Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012

Σεμπάστιαν Μπάρυ-Εις γην Χαναάν


Σεμπάστιαν Μπάρυ, «Εις γην Χαναάν», μετάφραση Αύγουστος Κορτώ, εκδόσεις Καστανιώτη

Τι ήχο να κάνει άραγε μια ογδοντάχρονη καρδιά που ραγίζει; Μπορεί να μην διαταράσσει καν την σιωπή, και το δίχως άλλο ως ήχος θα ‘ναι αχνός πολύ. (σελ. 15)

Η μητέρα μου πέθανε πάνω που η χρεία κεριών περίττευε, με την πρώτη αχτίδα της αυγής. Όλα αυτά σ’ ένα χωριό, το Ντάλκι, όχι μακριά από την θάλασσα.

Όταν με τα πολλά αποθέσανε το μωρό στο στήθος μου- εγώ να ξεφυσώ σαν το ζώο- και με πλημμύρισε εκείνη η απαράμιλλη ευτυχία, έκλαψα για την μάνα μου, και η αξία και το βάρος των δακρύων εκείνων για μένα ξεπερνούσαν βασίλειο ολόκληρο. (σελ. 15)

Τις Κυριακές καμιά φορά διαβάζω εφημερίδα, όταν η διάθεση το επιτρέπει, απ’ την πρώτη ως την τελευταία σελίδα. Τη ρουφάω όπως η φλόγα τον αέρα. Και η Βίβλος μ’ αρέσει-σε ακόμα σπανιότερα κέφια και στιγμές. Η Βίβλος είναι σαν μια περίεργη μουσική, δεν πιάνεις πάντα τη μελωδία της. (σελ. 21)

Κρυώνω γιατί δεν μπορώ να βρω την καρδιά μου. (σελ. 22)

Έκανα μεταβολή για να φύγω από κει μέσα, κι ένα πλήθος μεγάλο μου ‘κλεινε τον δρόμο, μα τέντωσα το χέρι, σαν γυναίκα που σπέρνει, κι όρμισα με το κεφάλι, να περάσω ανάμεσα και μέσα τους, έφτασα στην πελώρια είσοδο, ολόλαμπρη απ’ την σοδειά της λιακάδας, και διέσχισα το φως σαν να ‘ταν στερεό κι αυτό. (σελ. 87)

Είμαι κουρασμένη, όμως για κάνα δυο λεπτά μονάχα ένιωσα πάλι ερωτευμένη με τον Τατζ Μπιρ. Τι παράξενο. Μπορεί να ‘χουμε ανοσία στον τύφο, στον τέτανο, στην ανεμοβλογιά, στη διφθερίτιδα, μα στην μνήμη ποτέ. Δεν υπάρχει εμβόλιο για δαύτη. (σελ. 89)

Ένα μακρύ κομμάτι σπάγκου κι έξι τιμωρημένα στην όψη μαργαριτάρια. Μπορεί κι η ζωή μου να ‘ναι κάπως έτσι. (σελ. 99)

Δεν μπορώ να προσλαμβάνω κάθε αδέσποτο κορίτσι του Κλίβελαντ. Τουλάχιστον εσύ έχεις την διάκριση ότι είσαι η αδέσποτη που μάζεψε η Κάσι. Και δεν θα πω ότι δεν έχω ιδιαίτερη εκτίμηση στις απόψεις της Κάσι για τους άλλους, διότι όντως έχω. Καλούς πλούσιους μπορείς να βρεις ένα σωρό, αλλά ο καλός και φτωχός, το είδος του ανθρώπου που θες να ‘χεις μες στο σπίτι σου, σπανίζει. (σελ. 105)

Ήταν υπέροχο το ρόστο, όπως διαπίστωσα όταν δοκίμασα ένα κομματάκι, γεμιστό με καρύδια και τυρί, άψογο. Το πρόσωπο της κας Ευγενίδη απ’ το Κέιπ Μέι του Νιου Τζέρζι, παντελώς άγνωστο, σαν να αιωρήθηκε μπρος μου φευγαλέα, το πνεύμα της παντοτινά δεμένο, θαρρείς με την μαγειρική της. (σελ. 125)

«Ναι αλλά για μένα είχε τεράστια σημασία. Εξ’ ου και ο φόβος. Όταν ζεις σ’ ένα κλουβί φτιαγμένο από φόβο, Λίλι, κι αρχίζεις τις υπεκφυγές, τότε ο φόβος σε ακολουθεί παντού και πάντα». (σελ. 193)

Το να θυμάσαι καμιά φορά είναι μεγάλη λύπη, μα όταν τελειώσει η αναθύμηση, σου ‘ρχεται μια πολύ παράξενη γαλήνη. Διότι έχεις καρφώσει τη σημαία σου στην κορυφή της λύπης. Την έχεις κατακτήσει. (σελ. 209)

Και το σκοτάδι ήταν τόσο σκοτεινό, που μου ‘μοιαζε με φως, μολονότι δεν ήταν, ήταν ένα σκότος καθ’ όλα κατανοητό, ήταν το μέσα των πραγμάτων, σαν τα κουκούτσια, τα σποράκια, τα βάναυσα ποιήματα και τ’ αντικείμενα του Θεού που ο ίδιος ο Θεός τα συμβουλεύεται, κρατώντας τα κρυφά και θαυμάσια, με τρόπο εγωιστικό σχεδόν, άπληστο, μα ποιος θα Του ‘δινε άδικο; (σελ. 246)