Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2014

Ίταλο Καλβίνο-Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές

Ίταλο Καλβίνο, «Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές», μετάφραση Ανταίος Χρυσοστομίδης, εκδόσεις Θεμέλιο


«Παιδιά», αρχίζει να μιλά, σαν να μην θέλει να δυσαρεστήσει κανέναν, ούτε τον Ζερβοχέρη, «ο καθένας ξέρει γιατί κάνει τον αντάρτη. Εγώ έκανα τον γανωτή και γύριζα όλα τα χωριά, η φωνή μου ακουγόταν από μακριά και οι γυναίκες έτρεχαν να πάρουν τις τρύπιες κατσαρόλες για να μου τις δώσουν να τις διορθώσω. Πήγαινα στα σπίτια και αστειευόμουνα με τις υπηρέτριες, κι αυτές μερικές φορές μου έδιναν αυγά και ένα ποτήρι κρασί. Καθόμουνα να γανώσω τις κατσαρόλες σε ένα χωράφι και γύρω μου μαζεύονταν πάνα τα παιδιά και με κοίταζαν να δουλεύω. Τώρα πια δεν μπορώ να πάω στα χωριά, διότι θα με συλλάβουν, κι άλλωστε οι βομβαρδισμοί έχουν καταστρέψει τα πάντα. Γι’ αυτό κάνουμε τους αντάρτες:  ώστε αν μπορέσω να ξανακάνω τον γανωτή, ώστε να υπάρχει κρασί και αυγά σε καλή τιμή, ώστε να μη μας συλλαμβάνουν και να μην υπάρχουν πλέον σπίτια που θα σου κλείνουν την πόρτα κατάμουτρα, κι ότι δεν θα αναγκάζεσαι να μπαίνεις τη νύχτα στα κοτέτσια. Κομμουνισμός σημαίνει ότι, αν μπεις σε ένα σπίτι και τρώνε σούπα, θα σου δώσουν κι εσένα σούπα, ακόμα κι αν είσαι γανωτής, κι αν τρώνε τα Χριστούγεννα πανετόνε, θα σου δώσουν πανετόνε. Αυτό είναι κομμουνισμός. Για παράδειγμα, εδώ όλοι είμαστε φίσκα στην ψείρα, ακόμα λίγο οι ψείρες θα μας πάρουν και θα μας σηκώσουν. Πήγα λοιπόν στο αρχηγείο, κι εκεί είδα ότι έχουν εντομοκτόνα σε σκόνη. Τότε τους είπα: ωραίοι κομμουνιστές είσαστε, ποτέ δεν στείλατε στη μονάδα μας απ’ αυτή τη σκόνη. Κι εκείνοι είπαν ότι εντάξει, θα μας στείλουν την σκόνη. Ορίστε, αυτό είναι κομμουνισμός». (σελ. 135-136)

Ο Φεριέρα μουρμουρίζει μέσα από τα γένια του: «Επομένως μου λες ότι το πνεύμα των δικών μας … και αυτό της μαύρης ταξιαρχίας … είναι το ίδιο πράγμα;».
«Το ίδιο πράγμα, καταλαβαίνεις τι θέλω να πω, ναι, ας πούμε το ίδιο πράγμα…»
Ο Κιμ έχει σταματήσει και δείχνει με το δάχτυλο λες και διαβάζει και φοβάται μη χάσει κάποια γραμμή. «Το ίδιο πράγμα αλλά και το εντελώς διαφορετικό. Διότι απ’ αυτή την πλευρά έχουμε δίκιο, ενώ από ‘κει έχουν άδικο.  Εδώ προσπαθούμε να σπάσουμε τις αλυσίδες, ενώ εκεί προσπαθούν να τις ενισχύσουν. Αυτό το αβάσταχτο βάρος που νιώθουν μέσα τους οι άνδρες του Ντόμπρου, αυτό το βάρος που νιώθουμε όλοι μας, εγώ, εσύ, αυτή η αρχαία οργή που υπάρχει μέσα σε όλους μας και που εκδηλώνεται με πυροβολισμούς, με σκοτωμένους εχθρούς, είναι η ίδια που κάνει και τους φασίστες να πυροβολούν, που τους οδηγεί να σκοτώνουν με την ίδια ελπίδα της κάθαρσης, της λύτρωσης. Στο σημείο αυτό έρχεται να παίξει ένα ρόλο η Ιστορία. Διότι εμείς, στα πλαίσια της Ιστορίας, είμαστε με το μέρος της λύτρωσης, ενώ εκείνοι όχι. Σε μας τίποτα δεν χάνεται, καμιά κίνηση, κανένας πυροβολισμός, παρ’ ότι όμοιος με τον δικό τους, με καταλαβαίνεις; Τίποτα δεν πάει χαμένο, όλα είναι χρήσιμα για την απελευθέρωση, αν όχι τη δική μας, τουλάχιστον των παιδιών μας, για την οικοδόμηση μιας ανθρωπότητας που δεν θα έχει πλέον οργή, μια ανθρωπότητας γαλήνιας, όπου θα μπορείς να μην είσαι κακός. Η άλλη πλευρά είναι η πλευρά των χαμένων κινήσεων, των άχρηστων θυμών, είναι χαμένοι και άχρηστοι ακόμα κι αν κερδίσουν, διότι δεν δημιουργούν ιστορία, δε βοηθούν στην χειραφέτηση αλλά στην διαιώνιση του θυμού και του μίσους, αφού μετά από είκοσι ή εκατό ή χίλια χρόνια θα ξαναβρεθούμε, εμείς και εκείνοι, να πολεμάμε με το ίδιο ανώνυμο μίσος στα μάτια, εμείς για να απελευθερωθούμε, εκείνοι για να παραμείνουν σκλάβοι. Αυτή είναι η εικόνα του αγώνα, η αληθινή ουσία, πέρα από κάθε επίσημη ερμηνεία. Μια στοιχειώδης, ανώνυμη ώθηση ανθρώπινης λύτρωσης από όλες τις ταπεινώσεις που έχουμε ζήσει: για τον εργάτη από την εκμετάλλευσή του, για τον αγρότη από την αμορφωσιά του, για τον μικροαστό από τις αναστολές του, για τον παρία από την διαφθορά του. Εγώ νομίζω ότι η πολιτική μας δουλειά πρέπει να είναι αυτή, να χρησιμοποιήσουμε ακόμα και την ανθρώπινη μιζέρια, να τη χρησιμοποιήσουμε εναντίον του εαυτού της, για την δική μας λύτρωση, έτσι όπως οι φασίστες χρησιμοποιούν τη μιζέρια για να διαιωνίσουν την μιζέρια, τον άνθρωπο εναντίον του ανθρώπου». (σελ. 149-151)

Η θάλασσα, που χτες ήταν ο σκοτεινός πάτος ενός σύννεφου στα περιθώρια του ουρανού, γίνεται σιγά σιγά μια γραμμή με όλο και πιο έντονο χρώμα, και τώρα είναι μια μεγάλη γαλάζια κραυγή πίσω από τους λόφους και τα σπίτια. (σελ. 195-196)

Ο συγγραφέας για το έργο του

Τι ενδιαφέρον παρουσιάζει κάποιος που είναι ήδη ήρωας, κάποιος που έχει ήδη ταξική συνείδηση; Είναι η διεργασία για να φτάσει κανείς μέχρι εκεί, αυτό που πρέπει να δείχνουμε! Όσο θα υπάρχει έστω και ένας άνθρωπος που δεν έχει συνείδηση, υποχρέωση μας είναι να ασχοληθούμε με αυτόν, μόνο με αυτόν.

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ ΕΥΑ ΛΟΥΝΑ







 Ιζαμπέλ Αλιέντε Εύα Λούνα 
μετάφραση: Κλαίτη Μπαραχασ, εκδόσεισ: Ωκεανίδα (47η χιλιάδα)

«… πειραματιζόταν χτυπώντας στο κεφάλι τους ηλίθιους εκ γενετής, ή εκ κλίσεως, γιατί είχε διαβάσει στην Caceta del Galeno πως εξαιτίας ενός εγκεφαλικού τραυματισμού ένα άτομο είχε μεταβληθεί σε ιδιοφυΐα. Ήταν αποφασισμένος αντισοσιαλιστής. Είχε υπολογίσει πως αν τα πλούτη του κόσμου μοιράζονταν ίσα στους κατοίκους του πλανήτη, θα αναλογούσαν στον καθένα λιγότερο από τριάντα πέντε σεντάβος, γι’ αυτό κι οι επαναστάσεις ήταν άχρηστες.» (σελ: 19)

«Ωστόσο, στο τέλος της ζωής της βρήκε μια εξήγηση γι’ αυτήν την αρχαία αγωνία της ανθρωπότητας να θέλει να διατηρεί τους πεθαμένους της, γιατί ανακάλυψε πως όταν έχει κανείς κοντά του τα σώματά τους, είναι πιο εύκολο να τους θυμάται.» (σελ: 21)

«Οι λέξεις είναι δωρεάν, έλεγε και τις οικειοποιούταν, όλες οι λέξεις ήταν δικές της. Εκείνη φύτεψε στο μυαλό μου την ιδέα πως η πραγματικότητα δεν είναι μόνο αυτό που συλλαμβάνουμε στην επιφάνεια, αλλά έχει ακόμα μια μαγική διάσταση κι αν κανείς έχει όρεξη, είναι νόμιμο να τη μεγαλοποιήσει και να τη χρωματίσει, ώστε το πέρασμά μας από αυτή τη ζωή να μην είναι τόσο ανιαρό.» (σελ: 34)

« “Δεν υπάρχει θάνατος, παιδί μου. Οι άνθρωποι πεθαίνουν μόνο όταν τους ξεχνάνε”, μου εξήγησε η μητέρα μου λίγο πριν φύγει. “Αν μπορείς να με θυμάσαι, θα είμαι πάντα μαζί σου”.» (σελ: 58)

«Εκείνα τα χρόνια η πόλη δεν ήταν η ανεπανόρθωτη καταστροφή που είναι τώρα, αλλά μεγάλωνε ήδη ανώμαλα, σαν κακοήθης όγκος, θύμα μιας παρανοϊκής αρχιτεκτονικής, ανακάτωμα όλων των ρυθμών: παλατάκια από ιταλικά μάρμαρα, φάρμες του Τέξας, αρχοντικά σε ρυθμό Τυδώρ, ουρανοξύστες από ατσάλι, κατοικίες με σχήμα πλοίου, μαυσωλείου, γιαπωνέζικου τεϊοποτείου, σαλέ των Άλπεων και γαμήλιες τούρτες πασπαλισμένες με γύψο. Δεν ήξερα που να πρωτοκοιτάξω.» (σελ: 78-79)

« “Πρέπει ν’ αντιστέκεσαι όταν σε πολεμάνε. Τα λυσσασμένα σκυλιά κανένας δεν τολμάει να τα πειράξει, ενώ τα ήμερα τα κλωτσάνε. Πρέπει πάντα ν’ αγωνίζεσαι.» (σελ: 88)

«Η Ελβίρα με είχε προειδοποιήσει με αναμφισβήτητη καθαρότητα πως οι άντρες έχουν ανάμεσα στα πόδια τους ένα τέρας, τόσο άσχημο σαν τη ρίζα του γιούκα, από όπου βγαίνουν τα μωρά σε μινιατούρα, μπαίνουν στην κοιλιά των γυναικών κι εκεί μεγαλώνουν. Δεν έπρεπε ν’ αγγίξω κείνα τα μέρη για κανένα λόγο, γιατί το κοιμισμένο ζώο θα σήκωνε το φοβερό κεφάκι του, θα πηδούσε πάνω μου και το αποτέλεσμα θα ήταν καταστροφικό. Όμως εγώ δεν την πίστευα, όλα αυτά ακούγονταν σαν άλλος ένας από τους εκκεντρικούς παραλογισμούς της. Το αφεντικό είχε μόνο ένα χοντρό και θλιβερό σκουλήκι, πάντα μαραμένο, απ’ όπου ποτέ δεν βγήκε τίποτα που να μοιάζει με μωρό, τουλάχιστον μπροστά μου. Έμοιαζε με τη χοντρή του μύτη και τότε ανακάλυψα –κι επιβεβαίωσα αργότερα στη ζωή μου- τη στενή σχέση ανάμεσα στο πέος και τη μύτη. Μου είναι αρκετό να παρατηρήσω το πρόσωπο ενός άντρα και να καταλάβω πως θα είναι γυμνός. Μύτες μακριές ή κοντές, λεπτές ή χοντρές, περήφανες ή ταπεινές, μύτες που ρουθουνίζουν, που χώνονται παντού, ή αδιάφορες, που κάνουν μόνο για τις φυσάει κανείς, μύτες όλων των ειδών. Με το πέρασμα της ηλικίας σχεδόν όλες χοντραίνουν, γίνονται πλαδαρές, στρογγυλεύουν και χάνουν την αλαζονεία που έχει ένα καλοφτιαγμένο πέος.» (σελ: 90)

«…, αλλά πως η ζωή ήταν σκληρή κι ήταν καλύτερα να προστατευθεί κανείς με μια πανοπλία, αν ήθελε να επιζήσει.» (σελ: 114)

«Επιπλέον πάντα καταλήγεις ν’ αγαπήσεις τον άντρα σου, αν το θελήσεις είναι νόμος του Αλλάχ δύο άνθρωποι να κοιμούνται μαζί και φέρνουν παιδιά στον κόσμο να καταλήγουν να εκτιμούν ο ένας τον άλλο, είπε.» (σελ: 178)

«Ο θρίαμβος της Κουβανικής επανάστασης έκανε να ξεσπάσει μια πυρκαγιά από ψευδαισθήσεις σε όλη την ήπειρο. Εκεί πέρα υπήρχαν άνθρωποι που άλλαζαν την τάξη της ζωής και οι φωνές τους έφταναν μέσα από τα κύματα σκορπώντας θαυμαστές κουβέντες. Εδώ κάτω τριγυρνούσε ο Τσε μ’ ένα αστέρι στο μέτωπο, έτοιμος να πολεμήσει σε οποιαδήποτε γωνιά της Αμερικής. Οι νεαροί άφηναν να μεγαλώνουν τα γένια τους και μάθαιναν απέξω τις θεωρίες του Καρλ Μαρξ και τα λόγια του Φιδέλ Κάστρο. Αν δεν υπάρχουν οι συνθήκες για την επανάσταση, ο πραγματικός επαναστάτης πρέπει να τις δημιουργήσει, ήταν γραμμένο με ανεξίτηλη μπογιά στους τοίχους των Πανεπιστημίου. Μερικοί, σίγουροι πως ο λαός ποτέ δεν θ’ αποκτούσε την εξουσία χωρίς βία, αποφάσισαν πως είχε φτάσει η στιγμή να πάρουν τα όπλα. Άρχισε το κίνημα των παρτιζάνων.» (σελ: 216-217)

« “Ο άντρας και η γυναίκα, δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα τους από αυτή την άποψη, είναι πρότυπα του σύμπαντος σε μικρότερη κλίμακα, γι’ αυτό όσα συμβαίνουν στον αστρικό τομέα συνοδεύονται από εκδηλώσεις στον ανθρώπινο τομέα κι ο κάθε άνθρωπος δοκιμάζει μια σχέση με την καθορισμένη πλανητική τάξη σύμφωνα με τη βασική θέση των πλανητών που σχετίζεται με τον εαυτό του από τη μέρα που πήρε την πρώτη του ανάσα, καταλαβαίνεις;”» (σελ: 259)

«Μ’ έκανε πέρα με σταθερότητα και κοιτάζοντάς με στα μάτια μου εξήγησε πως τη βία την ασκούσε η κυβέρνηση, δεν ήταν μορφές βίας η ανεργία, η φτώχεια, η διαφθορά, η κοινωνική αδικία; Το κράτος ασκούσε πολλά είδη εκμετάλλευσης και καταπίεσης, εκείνοι οι αστυνομικοί ήταν οπαδοί του καθεστώτος, υπεράσπιζαν τα συμφέροντα των ταξικών εχθρών τους και η εκτέλεσή τους ήταν νόμιμη πράξη ο λαός αγωνιζόταν για την απελευθέρωσή του.» (σελ: 278)

« “…Ο ρόλος μας δεν είναι ν’ αλλάξουμε την κατεύθυνση της ιστορίας, αλλά απλώς να καταγράφουμε τα γεγονότα”.» (σελ: 281)

« “Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε και οι γκρίνγκος δεν θα επιτρέψουν καινούργιες επαναστάσεις. Στην Κούβα οι περιστάσεις ήταν διαφορετικές, εκεί αγωνίζονταν εναντίον μιας δικτατορίας κι είχαν τη λαϊκή υποστήριξη. Εδώ υπάρχει μια δημοκρατία όλο ελαττώματα, αλλά ο λαός είναι περήφανος γι’ αυτήν. Οι αντάρτες δεν μπορούν να βασίζονται στη συμπάθεια του κόσμου και, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, μπόρεσαν να στρατολογήσουν μόνο φοιτητές από τα πανεπιστήμια”.
Τι νομίζεις γι’ αυτούς;
Είναι ιδεαλιστές και γενναίοι”.» (σελ: 289-290)



Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Τζινγκίζ Αϊτμάτοφ-Τζαμίλια


Τζινγκίζ Αϊτμάτοφ, "Τζαμίλια", μετάφραση Άλκη Ζέη, πρόλογος Αραγκόν, εκδόσεις Θεμέλιο, 1981


Ευχαριστώ Θεέ μου-που δεν σε πιστεύω-γι’ αυτήν την αυγουστιάτικη νύχτα, που αυτήν την πιστεύω μ’ όλη μου την πίστη που τρέφω στην αγάπη.
Παρίσι 30 Μαρτίου 1959
 (από τον πρόλογο)

Γυρίζαμε αργά από τον σταθμό. Ο Ντανιγιάρ πήγαινε μπροστά. Η νύχτα ήτανε μαγευτική. Ποιος δεν ξέρει τις αυγουστιάτικες νύχτες με τα μακρινά μα και τόσο κοντινά αστέρια, με την ασυνήθιστη λάμψη! Κάθε αστεράκι ξεχωρίζει. Να ένα απ’ αυτά, σα να ‘ναι σκεπασμένο με πάχνη στις άκρες, στράφτει όλο με παγερές αχτιδούλες και κοιτάζει τη γη από τον σκοτεινό ουρανό με παιδιάστικη απορία … Ο άνεμος έφερνε από τη στέππα την πικρή γύρη της ανθισμένης αψιθιάς, το ανεπαίσθητο άρωμα του γινομένου κριθαριού που το κρύωνε η νύχτα. Κι όλα αυτά, ανακατεμένα με τη μυρουδιά της πίσσας των ιδρωμένων χάμουρων των αλόγων, μας έφερναν μια ελαφριά ζάλη. (σελ 77-78)

Σαν πλατιά θάλασσα κυμάτιζαν τα γαλαζωπά ώριμα στάχυα, περιμένοντας το θέρισμα, και τα πρώτα φεγγίσματα της αυγής κυνηγιόνταν πάνω στο λιβάδι. (σελ 83)

Ο Ντανιγιάρ έφυγε και εμείς μέχρι το αϊλ (χωριό) δεν είπαμε λέξη. Τι ανάγκη να μιλήσουμε, αφού με τα λόγια δεν μπορεί κανείς πάντα να εκφράσει όλα όσα αισθάνεται. (σελ. 84)

Τα έβλεπα τότε μονάχα όλα αυτά, μα δεν τα πολυκαταλάβαινα. Μα και τώρα ακόμα, ρωτώ συχνά τον εαυτό μου: Μήπως η αγάπη είναι κι αυτή μια έμπνευση, όπως η έμπνευση του ζωγράφου, του ποιητή; Κοίταζα την Τζαμίλια και μουρχότανε να τρέξω στην στέππα να βάλω φωνή να ρωτήσω ουρανό και γη, τι να κάνω, πώς να παλέψω μέσα μου αυτή την παράξενη ανησυχία, αυτή την παράξενη χαρά. Και μια φορά μου φάνηκε πως βρήκα την απάντηση. (σελ. 95)

Και μέσα σε μια ίδια ακριβώς αλμυρή ασπριδερή θολούρα έπλεε στη δύση ένας τρεμουλιάρικος κι ασουλούπωτος ήλιος. Πέρα, πάνω από το θολό ορίζοντα μαζεύονταν πορτοκαλοκόκκινα σύννεφα της μπόρας. Ένας ξερός άνεμος φυσούσε κατά ριπές, πασπάλιζε με άσπρα κατακάθια τις μούρες των αλόγων, ανέμιζε βαριά τις χαίτες τους κι έφευγε πέρα, ανασαλεύοντας τις τούφες των αψιθιών στις βουνοπλαγιές. (σελ. 107)

…Καλέ μου μοναχούλη μου, σε κανένα δε σε δίνω! Από πάντα σ’ αγαπώ. Και τότε που δε σε ήξερα σ’ αγαπούσα και σε περίμενα κι εσύ ήρθες, σα να τόξερες πως σε περιμένω … Κι εγώ σ’ αγαπώ πολύν καιρό, σ’ ονειρευόμουνα στα χαρακώματα, ήξερα πως η αγάπη μου βρίσκεται στην πατρίδα μου, ήσουνα εσύ, η Τζαμίλια μου. (σελ. 110-111)


Ας αντηχεί σε κάθε πινελιά μου, το τραγούδι του Ντανιγιάρ! Σε κάθε πινελιά ας χτυπά η καρδιά της Τζαμίλια. (σελ. 125)

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

Νίκος Καββαδίας-Λι

Νίκος Καββαδίας, «Λι», εκδόσεις Άγρα

Τα μίλια σωθήκανε, μουρμούρισε ο Καπετά Χαραλάμπης. (σελ. 9)

Χαμηλή καταχνιά σκέπαζε τις δυο πολιτείες που εμάς δεν μας εμπόδιζε να βλέπουμε τα παρδαλά φώτα που δε σβήνουνε μέρα νύχτα.  Τότε ήρθε στην  πόρτα. Το φορτηγίσιο σκαλοπάτι ψηλό για να προστατεύει από τα κύματα, την έκρυβε από την μέση και κάτω. (σελ. 11)

Το μουτράκι της ήταν άσχημο μα δε χόρταινες να βλέπεις τα μάτια της, που χόρευαν αδιάκοπα.
-Τι θέλεις, ρώτησα.
-Να σε δουλέψω όσο μείνετε, μου απάντησε με χελιδονίσια εγγλέζικα. (σελ.12)

-Πολλά βιβλία, είπε, είναι δικά σου;
-Ναι.
-Και τα έχεις διαβάσει;
-Όλα.
-Θα ξέρεις πολλά.
-Όχι περισσότερα από σένα, συλλογίστηκα, κι ότι δεν ξέρω το μαθαίνω τώρα από σένα, στα σαράντα μου. (σελ.18-19)

Οι Κινέζες έχουν τα ομορφότερα σκέλη που είδα στη ζωή μου. Μια ρόδινη χαραξιά σα λουλούδι που σκάει. Σαν ένα μάτι μισόκλειστο που ονειρεύεται. Η άνθηση του σκαρφαλώνει καθώς ένα στάχυ. ¨Η σαν αραιό υπογένειο νεαρού Μανδαρίνου. (σελ. 20)

Εκείνος ο κόμπος που σπάνια μου κάνει τη βίζιτα έσφιγγε το λαρύγγι μου. Δεν μπορούσα να κλάψω. Μεσημέριαζε, όταν κατεβήκαμε από το τραμ. Ήταν συλλογισμένη και όλο μουρμούριζε. (σελ. 31)

-Πεινάς; Ρώτησα.
-Όχι.
Κατάλαβα πως πεινούσαν περισσότερο τα μάτια της, πρόσεχε να μην δείχνει περιέργεια. (σελ. 36)

Είμαι ένας ατζαμής-ο μεγαλύτερος που ξέρω-στις κρίσιμες ώρες. Λέω κάτι κουβέντες που δεν έχουν καμιά θέση κείνη την ώρα και που τις θυμούνται οι άλλοι και περισσότερο απ’ όλους εγώ όταν έρχονται στο νου μου, την ώρα που πάω να κοιμηθώ, και με βασανίζουν. Είναι κάτι παγίδες που στήνω σε μένα τον ίδιο. (σελ. 40)

Τον λυπάμαι, μουρμούρισε. Δεν υπάρχει χειρότερο πράμα από το να λυπάσαι τον άλλον. Και πιο φριχτό, να σιχαίνεσαι. Εγώ δε θα τον σιχαινόμουνα. (σελ. 41)

Ήμουνα κείνη την ώρα μονάχος στα χέρια της. Κρατιόμουνα να μην κλάψω. Αυτή με προστάτευε. Ακούσαμε γέλια. Δυνατά. Σα να γελούσε ένας λαός. Σηκώσαμε τα μάτια μας κι είδαμε ψηλά κρεμασμένες σε κοντάρια κινέζικες χάρτινες μάσκες που γελούσανε, στριφογύριζαν τα μάτια, άνοιγαν διάπλατα το στόμα. Γελούσε κι η Λι. Γύρισε και με είδε. (σελ. 42-43)

Πολλές μανάδες αποχαιρετούσαν για τελευταία φορά τα παιδιά τους που τα ‘χαν πουλήσει κείνη την ώρα. Ανέκφραστες, μονάχα τα χέρια τους κλαίγαν καθώς τους διόρθωναν την πλεξίδα ή το φόρεμα, τα δάχτυλα τους δείχναν σπαραγμό και απελπισία, όπως τις άγγιζαν. (σελ. 45)

Κατέβασε το κεφάλι της.
-Το ευχαριστώ είναι πρόστυχη πληρωμή. Όταν δυο άνθρωποι ζούνε ο ένας με την ανάσα του άλλου δε χωράει πληρωμή. (σελ. 48)

-Και πως βοηθάει;

-Δεν βοηθάει. Προλαβαίνει. Όταν κάποιος πέσει στο ποτάμι, κανείς δικός του δεν τον βοηθάει. Δεν πρέπει. Το σωστό είναι να τον προλάβουν πριν πέσει. (σελ. 49)