Τα μίλια σωθήκανε, μουρμούρισε ο Καπετά Χαραλάμπης. (σελ. 9)
Χαμηλή καταχνιά σκέπαζε τις δυο πολιτείες που εμάς δεν μας εμπόδιζε
να βλέπουμε τα παρδαλά φώτα που δε σβήνουνε μέρα νύχτα. Τότε ήρθε στην πόρτα. Το φορτηγίσιο σκαλοπάτι ψηλό για να
προστατεύει από τα κύματα, την έκρυβε από την μέση και κάτω. (σελ. 11)
Το μουτράκι της ήταν άσχημο μα δε χόρταινες να βλέπεις τα
μάτια της, που χόρευαν αδιάκοπα.
-Τι θέλεις, ρώτησα.
-Να σε δουλέψω όσο μείνετε, μου απάντησε με χελιδονίσια εγγλέζικα.
(σελ.12)
-Πολλά βιβλία, είπε, είναι δικά σου;
-Ναι.
-Και τα έχεις διαβάσει;
-Όλα.
-Θα ξέρεις πολλά.
-Όχι περισσότερα από σένα, συλλογίστηκα, κι ότι δεν ξέρω το
μαθαίνω τώρα από σένα, στα σαράντα μου. (σελ.18-19)
Οι Κινέζες έχουν τα ομορφότερα σκέλη που είδα στη ζωή μου.
Μια ρόδινη χαραξιά σα λουλούδι που σκάει. Σαν ένα μάτι μισόκλειστο που
ονειρεύεται. Η άνθηση του σκαρφαλώνει καθώς ένα στάχυ. ¨Η σαν αραιό υπογένειο
νεαρού Μανδαρίνου. (σελ. 20)
Εκείνος ο κόμπος που σπάνια μου κάνει τη βίζιτα έσφιγγε το
λαρύγγι μου. Δεν μπορούσα να κλάψω. Μεσημέριαζε, όταν κατεβήκαμε από το τραμ.
Ήταν συλλογισμένη και όλο μουρμούριζε. (σελ. 31)
-Πεινάς; Ρώτησα.
-Όχι.
Κατάλαβα πως πεινούσαν περισσότερο τα μάτια της, πρόσεχε να
μην δείχνει περιέργεια. (σελ. 36)
Είμαι ένας ατζαμής-ο μεγαλύτερος που ξέρω-στις κρίσιμες
ώρες. Λέω κάτι κουβέντες που δεν έχουν καμιά θέση κείνη την ώρα και που τις θυμούνται
οι άλλοι και περισσότερο απ’ όλους εγώ όταν έρχονται στο νου μου, την ώρα που
πάω να κοιμηθώ, και με βασανίζουν. Είναι κάτι παγίδες που στήνω σε μένα τον
ίδιο. (σελ. 40)
Τον λυπάμαι, μουρμούρισε. Δεν υπάρχει χειρότερο πράμα από το
να λυπάσαι τον άλλον. Και πιο φριχτό, να σιχαίνεσαι. Εγώ δε θα τον
σιχαινόμουνα. (σελ. 41)
Ήμουνα κείνη την ώρα μονάχος στα χέρια της. Κρατιόμουνα να
μην κλάψω. Αυτή με προστάτευε. Ακούσαμε γέλια. Δυνατά. Σα να γελούσε ένας λαός.
Σηκώσαμε τα μάτια μας κι είδαμε ψηλά κρεμασμένες σε κοντάρια κινέζικες χάρτινες
μάσκες που γελούσανε, στριφογύριζαν τα μάτια, άνοιγαν διάπλατα το στόμα.
Γελούσε κι η Λι. Γύρισε και με είδε. (σελ. 42-43)
Πολλές μανάδες αποχαιρετούσαν για τελευταία φορά τα παιδιά τους
που τα ‘χαν πουλήσει κείνη την ώρα. Ανέκφραστες, μονάχα τα χέρια τους κλαίγαν
καθώς τους διόρθωναν την πλεξίδα ή το φόρεμα, τα δάχτυλα τους δείχναν σπαραγμό
και απελπισία, όπως τις άγγιζαν. (σελ. 45)
Κατέβασε το κεφάλι της.
-Το ευχαριστώ είναι πρόστυχη πληρωμή. Όταν δυο άνθρωποι
ζούνε ο ένας με την ανάσα του άλλου δε χωράει πληρωμή. (σελ. 48)
-Και πως βοηθάει;
-Δεν βοηθάει. Προλαβαίνει. Όταν κάποιος πέσει στο ποτάμι,
κανείς δικός του δεν τον βοηθάει. Δεν πρέπει. Το σωστό είναι να τον προλάβουν
πριν πέσει. (σελ. 49)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου