ένας μοναδικός σκοπός υπήρχε για τον Σιντάρτα: ν’ αδειάσει, να μείνει άδειος από δίψα, άδειος από επιθυμία, άδειος από όνειρα, άδειος από χαρά, από λύπη. Να σκοτώσει τον εαυτό του, να μην είναι πια Εγώ, να βρει την ηρεμία της αδειανής καρδιάς, να γνωρίσει την καθαρή σκέψη, αυτός ήταν ο σκοπός του. Όταν κατακτιόταν και πέθαινε όλος ο εαυτός, όταν σώπαινε κάθε αναζήτηση και κάθε λαχτάρα μέσα στην καρδιά, τότε έπρεπε να ξυπνήσει το τελευταίο, το βάθος της ύπαρξης, που δεν είναι πια Εγώ, το μεγάλο μυστικό. (σελ. 23-24)

Ένας ερωδιός πετούσε πάνω από το δάσος των μπαμπού- κι ο Σιντάρτα έκλεινε τον ερωδιό στην ψυχή του, πετούσε πάνω από δάση και οροσειρές, γινόταν ερωδιός, έτρωγε ψάρια, πεινούσε την πείνα των ερωδιών, μιλούσε με το κρώξιμό τους, πέθαινε το θάνατο των ερωδιών. (σελ. 24-25)

Κι ο Σιντάρτα είπε σιγανά, σαν να μιλούσε μόνος του: «Τι είναι η συγκέντρωση; Τι είναι η εγκατάλειψη του κορμιού; Τι είναι η νηστεία; Τι είναι το κράτημα της αναπνοής; Είναι φυγή από το Εγώ, είναι μια σύντομη απόδραση από την οδύνη της ύπαρξης, είναι σύντομη νάρκωση μπρος τον πόνο και την ανυπαρξία νοήματος στη ζωή. Ο ζευγολάτης βρίσκει στο πανδοχείο την ίδια φυγή, την ίδια σύντομη νάρκωση, πίνοντας μερικά ποτήρια κρασιού από ρύζι ή γάλα από καρύδα. Δεν νοιώθει πια το Εγώ του, δεν αισθάνεται πια άλλο τους πόνους της ζωής, βρίσκει μια σύντομη νάρκωση. Βρίσκει, σκυμμένος πάνω στο ποτήρι του με το κρασί, αυτό το ίδιο που βρίσκουν ο Σιντάρτα και ο Γκοβίντα όταν ξεφεύγουν με ατέλειωτες ασκήσεις από το κορμί τους και γλιστράνε στην ανυπαρξία. Έτσι είναι, Γκοβίντα». (σελ. 26-27)

Σκεφτόταν βαθιά, σαν νερό κατέβαινε ως τις ρίζες αυτής της σκέψης, ως εκεί που βρίσκονται οι αιτίες, γιατί σκέψη σημαίνει να γνωρίζεις τις αιτίες, έτσι του φαινόταν, και μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο οι σκέψεις γίνονται γνώσεις και δεν πάνε χαμένες, αλλά αποκτάνε σημασία και ακτινοβολούν το περιεχόμενο τους. (σελ. 45)

«…Πραγματικά κανένα πράγμα στον κόσμο δεν απασχόλησε τόσο πολύ τη σκέψη μου, όσο αυτό το Εγώ, αυτό το αίνιγμα ότι είμαι ζωντανός, ότι είμαι ένας, χωρισμένος και διαφορετικός από τους άλλους, ότι είμαι ο Σιντάρτα! Κι όμως, για κανένα πράγμα στον κόσμο δεν ξέρω λιγότερα απ’ ότι για μένα, για τον Σιντάρτα!» (σελ. 46)

«…Κοίταξε Καμάλα: όταν ρίχνεις μια πέτρα στο νερό, βιάζεται να βρει το συντομότερο δρόμο για το βυθό. Έτσι γίνεται και όταν ο Σιντάρτα έχει ένα σκοπό, μια πρόθεση. Ο Σιντάρτα δεν κάνει τίποτα, περιμένει, σκέφτεται, νηστεύει, αλλά περνάει μέσα από τα πράγματα του κόσμου όπως η πέτρα από το νερό, χωρίς να κάνει τίποτα, χωρίς να κινηθεί, κάτι τον τραβάει, αφήνεται να πέσει. Ο σκοπός του τον τραβάει, γιατί δεν αφήνει να μπει στην ψυχή τουτίποτα αντίθετο στο στόχο του. Αυτό έμαθε ο Σιντάρτα από τους σαμάνους. Αυτό οι ανόητοι το ονομάζουν θαύμα και πιστεύουν πως προκαλείται από τους δαίμονες. Τίποτα δεν προέρχεται από τους δαίμονες, δεν υπάρχουν δαίμονες. Ο καθένας μπορεί να κάνει θαύματα, καθένας μπορεί να πετύχει το σκοπό του, αν ξέρει να σκέφτεται, να περιμένει και να νηστεύει». (σελ. 65)

Καμιά φορά ένοιωθε βαριά στο στήθος μια μισοσβησμένη σιγανή φωνή, που παραπονιόταν τόσο σιγανά, τον συμβούλευε τόσο απαλά, που μόλις την άκουγε. Τότε συνειδητοποιούσε για λίγη ώρα πως έκανε μια παράξενη ζωή, πως έκανε πράγματα που δεν ήταν παρά παιχνίδι, πως ήταν βέβαια ευχαριστημένος και κάποτε ένοιωθε χαρά, αλλά παρόλα αυτά η πραγματική ζωή κυλούσε δίπλα του χωρίς να τον αγγίζει. (σελ. 73)

«…Πες μου αγαπημένε μου: δεν εκπαιδεύεις τον γιο σου; Δεν τον εξαναγκάζεις; Δεν τον χτυπάς; Δεν τον τιμωρείς;»
«Όχι, Βαζουντέβα, δεν κάνω τίποτα από αυτά».
«Το ήξερα. Δεν τον εξαναγκάζεις, δεν τον χτυπάς, δεν τον διατάζεις, επειδή ξέρεις ότι η αδυναμία είναι δυνατότερη από την δύναμη, το νερό δυνατότερο από τον βράχο, η αγάπη ισχυρότερη από την ισχύ. Πολύ καλά, σε επαινώ. Αλλά δεν είναι αυταπάτη από μέρους σου να νομίζεις πως δεν τον εξαναγκάζεις, δεν τον τιμωρείς; Δεν τον δένεις σε δεσμά με την αγάπη σου;…»(σελ. 116)

«Να φέρεις μόνος σου τα βλαστάρια!» φώναξε αφρίζοντας, «δεν είμαι υπηρέτης σου. Ξέρω πως δεν με χτυπάς, μα δεν τολμάς να το κάνεις, ξέρω πως προσπαθείς να με τιμωρείς και να με μειώνεις διαρκώς με την ευσέβεια και με την επιείκεια σου. Θέλεις να γίνω σαν κι εσένα, το ίδιο ευσεβής, το ίδιο μαλακός, το ίδιο σοφός! Αλλά, άκουσε, προτιμώ να γίνω κλέφτης του δρόμου και δολοφόνος και να πάω στην κόλαση, για να σε βλάψω, παρά να γίνω σαν κι εσένα! Σε μισώ, δεν είσαι ο πατέρας μου ακόμα κι αν ήσουνα δέκα φορές ο εραστής της μητέρας μου!» (σελ. 120)

«…Δες Γκοβίντα μου, αυτή είναι μια από τις σκέψεις που ανακάλυψα: η σοφία δεν μεταδίδεται. Η σοφία που προσπαθεί να μεταδώσει ο σοφός ηχεί πάντα σαν τρέλα». (σελ. 136)

Οι σύγχρονες νεανικές επαναστάσεις διαφέρουν από όλες τις προηγούμενες στο βαθμό που σαν στόχο τους δεν έχουν την αναμόρφωση της κοινωνίας αλλά την αλλαγή του ατόμου. Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός που οδήγησε τις λογικές αρχές του ως τον παραλογισμό των έσχατων συνεπειών τους(*), ο πολιτισμός αυτός του επιστημονικού ορθολογισμού που έθρεψε τόσο την ωφελιμιστική, πρακτική αμερικάνικη παράδοση όσο και τον μαρξιστικό υλισμό, ο πολιτισμός αυτός που στέρησε τον άνθρωπο από τον Θεό κι από ένα μέρος της φύσης του, αυτός είναι ο κατηγορούμενος. Αμφισβητούμενη είναι η κοινωνική εκείνη οργάνωση της ανθρώπινης ζωής που αποκρούει σαν ύποπτη την ανθρώπινη ευτυχία, την χαρά, την απόλαυση, αποθεώνοντας ένα ασκητικό ιδανικό πειθαρχίας, ξηρού ορθολογισμού και ισοπεδωτικής εξίσωσης των ανθρώπινων όντων.
Μαρία Παξινού
(*)Καμύ

Παρασκευή 9 Απριλίου 2010

Έντουιν Άμποτ-Η Επιπεδοχώρα


Έντουιν Άμποτ, "Η επιπεδοχώρα, μυθιστορία πολλών διαστάσεων" μετάφραση Τάσος Δαρβέρης, εκδόσεις Επιλογή


Πω, Πω, πόσο βιαστικά τετραγωνίζω τα λόγια μου

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ


Αφιερώνεται στους κατοίκους του χώρου γενικά και ιδιαίτερα στον H.C. από έναν ταπεινό κάτοικο της Επιπεδοχώρας με την ελπίδα ότι όπως εκείνος μυήθηκε στα μυστήρια των τριών διαστάσεων ενώ προηγούμενα ήταν ενήμερος μόνο των Δυο, έτσι και οι πολίτες εκείνης της περιοχής του Σύμπαντος θα στρέψουν τις φιλοδοξίες τους όλο και ψηλότερα, στα μυστικά των τεσσάρων, πέντε ή ακόμα και έξη διαστάσεων συνεισφέροντας έτσι στη διεύρυνση της φαντασίας και την πιθανή ανάπτυξη εκείνου του σπανιότατου και εξαιρετικού δώρου, της μετριοφροσύνης των ανώτερων όντων της πολυδιάστατης ανθρωπότητας.


Έχουμε πραγματικά τέσσερις διαστάσεις. Αλλά, ακόμα και στη σχετικότητα, δεν είναι όλες του ίδιου είδους. Μόνο τρεις είναι χωρικές. Η τέταρτη είναι χρονική και είμαστε ανίκανοι να κινηθούμε ελεύθερα στο χρόνο. Δεν μπορούμε να επιστρέψουμε σε μέρες περασμένες, ούτε να αποφύγουμε τον ερχομό του αύριο. Δεν μπορούμε ούτε να επισπεύσουμε ούτε να καθυστερήσουμε το ταξίδι μας στο μέλλον. Είμαστε σαν άτυχοι επιβάτες ενός γεμάτου ασανσέρ, που μας τραβά αμείληκτα προς τα πάμω, μέχρις ότου φτάσουμε στο πάτωμά μας εκεί βγαίνουμε σ' ένα μέρος όπου δεν υπάρχει χρόνος, ενώ το υλικό που συνέθετε τα σώματά μας συνεχίζει το ταξίδι του στο αδυσώπητο ασανσέρ- ίσως για πάντα. (από τον πρόλογο, σελ. 12-13)


Αλλοίμονο, πόσο δυνατή είναι αυτή η ομοιότητα που παντού τρέχει στα τυφλά και καταδιώκει την ανθρωπότητα σ' όλες τις διαστάσεις: Σημεία, Γραμμές, Τετράγωνα, Κύβοι, Υπερ-κύβοι-υποκείμεθα όλοι στα ίδια λάθη, όλοι στο ίδιο σκλάβοι των αντίστοιχων διαστασιακών προκαταλήψεών μας, όπως ένας από τους ποιητές της Χωροχώρας σας είπε κάποτε:

"Ένα άγγιγμα της Φύσης κάνει όλους τους κόσμους όμοιους".

(από τον πρόλογο, σελ. 17-18)


Η περιστασιακή ανάδειξη ενός Ισόπλευρου από τις γραμμές κολλήγων προγόνων καλωσορίζεται, όχι μονο από τους ίδιους τους φτωχούς κολλήγους, σαν μια αχτίδα φωτός στην μονότονη ρυπαρότητα της ύπαρξής τους, αλλά επίσης από την Αριστοκρατία στο σύνολό της, γιατί όλες οι ανώτερες τάξεις είναι εντελώς ενήμερες ότι, αυτά τα σπάνια φαινόμενα, ενώ εκχυδαϊζουν τα προνόμιά τους ελάχιστα ή καθόλου, χρησιμεύουν σαν αποτελεσματικότατος φραγμός ενάντια στην επανάσταση από τα κάτω. (σελ. 31)


Αν τα μυτερά μας Τρίγωνα της τάξης των Στρατιωτικών είναι τρομερά, μπορείτε αβίαστα να συμπεράνετε ότι πολύ πιο τρομερές είναι οι Γυναίκες μας. Γιατί , αν ο στρατιώτης είναι σφήνα, η γυναίκα είναι βελόνα, όντας, να το πούμε έτσι ολόκληρη σημείο, τουλάχιστο στα δυο άκρα της. Κι αν προσθέσετε και την ικανότητά της να γίνεται πραγματικά αόρατη κατά βουλήση, θα αντιληφθείτε ότι ένα θυληκό στην Επιπεδοχώρα δεν είναι ένα πλάσμα που το παίρνει κανείς στ' αστεία. (σελ. 32)


Φαίνεται πως εκείνος ο καημένος ο αδαής Μονάρχης-όπως ονόμαζε τον εαυτό του-ήταν πεπεισμένος ότι η Ευθεία Γραμμή που ονόμαζε Βασίλειό του, πάνω στην οποία περνούσε τη ζωή του, συνιστούσε ολόκληρο τον Κόσμο κι ακόμα ολόκληρο το Χώρο. Μη όντας ικανός ούτε να κινηθεί ούτε να δει , παρά μόνο πάνω στην Ευθεία του, δεν είχε αντίληψη για οτιδήποτε έξω από εκείνη . (σελ. 79)


"Κοίταξέ με-είμαι μια Γραμμή, η μακρύτερη στη Γραμμοχώρα, πάνω από δεκαπέντε εκατοστά χώρου" "Μήκους" προσπάθησα να διορθώσω. "Ανότητε" είπε εκείνος, "ο χώρος είναι Μήκος. Αν με ξαναδιακόψεις, θα δεις!" (σελ. 84)


"Ηλίθιο πλάσμα! Θεωρείς τον εαυτό σου την τελείωση της ύπαρξης, ενώ στην πραγματικότητα είσαι το ατελέστερο και βλακοδέστερο ον. Ισχυρίζεσαι ότι βλέπεις, ενώ δεν βλέπεις τίποτε πέρα από ένα σημείο! Καμαρώνεις συμπεραίνοντας την Ύπαρξη μιας Ευθείας, αλλά εγώ μπορώ να δω Ευθείες και να συμπεράνω την ύπαρξη Γωνιών, Τριγώνων, Τετραγώνων, Πενταγώνων, Εξαγώνων, ακόμα και Κύκλων. Γιατί να χάνω παραπάνω τα λόγια μου; Μου αρκεί το ότι είμαι η τελείωση του ατελούς εαυτού σου. Είσαι μια Γραμμή, αλλά είμαι μια Γραμμή Γραμμών, και στη χώρα μου ονομάζομαι Τετράγωνο, αλλά ακόμα και εγώ, άπειρα ανώτερος από σένα, είμαι μικρής σημασίας ανάμεσα στους μεγάλους ευγενείς της Επιπεδοχώρας, από όπου ήρθα να σε επισκεφθώ, με την ελπίδα να φωτίσω την άγνοιά σου. (σελ. 89)


Κοίταξε τούτο το άθλιο πλάσμα. Εκείνο το Σημείο είναι ένα Ον όπως εμείς, αλλά περιορισμένο στο Αδιαστατο Χάος. Ο ίδιος είναι ολόκληρος ο Κόσμος τους, ολοκληρο το Σύμπαν του, για κανέναν άλλον πέρα από τον εαυτό του δεν μπορεί να σχηματίσει αντίληψη, δεν γνωρίζει ούτε Μήκος, ούτε Πλάτος, ούτε Ύψος, γιατί δεν έχει καμμιά εμπειρία τους, αγνοεί ακόμα και την ύπαρξη του αριθμού δύο, ούτε καμμια αντίληψη της έννοιας της πλειονότητας, γιατί είναι ο ίδιος Ένα και Όλα, όντας στην ουσία Τίποτε. Ωστόσο, σημείωσε την τέλεια αυταρέσκιά του, και μάθε τούτο το μάθημα: ότι το να είσαι αυτάρκης είναι πρόστυχο και ηλήθιο και ότι η ελπίδα είναι καλύτερη από την τυφλή και ανίκανη ευτυχία. (σελ. 122)


Ωστόσο συνεχίζω να υπάρχω, με την ελπίδα ότι αυτά τα Απομνημονεύματα, κατά κάποιον τρόπο-δεν ξέρω ποιον-μπορεί να βρουν τον δρόμο τους στο νου της Ανθρωπότητας Κάποιας Διάστασης και να καλλιεργήσουν μια φυλή ανταρτών που θα αρνηθούν να εγκλωβιστούν σε μια περιορισμένη Διαστατικότητα. (σελ. 132)