Τρίτη 8 Ιουνίου 2010

Τσέζαρε ΠΑΒΕΖΕ ΤΟ ΩΡΑΙΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

ΤΣΕΖΑΡΕ ΠΑΒΕΖΕ ΤΟ ΩΡΑΙΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ μετάφραση ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ






Πάλι καλά που η Ρόζα εξαρτιόταν ακόμα απ` τον πατέρα της και τη μάνα της κι έτσι δε θα μπορούσε ν` αγοράσει καπέλο για κάμποσο καιρό. [σελ. 17]

Η Τζίνια της είπε πως θα φύλαγε τσίλιες, αλλά στην πραγματικότητα τέντωνε τα` αυτιά της για ν` ακούσει τις φωνές και τις σιωπές της όχθης. [σελ. 21]

Το ποτηράκι το ήπιανε στο πρώτο καφέ που βρήκανε και μόλις έφυγαν από κει, η Τζίνια ένιωσε στον αέρα μια δροσιά που δεν υπήρχε πριν και σκέφτηκε πως ήταν ωραίο που το καλοκαίρι τα ποτά αναζωογονούσαν το αίμα. [σελ. 27]

Η Αμέλια έβγαινε έξω χωρίς κάλτσες, επειδή απλούστατα δεν είχε ˙ φορούσε πάντα εκείνο το ωραίο φόρεμα, αλλά δεν είχε άλλο. Η Τζίνια πείστηκε γι` αυτό όταν κατάλαβε πως και η ίδια, όταν έβγαινε χωρίς καπέλο, αισθανόταν πιο τρελή. [σελ. 30]

Μετά το μεσημέρι βγήκαν έξω και η Τζίνια χάρηκε που ξαναβρέθηκε μέσα στον κόσμο και που οι κοπέλες περπατούσαν ντυμένες. Παρατηρούσε τα ωραία χρώματα του δρόμου που, χωρίς να καταλαβαίνει πως, ερχόνταν πράγματι απ` τον ήλιο, αφού τη νύχτα δεν υπήρχαν. [σελ. 42]

- Υπάρχουν κι εκείνοι που δε λένε τίποτα, της εξήγησε η Αμέλια. Δε θέλουν μοντέλα.
- Και τι ζωγραφίζουν; Ρώτησε η Τζίνια.
- Κανείς δεν ξέρει. Υπάρχει κάποιος που λέει πως ζωγραφίζει όπως εμείς βάζουμε κοκκινάδι. «Τι ζωγραφίζεις όταν βάζεις κοκκινάδι; Το ίδιο ζωγραφίζω κι εγώ».
- Μα με το κοκκινάδι βάφουνε τα χείλια.
- Κι αυτός βάφει το πανί. Γεια σου, Τζίνια. [σελ. 49-50]

Κάθε φορά που τύχαινε να σταματάνε μαζί η βροχή και η φωνή, η Τζίνια ένιωθε περισσότερο το κρύο. Τότε άνοιγε διάπλατα τα μάτια της στο σκοτάδι για να ξεχωρίσει το τσιγάρο της Αμέλια. [σελ. 54]

Το ωραίο μ` αυτόν τον ζωγράφο ήταν ότι δεν φαινόταν ζωγράφος. [σελ.56]

Αλλά αρκούσε να δει κανείς πως κάθονταν κι οι δυο σιωπηλοί για να καταλάβει ότι κάτι ξέρει ο καναπές. [σελ. 60]

Με το πρώτο φως λυπήθηκε που είχε έρθει ο χειμώνας και δεν μπορούσαν πια να βλέπουν τα χρώματα του ήλιου. Άραγε το σκεφτόταν αυτό κι ο Γκουίντο, που έλεγε ότι τα χρώματα είναι το παν; «Αχ, τι ωραία που είναι όλα» είπε από μέσα της η Τζίνια και σηκώθηκε. [σελ. 74]

- Έι, είπε ο Γκουίντο, σαν ν` αστειευόταν, ερχόμαστε στον κόσμο για τόσο λίγο, δεν πρέπει να κλαίμε.
- Έκλαιγα επειδή είμαι ευχαριστημένη, είπε η Τζίνια σιγανά.
- Εντάξει τότε, είπε ο Γκουίντο, όμως την άλλη φορά να το πεις αμέσως. [σελ.86]

Πήγαν μαζί σινεμά γιατί είχαν κι δυο τους μυστικά και δεν ήταν εύκολο να περάσουν τη βραδιά τους κουβεντιάζοντας. [σελ. 88]

Και μετά από μια σιωπή: Δεν είναι πιο ωραίο να πηγαίνουμε περίπατο οι δυο μας που είμαστε γυναίκες και το ξέρουμε παρά να φτύνουμε αίμα με τους κακομαθημένους που δεν έμαθαν ποτέ τι είναι μια κοπέλα και που φλερτάρουν την πρώτη που θα δούνε μπροστά τους; [σελ. 88-89]

Ο Γκουίντο της είχε πει:
- Πρέπει να με δεις στην εξοχή. Μόνο τότε ζωγραφίζω. Καμιά κοπέλα δεν είναι όμορφη όσο ένας λόφος. [σελ. 119]

Η Τζίνια πλησίασε με αργά βήματα στο καβαλέτο. Σ` ένα μακρόστενο χαρτί ο Γκουίντο είχε σχεδιάσει με κάρβουνο το περίγραμμα του κορμιού της Αμέλια. Ήταν πολύ απλές οι γραμμές και καμιά φορά συμπλέκονταν. Φαινόταν σαν η Αμέλια να `χε γίνει νερό και να περνούσε έτσι στο χαρτί. [ σελ. 128]

- Πάμε όπου θες, είπε η Τζίνια. Πήγαινέ με όπου θες εσύ. [σελ. 137]

1 σχόλιο:

Roadartist είπε...

Το βιβλίο αυτό το διάβασα πριν λίγες μέρες.. Ομολογώ πως δεν ξετρελάθηκα.. ίσως περίμενα κάτι καλύτερο στην πλοκή.. Ήταν πολύ αναμενόμενη.. Εύχομαι καλή συνέχεια στις αναγνώσεις!