Φαίδων Ταμβακάκης, «Ευμορφία-(σαν) Ρομάντσο (του παλιού καιρού), εξώφυλλο Αλέξης Κυριτσόπουλος, εκδόσεις «Εστία»
Αδιαφορούσα για την ίδια την συζήτηση. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που μπορούσα να πειστώ για κάτι. Το μόνο που με ένοιαζε ήταν να μη φανώ ανόητος. (σελ. 23)
Με στενοχώρησε η αδυναμία μου να τους μοιάσω. Δεν υποκρίνονταν ή, αν υποκρίνονταν, είχαν πια γίνει ένα με τους ρόλους τους. Στέκονταν αγέρωχες και επιβλητικές. Ο κόσμος, έκθαμβος, ήταν έτοιμος να τις λατρέψει αν του έδιναν σημασία και να τις μισήσει αν συνέχιζαν να τον περιφρονούν. Τι δυναμικό δημιουργικότητας είχαν άραγε αποθηκευμένο; Τελικά ανακάλυπτα, κάπως αφηρημένα, την μεγαλοφυΐα τους. (σελ. 42)
Τίποτα δεν καταλαβαίνουν οι άλλοι, Δημήτρη. Στους άλλους μιλάμε σαν θεραπεία, όχι για να μας καταλάβουν. (σελ. 54)
Σε άλλη συνοικία το πιθανότερο θα ήταν να μας έδερναν οι συμμορίες των αλητών. Είναι το μοναδικό τους όπλο απέναντι στο ωραίο. Ταυτόχρονα είναι και η απόδειξη της βλακείας τους. Υπάρχουν κινήσεις που μπορούν με τα λεφτά τους να ασπαστούν. Μια κίνηση ανάπτυξης της προσωπικότητας και της ατομικότητας κοστίζει πολύ ακριβά. (σελ. 64)
Οι πελάτες του ήταν η διακόσμηση του, μια θεατρική διακόσμηση. Στην είσοδο στεκόταν ένας πορτιέρης και διάλεγε ποιους θα αφήσει να περάσουν. Όλα αυτά τα χρώματα, ο εξωτισμός, η πρωτοτυπία, μου συγκράτησαν το ενδιαφέρον για αρκετή ώρα. Τόση εσωστρέφεια ήταν ικανή να σε τρομάξει. Ο καθένας χόρευε μόνος, έπινε μόνος και διασκέδαζε μόνος. Η ατμόσφαιρα ήταν άδεια από συναίσθημα. Και αυτό με τρόμαξε στην αρχή. Αργότερα με έκανε να νοιώθω πιο άνετα. Χορέψαμε και ήπιαμε ως τις πρώτες ώρες της νέας ημέρας. (σελ. 65)
Οι πίνακες αυτοί φαίνεται ότι αρέσουν μόνο σε νέους. Ο πατέρας μου τους χαρακτήριζε μανιερίστικους και ψεύτικους. Ο πατέρας μου έζησε στον πόλεμο, κι εκεί έχασε το χιούμορ του. (σελ. 68)
Ένα καλοκαιρινό πρωινό, μια τσιγγάνα είχε προτείνει να μας πει τον καφέ. Την είχαμε πληρώσει για να διασκεδάσουμε με την γραφικότητά και την επινοητικότητά της. Αφού τελείωσε μας είχε βάλει σε σκέψεις τέτοιες που δεν επέτρεπαν διασκέδαση. Με μια μόνο ματιά στο φλιτζάνι και πολλά χρόνια πείρας είχε αντιστρέψει τις θέσεις του γελωτοποιού και του θεατή. Η υγρασία ξύπνησε το νευρικό μου σύστημα, τέντωσε το δέρμα και αναχώρησα. (σελ. 83)
-Είμαι σίγουρος ότι με αγαπούσε. Με αγαπούσε με το αθώο πάθος που της χάριζε η ηλικία της. -Όλες οι γυναίκες αγαπούν. Είναι το άλλοθι τους για να απολαμβάνουν τον έρωτα. Πάντως μου αρέσει όταν υπερβάλλεις για τις γυναίκες. Φαντάζομαι τους άνδρες στην εποχή μου να κάνουν το ίδιο για μένα και κολακεύομαι. Είναι χάρισμα η κολακεία, το χάρισμα για το οποίο σας αφήνουμε πότε πότε να κυβερνάτε…(σελ. 161-162)
-Ηχούν όλα υπέροχα.
-Μόνο αυτό έχει να πες; Θεία Ευγενία, νόμιζα ότι θα με βοηθούσες να απαντήσω σε μερικά ερωτήματα, καθοριστικά για την ζωή μου.
-Μα δεν σου αρκεί το να ηχούν όμορφα; (σελ। 163
Αδιαφορούσα για την ίδια την συζήτηση. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που μπορούσα να πειστώ για κάτι. Το μόνο που με ένοιαζε ήταν να μη φανώ ανόητος. (σελ. 23)
Με στενοχώρησε η αδυναμία μου να τους μοιάσω. Δεν υποκρίνονταν ή, αν υποκρίνονταν, είχαν πια γίνει ένα με τους ρόλους τους. Στέκονταν αγέρωχες και επιβλητικές. Ο κόσμος, έκθαμβος, ήταν έτοιμος να τις λατρέψει αν του έδιναν σημασία και να τις μισήσει αν συνέχιζαν να τον περιφρονούν. Τι δυναμικό δημιουργικότητας είχαν άραγε αποθηκευμένο; Τελικά ανακάλυπτα, κάπως αφηρημένα, την μεγαλοφυΐα τους. (σελ. 42)
Τίποτα δεν καταλαβαίνουν οι άλλοι, Δημήτρη. Στους άλλους μιλάμε σαν θεραπεία, όχι για να μας καταλάβουν. (σελ. 54)
Σε άλλη συνοικία το πιθανότερο θα ήταν να μας έδερναν οι συμμορίες των αλητών. Είναι το μοναδικό τους όπλο απέναντι στο ωραίο. Ταυτόχρονα είναι και η απόδειξη της βλακείας τους. Υπάρχουν κινήσεις που μπορούν με τα λεφτά τους να ασπαστούν. Μια κίνηση ανάπτυξης της προσωπικότητας και της ατομικότητας κοστίζει πολύ ακριβά. (σελ. 64)
Οι πελάτες του ήταν η διακόσμηση του, μια θεατρική διακόσμηση. Στην είσοδο στεκόταν ένας πορτιέρης και διάλεγε ποιους θα αφήσει να περάσουν. Όλα αυτά τα χρώματα, ο εξωτισμός, η πρωτοτυπία, μου συγκράτησαν το ενδιαφέρον για αρκετή ώρα. Τόση εσωστρέφεια ήταν ικανή να σε τρομάξει. Ο καθένας χόρευε μόνος, έπινε μόνος και διασκέδαζε μόνος. Η ατμόσφαιρα ήταν άδεια από συναίσθημα. Και αυτό με τρόμαξε στην αρχή. Αργότερα με έκανε να νοιώθω πιο άνετα. Χορέψαμε και ήπιαμε ως τις πρώτες ώρες της νέας ημέρας. (σελ. 65)
Οι πίνακες αυτοί φαίνεται ότι αρέσουν μόνο σε νέους. Ο πατέρας μου τους χαρακτήριζε μανιερίστικους και ψεύτικους. Ο πατέρας μου έζησε στον πόλεμο, κι εκεί έχασε το χιούμορ του. (σελ. 68)
Ένα καλοκαιρινό πρωινό, μια τσιγγάνα είχε προτείνει να μας πει τον καφέ. Την είχαμε πληρώσει για να διασκεδάσουμε με την γραφικότητά και την επινοητικότητά της. Αφού τελείωσε μας είχε βάλει σε σκέψεις τέτοιες που δεν επέτρεπαν διασκέδαση. Με μια μόνο ματιά στο φλιτζάνι και πολλά χρόνια πείρας είχε αντιστρέψει τις θέσεις του γελωτοποιού και του θεατή. Η υγρασία ξύπνησε το νευρικό μου σύστημα, τέντωσε το δέρμα και αναχώρησα. (σελ. 83)
-Είμαι σίγουρος ότι με αγαπούσε. Με αγαπούσε με το αθώο πάθος που της χάριζε η ηλικία της. -Όλες οι γυναίκες αγαπούν. Είναι το άλλοθι τους για να απολαμβάνουν τον έρωτα. Πάντως μου αρέσει όταν υπερβάλλεις για τις γυναίκες. Φαντάζομαι τους άνδρες στην εποχή μου να κάνουν το ίδιο για μένα και κολακεύομαι. Είναι χάρισμα η κολακεία, το χάρισμα για το οποίο σας αφήνουμε πότε πότε να κυβερνάτε…(σελ. 161-162)
-Ηχούν όλα υπέροχα.
-Μόνο αυτό έχει να πες; Θεία Ευγενία, νόμιζα ότι θα με βοηθούσες να απαντήσω σε μερικά ερωτήματα, καθοριστικά για την ζωή μου.
-Μα δεν σου αρκεί το να ηχούν όμορφα; (σελ। 163
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου