Φ. Σ. Φιτζέραλντ, "Ο μεγάλος Γκάτσμπυ", μετάφραση Δ. Π. Κωστελένος, εκδόσεις "Γκοβόστη"
Για μια δυο μέρες ένιωθα μοναχικά, ώσπου κάποιο πρωινό, ένας άνθρωπος που ήρθε μετά από μένα στην περιοχή με σταμάτησε στο δρόμο και με ρώτησε, απελπισμένα.
-Από που πάνε στο Γουέστ Έγκ;
Του έδειξα και καθώς εξακολουθούσα το δρόμο μου δεν ένιωθα πια μοναχικά. 'Ημουνα κιόλας ένας ντόπιος, που μπορούσα να οδηγώ άλλους, ένας που ήξερα τους δρόμους. Ο άνθρωπος αυτός στην τύχη μ' έκανε να νιώσω την αίσθηση της γειτονιάς μου. (σελ. 10)
Χαμογέλασε με κατανόηση-με κάτι πιότερο από κατανόηση. Ήταν ένα απ' αυτά τα πολύ σπάνια χαμόγελα, που σου δίνουν μια αίσθηση αληθινής ανακούφισης, και που μπορείς να το συναντήσεις τέσσερις ή πέντε φορές στη ζωή σου. Το χαμόγελο αυτό κοίταξε-ή έμοιαζε να κοιτάζει-ολόκληρο τον αιώνιο κόσμο για μια στιγμή, κι ύστερα συγκεντρωνόταν επάνω σου, όλο κατανόηση και προκατάληψη για χάρη σου. (σελ.54)
Λικνιζόταν στο σκαλοπάτι του αυτοκινήτου με κείνη την περισσευούμενη ανάγκη για κίνηση, που είναι τόσο χαρακτηριστική των Αμερικανών,- και που υποθέτω πως οφείλεται στο γεγονός ότι σαν είμαστε νέοι κάνουμε ελάχιστη χειρονακτική δουλειά, ή κι ακόμη στα μ' απροσδιόριστη χάρη νευρικά και πολύ σποραδικά εθνικά μας αθλήματα. Αυτό το χαρακτηριστικό το 'βλεπες να εμφανίζεται συνέχεια κάτω από την κομψότητα της συμπεριφοράς του παίρνοντας τη μορφή μιας ανυπομονησίας. Ποτέ του δεν έμενε απόλυτα ακίνητος, πάντα θα χτυπούσε το πόδι του κάπου, ή ανυπόμονα θ' άνοιγε και θα 'κλεινε το χέρι του. (σελ. 69)
Η αλήθεια ήταν πως ο Τζαίη Γκάτσμπυ του Γουέστ Εγκ στο Λόγκ Άιλαντ ξεπήδησε μεσ' από τούτη την πλατωνική σύλληψη του ιδίου με το εγώ του. (σελ. 104)
Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά κι όλο πιο δυνατά, καθώς τ' ολόλευκο πρόσωπο της Νταίζη ερχόταν στο δικό του. Ήξερε πως όταν θα τη φιλούσε και έδενε για πάντα τ' ανείπωτα οράματά του με τη σβησμένη ανάσα της, το μυαλό του δε θα μπορούσε πια ποτέ να δουλέψει σα μυαλό Θεού. Γι' αυτό περίμενε, προσμένοντας ν' ακούσει τον μουσικό τόνο που θα του 'στελνε εν' άστρο. Μετά τη φίλησε. Στην επαφή των χειλιών του εκείνη άνθησε σαν το λουλούδι κι η ενσάρκωση ολοκληρώθηκε. (σελ. 117)
-Τι κάνουμε το απόγευμα; φώναξε η Ντάιζη, και αύριο κι ύστερα από τριάντα χρόνια; (σελ. 124)
Η Νταίζη κοίταξε τον Τομ ζαρώνοντας τα φρύδια και μια ακαθόριστη έκφραση, ταυτόχρονα οριστικά ασυνήθιστη κι αόριστα αναγνωρίσιμη, πέρασε απ' το πρόσωπο του Γκάτσμπυ. (σελ. 127)
Πίστευε πως ήξερα πολλά, επειδή ήξερα διαφορετικά πράγματα από κείνη... (σελ. 156)
Έτσι πάντα αγωνιζόμαστε κόντρα στο ρεύμα, που μας ρίχνει αδιάκοπα πίσω, στο παρελθόν. (σελ. 188)
Δευτέρα 8 Μαρτίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου