Πέτερ Χάντκε, "Η αγωνία του τερματοφύλακα τη στιγμή το πέναλτι", εισαγωγή-μετάφραση Αλέξανδρος Ίσαρης, εκδόσεις Εκκρεμές.
Ο Μπλοχ έχει διαρκώς την υποψία πως του στήνουν παγίδες, πως του κάνουν φάρσες. Είναι ανήσυχος, και αυτή η ανησυχία αποπραγματοποιεί το περιβάλλον στο οποίο κινείται, καθιστώντας το αφόρητο. Μας δίνει την εντύπωση ενός δρομέα, που τρέχει ανάμεσα σε παγερά τοπία, προσπαθώντας να δραπετεύσει. Όταν βρίσκεται στον κινηματογράφο ηρεμεί. Είναι μήπως η μόνη πραγματικότητα (αυτή της Τέχνης) που είναι σήμερα υποφερτή; (σελ. 14) (από την εισαγωγή του μεταφραστή)
Όλα τον ενοχλούσαν, γι’ αυτό προσπάθησε να προσέχει όσο το δυνατόν λιγότερα. Μέσα στην αίθουσα προβολής ανάσανε ξαλαφρωμένος. (σελ. 24)
Ο Μπλοχ ήταν ανήσυχος. Από την μια εκείνο το ενοχλητικό περιβάλλον που έβλεπε όταν είχε τα μάτια ανοιχτά, από την άλλη οι ακόμα πιο ενοχλητικές λέξεις για τα πράγματα που υπήρχαν μέσα σ’ αυτό όταν τα έκλεινε. «Μήπως φταίει το ότι πλάγιασα μαζί της;» αναρωτήθηκε. Μπήκε στο μπάνιο κι έμεινε πολλή ώρα κάτω από το ντους. (σελ. 38-39)
Η θέση δίπλα του ήταν τώρα αδειανή. Ο Μπλοχ κάθισε στην γωνιά κι ακούμπησε τα πόδια του στο μικρό πάγκο που ήταν απέναντι. Έλυσε τα κορδόνια των παπουτσιών του, έγειρε στο πλαϊνό παράθυρο και κοίταζε απέναντι. Έβαλε τα χέρια στο σβέρκο του, πέταξε με το πόδι κάτι ψίχουλα από τον πάγκο, πίεσε τα μπράτσα πάνω στ’ αυτιά του, παρατηρώντας τους αγκώνες του. Ακούμπησε τις εσωτερικές πλευρές των αγκώνων του στους κροτάφους του, έχωσε τη μύτη στα μανίκια του, έτριψε το πηγούνι με το μπράτσο του, κι άφησε το κεφάλι του να πέσει προς τα πίσω. Στύλωσε το βλέμμα του στο φωτισμό της οροφής, αλλά σε γινόταν τίποτα. Τελικά ξαναπήρε την κανονική του θέση, γιατί τίποτα δεν μπορούσε να τον ηρεμήσει. (σελ. 50-51)
Στην άκρη του δάσους κάθισε πάνω σ’ ένα κομμένο κορμό δένδρου. Ύστερα σηκώθηκε. Ύστερα ξανακάθισε και μέτρησε τα λεφτά του. Κοίταξε ολόγυρα. Αν και το έδαφος ήταν επίπεδο, είχε την εντύπωση πως ερχόταν κυματίζοντας κατά πάνω του και τον εκτόπιζε. Ήταν εκεί, στην άκρη του δάσους, και πιο πέρα ήταν το σπιτάκι του μετασχηματιστή, κι ύστερα ένα υπαίθριο γαλακτοπωλείο, μετά ένα χωράφι, μέσα στο χωράφι κάτι ανθρώπινες φιγούρες, κι εκεί στην άκρη του δάσους αυτός ο ίδιος. Καθόταν τόσο σιωπηλός, που στο τέλος ένιωθε σαν να’ χε απογειωθεί. Πολύ αργότερα πρόσεξε πως εκείνες οι ανθρώπινες φιγούρες μέσα στο χωράφι, ήταν χωροφύλακες με σκυλιά. (σελ. 68)
Σήμερα το πρωί λ.χ. περνώντας από ένα δρόμο, παραλίγο να τον πατήσει ένα αυτοκίνητο, γιατί βλέποντάς το είχε σκεφθεί, πως ώσπου να ‘ρθει το δεύτερο αυτοκίνητο, είχε αρκετό χρόνο στη διάθεσή του, το πρώτο δεν το είχε μετρήσει καν. Η ταβερνιάρισσα μίλησε, απλώς για να πει κάτι. (σελ. 72)
Την άλλη μέρα ξύπνησε λίγο πριν χαράξει. Όλα του φάνηκαν μεμιάς ανυπόφορα. Προσπάθησε να θυμηθεί αν ξύπνησε απ’ το γεγονός πως τα ‘βρισκε όλα ανυπόφορα. Το στρώμα του βούλιαζε, οι ντουλάπες και τα κομοδίνα βρίσκονταν πολύ μακριά, κολλημένα στους τοίχους, το ταβάνι ήταν πολύ ψηλό. Είχε τόση ησυχία στο μισοσκότεινο δωμάτιο, στο διάδρομο και προπάντων έξω στον δρόμο, που σκέφθηκε πως δεν μπορούσε ν’ αντέξει άλλο. (σελ. 78-79)
Η ησυχία ήταν τόσο μεγάλη, που κανένας θόρυβος δεν μπορούσε να διακόψει τη σκέψη του, και επειδή από την μια το φως ήταν ήδη αρκετά δυνατό ώστε να βλέπει όλα τα αντικείμενα καθαρά κι από την άλλη η ησυχία τόσο απόλυτη, άρχισε να βλέπει τα πράγματα σαν διαφημιστές του ίδιου τους του εαυτού. (σελ. 79)
Βγαίνοντας ο Μπλοχ επανέλαβε τα λόγια της πωλήτριας : «Πρώτον…Δεύτερον…» Το ότι κάποιος ήταν σε θέση ν’ αρχίζει μια φράση, ξέροντας εκ των προτέρων πως θα την τελειώσει, το ‘βρισκε αφύσικο. (σελ. 113)
«Τώρα ο τερματοφύλακας σκέφτεται σε ποια γωνία θα σουτάρει ο άλλος» είπε ο Μπλοχ. Αν τον γνωρίζει καλά τον παίχτη αυτόν, τότε ξέρει και σε ποια γωνία προτιμάει να σουτάρει. Είναι όμως πιθανό να το σκεφτεί αυτό και ο άλλος που ετοιμάζεται να χτυπήσει την μπάλα. Σκέφτεται λοιπόν ο τερματοφύλακας, πως εκείνη την φορά θα διαλέξει την άλλη γωνία. Αν όμως συμβεί να κάνει ο παίχτης την ίδια σκέψη με τον τερματοφύλακα και διαλέξει την γωνία που συνηθίζει να διαλέγει;» (σελ. 157)
Ξαφνικά ο παίχτης άρχισε να τρέχει με φόρα. Ο τερματοφύλακας που φορούσε μια κατακίτρινη φανέλα έμεινε τελείως ακίνητος, και σε λίγο η μπάλα κατέληξε κατευθείαν στα χέρια του. (σελ. 158)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου