Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2015

Μ. Θερβάντες- Ο Δον Κιχώτης

Μ. Θερβάντες, "Ο Δον Κιχώτης", μετάφραση Κ. Καρθαίος, εκδόσεις "Βιβλιοπωλείον της Εστίας", Ιούνιος 2002

 Σ' ένα χωριό της Μάντσας, που δεν θέλω να θυμηθώ το όνομά του,
 ζούσε εδώ και κάμποσα χρόνια, ένας ιδάλγος, από εκείνους που έχουν ένα πολεμικό κοντάρι στην οπλοθήκη τους, μια παλαιϊκή ασπίδα, ένα αχαμνό αλογάκι κι ένα λαγωνικό σκυλί. Μια σούπα με βραστό, τις ιο πολλές φορές αρνί, το μεσημέρι, μια σαλάτα με το ίδιο κρέας φυλαγμένο , το βράδι, πατσάς ή ποδαράκι, το Σάββατο, την Παρασκευή φακές, και την Κυριακή πιτσούνια εξόν από το συνηθισμένο φαί, είταν το κυριότερά του έξοδα και ξόδευε γι' αυτά τα τρία τέταρτα από το εισόδημά του.
                                                           *************************
 Όταν τελείωσε αυτές του τις προετοιμασίες δεν ήθελε πια να χάνει καιρό, κι αποφάσισε να βάλει μπροστά τα σχέδια του, γιατί συλλογιότανε πόσο μεγάλη ζημιά έπρεπε να είναι για τον κόσμο η κάθε αργοπορία του: τόσες είταν οι δυστυχές που λογάριαζε να ανακουφίσει, τόσα άδικα να διορθώσει, τόσες πλάνες να σκορπίσει, και κατάχρησες να τιμωρήσει, και χρέη να ξεπληρώσει.

                                                         *****************************
 "Ω πριγκιπέσσα Δουλσινέα, βασίλισσα αυτής της σκλαβωμένης καρδιάς! Πολύ καλό μου έχεις κάνει, στέλνοντάς με μακριά σου και δίνοντας μου την σκληρή προσταγή να μην ξαναπαρουσιαστώ πια μπρος την ομορφιά σου. Μην αρνηθείς τουλάχιστο, σενιόρα, να τη θυμάσαι αυτή τη σκλάβα σου καρδιά, που τόσα για την αγάπη σου βάσανα υποφέρει".

                                                                *****************************
-Για μένα σενιόρ Καστελλάνο, είναι αρκετό ότι και νάναι, γιατί: στολίδια μου είναι τάρματα, κι ανάπαψή  μου η μάχη κ.τ.λ.
Ο ξενοδόχος νόμισε πως ο ξένος τον είχε αποκαλέσει καστελλάνο γιατί τον έπαιρνε για φυγόδικο από την Καστίλλη(*), ενώ αυτός είταν Ανταλουσιάνος, από τα παράλια του Σαν Λουκάρ, όχι λιγότερο κλέφτης από τον Κάκο, κι ούτε λιγότερο χωρατατζής από ένα σπουδαστή. Του αποκρίθηκε λοιπόν.
(*)Καστελλάνος θα πει κάτοικος της Καστίλλης και συγχρόνως και κύριος ή διοικητής πολεμικού πύργου. Όμως ο συγγραφέας μεταχειρίζεται την έκφραση: σάνο ντε Καστίλλα που στην γλώσσα των ανθρώπων της φυλακής πα να πει λωποδύτης που κρύβει την ιδιότητα του, φυγόδικος: Λαδρόν δισιμουλάδο. Το καλαμπούρι λοιπόν που γίνεται εδώ, στο πρωτότυπο είναι διπλό.

                                                           *******************************

-Όλος ο κόσμος να σταθεί, αν όλος ο κόσμος δεν ομολογήσει πως δεν υπάρχει  σ’ όλον τον κόσμο ομορφότερη γυναίκα από την βασίλισσα της Μάντσας, την άφταστη Δουλσινέα του Τοβόσου…
…-Αφέντη ιππότη, εμείς δεν ξέρουμε πια είναι αυτή η καλή κυρία που λες: δείξε μας τηνε και αν είναι αληθινά τόσο όμορφη, όπως θες να πεις, θα ομολογήσουμε την αλήθεια με όλη μας την καρδιά και δίχως κανένα φόβο, καθώς αγαπάει η ευγένεια σου.
-Αν σας την έδειχνα, αποκρίθηκε ο Δον Κιχώτης, ποιαν αξία θα είχε  να ομολογήσετε μι αλήθεια τόσο φανερή. Το σπουδαίο είναι δίχως να τήνε δείτε να το πιστέψετε, να το ομολογήσετε, να το βεβαιώσετε να το ορκιστείτε και να το υπερασπιστείτε. Αλλιώτικα, θα πολεμήσετε μαζί μου, άνθρωποι ξιπασμένοι και αστόχαστοι· κι είτε έρθετε αμέσως ένας-ένας, όπως το θέλει ο νόμος της ιπποσύνης, είτε κι όλοι μαζί, όπως είναι ο τρόπος κι η κακή συνήθεια των ανθρώπων του φυράματός σας, εδώ σας περιμένω μ’ ακλόνητη την πίστη στο δίκιο που έχω με το μέρος μου.

                                                    ******************************
-Πρόσεξε αφεντικό, αποκρίθηκε ο Σάντος, γιατί αυτά που φαίνονται εκεί κάτω δεν είναι γίγαντες, παρά ανεμόμυλοι· και αυτά που τους φαίνονται σα χέρια, είναι οι φτερούγες τους, που γυρνώντας από το φύσημα του αγέρα κάνουνε να δουλεύει η μυλόπτερα.
-Πως φαίνεσαι που δεν ξέρεις από περιπέτειες, αποκρίθηκε ο Δον Κιχώτης: αυτοί εκεί είναι γίγαντες, κι αν φοβάσαι, τραβήξου πέρα και πέσε να προσευχηθείς, την ώρα που εγώ θα μπαίνω με δαύτους σε άγριο κι άνισο πόλεμο…
…πόσο περισσότερο σα συλλογιέμαι, κι έτσι θα είναι στ’ αλήθεια, πως εκείνος ο μάγος ο Φεστώνας, που μου έκλεψε το γραφείο μου και τα βιβλία μου, έκανε και τους γίγαντες να γίνουνε μύλοι, για να μου στερήσει τη δόξα να τους νικήσω.

                                         **************************************

… να μας πεις το όνομα, την πατρίδα, τα προτερήματα και την ομορφιά της δέσποινας σου, η οποία θα τόχει για ευτυχία της να το μάθει όλος ο κόσμος, πως την αγαπάει και την εξυπηρετεί ένας τέτοιος ιππότης, όπως η ευγένεια σου.
Σ’ αυτά τα λόγια ο Δον Κιχώτης έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό, και είπε:
-Δεν μπορώ να βεβαιώσω αν αρέσει ή δεν αρέσει στην γλυκιά μου την εχθρά να γίνει στον κόσμο γνωστό πως εγώ είμαι ο ιππότης της· το μόνο που μπορώ να πω (απαντώντας σ’ αυτό που με τόση ευγένεια με ρωτάτε) είναι πως τ’ όνομα της είναι Δουλσινέα· η πατρίδα της το Τοβόσο, χωριό της Μάντσας· τα προτερήματα της είναι τουλάχιστο προτερήματα πριγκιπέσσας, αφού είναι βασίλισσά μου και δέσποινα μου: η ομορφιά της υπεράνθρωπη, γιατί σ’ αυτήν γίνονται αληθινά όλα τα αδύνατα και χιμαιρικά χαρίσματα που αποδίδουν στις καλές τους οι ποιητές. Γιατί τα μαλλιά της είναι χρυσάφι, το μέτωπό της ηλύσια πεδία, τα φρύδια της ουράνια τόξα, τα μάτια της ήλιοι, τα μάγουλά της τριαντάφυλλά, τα χείλια της κοράλλια, μαργαριτάρια τα δόντια της, αλάβαστρος ο λαιμός της, μαρμαρένια τα στήθια της, φιλντισένια τα χέρια της, η ασπράδα της χιόνι· και οι ομορφιές που η σεμνότητα κρύβει από τα μάτια του κόσμου είναι τέτοιες, καθώς φαντάζομαι και καταλαβαίνω, που μόνο με μια προσεχτική εξέταση θα μπορούσε να τις εκτιμήσει κανένας, μα όχι για τις συγκρίνει.

                                                 ***********************************

Τώρα πεθαίνω πια· και μην προσμένοντας ποτέ καμιάν ευτυχία μήτε στον θάνατο και μήτε στην ζωή, θα μείνω ακλόνητος στην ιδέα μου. Θα πω ότι καλά κάνει όποιος αγαπάει πολύ, και πως εκείνη η ψυχή είναι πιο λεύτερη, που είναι πιο σκλαβωμένη στου έρωτα την πανάρχαιη τυραννία. Θα πω ότι εκείνη στάθηκε πάντοτε εχθρά μου, έχει την ψυχή της τόσο όμορφη, όσο και το κορμί της· και πως η απονιά της είταν από φταίξιμο δικό μου· και πως με τα βάσανα που μας δίνει κρατεί ο έρωτας υποταχτικό το βασίλειό του. Και μ’ αυτήν την ιδέα, και μια γερή θελιά, φτάνοντας μια ώρα αρχύτερα στο άθλιο τέλος που με οδήγησε η καταφρόνια της, θα παραδώσω στου ανέμους ψυχή και σώμα, δίχως δαφνόκλαρο ή φοινικιά μελλούμενης ευτυχίας.

                                                  ****************************************

-Ο δικός μου, αποκρίθηκε ο Δον Κιχώτης, είναι να σε υπηρετήσω τόσο, που τόχα αποφασισμένο να μην αφήσω τούτα τα βουνά ίσαμε που να σ’ έβρισκα, και να μάθαινα από σένα τον ίδιον, αν, για τον πόνο που από την παράξενη ζωή που κάνεις φαίνεσαι πως έχεις, μπορούσε να βρεθεί κανένα γιατρικό· κι αν ήτανε ανάγκη να το γυρέψει κανείς, θα το γύρευα μ’ όλα μου τα δυνατά. Κι αν πάλι η δυστυχία σου είτανε από κείνες που κρατούνε τις πόρτες κλειστές για κάθε είδους  παρηγοριά, είχα σκοπό να σε συντροφέψω στους θρήνους, και στους στεναγμούς σου όσο μπορούσα καλύτερα· γιατί, όπως και νάναι, πάντοτε είναι μια παρηγοριά νάχει κανένας κάποιον  που να πονάει για την δυστυχία του.  Κι αν νομίζεις πως η καλή μου διάθεση είναι άξια να πληρωθεί με κάποια φιλοφρόνηση, σε θερμοπαρακαλώ, άρχοντα μου, για την πολλή την ευγένεια που βλέπω πως κρύβεις μέσα σου, κι ακόμη σε εξορκίζω σ’ ότι έχεις αγαπήσει ή αγαπάς σε τούτη τη ζωή, να μου πεις ποιος είσαι, και ποια αιτία σε έφερε εδώ για να ζήσεις και να πεθάνεις μέσα σε τούτες τις ερημιές σαν το άγριο θηρίο· γιατί ζεις, μέσα εδώ, τόσο διαφορετικά από ότι κρίνω πως σου πρέπει από τους τρόπους σου και τη φορεσιά σου. Και τ’ ορκίζουμαι, εξακολούθησε ο Δον Κιχώτης, στον όρκο της ιπποσύνης, πούχω δοσμένον, αν και ανάξιος κι αμαρτωλός, και στο επάγγελμα του πλανόδιου ιππότη, πως, αν θελήσεις να μου κάνεις, άρχοντά μου, αυτή τη χάρη, εγώ θα σε υπηρετήσω μ’ όλη τη θέρμη κι αφοσίωση που ταιριάζει σ’ έναν άνθρωπο σαν και μένα, είτε γιατρεύοντας τον πόνο σου, αν υπάρχει γιατρικό, είτε συντροφεύοντας σε στους θρήνους σου, καθώς σου υποσχέθηκα και πρωτύτερα.

                                                    ***********************************

-Εγώ θαρώ, είπε ο Σάντος, πως αυτοί οι ιππότες πρέπει νάχανε κάποια αιτία κι αφορμή για να κάνουν αυτές τις παλαβωμάρες και σκληραγωγίες· όμως η ευγένεια σου ποια αφορμή θάχεις να γίνεις τρελός; Ποια κυρά σε καταφρόνεσε; Ή τι σημάδια βρήκες, που να σου δίνουν να καταλάβεις πως η σενιόρα η Δουλτσινέα του Τοβόσου έχει κανωμένα τίποτα ανοησίες με κανένα μαύρο ή κανένα χριστιανό;
-Αυτό είναι ακριβώς το σπουδαίο, αποκρίθηκε ο Δον Κιχώτης, κι αυτού βρίσκεται όλη η χάρη σ’ αυτό που λογαριάζω να κάνω. Γιατί το να τρελαθεί ένας πλανόδιος ιππότης, όταν υπάρχει αιτία, δεν έχει μήτε χάρη μήτε αξία· το σπουδαίο είναι να χάσω το μυαλό μου δίχως να υπάρχει κανένας λόγος, και να κάνω τη δέσποινα μου να στοχαστεί πως, αφού στα στεγνά κάνω τέτοια πράγματα, τι ήθελα κάνω στα βρεγμένα. Άλλωστε αρκετός λόγος είναι να βρίσκομαι τόσο καιρό  χωρισμένος από την πάντοτε κυρά μου και δέσποινα μου την Δουλσινέα του Τοβόσου· γιατί, καθώς άκουσες να λέει και κείνος ο φίλος μου ο βοσκός, ο Αμβρόσιος: όποιος βρίσκεται μακριά έχει και φοβάται κάθε δυστυχία. Γι’ αυτό, φίλε μου Σάντσο, μη χάνεις τον καιρό σου για να με ορμηνεύεις να παρατήσω μια τόσο σπάνια, τόσο πετυχημένη και τόσο πρωτάκουστη μίμηση. Τρελός είμαι και τρελός θε νάμαι όσο που να γυρίσεις πίσω φέρνοντας την απάντηση σε μια επιστολή που λογαριάζω να στείλω με σένα στην δέσποινα μου την Δουλσινέα. Και αν είναι η απάντηση της όπως το αξίζει η πίστη μου, θα πάρει αμέσως τέλος η τρέλα μου και το βάσανό μου· κι αν είναι το ενάντιο, τότε θα τρελαθώ με τα σωστά μου, κι έτσι δε θα νιώθω πια τίποτε. Μ’ αυτόν τον τρόπο λοιπόν, όποια κι αν είναι η απάντηση της, εγώ θα λευτερωθώ από την αγωνία μου και την τυραννία όπου θα μ’ αφήσεις γιατί: το καλό πούθελε μου φέρεις, θα το χαίρομαι έχοντας τα λογικά μου: το κακό πάλι δε θα το νιώθω πια, όντας τρελός.
                                                   ********************************
                                                                                                                              
… Όμως αν το λογαριάσει κανείς καλά: τι έχει να κερδίσει η κυρά Αλδόνσα ή Λορέτζου, θέλω να πω η κυρά Δουλσινέα του Τοβόσου, με το να πηγαίνουνε να γονατάνε μπροστά της όλοι οι νικημένοι που της στέλνεις κι έχεις ακόμα να της στείλεις η ευγένεια σου;  Γιατί θα μπορούσε  να τύχει, την ώρα που κείνοι ήθελα παρουσιαστούν εκεί πέρα, αυτή να βρεθεί να αργάζεται το λινάρι ή να αλωνίζει μες τ’ αλώνι και τότε κείνοι να θύμωναν, όταν θα την έβλεπαν, κι αυτή πάλι να γελούσε ή να της κακοφαινότανε για ένα τέτοιο δώρο.
-Σου τόχω είπωμένο ίσαμε τώρα  πολλές φορές Σάντσο, είπε ο Δον Κιχώτης, πως είσαι πολύ μεγάλος πολυλογάς, και πως αν και το μυαλό σου είναι χοντρό, θέλεις πολλές φορές να κάνεις τον έξυπνο. Όμως για να δεις, πόσο ανόητος είσαι εσύ και πόσο σωστός εγώ, θέλω να σου πως νακούσεις μια σύντομη ιστορία…
… έτσι λοιπόν Σάντσο κι η Δουλσινέα του Τοβόσου, για κείνο που την θέλω εγώ, αξίζει όσο κι η πιο τρανή πριγκιπέσα της γης. Κι ούτε είναι αλήθεια πως όλοι οι ποιητές που υμνούνε τις γυναίκες, δίνοντας τους ονόματα της φαντασίας τους, τις έχουνε και στην πραγματικότητα. Φαντάζεσαι πως όλες οι  Αμαρυλλίδες, οι Φυλλίδες, οι Σίλβιες, οι Άρτεμες, οι Γαλάτειες, και τόσες άλλες που απ’ αυτές είναι γεμάτα τα βιβλία, τα ποιήματα, τα κουρεία και τα θέατρα, είτανε αληθινές γυναίκες από κόκκαλα και σάρκα κι αγαπητικές εκείνων που τις υμνούνε και τις υμνούσαν; Όχι βέβαια γιατί οι περισσότεροι τις φτιάσαν με την φαντασία τους, για να έχουν ένα θέμα για τους στίχους τους, και για να τους περνάει ο κόσμος για ερωτεμένους και γι’ αυτούς τους ανθρώπους που είναι άξιοι να είναι ερωτεμένοι. Γι’ αυτό λοιπόν μου είναι αρκετό εμένα να φαντάζομαι και να πιστεύω  πως η καλή μας η Αλδόνσα του Λορέντζου είναι όμορφη και σεμνή· κι όσο πια για το σόι της δεν έχει καμιά σημασία· γιατί δε θα πα να κάνουμε τώρα καμιά ανάκριση, ούτε να της φορέσουμε καμιά κορώνα στο κεφάλι, παρά εγώ τη λογαριάζω πως είναι η πιο τρανή πριγκιπέσσα του κόσμου…

                                                    **************************************

… Ωστόσο δεν βαρυγγόμησε καθόλου γι’ αυτό, με τη σκέψη πως είχε πάρει πια ο αφεντικός του το δρόμο που θα τον έφερνε γραμμή στο θρόνο τον αυτοκρατορικό· γιατί δεν είχε πια καμιά αμφιβολία πως ήθελε παντρευτεί με κείνην την πριγκιπέσσα και αυτός θα γινόταν το λιγότερο βασιλιάς του Μικομικόν. Το μόνο που τονέ στενοχωρούσε είταν εκείνη η σκέψη πως εκείνο το βασίλειο βρισκόταν στην χώρα των αράπηδων, και πως οι άνθρωποι πούθελα του δώσουνε για υποταχτικούς του, θα είτανε όλοι μαύροι. Όμως βρήκε με τη φαντασία του ένα κατάλληλο γιατρικό για την περίσταση, κι είπε μιλώντας στον εαυτό του:
-Και τι με νοιάζει κι αν θάναι μαύροι οι υποταχτικοί μου; Και θάχω τίποτ’ άλλο να κάνω, παρά να τους φορτώσω  στο καράβι και να τους κουβαλήσω στην Ισπανία, όπου θα μπορώ να τους μοσκοπουλήσω κι  όπου θα μου τους πλερώσουνε τοις μετρητοίς…
… μα τω Θεό, θα σου τους περιμαζέψω, μικρούς και μεγάλους, όπως μπορώ , κι ας πα να είναι όσο θέλουνε μαύροι: εγώ θα τους κάνω να γίνουν άσπροι και κίτρινοι μέσα στην τσέπη μου. Έλα και μούρχεται κιόλας να γλείψω τα δάχτυλά μου…

                                                          *************************************

-Κούτσουρο! Είπε σ’ αυτό το σημείο ο Δον Κιχώτης, οι πλανόδιοι ιππότες δεν έχουνε καμιά υποχρέωση, κι ούτε είναι δουλειά τους να εξετάζουνε αν οι θλιμμένοι, αλυσοδεμένοι και τυραγνισμένοι που απαντούνε στους δρόμους, βρίσκονται σ’ αυτή την κατάσταση και σ’ αυτήν την αγωνία για τα φταιξίματά τους ή για τις καλοσύνες τους· η δουλειά τους είναι μονάχα να τους βοηθούνε στην ανάγκη τους, και να κοιτάζουν τα βάσανά τους κι όχι τις κατεργαριές τους. Βρήκα στο δρόμο ένα τσούρμο από θλιμμένους και δυστυχισμένους ανθρώπους, δεμένους σαν κομπολόι, τον ένα με τον άλλον, κι έκανα εκείνο που με προστάζει η θρησκεία μου- και πάρα πέρα ας γίνει ότι γίνει…

                                                               ************************************

Δεν τα βρίσκω άσχημα όλ’ αυτά που μου λες· εξακολούθησε παρακάτω, είπε ο Δον Κιχώτης. Λοιπόν έφτασες: και τι έκανε εκείνη η βασίλισσα της ομορφιάς; Είμαι βέβαιος πως τη βρήκες να περνάει μαργαριτάρια στην κλωστή ή να κεντάει με τιρτίρι κανένα οικόσημα για τούτον το σκλαβωμένο της τον ιππότη!
-Δεν την βρήκα, αποκρίθηκε ο Σάντος, παρά να κοσκινίζει δυο φορτώματα στάρι σε μιαν αυλή του σπιτιού της.
-Τότε λογάριασε, είπε ο Δον Κιχώτης, πως το κάθε σπυρί εκείνου του σταριού γινότανε κι από ένα μαργαριτάρι, μόλις το άγγιζε με τα χέρια της. Κι αν πρόσεξες, φίλε: το στάρι είτανε από το λευκό που κάνουνε το παντεσπάνι ή από το μαύρο;
-Δεν είτανε παρα κοκκινωπό, αποκρίθηκε ο Σάντσος.
-Τότε να είσαι βέβαιος, είπε ο Δον Κιχώτης, πως ύστερα από το κοσκίνισμα με τα δικά της χέρια, θα γινότανε καλό για παντεσπάνι, δίχως καμιά αμφιβολία…
… Ωστόσο δε θα μου αρνηθείς, Σάντσο, ένα πράμα όταν ζύγωσες κοντά της, δεν ένιωσες ένα θείο μύρο, μια αρωματική μοσκοβολιά, και μια δεν ξέρω τι λογής γλύκα, που δεν μπορώ να της έβρω το κατάλληλο όνομα της- ένα μεθυστικό κύμα, σαν και βρισκόσουνα μέσα σε κανένα ακριβό μυροπωλείο;
-Αυτό που ξέρω να πω, είπε ο Σάντσος, είναι πως κατάλαβα κάποια μυρουδιά από ανθρωπίλα, και λέω πως θάτανε επειδής είτανε, από την πολλή δουλειά, κομμάτι ιδρωμένη και σκληροπετσιασμένη.
-Δεν θάταν απ’ αυτό, αποκρίθηκε ο Δον Κιχώτης, παρά πιστεύω πως θα είσουνα συναχωμένος, ή θάνιωθες τη δική σου μυρουδιά· γιατί το ξέρω καλά πως μοσκοβολάει εκείνο το ρόδο μέσα στ’ αγκάθα, εκείνος ο κρίνους του αγρού, εκείνο το αναλυμένο κεχριμπάρι.

                                             ***************************************

Με τέτοιον τρόπο και τέτοια όμορφα λόγια εξακολουθούσε την ομιλία του ο Δον Κιχώτης, ώστε εκείνη την ώρα ανάγκασε όλους που τον άκουγαν, να μην τον έχει πια κανένας τους για τρελό· το εναντίο, επειδή οι περισσότεροι απ’ αυτούς είταν από αρχοντικά σπίτια, αναθρεμμένοι για την ζωή των όπλων, τον ακρουμαζόντουσαν με πολλή ευχαρίστηση· κι αυτός εξακολουθώντας, είπε…
Όλη αυτή την πλατιά δημηγορία την είπε ο Δον Κιχώτης την ώρα που οι άλλοι έτρωγαν, λησμονώντας να βάλει αυτός μπουκιά στο στόμα του, μ’ όλο που ο Σάντσος Πάνσας του είπε πολλές φορές να φάει πρώτα, και πως είχε καιρό να μιλήσει κατόπι όσο ήθελε. Οι άλλοι που τον είχαν ακούσει, ένιωσαν πάλι καινούργια θλίψη βλέποντας πως ένας άνθρωπος που μιλούσε τόσο ξυπνά και λογικά όταν πραγματευότανε όλα τάλλα ζητήματα, έχανε αμέσως ολότελα τα λογικά του όταν ερχότανε ο λόγος για κείνη τη μαύρη και κακορρίζικη την ιπποσύνη. Ο κληρικός του είπε πως είχε πολύ δίκιο σ’ όλα όσα είχε ειπωμένα παίρνοντας το μέρος των όπλων, και πως αυτός ο ίδιος αν και γραμματιζούμενος και με δίπλωμα, είχε ακριβώς την ίδια γνώμη.

                                           ********************************************

Σ’ αυτό το σημείο είχε φτάσει εκείνη την ώρα ο Δον Κιχώτης, με τον τόσο παθητικό μονόλογό του, όταν η θυγατέρα της ξενοδόχας άρχισε να τον καλεί ψιθυριστά και να του λέει:
-Άρχοντάμου, κάνε μου την χάρη νάρθεις από εδώ μια στιγμή.
Ο Δον Κιχώτης έστρεψε, ακούγοντας αυτούς τους ψιθυρισμούς κι αυτά τα λόγια, κι είδε στο φως του φεγγαριού, που κείνη την ώρα βρισκότανε σ’ όλη του την λαμπρότη, πως κάποιος τον εφώναζε από το φεγγίτη, που αυτουνού του φάνηκε πως είτανε παράθυρο, και μάλιστα με χρυσά κάγκελα, όπως ταίριαζε νάχει ένας τέτοιος πλούσιος αρχοντικός πύργος σαν κι αυτόν που φανταζότανε πως είτανε εκείνο το χάνι. Κι αμέσως φαντάστηκε στην τρελή του φαντασία, πως πάλι η ωραία παρθένα, η θυγατέρα της αρχόντισσας εκεινού του πύργου, νικημένη από το πάθος της για δαύτον, ερχότανε, όπως και την άλλη φορά να του ζητήσει τον έρωτά του· και μ’ αυτή τη σκέψη, για να μη φανεί κακοαναθρεμμένος κι αχάριστος, έστρεψε το χαλινό του Ροσινάντε και πήγε κοντά στο φεγγίτη· και μόλις είδε τα δυο κορίτσια, είπε:
-Πολλή θλίψη μου κάνεις, ωραία σενιόρα, που έχεις βαλμένα τους ερωτικούς στου λογισμούς σ’ ένα μέρος όπου δε θα μπορέσεις νάβρεις την ανταπόκριση που ταιριάζει στην υψηλή σου θέση και στη μεγάλη σου ομορφιά· μα γι’ αυτό δεν πρέπει να κατηγορήσεις τούτον το δυστυχισμένο πλανόδιο ιππότη, που ο έρωτας τον έχει κάνει να μην μπορεί να υποτάξει τη θέληση του σε καμιά άλλη, παρά σε κείνην που αμέσως μόλις την είδανε τα μάτια του, την έκανε μοναδική κι απόλυτη δέσποινα της ψυχής του. Συχώρεσέ με, καλή μου σενιόρα, και πήγαινε πάλι στο δωμάτιο σου, και μη θελήσεις, προχωρώντας περισσότερο στο φανέρωμα της αγάπης σου, να με κάνεις να φανώ ακόμα πιο αχάριστος· και αν για τον έρωτα πούχεις για μένα υπάρχει τίποτ’ άλλο, εξόν από τον ίδιο τον έρωτα, που να μπορεί να μ’ ευχαριστήσει, ζήτησέ μου το· και σου ορκίζομαι σε κείνη την γλυκιά εχθρά μου που βρίσκεται μακριά μου, να σου το δώσω παρευτύς κι αν είτανε ακόμη να μου ζητήσεις να σου φέρω ένα κοτσίδι από τα μαλλιά της Μέδουσας, που είτανε όλα φίδια, ή ακόμη και τις αχτίδες του ήλιου κλεισμένες μέσα σε μια μποτίλια.

                                                       ***********************************

-Ελάτε εδώ, γενιά πρόστυχη και βρωμερή· ληστεία και κλεψιά των δρόμων ονομάζεται σεις το να λύνει κανείς τους αλυσοδεμένους, να λευτερώνει του αιχμάλωτους, να βοηθάει τους δυστυχισμένους, να σηκώνει τους πεσμένους χάμω, νανακουφίζει τους αναγκεμένους; Άχ άτιμη γενιά, που με το ταπεινό και πρόστυχο πνεύμα σας είσαστε ανάξιοι να σας φανερώνουν οι ουρανοί το μεγαλείο της πλανόδιας ιπποσύνης, ή και να σας αφήσουνε να νιώσετε καν την άγνοια και την αμαρτία όπου βρισκόσαστε με το να μη σεβόσαστε, όχι τον ίδιο παρά και τον ήσκιο οποιουδήποτε πλανόδιου ιππότη!

                                                            **********************************

-Ω, αχρείε παλιάνθρωπε, πρόστυχε, αδιάντροπε κι αγράμματε,  κακόγλωσσε, βρωμόστομε, απόκοτε, συκοφάντη κι υβριστή! Τέτοια λόγια τόλμησες αν πεις μπροστά μου και μπροστά σε τούτες τις μεγάλες κυράδες; Και τέτοιες ατιμίες κι αδιαντροπιές τόλμησες να βάλεις μέσα στην άρρωστη φαντασία σου;  Φύγε από μπροστά μου, τέρας του κόσμου, αποθηκάριε της ψευτιάς, ντουλάπι της απάτης, κελλάρι της παλιανθρωπιάς, εφευρέτη της κακίας, ντελάλη και κήρυκα της ανοησίας, εχθρέ του κάθε σεβασμού που πρέπει στα βασιλικά πρόσωπα! Φύγε και να μη φανείς πια μπροστά μου· γιατί, αλλιώς, θα πέσει απάνω σου η οργή μου!

                                                                    *******************************
Αυτό μ’ αρέσει! Αποκρίθηκε ο Δον Κιχώτης, τα βιβλία που έχουν τυπωθεί με την άδεια των βασιλιάδων και με την έγκριση των ειδικών, και που διαβάζονται πάντοτε μ’ ευχαρίστηση απ’ όλον τον κόσμο, και δοξάζονται από μικρούς και μεγάλους, φτωχούς και πλούσιους, γραμματισμένους κι αγράμματους, από ανθρώπους του λαού κι από αριστοκράτες, τέλος από κάθε λογής ανθρώπους, από οποιαδήποτε τάξη και κατάσταση κι αν είναι- ολ’ αυτά τα βιβλία θάπρεπε λοιπόν να είναι ψέματα, μ’ όλο που παρουσιάζονται όλα τα γνωρίσματα της αλήθειας- αφού μας δηγιούνται κα μας λένε, τον πατέρα, την μητέρα, την πατρίδα, τους συγγενήδες, την ηλικία, τον τόπο και τα κατορθώματα, μ’ όλα τα καθέκαστα κι από τη μια μέρα στην άλλη, που έκανε ο τάδε ιππότης ή έκαναν οι τάδε ιππότες; Σώπαινε λοιπόν, καλέ μου κύριε, και μη λες τέτοια βλάσφημα λόγια· και πίστεψε με γιατί σου δίνω γιαυτό το ζήτημα την καλύτερη συμβουλή που μπορεί νακουλουθήσει ένας άνθρωπος με μυαλό. Ειδεμή, διάβασέ τα, και θα δεις πόση ευχαρίστηση θα λάβεις από το διάβασμά τους. Γιατί αλλιώς, για πε μου, υπάρχει μεγαλύτερη ευχαρίστηση, από το να βλέπουμε, σαν νάτανε μπροστά στα μάτια μας, μια μεγάλη λίμνη από πίσσα, που να βράζει και να κοχλάζει, και μέσα να κολυμπούνε ένα σωρό φίδια και νερόφιδα και σαλαμάντρες, κι άλλα πολλά τρομακτικά κι άγρια θεριά· κι από τη μέση της λίμνης να βγαίνει μια θλιβερότατη φωνή που να λέει: «Ώ, εσύ, ιππότη, όποιος κι αν είσαι, που στέκεσαι και κοιτάς τούτη τη φρικτότατη λίμνη, αν θέλεις ναποχτήσεις το θησαυρό που βρίσκεται κρυμμένος κάτω από τούτα τα μαύρα νερά, δείξε τώρα την παλληκαριά της αντρειωμένης στου καρδιάς, και ρίξου μέσα στα μελανά και πυρωμένα της κύματα· γιατί, αν δεν το κάνεις, δε θα είσαι άξιος να δεις τα υπέροχα θαύματα που κλείνονται δω κάτου, και που βρίσκονται μέσα στα εφτά παλάτια των εφτά νεραϊδών που κατοικούνε κάτω από τούτη τη μαυρίλα».

                                                               *********************************

Ο γιδοβοσκός τον κοίταξε καλά καλά· και καθώς είδε το Δόν Κιχώτη με τέτοιο ελεεινό ύφος και παρουσιαστικό, απόρισε, και ρώτησε τον κουρέα που βρισκότανε κοντά του:
-Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος , άρχοντά μου, μ’ αυτό το σουλούπι που μου μιλάει εστιδά;
-Ποιος άλλος μπορεί νάναι, αποκρίθηκε ο κουρέας, παρά ο κοσμοξακουσμένος ο Δον Κιχώτης ντε λα Μάντσα, ο εκδικητής των προσβολών, ο επανορθωτής των αδικημάτων, το μετερίζι των παρθένων, ο τρόμος των γιγάντων κι ο νικητής των πολέμων.
-Αυτά μου φαίνονται, αποκρίθηκε ο βοσκός, σαν και κείνα που διαβάζει κανένας στα βιβλία των πλανόδιων ιπποτών: αυτοί έκαναν όλα όσα λες για τούτον τον άνθρωπο η ευγένια σου· αγκαλά και θαρρώ είτε πως η ευγένια σου χωρατεύεις, είτε πως αυτό ο κύριος πρέπει νάχει αδειανά τα παρτιμέντα της κεφαλής του.

                                                     *************************************

-Ω, άνθος της ιπποσύνης, με μια μόνο ραβδιά έφτασες στο τέλος της τόσο χρήσιμης ζωής σου! Ω καμάρι της γενιάς σου, τιμή και δόξα όλης της Μάντσας, κι ακόμα όλου του κόσμου, που, όταν εσύ λείψεις από δαύτον, θε ναπομείνει γεμάτος από κακούργους ανθρώπους που δε θα φοβούνται πια καμιά τιμωρία για τα κακουργήματά τους. Ω γενναιόδωρε πάνω απ’ όλους τους Αλέξαντρους, αφού για οχτώ μονάχα μήνες που σε δούλεψα μούχεις δοσμένα κιόλας το καλύτερο νησί που ζώνει και περικυκλώνει η θάλασσα! Ω ταπεινέ μπρος τους φαντασμένους και περήφανε μπρος στους ταπεινούς, επιχειρηματία του κιντύνου, μάρτυρα της καταφρόνιας, ερωτεμένε δίχως αφορμή, παράδειγμα των καλών, βούρδουλα των κακών, οχτρέ των φαύλων, τελοσπάντων πλανόδινε ιππότη- τι αυτό τα λέει όλα όσα μπορεί να πει κανένας!


                                             ***************************************

Πέμπτη 9 Απριλίου 2015

Θοδωρής Καλλιφατίδης Το τελευταίο τριαντάφυλλο

Θοδωρής Καλλιφατίδης Το τελευταίο τριαντάφυλλο
εκδόσεις Γαβριηλίδης
Αθήνα 1996


Ο θεός να είναι πάντα μαζί σου! Μου ευχήθηκε, μια και δεν είχε καμιά εμπιστοσύνη πως εγώ θα ήμουν μαζί με το θεό. [σελ. 13]

Θυμήθηκα ένα φίλο μου Φιλανδό, από μεγάλη οικογένεια, που έλεγε ότι η μητέρα του, όταν ήταν μικρή, ερωτευόταν άλογα, όταν μεγάλωσε ερωτευόταν τους καβαλάρηδες κι όταν γέρασε δεν μπορούσε να ξεχωρίσεις τους μεν από τα δε. Πεθαμένος κι αυτός πριν από μερικά χρόνια. [σελ. 27]

Είμαστε παντρεμένοι δεκαπέντε χρόνια κι ακόμα μου άρεσε η ζεστασιά της. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να το θυμάμαι. [σελ. 29]

"Αυτοί" που του είχαν φάει τους μισθούς ήταν το κράτος, η δεξιά. Αυτοί που είχαν απολύσει χιλιάδες προοδευτικούς υπαλλήλους και το λέγαν "εθελουσία παραίτηση". Στο σπίτι μας όταν λέγαμε "αυτοί", ξέραμε για ποιους μιλούσαμε. [σελ. 37]

Καθόμασταν χωρίς να μιλάμε. Εγώ κάπνιζα. Ο αδελφός μου έβηχε. [σελ. 40]

[...]όταν για πρώτη φορά επισκέφτηκε το εξοχικό μου σπίτι στο νησί Γκότλαντ. Στο οικόπεδο φύτρωναν φουντουκιές. Μόλις τις είδε, δάκρυσαν τα μάτια του και μου είπε "Αυτά είναι τα νιάτα μου!" [σελ. 50]

Ήταν τότε μόλις 50 χιλιάδων κατοίκων η Τραπεζούς ή Τραπεζούντα (ποντιακά). Ρωμιοί και Τούρκοι ζούσαν ειρηνικά. Η Τουρκία ήταν Αυτοκρατορία, με Σουλτάνο τον Αβδούλ-Χαμίτ. Υπήρχε ησυχία τότε και ανεξιθρησκία. [σελ. 55]

[...]γύρισα το φλυτζάνι και κοίταζα τα διάφορα σχήματα. Τα ίχνη από τις φουσκάλες σήμαιναν λεφτά. Κάτι τετράγωνα με πολλά δρομάκια σήμαιναν ταξίδι. Αγάπη δεν έβλεπα. Αλλά κι αν έβλεπα δεν θα την αναγνώριζα. Αν ζούσε η θεία Χρυσή θα ήξερε. [σελ. 64]

Τον Οκτώβριο λοιπόν του 1924, έφθασα με την οικογένειά μου στον Πειραιά. Ήταν η εποχή που έφευγε ομαδικά από την Τουρκία ο ελληνοχριστιανικός πληθυσμός[...] Έτσι δημιουργήθηκε στον Πειραιά μεγάλος συνωστισμός. [σελ. 75]

Με έπιασε ένας πανικός, ότι ακόμα και οι αναμνήσεις μου ήταν ψεύτικες. [σελ. 80-81]

Μαζί μας ήταν και πολλοί Ιταλοί. Ήταν κι αυτοί φυλακιμένοι, όπως κι εμείς. Γιατί στο τέλος οι πρώην σύμμαχοι τα χάλασαν. Γίνανε άσπονδοι εχθροί. [σελ. 91]

Άραγε έτσι ζούμε, όπως θυμόμασατε; Από λεπτομέρεια σε λεπτομέρεια; [σελ. 93]

Στο τελευταίο του γράμμα παραπονιόταν ότι ο γραφικός του χαρακτήρας είχε αλλάξει, ακόμα κι ο ίδιος είχε δυσκολία να διαβάσει τα γράμματα του. Το μόνο που τον παρηγορούσε ήταν πως ο δικός μου γραφικός χαρακτήρας ήταν ακόμα χειρότερος. [σελ. 106]

[...]γιατί τα αινίγματα είναι περισσότερο χρήσιμα όσο δεν τα λύνεις. [σελ. 117]

Το βράδυ μαζευτήκαμε όλοι για το δείπνο. [σελ.124]

Γελούσαμε όλοι μας. Το δείπνο ήταν τελικά πολύ ευχάριστο. [...] Ο θείος μου ήρθε και στάθηκε δίπλα μου. 
- "Καλά δεν τα κατάφερα"; μου είπε, κι είδα τα μάτια του γεμάτα δάκρυα. [σελ. 126]


Σάββατο 14 Μαρτίου 2015

Μένης Κουμανταρέας Η κυρία Κούλα




Μένης Κουμανταρέας Η κυρία Κούλα [α' έκδοση 1978] Δέκατη Πέμπτη Έκδοση 2000, Κέδρος

ΕΣΜΙΓΑΝ κάθε βράδυ στις οχτώ. Ο ένας έμπαινε στο Θησείο, η άλλη Μοναστηράκι. [σελ. 9]

Έμεναν απορροφημένοι, χωρίς την ντροπή που χωρίζει τ`ανθρώπινα βλέμματα και χωρίς τις στερήσεις που επιβάλλει η καλή αγωγή. [σελ.11]

Το βλέμμα εκείνου κρεμασμένο επάνω της, ήταν σαν κάτι  να περίμενε απ` αυτήν` το δικό της γαλήνιο και κάπως θλιμμένο, έμοιαζε το βλέμμα γυναίκας στερημένης γιό. [σελ. 12]

Όταν γελούσε μια βαθιά ρυτίδα χώριζε το μέτωπο ανάμεσα στα φρύδια. Ήταν σα να είχε δύο πρόσωπα. [σελ. 17]

Τα μάτια του σπίθιζαν, τα χείλη του, πρόσεξε, ήταν κόκκινα σα μόλις φιλημένα. [σελ.32]

Απόψε το ταγιεράκι της το κυπαρισσί, μ` ένα δάκτυλο δαντέλας στο λαιμό και στα μανίκια μόλις και το `νοιώθε στο σώμα της. [σελ. 33]

Υπάρχει μια στιγμή στη ζωή μας, που διαλέγουμε, είπε η Κούλα, είτε το θέλουμε είτε όχι, ακόμα και οι περιστάσεις διαλέγουν για μας… [σελ. 41]

Τότε έσκυβε αμήχανα να κοιτάξει τα χέρια της , που για μόνο εφόδιο είχαν τη βέρα.[σελ.44]

Όλοι τους πωρωμένοι με τις δουλειές, μετράνε τους ανθρώπους με τις τουρμπίνες και τα χρεόγραφα, γράφουν την ανθρωπότητα μέσα σε μπακαλοτεφτέρια! [σελ.47-48]

[…]εσένα, της είπε, από την πρώτη στιγμή που μπήκες στο βαγόνι και κάθισες απεναντί μου, σε ξεχώρισα. Αυτή τη γυναίκα, είπα μέσα μου, τη θέλω` δεν ξέρω πως, μα θα την αποκτήσω… [σελ. 49]

Τότε γιατί δεν κάνεις έρωτα με συνομήλικές σου; του είπε. Έχω ανάγκη από κάτι που να με ξεπερνά, της είπε, που να μη μου θυμίζει τον εαυτό μου` έπειτα, αυτές όλες έχουν μόνο του νου τους στο κόμμα, κοιμούνται και ξημερώνονται μ` αυτό. [σελ. 50]

Αν απόψε ήταν η τελευταία φορά, είπε ο Μίμης, τι θα είχες να μου πεις; Η Κούλα στριφογύρισε τη βέρα της. [σελ.51-52]

Νοιαζόταν αν είχε πάρει κανένα κιλό παραπάνω ή χάσει κανένα. [σελ.56]

[…]σε τούτα τα διαλείμματα αναλογιζόταν πως η κατάστασή της έμοιαζε με παιδική  αρρώστια, μια ιλαρά που την πέρασε μεγάλη. [σελ.59]

Όλα όσα ήταν μελλούμενα ή όσα περασμένα αποκτούσαν αίγλη. Αδύνατο ν`αφεθεί στη χαρά της στιγμής. Και μ`αυτό το ρυθμό, αγκομαχώντας, κυλούσε η ζωή της. [σελ.60]

Μέσα της επαναστατούσε, ξυπνούσε μια γυναίκα οπλισμένη με της αρχές της, έτοιμη να καταδικάσει αυτή την άλλη γυναίκα. [σελ.66]

Όμως αξίζει, άραγε, τον κόπο ν`αλλάξει τι βολές του κανείς; Και για ποιο λόγο; Είχε πάντα σταθεί μια γυναίκα βράχος στις αποφάσεις της, στις συνήθειες της. [σελ.77]


Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2015

Β.Μ.Γκάρσιν Το κόκκινο λουλούδι


Β.Μ.Γκάρσιν Το κόκκινο λουλούδι  
Μετάφραση Δημήτρης Β.Τριανταφυλλίδης εκδ. ΠΟΛΙΣ Αθήνα 2014



Ένας φαρδύς διάδρομος με γυάλινη πόρτα, η οποία οδηγούσε στον κήπο με τον ανθώνα και δύο δεκάδες θάλαμοι όπου ζούσαν οι ασθενείς, καταλάμβαναν τον κάτω όροφο˙ εκεί είχαν προστεθεί αργότερα και δύο σκοτεινά δωμάτια, το ένα επενδεδυμένο με στρώματα και το άλλο με σανίδες, όπου περιόριζαν τους μανιακούς, και μια τεράστια ζοφερή αίθουσα με θόλους – τα λουτρά. Στον επάνω όροφο ζούσαν οι γυναίκες. [σελ. 23]

Ακόμα και σε έναν υγιή άνθρωπο ο θάλαμος αυτός θα μπορούσε να προκαλέσει άσχημη εντύπωση. [σελ.24]
 
Παράλογες σκέψεις, η μια πιο τρομακτική από την άλλη, ερχόταν στο μυαλό του. Τι είναι αυτό; Ιερά εξέταση; Το μέρος της μυστικής εκτέλεσης, όπου οι εχθροί του αποφάσισαν να τον εκτελέσουν; Μήπως η ίδια η κόλαση; Τέλος, πέρασε από το μυαλό του η σκέψη πως είναι κάποιου είδους δοκιμασία. Τον έγδυσαν, παρόλο που αντιστάθηκε απεγνωσμένα. [σελ.25]

Δεν είχε τώρα πια πάνω του τίποτα το παράλογο. Ήταν ένας βαθύς, βαρύς ύπνος ενός ταλαιπωρημένου ανθρώπου, χωρίς όνειρα, χωρίς την παραμικρή κίνηση και χωρίς σχεδόν να αναπνέει. Για μερικές στιγμές ανέκτησε πλήρως τη συνείδησή του, θαρρείς και ήταν υγιής, για να σηκωθεί το πρωί από το κρεβάτι παράφρων όπως και πριν. [σελ. 29]

«Βιώνω μόνος μου μεγάλες ιδέες όπως ότι ο χώρος και ο χρόνος δεν είναι παρά δημιουργήματα της φαντασίας.» [σελ.31] 

Κανένας προϊστάμενος δεν απολαμβάνει τέτοιο σεβασμό από τους υφισταμένους του, όπως ο ψυχίατρος από τους τρελούς του. [σελ. 32-33]

Έβγαλε το καπέλο και κοιτούσε το σταυρό και ύστερα τα λουλούδια της παπαρούνας. Τα λουλούδια είχαν πιο έντονο χρώμα.
«Αυτός κερδίζει», είπε ο ασθενής, αλλά θα δούμε. [σελ. 39]

Σύντομα, σύντομα θα πέσουν τα σιδερένια κάγκελα, όλοι αυτοί οι φυλακισμένοι θα βγουν από δω και θα σκορπιστούν σε όλες τις γωνιές του κόσμου και ολόκληρος ο κόσμος θα συγκλονιστεί, θα πετάξει από πάνω του το προαιώνιο κάλυμμά του και θα εμφανιστεί νέος, πανέμορφος. [σελ. 40]

Γι` αυτό έκρυψε το λουλούδι στο στήθος του. Ήλπιζε ότι μέχρι το πρωί θα είχε χάσει όλη του τη δύναμη. Το κακό του θα περνούσε στο στήθος του, στην ψυχή του˙ κι εκεί ή θα νικηθεί ή θα νικήσει – τότε ο ίδιος θα χαθεί, θα πεθάνει, θα πεθάνει όμως ως αγνός μαχητής της ανθρωπότητας, γιατί μέχρι τώρα κανείς δεν τόλμησε να παλέψει μόνος του με όλο το κακό του κόσμου. [σελ. 45]

Εκείνος τα κοίταξε, διακρίνοντας τους γνωστούς αστερισμούς και χάρηκε, επειδή του φάνηκε πως τον καταλαβαίνουν και τον νοιώθουν. Μισοκλείνοντας τα μάτια του, έβλεπε τις άπειρες αχτίδες που του έστελναν και η τρελή του αποφασιστικότητα μεγάλωνε. [σελ. 50-51]

Όταν τον απόθεσαν στο φορείο, προσπάθησαν να του ανοίξουν το χέρι και να πάρουν το κόκκινο λουλούδι. Το χέρι του όμως είχε παγώσει κι έτσι πήρε μαζί του στον τάφο του το τρόπαιό του. [σελ. 53]

Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2014

Ίταλο Καλβίνο-Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές

Ίταλο Καλβίνο, «Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές», μετάφραση Ανταίος Χρυσοστομίδης, εκδόσεις Θεμέλιο


«Παιδιά», αρχίζει να μιλά, σαν να μην θέλει να δυσαρεστήσει κανέναν, ούτε τον Ζερβοχέρη, «ο καθένας ξέρει γιατί κάνει τον αντάρτη. Εγώ έκανα τον γανωτή και γύριζα όλα τα χωριά, η φωνή μου ακουγόταν από μακριά και οι γυναίκες έτρεχαν να πάρουν τις τρύπιες κατσαρόλες για να μου τις δώσουν να τις διορθώσω. Πήγαινα στα σπίτια και αστειευόμουνα με τις υπηρέτριες, κι αυτές μερικές φορές μου έδιναν αυγά και ένα ποτήρι κρασί. Καθόμουνα να γανώσω τις κατσαρόλες σε ένα χωράφι και γύρω μου μαζεύονταν πάνα τα παιδιά και με κοίταζαν να δουλεύω. Τώρα πια δεν μπορώ να πάω στα χωριά, διότι θα με συλλάβουν, κι άλλωστε οι βομβαρδισμοί έχουν καταστρέψει τα πάντα. Γι’ αυτό κάνουμε τους αντάρτες:  ώστε αν μπορέσω να ξανακάνω τον γανωτή, ώστε να υπάρχει κρασί και αυγά σε καλή τιμή, ώστε να μη μας συλλαμβάνουν και να μην υπάρχουν πλέον σπίτια που θα σου κλείνουν την πόρτα κατάμουτρα, κι ότι δεν θα αναγκάζεσαι να μπαίνεις τη νύχτα στα κοτέτσια. Κομμουνισμός σημαίνει ότι, αν μπεις σε ένα σπίτι και τρώνε σούπα, θα σου δώσουν κι εσένα σούπα, ακόμα κι αν είσαι γανωτής, κι αν τρώνε τα Χριστούγεννα πανετόνε, θα σου δώσουν πανετόνε. Αυτό είναι κομμουνισμός. Για παράδειγμα, εδώ όλοι είμαστε φίσκα στην ψείρα, ακόμα λίγο οι ψείρες θα μας πάρουν και θα μας σηκώσουν. Πήγα λοιπόν στο αρχηγείο, κι εκεί είδα ότι έχουν εντομοκτόνα σε σκόνη. Τότε τους είπα: ωραίοι κομμουνιστές είσαστε, ποτέ δεν στείλατε στη μονάδα μας απ’ αυτή τη σκόνη. Κι εκείνοι είπαν ότι εντάξει, θα μας στείλουν την σκόνη. Ορίστε, αυτό είναι κομμουνισμός». (σελ. 135-136)

Ο Φεριέρα μουρμουρίζει μέσα από τα γένια του: «Επομένως μου λες ότι το πνεύμα των δικών μας … και αυτό της μαύρης ταξιαρχίας … είναι το ίδιο πράγμα;».
«Το ίδιο πράγμα, καταλαβαίνεις τι θέλω να πω, ναι, ας πούμε το ίδιο πράγμα…»
Ο Κιμ έχει σταματήσει και δείχνει με το δάχτυλο λες και διαβάζει και φοβάται μη χάσει κάποια γραμμή. «Το ίδιο πράγμα αλλά και το εντελώς διαφορετικό. Διότι απ’ αυτή την πλευρά έχουμε δίκιο, ενώ από ‘κει έχουν άδικο.  Εδώ προσπαθούμε να σπάσουμε τις αλυσίδες, ενώ εκεί προσπαθούν να τις ενισχύσουν. Αυτό το αβάσταχτο βάρος που νιώθουν μέσα τους οι άνδρες του Ντόμπρου, αυτό το βάρος που νιώθουμε όλοι μας, εγώ, εσύ, αυτή η αρχαία οργή που υπάρχει μέσα σε όλους μας και που εκδηλώνεται με πυροβολισμούς, με σκοτωμένους εχθρούς, είναι η ίδια που κάνει και τους φασίστες να πυροβολούν, που τους οδηγεί να σκοτώνουν με την ίδια ελπίδα της κάθαρσης, της λύτρωσης. Στο σημείο αυτό έρχεται να παίξει ένα ρόλο η Ιστορία. Διότι εμείς, στα πλαίσια της Ιστορίας, είμαστε με το μέρος της λύτρωσης, ενώ εκείνοι όχι. Σε μας τίποτα δεν χάνεται, καμιά κίνηση, κανένας πυροβολισμός, παρ’ ότι όμοιος με τον δικό τους, με καταλαβαίνεις; Τίποτα δεν πάει χαμένο, όλα είναι χρήσιμα για την απελευθέρωση, αν όχι τη δική μας, τουλάχιστον των παιδιών μας, για την οικοδόμηση μιας ανθρωπότητας που δεν θα έχει πλέον οργή, μια ανθρωπότητας γαλήνιας, όπου θα μπορείς να μην είσαι κακός. Η άλλη πλευρά είναι η πλευρά των χαμένων κινήσεων, των άχρηστων θυμών, είναι χαμένοι και άχρηστοι ακόμα κι αν κερδίσουν, διότι δεν δημιουργούν ιστορία, δε βοηθούν στην χειραφέτηση αλλά στην διαιώνιση του θυμού και του μίσους, αφού μετά από είκοσι ή εκατό ή χίλια χρόνια θα ξαναβρεθούμε, εμείς και εκείνοι, να πολεμάμε με το ίδιο ανώνυμο μίσος στα μάτια, εμείς για να απελευθερωθούμε, εκείνοι για να παραμείνουν σκλάβοι. Αυτή είναι η εικόνα του αγώνα, η αληθινή ουσία, πέρα από κάθε επίσημη ερμηνεία. Μια στοιχειώδης, ανώνυμη ώθηση ανθρώπινης λύτρωσης από όλες τις ταπεινώσεις που έχουμε ζήσει: για τον εργάτη από την εκμετάλλευσή του, για τον αγρότη από την αμορφωσιά του, για τον μικροαστό από τις αναστολές του, για τον παρία από την διαφθορά του. Εγώ νομίζω ότι η πολιτική μας δουλειά πρέπει να είναι αυτή, να χρησιμοποιήσουμε ακόμα και την ανθρώπινη μιζέρια, να τη χρησιμοποιήσουμε εναντίον του εαυτού της, για την δική μας λύτρωση, έτσι όπως οι φασίστες χρησιμοποιούν τη μιζέρια για να διαιωνίσουν την μιζέρια, τον άνθρωπο εναντίον του ανθρώπου». (σελ. 149-151)

Η θάλασσα, που χτες ήταν ο σκοτεινός πάτος ενός σύννεφου στα περιθώρια του ουρανού, γίνεται σιγά σιγά μια γραμμή με όλο και πιο έντονο χρώμα, και τώρα είναι μια μεγάλη γαλάζια κραυγή πίσω από τους λόφους και τα σπίτια. (σελ. 195-196)

Ο συγγραφέας για το έργο του

Τι ενδιαφέρον παρουσιάζει κάποιος που είναι ήδη ήρωας, κάποιος που έχει ήδη ταξική συνείδηση; Είναι η διεργασία για να φτάσει κανείς μέχρι εκεί, αυτό που πρέπει να δείχνουμε! Όσο θα υπάρχει έστω και ένας άνθρωπος που δεν έχει συνείδηση, υποχρέωση μας είναι να ασχοληθούμε με αυτόν, μόνο με αυτόν.

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ ΕΥΑ ΛΟΥΝΑ







 Ιζαμπέλ Αλιέντε Εύα Λούνα 
μετάφραση: Κλαίτη Μπαραχασ, εκδόσεισ: Ωκεανίδα (47η χιλιάδα)

«… πειραματιζόταν χτυπώντας στο κεφάλι τους ηλίθιους εκ γενετής, ή εκ κλίσεως, γιατί είχε διαβάσει στην Caceta del Galeno πως εξαιτίας ενός εγκεφαλικού τραυματισμού ένα άτομο είχε μεταβληθεί σε ιδιοφυΐα. Ήταν αποφασισμένος αντισοσιαλιστής. Είχε υπολογίσει πως αν τα πλούτη του κόσμου μοιράζονταν ίσα στους κατοίκους του πλανήτη, θα αναλογούσαν στον καθένα λιγότερο από τριάντα πέντε σεντάβος, γι’ αυτό κι οι επαναστάσεις ήταν άχρηστες.» (σελ: 19)

«Ωστόσο, στο τέλος της ζωής της βρήκε μια εξήγηση γι’ αυτήν την αρχαία αγωνία της ανθρωπότητας να θέλει να διατηρεί τους πεθαμένους της, γιατί ανακάλυψε πως όταν έχει κανείς κοντά του τα σώματά τους, είναι πιο εύκολο να τους θυμάται.» (σελ: 21)

«Οι λέξεις είναι δωρεάν, έλεγε και τις οικειοποιούταν, όλες οι λέξεις ήταν δικές της. Εκείνη φύτεψε στο μυαλό μου την ιδέα πως η πραγματικότητα δεν είναι μόνο αυτό που συλλαμβάνουμε στην επιφάνεια, αλλά έχει ακόμα μια μαγική διάσταση κι αν κανείς έχει όρεξη, είναι νόμιμο να τη μεγαλοποιήσει και να τη χρωματίσει, ώστε το πέρασμά μας από αυτή τη ζωή να μην είναι τόσο ανιαρό.» (σελ: 34)

« “Δεν υπάρχει θάνατος, παιδί μου. Οι άνθρωποι πεθαίνουν μόνο όταν τους ξεχνάνε”, μου εξήγησε η μητέρα μου λίγο πριν φύγει. “Αν μπορείς να με θυμάσαι, θα είμαι πάντα μαζί σου”.» (σελ: 58)

«Εκείνα τα χρόνια η πόλη δεν ήταν η ανεπανόρθωτη καταστροφή που είναι τώρα, αλλά μεγάλωνε ήδη ανώμαλα, σαν κακοήθης όγκος, θύμα μιας παρανοϊκής αρχιτεκτονικής, ανακάτωμα όλων των ρυθμών: παλατάκια από ιταλικά μάρμαρα, φάρμες του Τέξας, αρχοντικά σε ρυθμό Τυδώρ, ουρανοξύστες από ατσάλι, κατοικίες με σχήμα πλοίου, μαυσωλείου, γιαπωνέζικου τεϊοποτείου, σαλέ των Άλπεων και γαμήλιες τούρτες πασπαλισμένες με γύψο. Δεν ήξερα που να πρωτοκοιτάξω.» (σελ: 78-79)

« “Πρέπει ν’ αντιστέκεσαι όταν σε πολεμάνε. Τα λυσσασμένα σκυλιά κανένας δεν τολμάει να τα πειράξει, ενώ τα ήμερα τα κλωτσάνε. Πρέπει πάντα ν’ αγωνίζεσαι.» (σελ: 88)

«Η Ελβίρα με είχε προειδοποιήσει με αναμφισβήτητη καθαρότητα πως οι άντρες έχουν ανάμεσα στα πόδια τους ένα τέρας, τόσο άσχημο σαν τη ρίζα του γιούκα, από όπου βγαίνουν τα μωρά σε μινιατούρα, μπαίνουν στην κοιλιά των γυναικών κι εκεί μεγαλώνουν. Δεν έπρεπε ν’ αγγίξω κείνα τα μέρη για κανένα λόγο, γιατί το κοιμισμένο ζώο θα σήκωνε το φοβερό κεφάκι του, θα πηδούσε πάνω μου και το αποτέλεσμα θα ήταν καταστροφικό. Όμως εγώ δεν την πίστευα, όλα αυτά ακούγονταν σαν άλλος ένας από τους εκκεντρικούς παραλογισμούς της. Το αφεντικό είχε μόνο ένα χοντρό και θλιβερό σκουλήκι, πάντα μαραμένο, απ’ όπου ποτέ δεν βγήκε τίποτα που να μοιάζει με μωρό, τουλάχιστον μπροστά μου. Έμοιαζε με τη χοντρή του μύτη και τότε ανακάλυψα –κι επιβεβαίωσα αργότερα στη ζωή μου- τη στενή σχέση ανάμεσα στο πέος και τη μύτη. Μου είναι αρκετό να παρατηρήσω το πρόσωπο ενός άντρα και να καταλάβω πως θα είναι γυμνός. Μύτες μακριές ή κοντές, λεπτές ή χοντρές, περήφανες ή ταπεινές, μύτες που ρουθουνίζουν, που χώνονται παντού, ή αδιάφορες, που κάνουν μόνο για τις φυσάει κανείς, μύτες όλων των ειδών. Με το πέρασμα της ηλικίας σχεδόν όλες χοντραίνουν, γίνονται πλαδαρές, στρογγυλεύουν και χάνουν την αλαζονεία που έχει ένα καλοφτιαγμένο πέος.» (σελ: 90)

«…, αλλά πως η ζωή ήταν σκληρή κι ήταν καλύτερα να προστατευθεί κανείς με μια πανοπλία, αν ήθελε να επιζήσει.» (σελ: 114)

«Επιπλέον πάντα καταλήγεις ν’ αγαπήσεις τον άντρα σου, αν το θελήσεις είναι νόμος του Αλλάχ δύο άνθρωποι να κοιμούνται μαζί και φέρνουν παιδιά στον κόσμο να καταλήγουν να εκτιμούν ο ένας τον άλλο, είπε.» (σελ: 178)

«Ο θρίαμβος της Κουβανικής επανάστασης έκανε να ξεσπάσει μια πυρκαγιά από ψευδαισθήσεις σε όλη την ήπειρο. Εκεί πέρα υπήρχαν άνθρωποι που άλλαζαν την τάξη της ζωής και οι φωνές τους έφταναν μέσα από τα κύματα σκορπώντας θαυμαστές κουβέντες. Εδώ κάτω τριγυρνούσε ο Τσε μ’ ένα αστέρι στο μέτωπο, έτοιμος να πολεμήσει σε οποιαδήποτε γωνιά της Αμερικής. Οι νεαροί άφηναν να μεγαλώνουν τα γένια τους και μάθαιναν απέξω τις θεωρίες του Καρλ Μαρξ και τα λόγια του Φιδέλ Κάστρο. Αν δεν υπάρχουν οι συνθήκες για την επανάσταση, ο πραγματικός επαναστάτης πρέπει να τις δημιουργήσει, ήταν γραμμένο με ανεξίτηλη μπογιά στους τοίχους των Πανεπιστημίου. Μερικοί, σίγουροι πως ο λαός ποτέ δεν θ’ αποκτούσε την εξουσία χωρίς βία, αποφάσισαν πως είχε φτάσει η στιγμή να πάρουν τα όπλα. Άρχισε το κίνημα των παρτιζάνων.» (σελ: 216-217)

« “Ο άντρας και η γυναίκα, δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα τους από αυτή την άποψη, είναι πρότυπα του σύμπαντος σε μικρότερη κλίμακα, γι’ αυτό όσα συμβαίνουν στον αστρικό τομέα συνοδεύονται από εκδηλώσεις στον ανθρώπινο τομέα κι ο κάθε άνθρωπος δοκιμάζει μια σχέση με την καθορισμένη πλανητική τάξη σύμφωνα με τη βασική θέση των πλανητών που σχετίζεται με τον εαυτό του από τη μέρα που πήρε την πρώτη του ανάσα, καταλαβαίνεις;”» (σελ: 259)

«Μ’ έκανε πέρα με σταθερότητα και κοιτάζοντάς με στα μάτια μου εξήγησε πως τη βία την ασκούσε η κυβέρνηση, δεν ήταν μορφές βίας η ανεργία, η φτώχεια, η διαφθορά, η κοινωνική αδικία; Το κράτος ασκούσε πολλά είδη εκμετάλλευσης και καταπίεσης, εκείνοι οι αστυνομικοί ήταν οπαδοί του καθεστώτος, υπεράσπιζαν τα συμφέροντα των ταξικών εχθρών τους και η εκτέλεσή τους ήταν νόμιμη πράξη ο λαός αγωνιζόταν για την απελευθέρωσή του.» (σελ: 278)

« “…Ο ρόλος μας δεν είναι ν’ αλλάξουμε την κατεύθυνση της ιστορίας, αλλά απλώς να καταγράφουμε τα γεγονότα”.» (σελ: 281)

« “Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε και οι γκρίνγκος δεν θα επιτρέψουν καινούργιες επαναστάσεις. Στην Κούβα οι περιστάσεις ήταν διαφορετικές, εκεί αγωνίζονταν εναντίον μιας δικτατορίας κι είχαν τη λαϊκή υποστήριξη. Εδώ υπάρχει μια δημοκρατία όλο ελαττώματα, αλλά ο λαός είναι περήφανος γι’ αυτήν. Οι αντάρτες δεν μπορούν να βασίζονται στη συμπάθεια του κόσμου και, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, μπόρεσαν να στρατολογήσουν μόνο φοιτητές από τα πανεπιστήμια”.
Τι νομίζεις γι’ αυτούς;
Είναι ιδεαλιστές και γενναίοι”.» (σελ: 289-290)



Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Τζινγκίζ Αϊτμάτοφ-Τζαμίλια


Τζινγκίζ Αϊτμάτοφ, "Τζαμίλια", μετάφραση Άλκη Ζέη, πρόλογος Αραγκόν, εκδόσεις Θεμέλιο, 1981


Ευχαριστώ Θεέ μου-που δεν σε πιστεύω-γι’ αυτήν την αυγουστιάτικη νύχτα, που αυτήν την πιστεύω μ’ όλη μου την πίστη που τρέφω στην αγάπη.
Παρίσι 30 Μαρτίου 1959
 (από τον πρόλογο)

Γυρίζαμε αργά από τον σταθμό. Ο Ντανιγιάρ πήγαινε μπροστά. Η νύχτα ήτανε μαγευτική. Ποιος δεν ξέρει τις αυγουστιάτικες νύχτες με τα μακρινά μα και τόσο κοντινά αστέρια, με την ασυνήθιστη λάμψη! Κάθε αστεράκι ξεχωρίζει. Να ένα απ’ αυτά, σα να ‘ναι σκεπασμένο με πάχνη στις άκρες, στράφτει όλο με παγερές αχτιδούλες και κοιτάζει τη γη από τον σκοτεινό ουρανό με παιδιάστικη απορία … Ο άνεμος έφερνε από τη στέππα την πικρή γύρη της ανθισμένης αψιθιάς, το ανεπαίσθητο άρωμα του γινομένου κριθαριού που το κρύωνε η νύχτα. Κι όλα αυτά, ανακατεμένα με τη μυρουδιά της πίσσας των ιδρωμένων χάμουρων των αλόγων, μας έφερναν μια ελαφριά ζάλη. (σελ 77-78)

Σαν πλατιά θάλασσα κυμάτιζαν τα γαλαζωπά ώριμα στάχυα, περιμένοντας το θέρισμα, και τα πρώτα φεγγίσματα της αυγής κυνηγιόνταν πάνω στο λιβάδι. (σελ 83)

Ο Ντανιγιάρ έφυγε και εμείς μέχρι το αϊλ (χωριό) δεν είπαμε λέξη. Τι ανάγκη να μιλήσουμε, αφού με τα λόγια δεν μπορεί κανείς πάντα να εκφράσει όλα όσα αισθάνεται. (σελ. 84)

Τα έβλεπα τότε μονάχα όλα αυτά, μα δεν τα πολυκαταλάβαινα. Μα και τώρα ακόμα, ρωτώ συχνά τον εαυτό μου: Μήπως η αγάπη είναι κι αυτή μια έμπνευση, όπως η έμπνευση του ζωγράφου, του ποιητή; Κοίταζα την Τζαμίλια και μουρχότανε να τρέξω στην στέππα να βάλω φωνή να ρωτήσω ουρανό και γη, τι να κάνω, πώς να παλέψω μέσα μου αυτή την παράξενη ανησυχία, αυτή την παράξενη χαρά. Και μια φορά μου φάνηκε πως βρήκα την απάντηση. (σελ. 95)

Και μέσα σε μια ίδια ακριβώς αλμυρή ασπριδερή θολούρα έπλεε στη δύση ένας τρεμουλιάρικος κι ασουλούπωτος ήλιος. Πέρα, πάνω από το θολό ορίζοντα μαζεύονταν πορτοκαλοκόκκινα σύννεφα της μπόρας. Ένας ξερός άνεμος φυσούσε κατά ριπές, πασπάλιζε με άσπρα κατακάθια τις μούρες των αλόγων, ανέμιζε βαριά τις χαίτες τους κι έφευγε πέρα, ανασαλεύοντας τις τούφες των αψιθιών στις βουνοπλαγιές. (σελ. 107)

…Καλέ μου μοναχούλη μου, σε κανένα δε σε δίνω! Από πάντα σ’ αγαπώ. Και τότε που δε σε ήξερα σ’ αγαπούσα και σε περίμενα κι εσύ ήρθες, σα να τόξερες πως σε περιμένω … Κι εγώ σ’ αγαπώ πολύν καιρό, σ’ ονειρευόμουνα στα χαρακώματα, ήξερα πως η αγάπη μου βρίσκεται στην πατρίδα μου, ήσουνα εσύ, η Τζαμίλια μου. (σελ. 110-111)


Ας αντηχεί σε κάθε πινελιά μου, το τραγούδι του Ντανιγιάρ! Σε κάθε πινελιά ας χτυπά η καρδιά της Τζαμίλια. (σελ. 125)