Μίλαν Κούντερα, "Συνάντηση", μετάφραση Γιάννης Χάρης, εκδόσεις "βιβλιοπωλείον της Εστίας"
Μιλώντας για τον Μπέκετ ο Μπέικον λέει: "Στην ζωγραφική κρατάμε πάντα ένα σωρό συνήθειες, δεν ξεσκαρτάρουμε ποτέ αρκετά..." Ένα σωρό συνήθειες θα πει: όλα όσα δεν είναι επινόηση του ζωγράφου, προσωπική συμβολή, πρωτοτυπία, όλα όσα είναι κληρονομιά, ρουτίνα, παραγέμισμα, λεπτοδουλειά που θεωρείται επιβεβλημένη τεχνική. Ότι είναι λόγου χάρη στη μορφή της σονάτας (ακόμα και στους σημαντικότερους, στον Μότσαρτ και στον Μπετόβεν) όλες οι γέφυρες (που συχνά είναι πολύ συμβατικές) ανάμεσα σε δυο θέματα. Σχεδόν όλοι οι μεγάλοι σύγχρονοι καλλιτέχνες έχουν την πρόθεση να καταργήσουν αυτά τα "παραγεμίσματα¨, να καταργήσουν όλα όσα οφείλονται σε συνήθειες, όλα όσα τους εμποδίζουν να προσεγγίσουν, άμεσα και αποκλειστικά, το ουσιώδες (το ουσιώδες: αυτό που ο ίδιος ο καλλιτέχνης, και μόνο αυτός, μπορεί να πει.)
(σελ. 22)
Το να είσαι μοντέρνος την εποχή που ο μεγάλος μοντερνισμός κλείνει πίσω του την πόρτα είναι εντελώς διαφορετικό απ’ το να είσαι μοντέρνος την εποχή του Πικάσο. Ο Μπέικον στέκει απομονωμένος («δεν υπάρχει απολύτως κανένας για να πεις δυο κουβέντες»), απομονωμένος και από την πλευρά του παρελθόντος και από την πλευρά του μέλλοντος. (σελ. 25)
Όταν ζει κανείς στο τέλος ενός πολιτισμού (όπως το ζουν ή πιστεύουν ότι το ζουν ο Μπέκετ και ο Μπέικον), η ύστατη βίαιη αντιπαράθεση δεν είναι η αντιπαράθεση με την κοινωνία, με το κράτος, με την πολιτική, αλλά με την σωματική, υλική υπόσταση του ανθρώπου। (σελ. 26)
… ο Μαλντορόρ διαπιστώνει κατάπληκτος μια μέρα ότι οι άνθρωποι γελούν. Αλλά καθώς δεν καταλαβαίνει το νόημα αυτής της περίεργης γκριμάτσας κι ωστόσο θέλει να είναι σαν τους άλλους, παίρνει ένα σουγιά και χαράζει τις άκρες των χειλιών του. (σελ. 35)
Α, έχω δει πολλά ψυχομαχητά…εδώ…εκεί…παντού…αλλά επ’ ουδενί τόσο ωραία, διακριτικά…πιστά…το ενοχλητικό στο ψυχομαχητό των ανθρώπων είναι οι φανφάρες…όπως και να το κάνουμε ο άνθρωπος παίζει πάντα θέατρο… κι ο πιο απλός…» (εδώ ο συγγραφέας μεταφέρει λόγια του Σελίν)(σελ. 37)
Παλιά η Ιστορία προχωρούσε πολύ πιο αργά από την ανθρώπινη ζωή, σήμερα όμως προχωράει πιο γρήγορα, τρέχει, ξεφεύγει απ’ τον άνθρωπο, τόσο που κινδυνεύει να διαρραγεί η συνέχεια και η ταυτότητα της ζωής Έτσι ο μυθιστοριογράφος αισθάνεται την ανάγκη να διατηρήσει, πλάι στον δικό μας τρόπο ζωής, την ανάμνηση του συνεσταλμένου, μισοξεχασμένου τρόπου ζωής των προγενεστέρων μας (σελ. 41)
Ευτυχώς τα διάβασα χωρίς να ξέρω τι θα διαβάσω, και μου συνέβη ότι καλύτερο μπορεί να συμβεί σ’ έναν αναγνώστη, μου άρεσε αυτό που εκ πεποιθήσεως (ή εκ φύσεως) δεν έπρεπε να μου αρέσει। (σελ. 110)
Γιατί κάθε λαός που αναζητά τον εαυτό του αναρωτιέται που βρίσκεται το ενδιάμεσο σκαλοπάτι ανάμεσα στο σπίτι του και στον κόσμο, που βρίσκεται, ανάμεσα στο εθνικό πλαίσιο και στο παγκόσμιο, αυτό που αποκαλώ εγώ μεσαίο πλαίσιο. (σελ. 115)
Το εγκαταλειμμένο φεγγάρι κατέβηκε στους πίνακες του Μπρελέρ. Αλλά αυτοί που δεν το βλέπουν πια στον ουρανό δεν θα το δουν ούτε και στους πίνακες. Είσαι μόνος Ερνέστ. Μόνος σαν την Μαρτινίκα στη μέση των νερών. Μόνος σαν τη λαγνεία του Ντεπέστρ μέσα στο μοναστήρι του κομμουνισμού. Μόνος σαν πίνακας του Βαν Γκόγκ κάτω απ’ το ηλίθιο βλέμμα των τουριστών. Μόνος σαν το φεγγάρι που δεν το βλέπει κανένας. (σελ. 124-125)
Ξαφνικά, μπροστά σε αυτόν τον λαμπερό νεαρό, στη Γαλλία των αρχών της δεκαετίας του ’80, δοκιμάζω για πρώτη φορά μια αίσθηση που δεν την είχα γνωρίσει ποτέ στην Τσεχοσλοβακία, ούτε τα χειρότερα σταλινικά χρόνια: την αίσθηση πως βρίσκομαι στην εποχή της μετα-τέχνης, σ’ έναν κόσμο όπου η τέχνη εξαφανίζεται, γιατί εξαφανίζεται η ανάγκη για τέχνη, η ευαισθησία, η αγάπη για την τέχνη. (σελ. 178)
…απ’ την στιγμή που ο νικητής χάραξε τα οριστικά και απαραβίαστα σύνορα των κρατών, δεν θα έχουν πια θέση οι σφαγές ανάμεσα στα ευρωπαϊκά έθνη, «τώρα πια οι πόλεμος βρισκόταν στο τέλος του, και ξεκινούσε η σφαγή, εκείνη η τρομερή σφαγή ανάμεσα στους Ιταλούς», τα μίση αποσύρονται στο εσωτερικό των εθνών, αλλά ακόμα κι εκεί η μάχη αλλάζει νόημα: στόχος του αγώνα δεν είναι πια το μέλλον, το προσεχές πολιτικό σύστημα (ο νικητής έχει ήδη αποφασίσει σαν τι θα μοιάζει το μέλλον), αλλά το παρελθόν, η καινούργια ευρωπαϊκή μάχη θα δοθεί στο πεδίο της μνήμης. (σελ. 211)
…απέναντι στους ζωντανούς οι νεκροί έχουν συντριπτική αριθμητική υπεροχή, όχι μόνο οι νεκροί του τέλους του πολέμου, αλλά όλοι οι νεκροί όλων των εποχών, οι νεκροί του παρελθόντος, οι νεκροί του μέλλοντος, σίγουροι για την υπεροχή τους, μας χλευάζουν, χλευάζουν αυτήνν την νησίδα του χρόνου όπου ζούμε εμείς, αυτόν τον απειροελάχιστο χρόνο της καινούργιας Ευρώπης της οποίας μας δίνουν να καταλάβουμε όλη την ασημαντότητα, όλη την παροδικότητα…(σελ. 214)
Αφιερωμένη η εγγραφή στον QwfwqN
Μιλώντας για τον Μπέκετ ο Μπέικον λέει: "Στην ζωγραφική κρατάμε πάντα ένα σωρό συνήθειες, δεν ξεσκαρτάρουμε ποτέ αρκετά..." Ένα σωρό συνήθειες θα πει: όλα όσα δεν είναι επινόηση του ζωγράφου, προσωπική συμβολή, πρωτοτυπία, όλα όσα είναι κληρονομιά, ρουτίνα, παραγέμισμα, λεπτοδουλειά που θεωρείται επιβεβλημένη τεχνική. Ότι είναι λόγου χάρη στη μορφή της σονάτας (ακόμα και στους σημαντικότερους, στον Μότσαρτ και στον Μπετόβεν) όλες οι γέφυρες (που συχνά είναι πολύ συμβατικές) ανάμεσα σε δυο θέματα. Σχεδόν όλοι οι μεγάλοι σύγχρονοι καλλιτέχνες έχουν την πρόθεση να καταργήσουν αυτά τα "παραγεμίσματα¨, να καταργήσουν όλα όσα οφείλονται σε συνήθειες, όλα όσα τους εμποδίζουν να προσεγγίσουν, άμεσα και αποκλειστικά, το ουσιώδες (το ουσιώδες: αυτό που ο ίδιος ο καλλιτέχνης, και μόνο αυτός, μπορεί να πει.)
(σελ. 22)
Το να είσαι μοντέρνος την εποχή που ο μεγάλος μοντερνισμός κλείνει πίσω του την πόρτα είναι εντελώς διαφορετικό απ’ το να είσαι μοντέρνος την εποχή του Πικάσο. Ο Μπέικον στέκει απομονωμένος («δεν υπάρχει απολύτως κανένας για να πεις δυο κουβέντες»), απομονωμένος και από την πλευρά του παρελθόντος και από την πλευρά του μέλλοντος. (σελ. 25)
Όταν ζει κανείς στο τέλος ενός πολιτισμού (όπως το ζουν ή πιστεύουν ότι το ζουν ο Μπέκετ και ο Μπέικον), η ύστατη βίαιη αντιπαράθεση δεν είναι η αντιπαράθεση με την κοινωνία, με το κράτος, με την πολιτική, αλλά με την σωματική, υλική υπόσταση του ανθρώπου। (σελ. 26)
… ο Μαλντορόρ διαπιστώνει κατάπληκτος μια μέρα ότι οι άνθρωποι γελούν. Αλλά καθώς δεν καταλαβαίνει το νόημα αυτής της περίεργης γκριμάτσας κι ωστόσο θέλει να είναι σαν τους άλλους, παίρνει ένα σουγιά και χαράζει τις άκρες των χειλιών του. (σελ. 35)
Α, έχω δει πολλά ψυχομαχητά…εδώ…εκεί…παντού…αλλά επ’ ουδενί τόσο ωραία, διακριτικά…πιστά…το ενοχλητικό στο ψυχομαχητό των ανθρώπων είναι οι φανφάρες…όπως και να το κάνουμε ο άνθρωπος παίζει πάντα θέατρο… κι ο πιο απλός…» (εδώ ο συγγραφέας μεταφέρει λόγια του Σελίν)(σελ. 37)
Παλιά η Ιστορία προχωρούσε πολύ πιο αργά από την ανθρώπινη ζωή, σήμερα όμως προχωράει πιο γρήγορα, τρέχει, ξεφεύγει απ’ τον άνθρωπο, τόσο που κινδυνεύει να διαρραγεί η συνέχεια και η ταυτότητα της ζωής Έτσι ο μυθιστοριογράφος αισθάνεται την ανάγκη να διατηρήσει, πλάι στον δικό μας τρόπο ζωής, την ανάμνηση του συνεσταλμένου, μισοξεχασμένου τρόπου ζωής των προγενεστέρων μας (σελ. 41)
Ευτυχώς τα διάβασα χωρίς να ξέρω τι θα διαβάσω, και μου συνέβη ότι καλύτερο μπορεί να συμβεί σ’ έναν αναγνώστη, μου άρεσε αυτό που εκ πεποιθήσεως (ή εκ φύσεως) δεν έπρεπε να μου αρέσει। (σελ. 110)
Γιατί κάθε λαός που αναζητά τον εαυτό του αναρωτιέται που βρίσκεται το ενδιάμεσο σκαλοπάτι ανάμεσα στο σπίτι του και στον κόσμο, που βρίσκεται, ανάμεσα στο εθνικό πλαίσιο και στο παγκόσμιο, αυτό που αποκαλώ εγώ μεσαίο πλαίσιο. (σελ. 115)
Το εγκαταλειμμένο φεγγάρι κατέβηκε στους πίνακες του Μπρελέρ. Αλλά αυτοί που δεν το βλέπουν πια στον ουρανό δεν θα το δουν ούτε και στους πίνακες. Είσαι μόνος Ερνέστ. Μόνος σαν την Μαρτινίκα στη μέση των νερών. Μόνος σαν τη λαγνεία του Ντεπέστρ μέσα στο μοναστήρι του κομμουνισμού. Μόνος σαν πίνακας του Βαν Γκόγκ κάτω απ’ το ηλίθιο βλέμμα των τουριστών. Μόνος σαν το φεγγάρι που δεν το βλέπει κανένας. (σελ. 124-125)
Ξαφνικά, μπροστά σε αυτόν τον λαμπερό νεαρό, στη Γαλλία των αρχών της δεκαετίας του ’80, δοκιμάζω για πρώτη φορά μια αίσθηση που δεν την είχα γνωρίσει ποτέ στην Τσεχοσλοβακία, ούτε τα χειρότερα σταλινικά χρόνια: την αίσθηση πως βρίσκομαι στην εποχή της μετα-τέχνης, σ’ έναν κόσμο όπου η τέχνη εξαφανίζεται, γιατί εξαφανίζεται η ανάγκη για τέχνη, η ευαισθησία, η αγάπη για την τέχνη. (σελ. 178)
…απ’ την στιγμή που ο νικητής χάραξε τα οριστικά και απαραβίαστα σύνορα των κρατών, δεν θα έχουν πια θέση οι σφαγές ανάμεσα στα ευρωπαϊκά έθνη, «τώρα πια οι πόλεμος βρισκόταν στο τέλος του, και ξεκινούσε η σφαγή, εκείνη η τρομερή σφαγή ανάμεσα στους Ιταλούς», τα μίση αποσύρονται στο εσωτερικό των εθνών, αλλά ακόμα κι εκεί η μάχη αλλάζει νόημα: στόχος του αγώνα δεν είναι πια το μέλλον, το προσεχές πολιτικό σύστημα (ο νικητής έχει ήδη αποφασίσει σαν τι θα μοιάζει το μέλλον), αλλά το παρελθόν, η καινούργια ευρωπαϊκή μάχη θα δοθεί στο πεδίο της μνήμης. (σελ. 211)
…απέναντι στους ζωντανούς οι νεκροί έχουν συντριπτική αριθμητική υπεροχή, όχι μόνο οι νεκροί του τέλους του πολέμου, αλλά όλοι οι νεκροί όλων των εποχών, οι νεκροί του παρελθόντος, οι νεκροί του μέλλοντος, σίγουροι για την υπεροχή τους, μας χλευάζουν, χλευάζουν αυτήνν την νησίδα του χρόνου όπου ζούμε εμείς, αυτόν τον απειροελάχιστο χρόνο της καινούργιας Ευρώπης της οποίας μας δίνουν να καταλάβουμε όλη την ασημαντότητα, όλη την παροδικότητα…(σελ. 214)
Αφιερωμένη η εγγραφή στον QwfwqN
3 σχόλια:
συγχωρέστε μου τη σχολαστικότητα, στο εξαιρετικά ενδιαφέρον εγχείρημά σας, αλλά στο παράθεμα σ. 124-125, "εγκαταλειμμένο" και όχι "εγκαταλελειμμένο"
ακόμα, χρειάζεται ίσως μια διευκρίνιση πως το παράθεμα σ. 37 είναι Σελίν, τον οποίο παραθέτει ο Κ.
Κ. Χάρη, ευχαριστούμε θερμά για τις επισημάνσεις σας και και σπεύδουμε να επανορθώσουμε.
Να παραπέμψουμε και στην "απόσταξη" του ίδιου του Γιάννη Χάρη στη "Συνάντηση", εδώ: http://yannisharis.blogspot.com/2010/06/blog-post_11.html
Δημοσίευση σχολίου