Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2010

Lewis Carroll-Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων

Lewis Carroll, "Η Αλίκη στην χώρα των θαυμάτων", μετάφραση Ρένα Ρώσση-Ζαίρη, εικονογράφηση Petee Weevers, εκδόσεις Ρώσση

Έφαγε ένα μικρό κομμάτι και είπε ανήσυχη στον εαυτό της, "Τι θα γίνει τώρα;" βάζοντας το χέρι της πάνω στο κεφάλι της για να νιώσει αν θα μεγαλώσει ή αν θα μικρύνει.
Έμεινε όμως κατάπληκτη σαν είδε ότι παρέμενε η ίδια. Βέβαια αυτό ακριβώς συμβαίνει όταν τρώει κανείς κέικ, μα η Αλίκη είχε τόσο πολύ συνηθίσει στα περίεργα και τα αλλόκοτα που της φαίνοταν ανόητο και ανιαρό να γίνονται όλα φυσιολογικά. (σελ. 18)

"... Το έχω αποφασίσει. Αν έχω γίνει Μέιμπελ, προτιμώ να μείνω εδώ κάτω! Και δεν θα βγάλουν τίποτα, αν κοιτάξουν κάτω και φωνάξουν, "έλα πάνω χρυσό μου!" Το μόνο που θα κάνω είναι να τους κοιτάξω και να πω: "ποια είμαι τελικά, πέστε μου το πρώτα και μετά, αν μου αρέσω, θα ανέβω. Αλλιώς, θα κάτσω εδώ κάτω, μέχρι να γίνω κάποιος άλλος"." (σελ 23)

Η Αλίκη απάντησε μάλλον ντροπαλά. "Καλά.. καλά ούτε κι εγώ δεν ξέρω κύριε. Τουλάχιστον τώρα. Ξέρω όμως ποια ήμουν όταν ξύπνησα σήμερα το πρωί. Νομίζω όμως ότι άλλαξα άπειρες φορές από τότε". (σελ. 47)

"Κόψτε της το κεφάλι!" ούρλιαξε η βασίλισσα. Κανένας δεν κουνήθηκε.
"Ποιος νοιάζεται για σας;" είπε η Αλίκη, που είχε ξαναβρεί το κανονικό της ύψος. "Δεν είστε τίποτα άλλο από ένα πακέτο τραπουλόχαρτα!"

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010

Ευγένιος Τριβιζάς-Οι δραπέτες της σκακιέρας



Ευγένιος Τριβιζάς, "Οι δραπέτες της σκακιέρας", εικόνες Ράνια Βαρβάκη, εκδόσεις Καλέντης

Όταν οι νότες του δειλινού φτερουγίζουν στα διάφανα βάθη του καθρέφτη, όταν οι αναλαμπές του τζακιού κεντούν ροδοπέταλα στις ράχες των παλιών βιβλίων, τότε... κάτι μέσα μου σκιρτά...κοιτώ γύρω... τα σκονισμένα λεξικά, το βαλσαμωμένο γεράκι... όλα σιωπηλά... Όμως εκείνη η φεγγαραχτίδα, ζωγραφίζει ένα μονοπάτι, μια αέρινη κορδέλα που γλιστρά και χάνεται... εκεί, ανάμεσα στα μεταξένια στόρια. (σελ. 19)





Έλα πάμε εκεί που δεν έφτασε άλλο πιόνι!
Έλα πάμε εκεί που η νύχτα τελειώνει!
Έλα πάμε εκεί που χαράζει η μέρα!
Έλα να ταξιδέψουμε πέρα απ' τη σκακιέρα! (σελ. 20)








Αν το καθήκον αψηφεί κάθε ξελογιασμένο πιόνι...τότε τελειώνει το παιχνίδι! Το παιχνίδι το παντοτινό... που ποτέ δεν τελειώνει! (σελ. 30)

-Πόσα αστέρια μέτρησες;
-Χίλια και άλλα τόσα...
-Που είναι ο γλάρος;
-Νάτος!
-Όχι χνούδι είναι.
-Χνούδι από σύννεφο περαστικό...(σελ. 60)

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2010

Μάρσια Λόου-Ποδήλατο:όχημα για έναν μικρό πλανήτη


Μάρσια Λόου, "Ποδήλατο:όχημα για έναν μικρό πλανήτη, μετάφραση σύλλογος φίλων του ποδηλάτου, επιμέλεια Κώστας Καβουλάκος, εκδόσεις Κομμούνα 1991




Σε βιομηχανικές χώρες-όπου οι επίσημες προσπάθειες για ενθάρρυνση της χρήσης μέσων μαζικής μεταφοράς συναντούν συχνά την άρνηση των συνηθισμένων στην εξατομικευμένη μεταφορά ανθρώπων- το ποδήλατο είναι το μόνο όχημα που απαντά στα προβλήματα, που δημιούργησε το αυτοκίνητο στην πόλη, αποτελώντας ταυτόχρονα μια βολική ιδιωτική λύση μεταφοράς. (σελ. 12)




Μεγιστοποιώντας μάλιστα την χρήση ποδηλάτων και μέσων μαζικής μεταφοράς, είναι δυνατόν να ανακοπεί η απότομη αύξηση της χρήσης του αυτοκινήτου, πριν ο αέρας της πόλης γίνει ακατάλληλος για την αναπνοή και η κυκλφορία οδηγηθείσε πλήρη ακινησία τις ώρες της αιχμής. (σελ. 14)




Στις Ηνωμένες Πολιτείες μόνο 1 στα 40 ποδήλατα χρησιμοποιείται για καθημερινή μετακίνηση. Τα περισσότερα από τα υπόλοιπα χρησιμοποιούνται για τη διατήρηση της καλής σωματικής κατάστασης, για αθλητισμό ή παιχνίδι ή απλώς αφήνονται να αραχνιάσουν στα υπόγεια. (σελ. 19)




Το αυτοκίνητο-το οποίο έφερε στη βιομηχανική κοινωνία έναν πρωτόγνωρο τρόπο ατομικής μετακίνησης και άνεσης-θεωρείτο για καιρό το όχημα του μέλλοντος. Όμως οι χώρες, οι οποίες έχουν καταλήξει να είναι εξαρτημένες από το αυτοκίνητο, πληρώνουν ένα τρομερό τίμημα κάθε χρόνο:τον όλο και βαρύτερο φόρο σε δυστυχήματα, ατμοσφαιρική ρύπανση, κυκλοφοριακή συμφόρηση και κόστος του πετρελαίου. (σελ. 24)




Στις πιο μεγάλες πόλεις του κόσμου, με τη χειρότερη συμφόρηση, η κυκλοφορία φαίνεται ότι θα γίνει αδύνατη πριν τελειώσει το πετρέλαιο. (σελ. 28)




Η χρήση καυσίμων που προέρχονται από την καλλιέργεια των δημητριακών επιφυλάσσει τις δικές της περιβαλλοντικές παρενέργειες, καθώς και την πιθανότητα μιας σύγκρουσης με την παραγωγή ειδών διατροφής. (σελ. 31)






Οι συγκοινωνιολόγοι καταλήγουν στο ότι η κατασκευή νέων αυτοκινητοδρόμων απλώς προσελκύει περισσότερα αυτοκίνητα, καθώς ένα μέρος από τους επιβάτες των δημοσίων συγκοινωνιών γίνονται οδηγοί αυτοκινήτων και νέοι συνοικισμοί αναπτύσσονται κατά μήκος των νέων δρόμων. (σελ. 31)




Για κάθε άτομο που χρησιμοποιεί ποδήλατο αντί για αυτοκίνητο κατά τις μετακινήσεις του, έχουμε λιγότερη ρύπανση, λιγότερη κατανάλωση καυσίμων και κατάληψη λιγότερου χώρου στους δρόμους. Η μεταφορά με ποδήλατο χωρίς να αντικαθιστά όλες τις μετακινήσεις με αυτοκίνητο θα μπορούσε να το υποκαταστήσει κυρίως στις μικρές διαδρομές, δηλαδή αυτές που προκαλούν την μεγαλύτερη ρύπανση, καθώς μια κρύα μηχανή δεν κάνει σωστή καύση του καυσίμου.(σελ. 32)




Μια διαδρομή 16 χιλιομέτρων με ποδήλατο απαιτεί 350 θερμίδες ενέργειας όση περιέχεται σε ένα πιάτο ρύζι. Για την ίδια διαδρομή, ένα αυτοκίνητο χρειάζεται 18600 θερμίδες ενέργειας ή αλλιώς πάνω από 2 λίτρα βενζίνη. (σελ. 34)




Το γεγονός ότι οι άνθρωποι αρέσκονται να κάνουν ποδήλατο για να κρατούν την φόρμα τους αποδεικνύεται από την δημοτικότητα των στατικών ποδηλάτων αδυνατίσματος, η ειρωνία είναι ωστόσο ότι πολύς κόσμος πηγαίνει με το αυτοκίνητο μέχρι το γυμναστήριο για να κάνει ποδήλατο. (σελ. 38)




Η εμπειρία της Ασίας έχει δείξει ότι η δημιουργία μιας ποδηλατοβιομηχανίας αποτελεί εγχείρημα σχετικά μικρού κινδύνου για τις αναπτυσσόμενες χώρες, που έχουν μικρή βιομηχανική βάση. Ένα μικρό εργοστάσιο συναρμολόγησης και ένα εργαστήριο επισκευών μπορούν να λειτουργήσουν με εργαλεία κόστους 200 δολαρίων, ενώ 100 ποδήλατα μπορούν να κατασκευαστούν με την ενέργεια και τα υλικά που χρειάζεται ένα μεσαίου μεγέθους αυτοκίνητο. (σελ. 51)




"Το μόνο που πρέπει να γίνει είναι να καταστεί ευκολότερο να καβαλήσεις ένα ποδήλατο από το να πάρεις το αυτοκίνητο. Ο κόσμος θα προχωρήσει από μόνος του από κει και πέρα. (σελ. 65)




Κάθε φορά που ένας οδηγός μετακινείται με ποδήλατο αντί για αυτοκίνητο, κερδίζει όχι μόνο ο ίδιος αλλά και η κοινωνία ως σύνολο.(σελ. 75)




... το ποδήλατο είναι το όχημα μιας νέας νοοτροπίας. Αμφισβητεί αθόρυβα ένα σύστημα αξιών, που προωθεί την εξάρτηση, τη σπατάλη, την ανισότητα στην μετακίνηση και την καθημερινή σφαγή...Υπάρχει λόγος να βοηθήσουμε το ποδήλατο να γνωρίσει μια νέα χρυσή εποχή. (σελ. 75)




Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010

Jose' Saramago-Το ταξίδι του ελέφαντα

Jose' Saramago, "Το ταξίδι του ελέφαντα", μετάφραση: Αθηνά Ψύλλια, εκδόσεις Καστανιώτη.


Πρόσεχε, γιε μου, η επαναλαμβανόμενη κολακεία καταντά αναπόφευκτα μη ικανοποιητική και επομένως πληγώνει όσο και μια προσβολή (σελ. 17).

[...] σκαρφάλωσε με δυσκολία στη ράχη του αλόγου του λοχία και προχώρησε, προσευχόμενος, με φωνή που κι ο ίδιος μετά βίας άκουγε, ένα ατέρμονο πάτερ ημών, παράκληση της ιδιαίτερης εκτίμησής του ειδικά για κείνο που λέει, άφες ημίν τα οφειλήμματα ημών. Το κακό, που υπάρχει παντού, και καμιά φορά βγάζει την ουρά του απ' έξω για να μην έχουμε αυταπάτες για τη φύση του ζώου, έρχεται με την επόμενη φράση, εκεί που λέει πως είναι υποχρέωσή μας ως χριστιανών να συγχωρούμε κι εμείς τους οφειλέτες μας. Και τα δυο μαζί δεν χωράνε, ή το ένα ή το άλλο, γρύλιζε ο αγωγιάτης, αν ο ένας συγχωρεί κι ο άλλος δεν πληρώνει, τότε ποιο είναι το όφελος της συναλλαγής, αναρωτιόταν. (σελ. 46).

Ε λοιπόν, δυο άντρες που πρέπει να βαδίζουν μαζί για δυο ή τρεις ώρες απανωτές, ακόμα κι αν φανταστούμε πως έχουν μεγάλη επιθυμία για επικοινωνία, θα καταλήξουν μοιραία, αργά ή γρήγορα, να πέσουν σε αμήχανες σιωπές κι ίσως ακόμα να μισηθούν. Κάποιοι απ' αυτούς ίσως να μη σταθούν ικανοί ν' αντισταθούν στον πειρασμό να πετάξουν τον άλλον απ' την όχθη. Έχουν δίκιο λοιπόν όσοι λένε πως το τρία το θέλει κι ο θεός, είναι ο αριθμός της ειρήνης, ο αριθμός της ομόνοιας. Ανα τρεις τουλάχιστον ο καθένας θα μπορεί να σωπάσει για μερικά λεπτά χωρίς να χτυπάει στο μάτι. Το πρόβλημα είναι αν ένας απ' όλους αρχίσει να σκέφτεται να εξολοθρεύσει τον άλλο για να του μείνουν οι προμήθειες και καλέσει τον τρίτο να συνεργαστούν στην κατακριτέα πράξη, κι εκείνος του απαντήσει, με λύπη, Δεν μπορώ, έχω υποσχεθεί να βοηθήσω να σκοτώσουμε εσένα. (σελ. 95).

Κρίμα. Είμαστε, όλο και περισσότερο, τα ελαττώματα που έχουμε, και όχι τα προτερήματά μας. (σελ. 112).

Και τι περιμένετε, πανοοσιότατε, από μένα, Να φέρεις τον ελέφαντα στην πόρτα της βασιλικής και να τον κάνεις να γονατίσει, Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω, Να προσπαθήσεις, Φαντάζεστε, πανοσιότατε, να φέρω ως εκεί τον ελέφαντα κι αυτός ν' αρνηθεί να γονατίσει, παρότι δεν καταλαβαίνω καλά αυτά τα θέματα, υποθέτω πως χειρότερο κι απ' το να μη γίνει θαύμα είναι να βρεθούμε μ' ένα αποτυχημένο θαύμα, Ποτέ δεν είναι αποτυχημένο αν υπάρχουν μάρτυρες, Και ποιοι θα είναι αυτοί οι μάρτυρες, Κατά πρώτον, ολόκληρη η εκκλησιαστική κοινότητα της βασιλικής και όσους διαθέσιμους χριστιανούς καταφέρουμε να συγκεντρώσουμε στην είσοδο του ναού, κατά δεύτερον, η δημόσια γνώμη που, όπως γνωρίζουμε, είναι ικανή να πάρει όρκο για κάτι που δεν είδε και να επιβεβαιώσει αυτό που δεν ξέρει, Και, επιπλέον, να πιστέψει σε θαύματα που δεν συνέβησαν ποτέ, ρώτησε ο μαχούτ, Αυτά είναι και τα πιο νόστιμα, έχουν μπελά μέχρι να τα ετοιμάσεις, αλλά η προσπάθεια που απαιτούν συνήθως ανταμείβεται , εξάλλου ανακουφίζουμε τους αγίους μας από την παραπάνω ευθύνη, και το θεό, Το θεό ποτέ δεν τον ενοχλούμε για να κάνει θαύματα, πρέπει να σεβόμαστε την ιεραρχία, το πολύ να ανατρέξουμε στην παναγία, που είναι επίσης προικισμένη με θαυματουργά ταλέντα, Δεν ξέρω αν είναι η ιδέα μου, είπε ο μαχούτ, αλλά στην καθολική σας εκκλησία κυκλοφορεί πολύς κυνισμός, Ίσως, αλλά αν σου μιλώ με τόση ειλικρίνεια, απάντησε ο ιερέας, είναι για να καταλάβεις ότι στ' αλήθεια χρειαζόμαστε αυτό το θαύμα, αυτό η οποιοδήποτε άλλο, Γιατί, Γιατί ο λούθηρος, έστω και νεκρός, εξακολουθεί να κάνει μεγάλη ζημιά στην αγία θρησκεία μας, οτιδήποτε μπορεί να μας βοηθήσει να ελαττώσουμε τον αντίκτυπο της προτεσταντικής κατήχησης είναι καλοδεχούμενο [...] (σελ. 144).

[...] σκέφτεται πως, παρά την υπερπληθώρα θεών, ημίθεων και δαιμονίων, που τα κατακλύζει, είναι πολύ λιγότερες οι προκαταλήψεις στα μέρη όπου γεννήθηκε απ' ότι σ' αυτή την πλευρά της πολιτισμένης και χριστιανικής ευρώπης, που έχει φτάσει ν' αγοράζει στα τυφλά μια τρίχα ελέφαντα και να πιστεύει ευλαβικά στις μπούρδες του πωλητή. Να καταντάς να πληρώνεις για τα ίδια σου τα όνειρα, μεγαλύτερη απελπισία δεν υπάρχει. (σελ. 148).

Μαχουτ, Μάλιστα, κύριε, μαχούτ είναι το όνομα που δίνουν σ' αυτούς που οδηγούν τους ελέφαντες, Αφού είναι έτσι, τότε ο καρχηδόνιος σταρτηγός θα πρέπει να είχε μαχούτ στο στρατό του, Δεν θα πήγαινε πουθενα με τους ελέφαντες χωρίς κάποιον να τους οδηγεί, Τους πήγε μέχρι τον πόλεμο, Τον πόλεμο των ανθρώπων, Αν το καλοσκεφτούμε, δεν υπάρχει και άλλος. Ο άνθρωπος ήταν φιλόσοφος. (σελ. 162).

Έκανα ό,τι μπόρεσα, κύριέ μου, γι' αυτό είμαι ο μαχούτ. Αν όλοι οι άνθρωποι έκαναν ό,τι μπορούσαν, ο κόσμος θα ήταν σίγουρα καλύτερος. (σελ. 191).

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2010

Ανίτα Νταϊαμάντ-Η κόκκινη σκηνή


Ανίτα Νταϊμάντ, "Η κόκκινη σκηνή", μετάφραση Θεοδώρα Δαρβίρη, εκδόσεις Λιβάνη


Οι κόρες ανακούφιζαν τις μητέρες τους από τα βάρη: βοηθούσαν στον αργαλειό, στο άλεσμα, στο καθήκον της ακατάπαυστης φροντίδας των μικρών αγοριών, που ουρούσαν πάντα στις γωνιές των σκηνών ό,τι κι αν τους έλεγαν. (σελ. 17)


Αρκούσε ελάχιστος χρόνος για να διαπιστώσει κανείς πως η Βαλλά ήταν καλή. Ήταν καλή με τον τρόπο που το γάλα γίνεται καλό, με τον τρόπο που η βροχή είναι καλή. Η Βαλλά παρατηρούσε τον ουρανό και τα ζώα, παρατηρούσε και την οικογένειά της. Από τις σκοτεινές γωνιές των σκηνών, είδε την Λεία να κρύβει την ταπείνωσή της όταν οι άνθρωποι την κοίταζαν. Η Βαλλά πρόσεξε τον φόβο της Ραχήλ για το σκοτάδι και τις αϋπνίες της Ζελφάς. Η Βαλλά ήξερε πως ο Λάβαν ήταν τόσο τιποτένιος όσο και ηλίθιος. (σελ. 37)


Η Λεία θυμόταν κάθε μπουκιά του. "Βουτούσε τη χαψιά του στη σάλτσα από το αρνάκι ξανά και ξανά και πήρε τρεις φορές ψωμί. Πρόσεξα ότι του άρεσαν τα γλυκά και πως προτιμούσε την μπύρα που είχε βράσει μαζί με μέλι από το πικρό ποτό που κατέβαζε μονορούφι ο Λάβαν. Ήξερα τι ικανοποιούσε τη γεύση του, σκέφθηκα. Άρα θα ήξερα πως να τον ικανοποιήσω ολόκληρο". (σελ. 40)


Δυο μήνες μετά τον θάνατο της Αδάς, μπήκε και η Βαλλά στην κόκκινη σκηνή.Χωρίς την Αδά, και εφόσον δεν υπήρχε καμιά άλλη μεγαλύτερη για να αναλάβει αυτό το ρόλο, η Λεία, ενώ ακόμα θήλαζε το γιο της, έγινε η φιλόξενη μητέρα. Καλωσόρισε την καινούργια σύντροφο και της έμαθε πως να ελέγχει τη ροή του αίματος, πως να γιορτάζει στο καινούργιο φεγγάρι, πως να συμμετέχει στον κύκλο του σώματος της με την επανάληψη της ζωής. (σελ. 78)


Στην κόκκινη σκηνή γνωρίζαμε πως ο θάνατος ήταν η σκιά της γέννησης, το τίμημα που πληρώνουν οι γυναίκες για την ζωή που χαρίζουν. Έτσι η λύπη μας μετριαζόταν. (σελ.83)


Βέβαια σε αντίθεση με τους γιους της Ζελφάς, αυτά τα δίδυμα έμοιαζαν τόσο πολύ που, όταν ήταν παιδιά, ούτε η μητέρα τους δεν μπορούσε πάντα να τα ξεχωρίζει. Μόνο η Βαλλά, που μπορούσε να δει κάθε φύλλο ενός δένδρου να λάμπει με το δικό του φως, δεν τους μπέρδεψε ποτέ, κι αυτά αγαπούσαν το ένα το άλλο με ένα είδος ήρεμης αρμονίας που δεν ένιωσαν ποτέ τα άλλα μου αδέλφια. (σελ. 99)


Ο κόσμος μου ήταν γεμάτος με μητέρες και αδέλφια, δουλειά και παιχνίδια, καινούργια φεγγάρια και καλό φαγητό. Οι λόφοι στο βάθος περιέκλειαν τη ζωή μου σ' ένα κύπελλο γεμάτο με όλα όσα θα μπορούσα να επιθυμήσω. (σελ. 128)


"...Μερικές φορές αναρωτιέμαι μήπως οι θεοί είναι όνειρα και ιστορίες για να περνάμε τις κρύες νύχτες και να διώχνουμε τις σκοτεινές σκέψεις". Η Λεία άρπαξε την αδελφή της από τους ώμους. ¨Καλύτερα να εμπιστευτείς τα χέρια τα δικά μου και του Ιακώβ παρά τις ιστορίες που είναι καμωμένες από άνεμο και φόβο". (σελ. 137)


¨Εκείνοι που βρίσκονται ψηλά δε μας έχουν πραγματικά ανάγκη. Οι προσφορές και οι προσευχές μας δεν είναι περισσότερο σημαντικές από το κελάηδημα των πουλιών ή το τραγούδι των μελισσών. Τουλάχιστον οι δοξολογίες τους είναι εξασφαλισμένες". (σελ. 244)


Καθώς η κοιλιά μου φούσκωνε, οι γυναίκες του σπιτιού με κανάκευαν. Είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που είχε γεννηθεί μωρό στην οικογένεια του Ναχτ-Ρα, και ο ερχομός του γιου μου τους γέμιζε αδημονία. Μου ετοίμαζαν υπέροχα φαγητά, που μου φαίνονταν τόσο εξωτικά όσο τα λουλούδια του μονίμως ανθισμένου κήπου πίσω από το σπίτι. Έτρωγα πεπόνια με πορτοκαλιά φλούδα και πεπόνια με ροζ φλούδα, και οι χουρμάδες δεν έλειπαν ποτέ. (σελ. 320)


Γιατί δεν μου είχε πει κανείς πως το σώμα μου θα γινόταν πεδίο μάχης, τόπος υπέρτατης δοκιμασίας, θυσιαστήριο; Γιατί δεν ήξερα πως η γέννα είναι η υπέρβαση των ορίων, η αιχμή όπου οι γυναίκες ανακάλυπταν το κουράγιο να γίνουν μητέρες; Αλλά φυσικά δεν υπάρχει τρόπος να το πει κανείς αυτό ή να το ακούσει. Ώσπου να σταθείς πάνω στις πλάκες, δεν έχεις ιδέα πως ο θάνατος περιμένει στη γωνία, έτοιμος να πάρει το μερτικό του. (σελ. 323)


...μα τότε το μωρό έβηξε κι ένα άγριο κλάμα διέλυσε τις αμφιβολίες. Η σκοτεινή γωνιά φωτίστηκε. Ο θάνατος δεν χασομεράει όταν έχει νικηθεί. Οι φωνές τεσσάρων γυναικών ακούστηκαν γύρω μου, φλύαρες και δυνατές. Αφέθηκα να πέσω στο αχυρόστρωμα εξουθενωμένη, κι αυτό είναι το τελευταίο που θυμάμαι. (σελ. 326)



Έπρεπε να υπάρχει ένα τραγούδι γι' αυτή τη στιγμή ή μια προσευχή. Ίσως όμως να μην υπάρχει επειδή οι λέξεις είναι πολύ ανεπαρκείς για να εκφράσουν τα συναισθήματα της ώρας τούτης. Όπως κάθε μητέρα από την εποχή της πρώτης μητέρας, ένιωσα μαζί συγκίνηση και θλίψη, απέραντη ευτυχία και ερημιά. Είχα αφήσει πίσω μου το κορίτσι που ήμουν κάποτε. Είδα τον εαυτό μου βρέφος στην αγκαλιά της μητέρας μου κι έριξα ένα φευγαλέο βλέμμα στο θάνατό μου. Έκλαψα, χωρίς να ξέρω αν χαιρόμουν ή θρηνούσα. Οι μητέρες μου και οι μητέρες τους ήταν μαζί μου καθώς κρατούσα το μωρό μου. (σελ. 327)


Πρώτη φορά έβλεπα ανθρώπους να νιώθουν τόσο άνετα με τον εαυτό τους και ο ένας με τον άλλο, και αναρωτιόμουν πως συνέβαινε αυτό. Ίσως επειδή δεν υπήρχαν αφεντικά ή φρουροί στη φελούκα, ούτε καν γραφείς. Μόνο τεχνίτες με τις οικογένειες τους, που γύριζαν στο σπίτι τους. (σελ. 382)


Ζήτησα να μου φέρουν δροσερό νερό για να πλύνω το πρόσωπο της μητέρας, φρέσκο άχυρο, άνθη λωτού για να φρεσκάρω τον αέρα του δωματίου και πέντε θεραπενίδες, που συγκεντρώθηκαν γύρω από την κυρία τους για να την ενθαρρύνουν. Μερικές φορές είναι ευκολότερο για τους φτωχούς, σκέφτηκα. Ακόμα και εκείνοι που δεν έχουν οικογένεια ζουν τόσο κοντά στους γείτονές τους που οι φωνές μιας μητέρας που γεννά τραβούν τις άλλες γυναίκες σαν τις χήνες, που ανταποκρίνονται στο κάλεσμα του αρχηγού του σμήνους όταν πετούν. Οι πλούσιες όμως περιβάλλονται από θεραπενίδες που φοβούνται πολύ τις κυρίες τους για να τους συμπεριφερθούν σαν αδελφές. (σελ. 407)


Την στιγμή πριν περάσω στην άλλη μεριά, ήξερα πως οι ιερείς και οι μάγοι της Αιγύπτου ήταν ηλίθιοι και τσαρλατάνοι που υπόσχονταν να παρατείνουν τις ομορφιές της ζωής πέρα από τον κόσμο που μας δίνεται. Ο θάνατος δεν είναι εχθρός, μα το θεμέλιο της ευγνωμοσύνης και της συμπόνοιας, και τέχνη. Απ' όλες τις απολαύσεις της ζωής, μόνο η αγάπη δεν χρωστά τίποτα στο θάνατο. (σελ. 457)


Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2010

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ-Ο Βασιλιάς Ερρίκος ο Ε'


Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, "Ο Βασιλιάς Ερρίκος ο Ε'", μετάφραση Βασίλη Ρώτα, εκδόσεις Επικαιρότητα

Έχεις το δίκιο και τα μέσα και την δύναμη. (σελ. 29)

Αλλ' αν σε μικροσφάλματα, που κάνει η μέθη,
δεν κλείνουμε τα μάτια, πόσο θα 'πρεπε
να τα γουρλώνουμε, όταν βγαίνουνε μπροστά μας
εγκλήματα μεγάλα, καλομασημένα,
καλοκαταπιωμένα, καλοχωνεμένα; (σελ. 47-48)

Ποιο χαλινάρι δύναται να συγκρατήσει
τη λυσσασμένη ασέλγεια, όταν πάρει τον κατήφορο;
Του κάκου τους ξεφρενιασμένους μας στρατιώτες
θα τους προστάζουμε να πάψει η λεηλασία.
Γι' αυτό πολίτες του Αρφλέρ, να λυπηθείτε
την πόλη σας και τους κατοίκους, όσο ακόμα
με πειθαρχία τους στρατιώτες μου υποτάζω,
κι όσο το αγέρι δροσερό της καλοσύνης
και μετριοπάθειας σκορπάει τα βρώμικα
και μολυσμένα σύννεφα της αρπαγής,
του άνομου φόνου και της χτηνωδίας. Αν όχι,
τότε σε λίγο ετοιμαστείτε για να ιδείτε
τον αιμοβόρο και στραβό στρατιώτη
να βάζει τα βρωμόχερά του στα σγουρά
των κοριτσιών σας που στριγγά θα ξεφωνίζουν,
τους πατεράδες σας να σέρνονται από τα ψαρά τους γένια,
τα σεβαστά κεφάλια τους να σπάζονται στους τοίχους,
στις λόγχες καρφωμένα τα γυμνά σας βρέφη,
ενώ τρελές μανάδες με ουρλιαχτό και σκούσμα
θα σκίζουνε τα σύννεφα, καθώς Εβραίες
μπροστά στου Ηρώδη τους μαυρόψυχους φονιάδες. (σελ. 72-73)

Γιατί όταν η καλοσύνη και η σκληράδα παίζουν ένα βασίλειο, ο μαλακότερος παίχτης κερδίζει. (σελ. 84)

Όμορφη και πεντάμορφη μου Κατερίνα,
μάθε σ' έναν στρατιώτη λόγια που τρυπώνουν
σε μιας κυρίας τ' αφτί και πρόθυμα μιλάνε
για την αγάπη του στην όμορφη καρδιά της. (σελ. 148)

Παρηγοριά μου είναι πως τα γερατειά, που χαλούν την ομορφιά, δε μπορούν να χειροτερέψουν τη φάτσα μου, με παίρνεις, αν με πάρεις, στη χειρότερή μου κατάσταση, και θα με υποφέρεις, όλο και καλύτερα-και γι' αυτό, πες μου όμορφη Κατερίνα: με θέλεις; (σελ. 153)