Δευτέρα 22 Μαρτίου 2010

Πέτερ Χάντκε-Η αγωνία του τερματοφύλακα τη στιγμή του πέναλτι

Πέτερ Χάντκε, "Η αγωνία του τερματοφύλακα τη στιγμή το πέναλτι", εισαγωγή-μετάφραση Αλέξανδρος Ίσαρης, εκδόσεις Εκκρεμές.

Ο Μπλοχ έχει διαρκώς την υποψία πως του στήνουν παγίδες, πως του κάνουν φάρσες. Είναι ανήσυχος, και αυτή η ανησυχία αποπραγματοποιεί το περιβάλλον στο οποίο κινείται, καθιστώντας το αφόρητο. Μας δίνει την εντύπωση ενός δρομέα, που τρέχει ανάμεσα σε παγερά τοπία, προσπαθώντας να δραπετεύσει. Όταν βρίσκεται στον κινηματογράφο ηρεμεί. Είναι μήπως η μόνη πραγματικότητα (αυτή της Τέχνης) που είναι σήμερα υποφερτή; (σελ. 14) (από την εισαγωγή του μεταφραστή)

Όλα τον ενοχλούσαν, γι’ αυτό προσπάθησε να προσέχει όσο το δυνατόν λιγότερα. Μέσα στην αίθουσα προβολής ανάσανε ξαλαφρωμένος. (σελ. 24)

Ο Μπλοχ ήταν ανήσυχος. Από την μια εκείνο το ενοχλητικό περιβάλλον που έβλεπε όταν είχε τα μάτια ανοιχτά, από την άλλη οι ακόμα πιο ενοχλητικές λέξεις για τα πράγματα που υπήρχαν μέσα σ’ αυτό όταν τα έκλεινε. «Μήπως φταίει το ότι πλάγιασα μαζί της;» αναρωτήθηκε. Μπήκε στο μπάνιο κι έμεινε πολλή ώρα κάτω από το ντους. (σελ. 38-39)

Η θέση δίπλα του ήταν τώρα αδειανή. Ο Μπλοχ κάθισε στην γωνιά κι ακούμπησε τα πόδια του στο μικρό πάγκο που ήταν απέναντι. Έλυσε τα κορδόνια των παπουτσιών του, έγειρε στο πλαϊνό παράθυρο και κοίταζε απέναντι. Έβαλε τα χέρια στο σβέρκο του, πέταξε με το πόδι κάτι ψίχουλα από τον πάγκο, πίεσε τα μπράτσα πάνω στ’ αυτιά του, παρατηρώντας τους αγκώνες του. Ακούμπησε τις εσωτερικές πλευρές των αγκώνων του στους κροτάφους του, έχωσε τη μύτη στα μανίκια του, έτριψε το πηγούνι με το μπράτσο του, κι άφησε το κεφάλι του να πέσει προς τα πίσω. Στύλωσε το βλέμμα του στο φωτισμό της οροφής, αλλά σε γινόταν τίποτα. Τελικά ξαναπήρε την κανονική του θέση, γιατί τίποτα δεν μπορούσε να τον ηρεμήσει. (σελ. 50-51)

Στην άκρη του δάσους κάθισε πάνω σ’ ένα κομμένο κορμό δένδρου. Ύστερα σηκώθηκε. Ύστερα ξανακάθισε και μέτρησε τα λεφτά του. Κοίταξε ολόγυρα. Αν και το έδαφος ήταν επίπεδο, είχε την εντύπωση πως ερχόταν κυματίζοντας κατά πάνω του και τον εκτόπιζε. Ήταν εκεί, στην άκρη του δάσους, και πιο πέρα ήταν το σπιτάκι του μετασχηματιστή, κι ύστερα ένα υπαίθριο γαλακτοπωλείο, μετά ένα χωράφι, μέσα στο χωράφι κάτι ανθρώπινες φιγούρες, κι εκεί στην άκρη του δάσους αυτός ο ίδιος. Καθόταν τόσο σιωπηλός, που στο τέλος ένιωθε σαν να’ χε απογειωθεί. Πολύ αργότερα πρόσεξε πως εκείνες οι ανθρώπινες φιγούρες μέσα στο χωράφι, ήταν χωροφύλακες με σκυλιά. (σελ. 68)

Σήμερα το πρωί λ.χ. περνώντας από ένα δρόμο, παραλίγο να τον πατήσει ένα αυτοκίνητο, γιατί βλέποντάς το είχε σκεφθεί, πως ώσπου να ‘ρθει το δεύτερο αυτοκίνητο, είχε αρκετό χρόνο στη διάθεσή του, το πρώτο δεν το είχε μετρήσει καν. Η ταβερνιάρισσα μίλησε, απλώς για να πει κάτι. (σελ. 72)

Την άλλη μέρα ξύπνησε λίγο πριν χαράξει. Όλα του φάνηκαν μεμιάς ανυπόφορα. Προσπάθησε να θυμηθεί αν ξύπνησε απ’ το γεγονός πως τα ‘βρισκε όλα ανυπόφορα. Το στρώμα του βούλιαζε, οι ντουλάπες και τα κομοδίνα βρίσκονταν πολύ μακριά, κολλημένα στους τοίχους, το ταβάνι ήταν πολύ ψηλό. Είχε τόση ησυχία στο μισοσκότεινο δωμάτιο, στο διάδρομο και προπάντων έξω στον δρόμο, που σκέφθηκε πως δεν μπορούσε ν’ αντέξει άλλο. (σελ. 78-79)

Η ησυχία ήταν τόσο μεγάλη, που κανένας θόρυβος δεν μπορούσε να διακόψει τη σκέψη του, και επειδή από την μια το φως ήταν ήδη αρκετά δυνατό ώστε να βλέπει όλα τα αντικείμενα καθαρά κι από την άλλη η ησυχία τόσο απόλυτη, άρχισε να βλέπει τα πράγματα σαν διαφημιστές του ίδιου τους του εαυτού. (σελ. 79)

Βγαίνοντας ο Μπλοχ επανέλαβε τα λόγια της πωλήτριας : «Πρώτον…Δεύτερον…» Το ότι κάποιος ήταν σε θέση ν’ αρχίζει μια φράση, ξέροντας εκ των προτέρων πως θα την τελειώσει, το ‘βρισκε αφύσικο. (σελ. 113)

«Τώρα ο τερματοφύλακας σκέφτεται σε ποια γωνία θα σουτάρει ο άλλος» είπε ο Μπλοχ. Αν τον γνωρίζει καλά τον παίχτη αυτόν, τότε ξέρει και σε ποια γωνία προτιμάει να σουτάρει. Είναι όμως πιθανό να το σκεφτεί αυτό και ο άλλος που ετοιμάζεται να χτυπήσει την μπάλα. Σκέφτεται λοιπόν ο τερματοφύλακας, πως εκείνη την φορά θα διαλέξει την άλλη γωνία. Αν όμως συμβεί να κάνει ο παίχτης την ίδια σκέψη με τον τερματοφύλακα και διαλέξει την γωνία που συνηθίζει να διαλέγει;» (σελ. 157)

Ξαφνικά ο παίχτης άρχισε να τρέχει με φόρα. Ο τερματοφύλακας που φορούσε μια κατακίτρινη φανέλα έμεινε τελείως ακίνητος, και σε λίγο η μπάλα κατέληξε κατευθείαν στα χέρια του. (σελ. 158)

Δευτέρα 15 Μαρτίου 2010

Αντουάν ντε Σαιντ- Εξυπερύ


Αντουάν ντε Σαιντ Εξυπερύ, "Ο μικρός πρίγκιπας", εκδόσεις Γνώση



Όλοι οι μεγάλοι ήταν κάποτε παιδιά (όμως λίγοι τους το θυμούνται) (σελ. 7)



Ευτυχώς για τη φήμη του αστεροειδή Β 612, ένας τούρκος δικτάτορας υποχρέωσε τους υπηκόους του, επί ποινή θανάτου, να ντύνονται ευρωπαϊκά. Ο αστρονόμος ξανάκανε την ανακοίνωσή του το 1920, φορώντας ένα πολύ κομψό κουστουμάκι. Και αυτή τη φορά όλοι συμφώνησαν με την άποψή του. (σελ. 19)



"Σύμφωνα με την εθιμοτυπία, δεν επιτρέπεται να χασμουριέσαι μπροστά στον βασιλιά", του είπε ο μονάρχης. "Σ' το απαγορεύω".

"Δεν μπορώ να κρατηθώ", απάντησε ταραγμένος ο μικρός πρίγκιπας. "Έκανα μεγάλο ταξίδι και δεν έχω κοιμηθεί..."

"Τότε", του είπε ο βασιλιάς, "σε διατάζω να χασμουρηθείς. Χρόνια έχω να δω κάποιον να χασμουριέται. Τα χασμουρητά είναι για μένα κάτι αξιοπερίεργο. Εμπρός, χασμουρήσου! Είναι διαταγή!"

"Ντρέπομαι τώρα... δεν μπορώ άλλο..." έκανε ο μικρός πρίγκιπας κοκκινίζοντας.

"Χμ! χμ!" απάντησε ο βασιλιάς. " Τότε... σε διατάζω πότε να χασμουριέσαι και πότε να ..."

Τραύλιζε λίγο και φαινόταν πειραγμένος.

Γιατί εκείνο που είχε σημασία γι' αυτόν ήταν να σέβονται την εξουσία του. Δεν άντεχε την ανυπακοή. Ήταν ένας απόλυτος μονάρχης. Επειδή όμως ήταν πολύ καλός, έδινε λογικές διαταγές. (σελ. 37)



"Τότε θα κρίνεις τον εαυτό σου", του απάντησε ο βασιλιάς. "Είναι το δυσκολότερο". Είναι πολύ πιο δύσκολο να κρίνεις τον εαυτό σου παρά να κρίνεις τον άλλο. Αν καταφέρεις να κρίνεις τον εαυτό σου σωστά, θα είσαι πραγματικά σοφός. (σελ. 40)



...Οι ματαιόδοξοι δεν ακούν παρά μόνο τους επαίνους.

"Με θαυμάζεις στ' αλήθεια πολύ;" ρώτησε το μικρό πρίγκιπα.

"Τι θα πει θαυμάζω;"

"Θαυμάζω θα πει ότι αναγνωρίζεις πως είμαι ο πιο ωραίος, ο πιο καλοντυμένος, ο πιο πλούσιος και ο πιο έξυπνος άνθρωπος του πλανήτη".

"Μα είσαι μόνος σου εδώ στον πλανήτη σου!"

"Ας είμαι! Εσύ κάνε μου την χχάρη να με θαυμάζεις!" (σελ. 43)



"Πως γίνεται να έχει κάποιος τα άστρα;"

"Γιατί ποιανού είναι;" απάντησε νευριασμένος ο επιχειρηματίας.

"Δεν ξέρω, κανενός".

"Άρα είναι δικά μου. Εγώ το σκέφτηκα πρώτος". (σελ. 47-48)



"Καλημέρα", είπε ο μικρός πρίγκιπας

"Καλημέρα" είπε το λουλούδι.

"Που είναι οι άνθρωποι;" ρώτησε ευγενικά ο μικρός πρίγκιπας.

Το λουλούδι είχε δει μια μέρα να περνάει ένα καραβάνι.

"Οι άνθρωποι; Νομίζω πως υπάρχουν έξι εφτά. Τους έχω δει πριν από χρόνια. Μα δεν ξέρεις ποτέ που να τους βρεις. Τους πηγαινοφέρνει ο άνεμος. Δεν έχουν ρίζες κι αυτό τους δυσκολεύει πολύ".(σελ. 62)



Η αλεπού σώπασε και κοίταξε κάμποση ώρα το μικρό πρίγκιπα.

"Σε παρακαλώ... εξημέρωσέ με!" είπε.

"Θα το 'θελα πολύ", απάντησε ο μικρός πρίγκιπας, "αλλά δεν έχω πολύ καιρό. Έχω να ανακαλύψω φίλους και να μάθω πολλά".

"Δε μαθαίνεις παρά τα πράγματα που εξημερώνεις" είπε η αλεπού. "Οι άνθρωποι δεν έχουν πια καιρό να γνωρίσουν τίποτα. Όλα τα παίρνουν έτοιμα από τα μαγαζιά. Αφού όμως δεν υπάρχουν μαγαζιά που να πουλάνε φίλους, οι άνθρωποι δεν έχουν φίλους. Αν θέλεις ένα φίλο, εξημέρωσέ με!" (σελ. 69)



Μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά. Η ουσία δε φαίνεται με τα μάτια. (σελ. 72)



Κινδυνεύεις να κλάψεις λιγάκι όταν αφήνεσαι να σε εξημερώσουν. (σελ. 82)

Δευτέρα 8 Μαρτίου 2010

Φ.Σ. Φιτζέραλντ-Γκάτσμπυ

Φ. Σ. Φιτζέραλντ, "Ο μεγάλος Γκάτσμπυ", μετάφραση Δ. Π. Κωστελένος, εκδόσεις "Γκοβόστη"

Για μια δυο μέρες ένιωθα μοναχικά, ώσπου κάποιο πρωινό, ένας άνθρωπος που ήρθε μετά από μένα στην περιοχή με σταμάτησε στο δρόμο και με ρώτησε, απελπισμένα.
-Από που πάνε στο Γουέστ Έγκ;
Του έδειξα και καθώς εξακολουθούσα το δρόμο μου δεν ένιωθα πια μοναχικά. 'Ημουνα κιόλας ένας ντόπιος, που μπορούσα να οδηγώ άλλους, ένας που ήξερα τους δρόμους. Ο άνθρωπος αυτός στην τύχη μ' έκανε να νιώσω την αίσθηση της γειτονιάς μου. (σελ. 10)

Χαμογέλασε με κατανόηση-με κάτι πιότερο από κατανόηση. Ήταν ένα απ' αυτά τα πολύ σπάνια χαμόγελα, που σου δίνουν μια αίσθηση αληθινής ανακούφισης, και που μπορείς να το συναντήσεις τέσσερις ή πέντε φορές στη ζωή σου. Το χαμόγελο αυτό κοίταξε-ή έμοιαζε να κοιτάζει-ολόκληρο τον αιώνιο κόσμο για μια στιγμή, κι ύστερα συγκεντρωνόταν επάνω σου, όλο κατανόηση και προκατάληψη για χάρη σου. (σελ.54)

Λικνιζόταν στο σκαλοπάτι του αυτοκινήτου με κείνη την περισσευούμενη ανάγκη για κίνηση, που είναι τόσο χαρακτηριστική των Αμερικανών,- και που υποθέτω πως οφείλεται στο γεγονός ότι σαν είμαστε νέοι κάνουμε ελάχιστη χειρονακτική δουλειά, ή κι ακόμη στα μ' απροσδιόριστη χάρη νευρικά και πολύ σποραδικά εθνικά μας αθλήματα. Αυτό το χαρακτηριστικό το 'βλεπες να εμφανίζεται συνέχεια κάτω από την κομψότητα της συμπεριφοράς του παίρνοντας τη μορφή μιας ανυπομονησίας. Ποτέ του δεν έμενε απόλυτα ακίνητος, πάντα θα χτυπούσε το πόδι του κάπου, ή ανυπόμονα θ' άνοιγε και θα 'κλεινε το χέρι του. (σελ. 69)

Η αλήθεια ήταν πως ο Τζαίη Γκάτσμπυ του Γουέστ Εγκ στο Λόγκ Άιλαντ ξεπήδησε μεσ' από τούτη την πλατωνική σύλληψη του ιδίου με το εγώ του. (σελ. 104)

Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά κι όλο πιο δυνατά, καθώς τ' ολόλευκο πρόσωπο της Νταίζη ερχόταν στο δικό του. Ήξερε πως όταν θα τη φιλούσε και έδενε για πάντα τ' ανείπωτα οράματά του με τη σβησμένη ανάσα της, το μυαλό του δε θα μπορούσε πια ποτέ να δουλέψει σα μυαλό Θεού. Γι' αυτό περίμενε, προσμένοντας ν' ακούσει τον μουσικό τόνο που θα του 'στελνε εν' άστρο. Μετά τη φίλησε. Στην επαφή των χειλιών του εκείνη άνθησε σαν το λουλούδι κι η ενσάρκωση ολοκληρώθηκε. (σελ. 117)

-Τι κάνουμε το απόγευμα; φώναξε η Ντάιζη, και αύριο κι ύστερα από τριάντα χρόνια; (σελ. 124)

Η Νταίζη κοίταξε τον Τομ ζαρώνοντας τα φρύδια και μια ακαθόριστη έκφραση, ταυτόχρονα οριστικά ασυνήθιστη κι αόριστα αναγνωρίσιμη, πέρασε απ' το πρόσωπο του Γκάτσμπυ. (σελ. 127)

Πίστευε πως ήξερα πολλά, επειδή ήξερα διαφορετικά πράγματα από κείνη... (σελ. 156)

Έτσι πάντα αγωνιζόμαστε κόντρα στο ρεύμα, που μας ρίχνει αδιάκοπα πίσω, στο παρελθόν. (σελ. 188)

Δευτέρα 1 Μαρτίου 2010

Απόστολος Δοξιάδης-Μακαβέττας


Απόστολος Κ. Δοξιάδης, «Μακαβέττας», εκδόσεις Εστία

Τελειώνοντας, θέλω να δηλώσω ότι το ζήτημα της ιστορικής ακρίβειας του αφηγήματος ουδέποτε με απασχόλησε. Έτσι και αλλιώς, δεν επιζούν τα γεγονότα που συνέβησαν, αλλά αυτά που καταγράφηκαν. Ακόμα και αν δεν συνέβησαν. (σελ. 8 Ο πρόλογος)

«Δυο πέναλτι που δεν έδωσες», του λέει, «συν ένα που μου χρωστάς, τρία, συν ένα ακόμα για αποζημίωση, τέσσερα. Σφύριξέ τα λοιπόν στο δεύτερο ημίχρονο για να επανορθώσεις την αδικία που μας έκανες, ειδεμή θα φύγεις από δω μέσα ξαπλωτός!» (σελ. 16)

«Άκουσε Πρόεδρε. Ότι έπαιξα και έχασα το παραδέχομαι. Σε αυτό δε, φταίει το ότι δεν υπολόγισα στην ψευτιά και στην προδοσία που όμως-αλίμονο- φαίνεται ότι αυτές πια κυβερνάνε τη ζωή μας. Θέλω όμως να με ακούσεις προσεκτικά: άλλαξε τον τόνο της φωνής σου γιατί ο καιρός έχει γυρίσματα και εδώ που σήμερα κάθομαι εγώ, μπορεί αύριο να βρίσκεσαι εσύ. Άσε λοιπόν τα μεγάλα λόγια. Να συζητήσουμε ψυχραίμως. Μεταξύ κατεργαρέων ειλικρίνεια. (σελ. 28)

Η Ζέζα Φίλη του ‘λεγε και του λεγε… και τι δεν του ‘λεγε! Σαν τελείωσε την ιστορία του έργου, έπιασε την ιστορία της ζωής της, αλήθειες και ψευτιές μαζί ανακατωμένες. Μίλησε στον Μακαβέττα για τα παιδικά της χρόνια, για το όνειρο που είχε από μικρή να γίνει ηθοποιός (αλήθεια), πως έδωσε στη Δραματική Σχολή και μπήκε πρώτη (ψέμα), πόσο καμάρωσε ο πατέρας της σαν την πρωτοείδε στο πανί (ψέμα), καθώς και για τις δυσκολίες του επαγγέλματός, πως της γίνονται συνεχώς ανήθικες προτάσεις (αλήθεια) και πως εκείνη συνεχώς τις αρνείται (ψέμα). Ο Μακαβέττας την άκουγε μαγεμένος. (σελ. 105)

(Απειρόμαχε αναγνώστη, μην αναλογιστείς σε ετούτο το σημείο νεκρούς και τραυματίες, ούτε τις υλικές ζημιές, τον θρήνο και τον οδυρμό που προκάλεσε η επίθεση-ο πόλεμος έχει την δική του φιλανθρωπία.) Ο Μακαβέττας βρισκόταν εκείνες τις ώρες σε εμπόλεμη κατάσταση και τούτο μόνο μας ενδιαφέρει, ότι έτσι και αντί να επιτεθεί άρχιζε να μετακινεί ευφυώς, μια εδώ, μια εκεί, τις δυνάμεις του, να τις παρατάσσει σε θέση μάχης και να απειλεί τον Μπαϊρακτάρη ότι «αν» δεν τον αφήσει να μπει στο στρατόπεδο αυτός «θα» επιτεθεί, με άλλα λόγια να γαβγίζει χωρίς να δαγκώνει και να κάνει τους κούφιους λεονταρισμούς που συνηθίζουν να κάνουν οι ψευτοπαλικαράδες, τότε είναι απολύτως βέβαιο ότι το είχε χάσει το παιχνίδι. (σελ. 208)

«Δεκτόν», λέει ο Πρόεδρος αμέσως. «Σε διαβεβαιώ!»
«Και πως μπορώ να είμαι σίγουρος ότι δεν θα μας γελάσεις;»
«Σου δίνω τον λόγο μου, ως άνδρας και ως αξιωματικός!» (σελ. 212)

Κάποιος σοφός το έχει γραμμένο, ότι στον πόλεμο η καλύτερη στρατηγική είναι να είσαι πανίσχυρος…Η μικρή υπεροχή παλεύεται, ενίοτε και η μεγάλη-η τεράστια ποτέ. Έτσι και τραβήξει ο αγώνας σε μάκρος, στο τέλος ο Γολιάθ θα τον νικήσει τον Δαυίδ. Μην ακούτε τι λένε στα παραμύθια. (σελ. 216)