Ο Έσσε είναι ταχυδακτυλουργός. Σαν τη φύση την άνοιξη, ντύνει τον κώδικά του με πλουμιστή φορεσιά. Ο αναγνώστης μαζεύει τον καρπό, τρώει γρήγορα και πετάει το κουκούτσι στο χώμα. Αλλά σ’ αυτό το κουκούτσι βρίσκεται η σοδειά, το ηλεκτρικό μήνυμα, ο κώδικας…
(λίγα λόγια για την δεύτερη έκδοση) Μαρία Παξινού
Και που μπορούσε κανείς να βρει τον Άτμαν, που κατοικούσε, που χτυπούσε η καρδιά του, που αλλού παρά στο ατομικό Εγώ, στο βαθύτερο, το αναλλοίωτο, που έχει ο καθένας μέσα του; Αλλά που, που υπήρχε αυτό το Εγώ, αυτό το βαθύτατο, το έσχατο; Δεν ήταν σάρκα και κόκαλα, δεν ήταν σκέψη ούτε συνείδηση, έτσι δίδασκαν οι σοφοί. (σελ. 16)
Κάποτε πέρασαν από την πόλη του Σιντάρτα σαμάνοι, περιπλανόμενοι ασκητές, τρεις λεπτοί, σβησμένοι άντρες, ούτε γέροι ούτε νέοι, με σκονισμένους και ματωμένους ώμους, σχεδόν γυμνοί, καμένοι από τον ήλιο, τυλιγμένοι στη μοναξιά, ξένοι και εχθρικοί για τον κόσμο, απόμακρα κι αδύνατα τσακάλια στο βασίλειο των ανθρώπων. Γύρω τους φυσούσε ένας ζεστός άνεμος σιωπηλής οδύνης, απομονωτικού καθήκοντος, άπονης άρνησης του εγώ. (σελ. 18)
«Σιντάρτα» είπε, «τι περιμένεις;»
«Ξέρεις τι».
«Θα στέκεσαι πάντα έτσι και θα περιμένεις, ώσπου να έρθει η μέρα, το μεσημέρι, το βράδυ;»
«Θα στέκομαι και θα περιμένω».
«Θα κουραστείς Σιντάρτα».
«Θα κουραστώ».
«Θα αποκοιμηθείς Σιντάρτα».
«Δεν θα αποκοιμηθώ».
«Θα πεθάνεις Σιντάρτα».
«Θα πεθάνω».
«Και προτιμάς να πεθάνεις παρά να υπακούσεις τον πατέρα σου;»
«Ο Σιντάρτα υπάκουε πάντα τον πατέρα του».
«Ώστε θα παραιτηθείς από την επιθυμία σου;»
«Ο Σιντάρτα θα κάνει ότι του πει ο πατέρας του».(σελ. 21)
Ένας μοναδικός σκοπός υπήρχε για τον Σιντάρτα: ν’ αδειάσει, να μείνει άδειος από δίψα, άδειος από επιθυμία, άδειος από όνειρα, άδειος από χαρά, από λύπη. Να σκοτώσει τον εαυτό του, να μην είναι πια Εγώ, να βρει την ηρεμία της αδειανής καρδιάς, να γνωρίσει την καθαρή σκέψη, αυτός ήταν ο σκοπός του. Όταν κατακτιόταν και πέθαινε όλος ο εαυτός, όταν σώπαινε κάθε αναζήτηση και κάθε λαχτάρα μέσα στην καρδιά, τότε έπρεπε να ξυπνήσει το τελευταίο, το βάθος της ύπαρξης, που δεν είναι πια Εγώ, το μεγάλο μυστικό. (σελ. 23-24)
Ένας ερωδιός πετούσε πάνω από το δάσος των μπαμπού- κι ο Σιντάρτα έκλεινε τον ερωδιό στην ψυχή του, πετούσε πάνω από δάση και οροσειρές, γινόταν ερωδιός, έτρωγε ψάρια, πεινούσε την πείνα των ερωδιών, μιλούσε με το κρώξιμό τους, πέθαινε το θάνατο των ερωδιών. (σελ. 24-25)
Κι ο Σιντάρτα είπε σιγανά, σαν να μιλούσε μόνος του: «Τι είναι η συγκέντρωση; Τι είναι η εγκατάλειψη του κορμιού; Τι είναι η νηστεία; Τι είναι το κράτημα της αναπνοής; Είναι φυγή από το Εγώ, είναι μια σύντομη απόδραση από την οδύνη της ύπαρξης, είναι σύντομη νάρκωση μπρος τον πόνο και την ανυπαρξία νοήματος στη ζωή. Ο ζευγολάτης βρίσκει στο πανδοχείο την ίδια φυγή, την ίδια σύντομη νάρκωση, πίνοντας μερικά ποτήρια κρασιού από ρύζι ή γάλα από καρύδα. Δεν νοιώθει πια το Εγώ του, δεν αισθάνεται πια άλλο τους πόνους της ζωής, βρίσκει μια σύντομη νάρκωση. Βρίσκει, σκυμμένος πάνω στο ποτήρι του με το κρασί, αυτό το ίδιο που βρίσκουν ο Σιντάρτα και ο Γκοβίντα όταν ξεφεύγουν με ατέλειωτες ασκήσεις από το κορμί τους και γλιστράνε στην ανυπαρξία. Έτσι είναι, Γκοβίντα». (σελ. 26-27)
Σκεφτόταν βαθιά, σαν νερό κατέβαινε ως τις ρίζες αυτής της σκέψης, ως εκεί που βρίσκονται οι αιτίες, γιατί σκέψη σημαίνει να γνωρίζεις τις αιτίες, έτσι του φαινόταν, και μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο οι σκέψεις γίνονται γνώσεις και δεν πάνε χαμένες, αλλά αποκτάνε σημασία και ακτινοβολούν το περιεχόμενο τους. (σελ. 45)
«…Πραγματικά κανένα πράγμα στον κόσμο δεν απασχόλησε τόσο πολύ τη σκέψη μου, όσο αυτό το Εγώ, αυτό το αίνιγμα ότι είμαι ζωντανός, ότι είμαι ένας, χωρισμένος και διαφορετικός από τους άλλους, ότι είμαι ο Σιντάρτα! Κι όμως, για κανένα πράγμα στον κόσμο δεν ξέρω λιγότερα απ’ ότι για μένα, για τον Σιντάρτα!» (σελ. 46)
«…Κοίταξε Καμάλα: όταν ρίχνεις μια πέτρα στο νερό, βιάζεται να βρει το συντομότερο δρόμο για το βυθό. Έτσι γίνεται και όταν ο Σιντάρτα έχει ένα σκοπό, μια πρόθεση. Ο Σιντάρτα δεν κάνει τίποτα, περιμένει, σκέφτεται, νηστεύει, αλλά περνάει μέσα από τα πράγματα του κόσμου όπως η πέτρα από το νερό, χωρίς να κάνει τίποτα, χωρίς να κινηθεί, κάτι τον τραβάει, αφήνεται να πέσει. Ο σκοπός του τον τραβάει, γιατί δεν αφήνει να μπει στην ψυχή τουτίποτα αντίθετο στο στόχο του. Αυτό έμαθε ο Σιντάρτα από τους σαμάνους. Αυτό οι ανόητοι το ονομάζουν θαύμα και πιστεύουν πως προκαλείται από τους δαίμονες. Τίποτα δεν προέρχεται από τους δαίμονες, δεν υπάρχουν δαίμονες. Ο καθένας μπορεί να κάνει θαύματα, καθένας μπορεί να πετύχει το σκοπό του, αν ξέρει να σκέφτεται, να περιμένει και να νηστεύει». (σελ. 65)
Καμιά φορά ένοιωθε βαριά στο στήθος μια μισοσβησμένη σιγανή φωνή, που παραπονιόταν τόσο σιγανά, τον συμβούλευε τόσο απαλά, που μόλις την άκουγε. Τότε συνειδητοποιούσε για λίγη ώρα πως έκανε μια παράξενη ζωή, πως έκανε πράγματα που δεν ήταν παρά παιχνίδι, πως ήταν βέβαια ευχαριστημένος και κάποτε ένοιωθε χαρά, αλλά παρόλα αυτά η πραγματική ζωή κυλούσε δίπλα του χωρίς να τον αγγίζει. (σελ. 73)
«…Πες μου αγαπημένε μου: δεν εκπαιδεύεις τον γιο σου; Δεν τον εξαναγκάζεις; Δεν τον χτυπάς; Δεν τον τιμωρείς;»
«Όχι, Βαζουντέβα, δεν κάνω τίποτα από αυτά».
«Το ήξερα. Δεν τον εξαναγκάζεις, δεν τον χτυπάς, δεν τον διατάζεις, επειδή ξέρεις ότι η αδυναμία είναι δυνατότερη από την δύναμη, το νερό δυνατότερο από τον βράχο, η αγάπη ισχυρότερη από την ισχύ. Πολύ καλά, σε επαινώ. Αλλά δεν είναι αυταπάτη από μέρους σου να νομίζεις πως δεν τον εξαναγκάζεις, δεν τον τιμωρείς; Δεν τον δένεις σε δεσμά με την αγάπη σου;…»(σελ. 116)
«Να φέρεις μόνος σου τα βλαστάρια!» φώναξε αφρίζοντας, «δεν είμαι υπηρέτης σου. Ξέρω πως δεν με χτυπάς, μα δεν τολμάς να το κάνεις, ξέρω πως προσπαθείς να με τιμωρείς και να με μειώνεις διαρκώς με την ευσέβεια και με την επιείκεια σου. Θέλεις να γίνω σαν κι εσένα, το ίδιο ευσεβής, το ίδιο μαλακός, το ίδιο σοφός! Αλλά, άκουσε, προτιμώ να γίνω κλέφτης του δρόμου και δολοφόνος και να πάω στην κόλαση, για να σε βλάψω, παρά να γίνω σαν κι εσένα! Σε μισώ, δεν είσαι ο πατέρας μου ακόμα κι αν ήσουνα δέκα φορές ο εραστής της μητέρας μου!» (σελ. 120)
«…Δες Γκοβίντα μου, αυτή είναι μια από τις σκέψεις που ανακάλυψα: η σοφία δεν μεταδίδεται. Η σοφία που προσπαθεί να μεταδώσει ο σοφός ηχεί πάντα σαν τρέλα». (σελ. 136)
Οι σύγχρονες νεανικές επαναστάσεις διαφέρουν από όλες τις προηγούμενες στο βαθμό που σαν στόχο τους δεν έχουν την αναμόρφωση της κοινωνίας αλλά την αλλαγή του ατόμου. Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός που οδήγησε τις λογικές αρχές του ως τον παραλογισμό των έσχατων συνεπειών τους(*), ο πολιτισμός αυτός του επιστημονικού ορθολογισμού που έθρεψε τόσο την ωφελιμιστική, πρακτική αμερικάνικη παράδοση όσο και τον μαρξιστικό υλισμό, ο πολιτισμός αυτός που στέρησε τον άνθρωπο από τον Θεό κι από ένα μέρος της φύσης του, αυτός είναι ο κατηγορούμενος. Αμφισβητούμενη είναι η κοινωνική εκείνη οργάνωση της ανθρώπινης ζωής που αποκρούει σαν ύποπτη την ανθρώπινη ευτυχία, την χαρά, την απόλαυση, αποθεώνοντας ένα ασκητικό ιδανικό πειθαρχίας, ξηρού ορθολογισμού και ισοπεδωτικής εξίσωσης των ανθρώπινων όντων.
Μαρία Παξινού
(*)Καμύ
(λίγα λόγια για την δεύτερη έκδοση) Μαρία Παξινού
Και που μπορούσε κανείς να βρει τον Άτμαν, που κατοικούσε, που χτυπούσε η καρδιά του, που αλλού παρά στο ατομικό Εγώ, στο βαθύτερο, το αναλλοίωτο, που έχει ο καθένας μέσα του; Αλλά που, που υπήρχε αυτό το Εγώ, αυτό το βαθύτατο, το έσχατο; Δεν ήταν σάρκα και κόκαλα, δεν ήταν σκέψη ούτε συνείδηση, έτσι δίδασκαν οι σοφοί. (σελ. 16)
Κάποτε πέρασαν από την πόλη του Σιντάρτα σαμάνοι, περιπλανόμενοι ασκητές, τρεις λεπτοί, σβησμένοι άντρες, ούτε γέροι ούτε νέοι, με σκονισμένους και ματωμένους ώμους, σχεδόν γυμνοί, καμένοι από τον ήλιο, τυλιγμένοι στη μοναξιά, ξένοι και εχθρικοί για τον κόσμο, απόμακρα κι αδύνατα τσακάλια στο βασίλειο των ανθρώπων. Γύρω τους φυσούσε ένας ζεστός άνεμος σιωπηλής οδύνης, απομονωτικού καθήκοντος, άπονης άρνησης του εγώ. (σελ. 18)
«Σιντάρτα» είπε, «τι περιμένεις;»
«Ξέρεις τι».
«Θα στέκεσαι πάντα έτσι και θα περιμένεις, ώσπου να έρθει η μέρα, το μεσημέρι, το βράδυ;»
«Θα στέκομαι και θα περιμένω».
«Θα κουραστείς Σιντάρτα».
«Θα κουραστώ».
«Θα αποκοιμηθείς Σιντάρτα».
«Δεν θα αποκοιμηθώ».
«Θα πεθάνεις Σιντάρτα».
«Θα πεθάνω».
«Και προτιμάς να πεθάνεις παρά να υπακούσεις τον πατέρα σου;»
«Ο Σιντάρτα υπάκουε πάντα τον πατέρα του».
«Ώστε θα παραιτηθείς από την επιθυμία σου;»
«Ο Σιντάρτα θα κάνει ότι του πει ο πατέρας του».(σελ. 21)
Ένας μοναδικός σκοπός υπήρχε για τον Σιντάρτα: ν’ αδειάσει, να μείνει άδειος από δίψα, άδειος από επιθυμία, άδειος από όνειρα, άδειος από χαρά, από λύπη. Να σκοτώσει τον εαυτό του, να μην είναι πια Εγώ, να βρει την ηρεμία της αδειανής καρδιάς, να γνωρίσει την καθαρή σκέψη, αυτός ήταν ο σκοπός του. Όταν κατακτιόταν και πέθαινε όλος ο εαυτός, όταν σώπαινε κάθε αναζήτηση και κάθε λαχτάρα μέσα στην καρδιά, τότε έπρεπε να ξυπνήσει το τελευταίο, το βάθος της ύπαρξης, που δεν είναι πια Εγώ, το μεγάλο μυστικό. (σελ. 23-24)
Ένας ερωδιός πετούσε πάνω από το δάσος των μπαμπού- κι ο Σιντάρτα έκλεινε τον ερωδιό στην ψυχή του, πετούσε πάνω από δάση και οροσειρές, γινόταν ερωδιός, έτρωγε ψάρια, πεινούσε την πείνα των ερωδιών, μιλούσε με το κρώξιμό τους, πέθαινε το θάνατο των ερωδιών. (σελ. 24-25)
Κι ο Σιντάρτα είπε σιγανά, σαν να μιλούσε μόνος του: «Τι είναι η συγκέντρωση; Τι είναι η εγκατάλειψη του κορμιού; Τι είναι η νηστεία; Τι είναι το κράτημα της αναπνοής; Είναι φυγή από το Εγώ, είναι μια σύντομη απόδραση από την οδύνη της ύπαρξης, είναι σύντομη νάρκωση μπρος τον πόνο και την ανυπαρξία νοήματος στη ζωή. Ο ζευγολάτης βρίσκει στο πανδοχείο την ίδια φυγή, την ίδια σύντομη νάρκωση, πίνοντας μερικά ποτήρια κρασιού από ρύζι ή γάλα από καρύδα. Δεν νοιώθει πια το Εγώ του, δεν αισθάνεται πια άλλο τους πόνους της ζωής, βρίσκει μια σύντομη νάρκωση. Βρίσκει, σκυμμένος πάνω στο ποτήρι του με το κρασί, αυτό το ίδιο που βρίσκουν ο Σιντάρτα και ο Γκοβίντα όταν ξεφεύγουν με ατέλειωτες ασκήσεις από το κορμί τους και γλιστράνε στην ανυπαρξία. Έτσι είναι, Γκοβίντα». (σελ. 26-27)
Σκεφτόταν βαθιά, σαν νερό κατέβαινε ως τις ρίζες αυτής της σκέψης, ως εκεί που βρίσκονται οι αιτίες, γιατί σκέψη σημαίνει να γνωρίζεις τις αιτίες, έτσι του φαινόταν, και μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο οι σκέψεις γίνονται γνώσεις και δεν πάνε χαμένες, αλλά αποκτάνε σημασία και ακτινοβολούν το περιεχόμενο τους. (σελ. 45)
«…Πραγματικά κανένα πράγμα στον κόσμο δεν απασχόλησε τόσο πολύ τη σκέψη μου, όσο αυτό το Εγώ, αυτό το αίνιγμα ότι είμαι ζωντανός, ότι είμαι ένας, χωρισμένος και διαφορετικός από τους άλλους, ότι είμαι ο Σιντάρτα! Κι όμως, για κανένα πράγμα στον κόσμο δεν ξέρω λιγότερα απ’ ότι για μένα, για τον Σιντάρτα!» (σελ. 46)
«…Κοίταξε Καμάλα: όταν ρίχνεις μια πέτρα στο νερό, βιάζεται να βρει το συντομότερο δρόμο για το βυθό. Έτσι γίνεται και όταν ο Σιντάρτα έχει ένα σκοπό, μια πρόθεση. Ο Σιντάρτα δεν κάνει τίποτα, περιμένει, σκέφτεται, νηστεύει, αλλά περνάει μέσα από τα πράγματα του κόσμου όπως η πέτρα από το νερό, χωρίς να κάνει τίποτα, χωρίς να κινηθεί, κάτι τον τραβάει, αφήνεται να πέσει. Ο σκοπός του τον τραβάει, γιατί δεν αφήνει να μπει στην ψυχή τουτίποτα αντίθετο στο στόχο του. Αυτό έμαθε ο Σιντάρτα από τους σαμάνους. Αυτό οι ανόητοι το ονομάζουν θαύμα και πιστεύουν πως προκαλείται από τους δαίμονες. Τίποτα δεν προέρχεται από τους δαίμονες, δεν υπάρχουν δαίμονες. Ο καθένας μπορεί να κάνει θαύματα, καθένας μπορεί να πετύχει το σκοπό του, αν ξέρει να σκέφτεται, να περιμένει και να νηστεύει». (σελ. 65)
Καμιά φορά ένοιωθε βαριά στο στήθος μια μισοσβησμένη σιγανή φωνή, που παραπονιόταν τόσο σιγανά, τον συμβούλευε τόσο απαλά, που μόλις την άκουγε. Τότε συνειδητοποιούσε για λίγη ώρα πως έκανε μια παράξενη ζωή, πως έκανε πράγματα που δεν ήταν παρά παιχνίδι, πως ήταν βέβαια ευχαριστημένος και κάποτε ένοιωθε χαρά, αλλά παρόλα αυτά η πραγματική ζωή κυλούσε δίπλα του χωρίς να τον αγγίζει. (σελ. 73)
«…Πες μου αγαπημένε μου: δεν εκπαιδεύεις τον γιο σου; Δεν τον εξαναγκάζεις; Δεν τον χτυπάς; Δεν τον τιμωρείς;»
«Όχι, Βαζουντέβα, δεν κάνω τίποτα από αυτά».
«Το ήξερα. Δεν τον εξαναγκάζεις, δεν τον χτυπάς, δεν τον διατάζεις, επειδή ξέρεις ότι η αδυναμία είναι δυνατότερη από την δύναμη, το νερό δυνατότερο από τον βράχο, η αγάπη ισχυρότερη από την ισχύ. Πολύ καλά, σε επαινώ. Αλλά δεν είναι αυταπάτη από μέρους σου να νομίζεις πως δεν τον εξαναγκάζεις, δεν τον τιμωρείς; Δεν τον δένεις σε δεσμά με την αγάπη σου;…»(σελ. 116)
«Να φέρεις μόνος σου τα βλαστάρια!» φώναξε αφρίζοντας, «δεν είμαι υπηρέτης σου. Ξέρω πως δεν με χτυπάς, μα δεν τολμάς να το κάνεις, ξέρω πως προσπαθείς να με τιμωρείς και να με μειώνεις διαρκώς με την ευσέβεια και με την επιείκεια σου. Θέλεις να γίνω σαν κι εσένα, το ίδιο ευσεβής, το ίδιο μαλακός, το ίδιο σοφός! Αλλά, άκουσε, προτιμώ να γίνω κλέφτης του δρόμου και δολοφόνος και να πάω στην κόλαση, για να σε βλάψω, παρά να γίνω σαν κι εσένα! Σε μισώ, δεν είσαι ο πατέρας μου ακόμα κι αν ήσουνα δέκα φορές ο εραστής της μητέρας μου!» (σελ. 120)
«…Δες Γκοβίντα μου, αυτή είναι μια από τις σκέψεις που ανακάλυψα: η σοφία δεν μεταδίδεται. Η σοφία που προσπαθεί να μεταδώσει ο σοφός ηχεί πάντα σαν τρέλα». (σελ. 136)
Οι σύγχρονες νεανικές επαναστάσεις διαφέρουν από όλες τις προηγούμενες στο βαθμό που σαν στόχο τους δεν έχουν την αναμόρφωση της κοινωνίας αλλά την αλλαγή του ατόμου. Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός που οδήγησε τις λογικές αρχές του ως τον παραλογισμό των έσχατων συνεπειών τους(*), ο πολιτισμός αυτός του επιστημονικού ορθολογισμού που έθρεψε τόσο την ωφελιμιστική, πρακτική αμερικάνικη παράδοση όσο και τον μαρξιστικό υλισμό, ο πολιτισμός αυτός που στέρησε τον άνθρωπο από τον Θεό κι από ένα μέρος της φύσης του, αυτός είναι ο κατηγορούμενος. Αμφισβητούμενη είναι η κοινωνική εκείνη οργάνωση της ανθρώπινης ζωής που αποκρούει σαν ύποπτη την ανθρώπινη ευτυχία, την χαρά, την απόλαυση, αποθεώνοντας ένα ασκητικό ιδανικό πειθαρχίας, ξηρού ορθολογισμού και ισοπεδωτικής εξίσωσης των ανθρώπινων όντων.
Μαρία Παξινού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου