Μάριος Χάκκας, Ο ΜΠΙΝΤΕΣ, εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ [η νεοελληνική λογοτεχνία εικονογρφημένη, ζωγραφιές ΤΑΚΗΣ ΣΙΔΕΡΗΣ, επιλογή κειμένων ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ]
Είχαμε φαγωθεί μέσα μας χωρίς να το πάρουμε είδηση. [σελ.5]
Εκείνο τον καιρό ήμουν ένας κεφάτος άνθρωπος με λίγες ανάγκες. [σελ.11]
Πάντως, μ` αυτά και μ` αυτά, βρέθηκα μ` όλα τα κουμπιά μου γερά, είναι κι αυτό ένα όφελος, είναι κι αυτό μια ασφάλεια. Τι σιδερωμένα πουκάμισα τον πρώτο καιρό, τι καθαρές αλλαξές, γυαλισμένα παπούτσια, στο καντίνι που λένε. [σελ.16-17]
Γενικά προοδέψαμε. Πήραμε ψυγείο, πλυντήριο κι η ζωή γινόταν όλο και πιο άνετη. [σελ. 19]
Μπάνιο στη σκάφη. Το Σαββατόβραδο άρχιζε η περιπέτεια. Μ` έχωνε η γυναίκα στη σκάφη και έτριβε μέχρι γδάρσιμο. Ας είναι. [σελ. 22]
Κι όπως όλα τα πράγματα που σιάχνονται μια φορά στη ζωή μας βάζομε τα δυνατά μας να γίνουν όσο πιο πολύ μερακλίδικα, έτσι και στην τουαλέτα πήρα όλα τα μέτρα μου για να σιάξω κάτι το ωραίον: Έβαλα πλακάκια πανάκριβα που σχημάτιζαν ένα παράξενο σύνολο με παραστάσεις διάφορες έτσι που να νοιώθω ευχάριστα σε τούτο τον χώρο, όλα τ` απαραίτητα είδη υγιεινής και φυσικά και μπιντέ. [σελ. 28- 30 ]
Εγώ είμαι το βραβείο μετά από είκοσι χρόνια δουλειά. Για να πλένεσαι από κάτω. Είδες που σε έφερα; [σελ. 36]
Από παντού ερχόταν ένας παράξενος θόρυβος. Δεν ήταν ο γνωστός θόρυβος απ` τ` αυτοκίνητα. Άλλου είδους αυτός: Ένα επίμονο πλατς-πλατς σκέπαζε κάθε άλλη βοή. Έστησα αυτί και κατάλαβα. [σελ. 41-42]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου