Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2011

ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ γυναικών μικρές και πολύ μικρές ιστορίες

Μιχάλης Γκανάς: γυναικών μικρές και πολύ μικρές ιστορίες εκδόσεις ΜΕΛΑΝΙ 2010


- Πούσκιν; τη ρωτάω.
- Πούσκιν, μου απαντάει.
- Ρωσίδα; Της κάνω.
- Ουκρανή, διορθώνει.
Πουτάνα, σκέφτομαι
- Όχι ˙ ποιήτρια, μου λέει. [σελ. 10]
Διαβάζει ένα βιβλίο

Άνεργα χέρια, τι περιμένεις, αφού δεν έχουνε δουλειά, κάθονται και κοιτάνε. Δεν είναι που κοιτάνε,  ας` τα να κοιτάνε, είναι που κοιτάνε σαν να θέλουν κάτι. Ξέρει τι θέλουν: να τα χαϊδέψει.
Δεν θα τους κάνει τη χάρη. Ντρέπεται, γριά γυναίκα, να χαϊδεύεται στα καλά καθούμενα. [σελ. 12]
Κοιτάζει τα χέρια της

Είναι στιγμές που σηκώνει τα χέρια της ψηλά, στην ανάταση, σαν να παραδίδεται στον Θεό της διαφήμισης. Στην πραγματικότητα δεν παραδίδεται σε κανένα Θεό, παραδίδεται πρόθυμα στο διάβολο αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. [σελ. 15]
Κάθεται μπροστά στον υπολογιστή

«Τα χρόνια περνούν, οι ώρες δεν περνούν» της έλεγε η γιαγιά της. Αυτή δεν θα μπορούσε να πει κάτι ανάλογο ποτέ! [σελ. 19- 20]

Ένα κεφάλι, παρεμπιπτόντως, με ψαθάκι, σαν ελάχιστη προκαταβολή από το φωτοστέφανο που σε περιμένει όταν έρθει η ώρα σου. Έτσι, σαν να σου παίρνουνε μέτρα. [σελ. 20]
Βαδίζει στο απέναντι πεζοδρόμιο

«Θα ήταν η Ξανθούλα του Σολωμού» σκέφτομαι. «Κρίμα, πνίγηκε τελικά». Ανεβαίνω στο σπίτι και τη βρίσκω μισοντυμένη, μισοπνιγμένη να σηκώνει το ποτήρι της στην υγεία μου.
«Γνωρίζεστε;» με ρωτάει ο Σπύρος. «Παιδιόθεν» του λέω. [σελ.24]
«Σώ – σε - με» λέει συλλαβιστά

…νυστάζω μάνα μου νυστάζω κι εσύ δεν είσαι να με νανουρίσεις. [σελ.28]
Δεν περνάς κυρά – Μαρία

Κυμοθόη θα `πρεπε  να τη λένε, που σημαίνει γρήγορη σαν το κύμα. Δεν είναι μόνο η γρηγοράδα, αλλά κυρίως ο ήχος αυτού του ονόματος που της ταιριάζει. [σελ. 36]
Κυμοθόη, έτσι έπρεπε να τη λένε

Μα τι να πούμε τώρα; Ακόμη και για τον καιρό να μιλήσουμε δεν θα συνεννοηθούμε. Εμείς, όταν λέμε «καλός καιρός» εννοούμε μόνο λιακάδες, υψηλές θερμοκρασίες ακόμη και το χειμώνα, και καθόλου βροχή, γιατί λερώνει τ` αυτοκίνητα, πλημμυρίζει τους δρόμους και τα υπόγεια, μας δυσκολεύει τη ζωή, ενώ αυτοί τη θέλουν τη βροχούλα τους, την αγαπάνε θα `λεγα, γι` αυτό κι έχουν  ένα σωρό επίθετα ανάλογα για την περίπτωση, ψιχαλιστή, δαρτή, ποτιστική, σαν να `ναι καμιά γυναίκα η βροχή, αλλά και πολλά ουσιαστικά όπως αγριοβροχή, αλλαξοβρόχι, ανεμοβροχή, απόβροχο, λιανοβρόχι, ψευτοβρόχι… Εμείς πάλι, βροχή, κωλοβροχή  και τέρμα. [σελ.51]
Κυριακή βράδυ, δεν έχω που να πάω

Δεν μπορεί τα μονά, ούτε τις μονές κάλτσες ούτε τους μονούς ανθρώπους, τα θέλει όλα ζυγά. [σελ.55]

[…]προσηλωμένη στον πίνακα που κρέμεται στον απέναντι τοίχο, πάνω από έναν τριθέσιο καναπέ. [σελ.58]

[…] αυτή η ζεστασιά που κυλάει μέσα της δεν είναι από τον καφέ, είναι από τη ζωγραφιά που βλέπει που βλέπει μπροστά της. [σελ. 59]

Σαράντα πέντε χρόνια στη λάτρα και στα ξένα σπίτια. […] Σε κάποια σπίτια ένιωθε κυρά και σε άλλα δούλα.[σελ.59]
Όλο το σπίτι δικό της

Είχε να τη δει χρόνια, από την κηδεία του Ηλία. [σελ. 76]

Την κοίταζε και παρακαλούσε να γυρίζει, να δει το πρόσωπο της που του `λειψε τόσο καιρό, κι ένα ζεστό κύμα ανέβαινε μέσα του, όταν γύρισε και τον κοίταξε κατευθείαν στα μάτια, τόσο όμορφη μέσα στον πόνο και τα δάκρυά της, που τον πήραν επιτέλους τα κλάματα[…] [σελ. 77]

[…] γιατί δεν ήταν τα μάτια της Άννας αυτά τα νωπά σκοτάδια που είδε στο πρόσωπό της. [σελ. 87]

Έβγαινε, έβγαινε χωρίς τελειωμό σαν κάποιος να έκαιγε ξερά χόρτα μέσα στο στήθος του. Τι να γίνεται εκεί μέσα, τι να είδε αυτός ο καπνός, τι σπήλαια και τι πίσσες; [σελ.89]

Καλύτερα που δεν ήταν η Άννα. [σελ.91]
Μυρωδιά βρεγμένης θάλασσας