Ανίτα Νταϊμάντ, "Η κόκκινη σκηνή", μετάφραση Θεοδώρα Δαρβίρη, εκδόσεις Λιβάνη
Οι κόρες ανακούφιζαν τις μητέρες τους από τα βάρη: βοηθούσαν στον αργαλειό, στο άλεσμα, στο καθήκον της ακατάπαυστης φροντίδας των μικρών αγοριών, που ουρούσαν πάντα στις γωνιές των σκηνών ό,τι κι αν τους έλεγαν. (σελ. 17)
Αρκούσε ελάχιστος χρόνος για να διαπιστώσει κανείς πως η Βαλλά ήταν καλή. Ήταν καλή με τον τρόπο που το γάλα γίνεται καλό, με τον τρόπο που η βροχή είναι καλή. Η Βαλλά παρατηρούσε τον ουρανό και τα ζώα, παρατηρούσε και την οικογένειά της. Από τις σκοτεινές γωνιές των σκηνών, είδε την Λεία να κρύβει την ταπείνωσή της όταν οι άνθρωποι την κοίταζαν. Η Βαλλά πρόσεξε τον φόβο της Ραχήλ για το σκοτάδι και τις αϋπνίες της Ζελφάς. Η Βαλλά ήξερε πως ο Λάβαν ήταν τόσο τιποτένιος όσο και ηλίθιος. (σελ. 37)
Η Λεία θυμόταν κάθε μπουκιά του. "Βουτούσε τη χαψιά του στη σάλτσα από το αρνάκι ξανά και ξανά και πήρε τρεις φορές ψωμί. Πρόσεξα ότι του άρεσαν τα γλυκά και πως προτιμούσε την μπύρα που είχε βράσει μαζί με μέλι από το πικρό ποτό που κατέβαζε μονορούφι ο Λάβαν. Ήξερα τι ικανοποιούσε τη γεύση του, σκέφθηκα. Άρα θα ήξερα πως να τον ικανοποιήσω ολόκληρο". (σελ. 40)
Δυο μήνες μετά τον θάνατο της Αδάς, μπήκε και η Βαλλά στην κόκκινη σκηνή.Χωρίς την Αδά, και εφόσον δεν υπήρχε καμιά άλλη μεγαλύτερη για να αναλάβει αυτό το ρόλο, η Λεία, ενώ ακόμα θήλαζε το γιο της, έγινε η φιλόξενη μητέρα. Καλωσόρισε την καινούργια σύντροφο και της έμαθε πως να ελέγχει τη ροή του αίματος, πως να γιορτάζει στο καινούργιο φεγγάρι, πως να συμμετέχει στον κύκλο του σώματος της με την επανάληψη της ζωής. (σελ. 78)
Στην κόκκινη σκηνή γνωρίζαμε πως ο θάνατος ήταν η σκιά της γέννησης, το τίμημα που πληρώνουν οι γυναίκες για την ζωή που χαρίζουν. Έτσι η λύπη μας μετριαζόταν. (σελ.83)
Βέβαια σε αντίθεση με τους γιους της Ζελφάς, αυτά τα δίδυμα έμοιαζαν τόσο πολύ που, όταν ήταν παιδιά, ούτε η μητέρα τους δεν μπορούσε πάντα να τα ξεχωρίζει. Μόνο η Βαλλά, που μπορούσε να δει κάθε φύλλο ενός δένδρου να λάμπει με το δικό του φως, δεν τους μπέρδεψε ποτέ, κι αυτά αγαπούσαν το ένα το άλλο με ένα είδος ήρεμης αρμονίας που δεν ένιωσαν ποτέ τα άλλα μου αδέλφια. (σελ. 99)
Ο κόσμος μου ήταν γεμάτος με μητέρες και αδέλφια, δουλειά και παιχνίδια, καινούργια φεγγάρια και καλό φαγητό. Οι λόφοι στο βάθος περιέκλειαν τη ζωή μου σ' ένα κύπελλο γεμάτο με όλα όσα θα μπορούσα να επιθυμήσω. (σελ. 128)
"...Μερικές φορές αναρωτιέμαι μήπως οι θεοί είναι όνειρα και ιστορίες για να περνάμε τις κρύες νύχτες και να διώχνουμε τις σκοτεινές σκέψεις". Η Λεία άρπαξε την αδελφή της από τους ώμους. ¨Καλύτερα να εμπιστευτείς τα χέρια τα δικά μου και του Ιακώβ παρά τις ιστορίες που είναι καμωμένες από άνεμο και φόβο". (σελ. 137)
¨Εκείνοι που βρίσκονται ψηλά δε μας έχουν πραγματικά ανάγκη. Οι προσφορές και οι προσευχές μας δεν είναι περισσότερο σημαντικές από το κελάηδημα των πουλιών ή το τραγούδι των μελισσών. Τουλάχιστον οι δοξολογίες τους είναι εξασφαλισμένες". (σελ. 244)
Καθώς η κοιλιά μου φούσκωνε, οι γυναίκες του σπιτιού με κανάκευαν. Είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που είχε γεννηθεί μωρό στην οικογένεια του Ναχτ-Ρα, και ο ερχομός του γιου μου τους γέμιζε αδημονία. Μου ετοίμαζαν υπέροχα φαγητά, που μου φαίνονταν τόσο εξωτικά όσο τα λουλούδια του μονίμως ανθισμένου κήπου πίσω από το σπίτι. Έτρωγα πεπόνια με πορτοκαλιά φλούδα και πεπόνια με ροζ φλούδα, και οι χουρμάδες δεν έλειπαν ποτέ. (σελ. 320)
Γιατί δεν μου είχε πει κανείς πως το σώμα μου θα γινόταν πεδίο μάχης, τόπος υπέρτατης δοκιμασίας, θυσιαστήριο; Γιατί δεν ήξερα πως η γέννα είναι η υπέρβαση των ορίων, η αιχμή όπου οι γυναίκες ανακάλυπταν το κουράγιο να γίνουν μητέρες; Αλλά φυσικά δεν υπάρχει τρόπος να το πει κανείς αυτό ή να το ακούσει. Ώσπου να σταθείς πάνω στις πλάκες, δεν έχεις ιδέα πως ο θάνατος περιμένει στη γωνία, έτοιμος να πάρει το μερτικό του. (σελ. 323)
...μα τότε το μωρό έβηξε κι ένα άγριο κλάμα διέλυσε τις αμφιβολίες. Η σκοτεινή γωνιά φωτίστηκε. Ο θάνατος δεν χασομεράει όταν έχει νικηθεί. Οι φωνές τεσσάρων γυναικών ακούστηκαν γύρω μου, φλύαρες και δυνατές. Αφέθηκα να πέσω στο αχυρόστρωμα εξουθενωμένη, κι αυτό είναι το τελευταίο που θυμάμαι. (σελ. 326)
Έπρεπε να υπάρχει ένα τραγούδι γι' αυτή τη στιγμή ή μια προσευχή. Ίσως όμως να μην υπάρχει επειδή οι λέξεις είναι πολύ ανεπαρκείς για να εκφράσουν τα συναισθήματα της ώρας τούτης. Όπως κάθε μητέρα από την εποχή της πρώτης μητέρας, ένιωσα μαζί συγκίνηση και θλίψη, απέραντη ευτυχία και ερημιά. Είχα αφήσει πίσω μου το κορίτσι που ήμουν κάποτε. Είδα τον εαυτό μου βρέφος στην αγκαλιά της μητέρας μου κι έριξα ένα φευγαλέο βλέμμα στο θάνατό μου. Έκλαψα, χωρίς να ξέρω αν χαιρόμουν ή θρηνούσα. Οι μητέρες μου και οι μητέρες τους ήταν μαζί μου καθώς κρατούσα το μωρό μου. (σελ. 327)
Πρώτη φορά έβλεπα ανθρώπους να νιώθουν τόσο άνετα με τον εαυτό τους και ο ένας με τον άλλο, και αναρωτιόμουν πως συνέβαινε αυτό. Ίσως επειδή δεν υπήρχαν αφεντικά ή φρουροί στη φελούκα, ούτε καν γραφείς. Μόνο τεχνίτες με τις οικογένειες τους, που γύριζαν στο σπίτι τους. (σελ. 382)
Ζήτησα να μου φέρουν δροσερό νερό για να πλύνω το πρόσωπο της μητέρας, φρέσκο άχυρο, άνθη λωτού για να φρεσκάρω τον αέρα του δωματίου και πέντε θεραπενίδες, που συγκεντρώθηκαν γύρω από την κυρία τους για να την ενθαρρύνουν. Μερικές φορές είναι ευκολότερο για τους φτωχούς, σκέφτηκα. Ακόμα και εκείνοι που δεν έχουν οικογένεια ζουν τόσο κοντά στους γείτονές τους που οι φωνές μιας μητέρας που γεννά τραβούν τις άλλες γυναίκες σαν τις χήνες, που ανταποκρίνονται στο κάλεσμα του αρχηγού του σμήνους όταν πετούν. Οι πλούσιες όμως περιβάλλονται από θεραπενίδες που φοβούνται πολύ τις κυρίες τους για να τους συμπεριφερθούν σαν αδελφές. (σελ. 407)
Την στιγμή πριν περάσω στην άλλη μεριά, ήξερα πως οι ιερείς και οι μάγοι της Αιγύπτου ήταν ηλίθιοι και τσαρλατάνοι που υπόσχονταν να παρατείνουν τις ομορφιές της ζωής πέρα από τον κόσμο που μας δίνεται. Ο θάνατος δεν είναι εχθρός, μα το θεμέλιο της ευγνωμοσύνης και της συμπόνοιας, και τέχνη. Απ' όλες τις απολαύσεις της ζωής, μόνο η αγάπη δεν χρωστά τίποτα στο θάνατο. (σελ. 457)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου