Ίταλο Καλβίνο, «Το
μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές», μετάφραση Ανταίος Χρυσοστομίδης, εκδόσεις
Θεμέλιο
«Παιδιά», αρχίζει να
μιλά, σαν να μην θέλει να δυσαρεστήσει κανέναν, ούτε τον Ζερβοχέρη, «ο καθένας
ξέρει γιατί κάνει τον αντάρτη. Εγώ έκανα τον γανωτή και γύριζα όλα τα χωριά, η
φωνή μου ακουγόταν από μακριά και οι γυναίκες έτρεχαν να πάρουν τις τρύπιες
κατσαρόλες για να μου τις δώσουν να τις διορθώσω. Πήγαινα στα σπίτια και
αστειευόμουνα με τις υπηρέτριες, κι αυτές μερικές φορές μου έδιναν αυγά και ένα
ποτήρι κρασί. Καθόμουνα να γανώσω τις κατσαρόλες σε ένα χωράφι και γύρω μου
μαζεύονταν πάνα τα παιδιά και με κοίταζαν να δουλεύω. Τώρα πια δεν μπορώ να πάω
στα χωριά, διότι θα με συλλάβουν, κι άλλωστε οι βομβαρδισμοί έχουν καταστρέψει
τα πάντα. Γι’ αυτό κάνουμε τους αντάρτες:
ώστε αν μπορέσω να ξανακάνω τον γανωτή, ώστε να υπάρχει κρασί και αυγά
σε καλή τιμή, ώστε να μη μας συλλαμβάνουν και να μην υπάρχουν πλέον σπίτια που
θα σου κλείνουν την πόρτα κατάμουτρα, κι ότι δεν θα αναγκάζεσαι να μπαίνεις τη
νύχτα στα κοτέτσια. Κομμουνισμός σημαίνει ότι, αν μπεις σε ένα σπίτι και τρώνε
σούπα, θα σου δώσουν κι εσένα σούπα, ακόμα κι αν είσαι γανωτής, κι αν τρώνε τα
Χριστούγεννα πανετόνε, θα σου δώσουν πανετόνε. Αυτό είναι κομμουνισμός. Για
παράδειγμα, εδώ όλοι είμαστε φίσκα στην ψείρα, ακόμα λίγο οι ψείρες θα μας πάρουν
και θα μας σηκώσουν. Πήγα λοιπόν στο αρχηγείο, κι εκεί είδα ότι έχουν
εντομοκτόνα σε σκόνη. Τότε τους είπα: ωραίοι κομμουνιστές είσαστε, ποτέ δεν
στείλατε στη μονάδα μας απ’ αυτή τη σκόνη. Κι εκείνοι είπαν ότι εντάξει, θα μας
στείλουν την σκόνη. Ορίστε, αυτό είναι κομμουνισμός». (σελ. 135-136)
Ο Φεριέρα μουρμουρίζει
μέσα από τα γένια του: «Επομένως μου λες ότι το πνεύμα των δικών μας … και αυτό
της μαύρης ταξιαρχίας … είναι το ίδιο πράγμα;».
«Το ίδιο πράγμα,
καταλαβαίνεις τι θέλω να πω, ναι, ας πούμε το ίδιο πράγμα…»
Ο Κιμ έχει σταματήσει και
δείχνει με το δάχτυλο λες και διαβάζει και φοβάται μη χάσει κάποια γραμμή. «Το
ίδιο πράγμα αλλά και το εντελώς διαφορετικό. Διότι απ’ αυτή την πλευρά έχουμε
δίκιο, ενώ από ‘κει έχουν άδικο. Εδώ
προσπαθούμε να σπάσουμε τις αλυσίδες, ενώ εκεί προσπαθούν να τις ενισχύσουν.
Αυτό το αβάσταχτο βάρος που νιώθουν μέσα τους οι άνδρες του Ντόμπρου, αυτό το
βάρος που νιώθουμε όλοι μας, εγώ, εσύ, αυτή η αρχαία οργή που υπάρχει μέσα σε
όλους μας και που εκδηλώνεται με πυροβολισμούς, με σκοτωμένους εχθρούς, είναι η
ίδια που κάνει και τους φασίστες να πυροβολούν, που τους οδηγεί να σκοτώνουν με
την ίδια ελπίδα της κάθαρσης, της λύτρωσης. Στο σημείο αυτό έρχεται να παίξει
ένα ρόλο η Ιστορία. Διότι εμείς, στα πλαίσια της Ιστορίας, είμαστε με το μέρος της
λύτρωσης, ενώ εκείνοι όχι. Σε μας τίποτα δεν χάνεται, καμιά κίνηση, κανένας
πυροβολισμός, παρ’ ότι όμοιος με τον δικό τους, με καταλαβαίνεις; Τίποτα δεν
πάει χαμένο, όλα είναι χρήσιμα για την απελευθέρωση, αν όχι τη δική μας,
τουλάχιστον των παιδιών μας, για την οικοδόμηση μιας ανθρωπότητας που δεν θα
έχει πλέον οργή, μια ανθρωπότητας γαλήνιας, όπου θα μπορείς να μην είσαι κακός.
Η άλλη πλευρά είναι η πλευρά των χαμένων κινήσεων, των άχρηστων θυμών, είναι
χαμένοι και άχρηστοι ακόμα κι αν κερδίσουν, διότι δεν δημιουργούν ιστορία, δε
βοηθούν στην χειραφέτηση αλλά στην διαιώνιση του θυμού και του μίσους, αφού
μετά από είκοσι ή εκατό ή χίλια χρόνια θα ξαναβρεθούμε, εμείς και εκείνοι, να
πολεμάμε με το ίδιο ανώνυμο μίσος στα μάτια, εμείς για να απελευθερωθούμε,
εκείνοι για να παραμείνουν σκλάβοι. Αυτή είναι η εικόνα του αγώνα, η αληθινή ουσία,
πέρα από κάθε επίσημη ερμηνεία. Μια στοιχειώδης, ανώνυμη ώθηση ανθρώπινης
λύτρωσης από όλες τις ταπεινώσεις που έχουμε ζήσει: για τον εργάτη από την
εκμετάλλευσή του, για τον αγρότη από την αμορφωσιά του, για τον μικροαστό από τις
αναστολές του, για τον παρία από την διαφθορά του. Εγώ νομίζω ότι η πολιτική μας
δουλειά πρέπει να είναι αυτή, να χρησιμοποιήσουμε ακόμα και την ανθρώπινη
μιζέρια, να τη χρησιμοποιήσουμε εναντίον του εαυτού της, για την δική μας λύτρωση,
έτσι όπως οι φασίστες χρησιμοποιούν τη μιζέρια για να διαιωνίσουν την μιζέρια,
τον άνθρωπο εναντίον του ανθρώπου». (σελ. 149-151)
Η θάλασσα, που χτες ήταν ο
σκοτεινός πάτος ενός σύννεφου στα περιθώρια του ουρανού, γίνεται σιγά σιγά μια
γραμμή με όλο και πιο έντονο χρώμα, και τώρα είναι μια μεγάλη γαλάζια κραυγή
πίσω από τους λόφους και τα σπίτια. (σελ. 195-196)
Ο συγγραφέας για το έργο
του
Τι ενδιαφέρον παρουσιάζει
κάποιος που είναι ήδη ήρωας, κάποιος που έχει ήδη ταξική συνείδηση; Είναι η
διεργασία για να φτάσει κανείς μέχρι εκεί, αυτό που πρέπει να δείχνουμε! Όσο θα
υπάρχει έστω και ένας άνθρωπος που δεν έχει συνείδηση, υποχρέωση μας είναι να
ασχοληθούμε με αυτόν, μόνο με αυτόν.
2 σχόλια:
Πολύ μου αρέσουν τα υποκειμενικά σας κριτήρια! Το συγκεκριμένο είναι νέα κυκλοφορία;
Ευχαριστούμε πολύ!
Αυτό το βιβλίο εκδόθηκε από το "Θεμέλιο" το 1997.
Το πρωτότυπο είναι:
IL SENTIERO DEI NIDI DI RAGNO
εκδόσεις
ARNOLDO MONDADORI EDITORE, Μιλάνο 1993
Δημοσίευση σχολίου