Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2011

Φ. Ντοστογιεβσκη-Έγκλημα και Τιμωρία (Τόμος 3ος)


Φ. Ντοστογιέβσκη, "Έγκλημα και Τιμωρία" μετάφραση Άρης Αλεξάνδρου, εκδόσεις Γκοβόστη

Είχε ακούσει κι αυτός, σαν όλους τους άλλους, πως υπάρχουν, ιδιαίτερα στην Πετρούπολη, κάτι προοδευτικοί μηδενιστές, κατήγοροι κ’ ελεγκτές κ.τ.λ. κ.τ.λ. μα, όπως κι οι άλλοι, υπερέβαλε και διαστρέβλωνε το νόημα και την επιροή αυτών των όρων σε βαθμό που έφτανε το γελοίο. Περσότερο απ’ όλα-από αρκετά χρόνια τώρα- φοβότανε το ξεσκέπασμα κι αυτή είταν η κυριότερη αιτία της ασταμάτητης, υπερβολικής του ταραχής-ιδιαίτερα από τότε που άρχισε να μελετάει την επέχταση των εργασιών του στην Πετρούπολη. Απ’ αυτήν την άποψη είταν, όπως λένε, σκιαγμένος, όπως είναι καμιά φορά σκιαγμένα τα μικρά παιδιά. Εδώ και κάμποσα χρόνια, όντας στην επαρχία, όταν άρχιζε ακόμα την καριέρα του, είδε δυο πρόσωπα αρκετά σημαντικά-που είχε γατζωθεί πάνω τους και τον είχαν υπό την προστασία τους-τα είδε να ξεσκεπάζονται άσπλαχνα. Το ένα πρόσωπο αντιμετώπισε αρκετά σκανδαλώδικες συνέπειες και το άλλο παρά λίγο νάβρισκε μεγάλους μπελάδες. Να γιατί είχε αποφασίσει ο Πέτρος Πέτροβιτς να μάθει αμέσως μόλις έρθει στην Πετρούπολη τι ακριβώς τρέχει και, αν χρειαζότανε νάκανε αυτός το πρώτο βήμα και να φανεί για κάθε ενδεχόμενο αρεστός «στις νέες γενιές» μας. Για την περίπτωση αυτή υπολόγιζε στον Αντρέα Σεμιόνοβιτς κι όταν επισκέφτηκε τον Ρασκόλνικοβ είχε μάθει κιόλας να στρογγυλεύει ορισμένες φράσεις και να παπαγαλίζει ξένες ιδέες… (σελ. 7-8)

Παρ’ όλα αυτά τα χαρίσματα, ο Αντρέας Σεμιόνοβιτς είταν στ’ αλήθεια αρκετά ανόητος. Είχε προσχωρήσει στην πρόοδο και στις «νέες μας γενιές» από πάθος. Είταν ένας απ’ την αμέτρητη και παρδαλή λεγεώνα των μικρών και ταπεινών ανθρώπων, των θνησιγενών εφταμηνίτικων ημιμαθών και ηλίθιων που κολλάνε αμέσως στην ιδέα της τελευταίας μόδας και την προστυχεύουν αμέσως και κάνουν καρικατούρα κάθε τι που υπηρετούν-μ’ όλο που καμιά φορά αγωνίζονται γι’ αυτό μ’ όλη τους την ειλικρίνεια. (σελ. 9)

Και τι με νοιάζει εμένα που σας πέρασαν απ’ το μυαλό όλες αυτές οι ανόητες σκέψεις κ’ οι απορίες; φώναξε.- Αυτό δεν είναι απόδειξη. Μπορούσατε να τα ονειρευτείτε όλ’ αυτά στον ύπνο σας, αυτό είν’ όλο! Και γω σας λέω πως λέτε ψέματα, ευγενέστατε κύριε! Λέτε ψέματα και πάτε να με συκοφαντήσετε, επειδή τρέφετε μίσος εναντίον μου, ναι, επειδή χολωθήκατε μαζί μου που δεν συμφωνάω με τις φιλελεύθερες και άθεες σοσιαλιστικές σας δοξασίες, να γιατί! (σελ. 45)

-… Φυσικά, σκοτώνοντας την γριά, έκανα λάθος…Ε, αρκετά.
Τις τελευταίες του φράσεις τις είπε κουρασμένος κι άφησε το κεφάλι του να πέσει.
-Ω, δεν είναι αυτό, όχι, δεν είναι αυτό, φώναξε η Σόνια βασανισμένη. Πως θα μπορούσε κανείς…όχι αυτό δεν είναι σωστό, δεν είναι σωστό.
-Το βλέπεις και μόνη σου πως δεν είναι σωστό. Όμως εγώ είπα την αλήθεια, αυτή είναι η αλήθεια.
-Αν μπορεί ποτέ νάναι αυτή η αλήθεια. Αχ Θεέ μου!
-Το μόνο που έκανα είταν που σκότωσα μια ψείρα, Σόνια, ένα άχρηστο, σιχαμένο ζωύφιο.
-Ένα ανθρώπινο πλάσμα το λες ψείρα!
-Το ξέρω και μόνος μου πως δεν είταν ψείρα, απάντησε κοιτάζοντας την παράξενα.- Λέω όμως ανοησίες, Σόνια, πρόστεσε. –Λέω ανοησίες, πολύν καιρό τώρα. Όχι, δεν είναι αυτό, έχεις δίκιο. Άλλες είταν οι αιτίες, πολύ διαφορετικές! Έχω τόσον καιρό να μιλήσω με ανθρώπους, Σόνια…Το κεφάλι μου πονάει τρομερά. (σελ. 60)

-…και τότε είδα, Σόνια, πως αν περίμενε κανείς να γίνουν όλοι εξυπνότεροι, θάπρεπε να περιμένει πολύν καιρό… Αργότερα κατάλαβα πως αυτό δεν θα γινότανε ποτέ, πως οι άνθρωποι δε θ’ αλλάζανε ποτέ, και πως κανένας δεν μπορεί να τους αλλάξει κι ούτε αξίζει να χάνεις τον κόπο σου για κάτι τέτοιο. Ναι έτσι έγινε. Φυσικός νόμος, Σόνια, πως όποιος είναι δυνατός στο μυαλό, θα μπορέσει να τους κάνει ότι θέλει. Ο καθένας που τολμάει κάτι μεγάλο δικαιώνεται στα μάτια τους. Αυτός που περιφρονεί τα περισσότερα πράματα θα γίνει ο νομοθέτης τους κι αυτός που τολμάει τα περισσότερα απ’ όλους θα βγεί ο πιο δικαιωμένος! Έτσι είταν ως τα τώρα κ’ έτσι θάναι, θα πρέπει νάναι τυφλός κανένας για να μην το βλέπει! (σελ. 61-62)

Μα είσαι και ανόητη Σόνια: τι θα φάμε τώρα; Φτάνει πια όσο σε κατασπαράξαμε, δεν θέλω άλλο! Αχ Ροντιόν Ρομάνοβιτς, εσείς είστε! Ξεφώνισε βλέποντας τον Ρασκόλνικοβ, κι όρμησε σ’ αυτόν, εξηγείστε, σας παρακαλώ, σ’ αυτήν την ανοητούλα πως δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα καλύτερο! Ακόμα κι οι λατερνατζήδες κερδίζουν το ψωμί τους, όμως εμάς θα μας ξεχωρίσουν αμέσως όλοι θα καταλάβουν πως είμαστε μια φτωχή, ευγενής οικογένεια ορφανών, που φτάσανε στο σημείο να ζητιανέψουν, και εκείνος ο στρατηγίσκος θα χάσει την θέση το, θα το δείτε! Κάθε μέρα θα πηγαίνουμε κάτω από τα παράθυρά του και θα περάσει ο πατερούλης μας ο Τσάρος, κ’ εγώ θα πέσω στα γόνατα, θα τα βάλω όλ’ αυτά μπροστά και θα του τα δείξω: «Προστάτεψε τα, πατέρα μας!» Είναι ο πατέρας των ορφανών, είναι φιλεύσπλαχνος, θα μας προστατέψει, θα το δείτε, και εκείνον τον στρατηγίσκο… Λένια! Tenez vous droite! Εσύ Κόλια θα ξαναχορέψεις τώρα. Τι κλαψουρίζεις; Πάλι κλαψουρίζει! Μα τι φοβάσαι, τι φοβάται λοιπόν, χαζούτσικο! Θε μου, τι να τα κάνω, Ροντιόν Ρομανοβιτς; Αν ξέρατε τι χαζά παιδιά πούναι, τίποτα δεν καταλαβαίνουν! Τι μπορείς να κάνεις με τέτοια παιδιά…Θε μου! (σελ. 72-73)

Την ακουμπήσανε πάλι στα μαξιλάρια.
-Τι; Παπάς; … Δεν μου χρειάζεται… Τι, σας περισσεύουνε λεφτά μήπως; Δεν έχω αμαρτήσει! Ο Θεός έχει υποχρέωση να με συγχωρέσει και χωρίς παπάδες… Το ξέρει πολύ καλά πόσο υπόφερα! Κι αν δεν με συγχωρέσει, ποτέ του και μη σώσει. (σελ. 77)

Όχι Ροντιόν Ρομάνοβιτς, πατερούλη μου, δεν είναι ο Νικόλκα! Εδώ έχουμε μια υπόθεση φανταστική, σκοτεινή, μοντέρνα, μια περίπτωση της εποχής μας, όπου η ανθρώπινη καρδιά έχει θολώσει κι όπου υπογραμμίζεται η φράση πως το αίμα «φρεσκάρει», κι όλη η ζωή διακηρύχνεται σα ζήτημα κομφόρ. Εδώ είναι ονειροπολήματα παρμένα απ’ τα βιβλία, εδώ είναι φανερή η απόφαση να κάνει κανείς το πρώτο βήμα, είναι μια καρδιά θεωρητικά ερεθισμένη, είναι όμως μια αποφασιστικότητα ιδιάζουσα- τ’ αποφάσισε, μα είναι σα νάπεσε απ’ την πλαγιά ενός βουνού, ή σάμπως να γκρεμίστηκε από κανένα καμπαναριό- μα κι όταν πήγαινε να κάνει το έγκλημα, είταν σάμπως να πήγαινε με ξένα πόδια. Ξέχασε να κλείσει πίσω του την πόρτα, μα σκότωσε, σκότωσε δυο. Σύμφωνα με την θεωρία. Σκότωσε και δεν κατάφερε να πάρει τα χρήματα, κι ότι πρόφτασε ν’ αρπάξει, πήγε και τάκρυψε κάτω από μια πέτρα. Δεν τούφταναν όσα υπόφερε, όταν στέκοταν πίσω απ’ την πόρτα, την ώρα που οι άλλοι απόξω την σκουντάγανε να μπούνε και χτυπούσαν το κουδούνι, όχι, αλλά πάει αργότερα, μισοπαραμιλώντας, πάει στο άδειο πια διαμέρισμα να θυμηθεί εκείνο το κουδούνισμα, ένιωσε βλέπετε την ανάγκη να ξαναδοκιμάσει κείνο το σύγκρυο στη ραχοκοκαλιά του… Ε, αυτό μπορεί να πει κανείς έγινε σε στιγμή αρρώστιας, είναι όμως και το άλλο: σκότωσε κ’ εξακολουθεί να θεωρεί τον εαυτό του τίμιον άνθρωπο, περιφρονεί του ανθρώπους, περιφέρεται σαν χλωμός άγγελος-τι Νικόλκα λοιπόν και ξενικόλκα μου λέτε εσείς; Όχι ψυχούλα μου Ροντιόν Ρομάνοβιτς, δεν είναι ο Νικόλκα! (σελ. 97-98)

Δεν πίστευα πριν από λίγο όμως έκλαψα αγκαλιασμένος με την μητέρα, δεν ελπίζω τίποτα κι όμως την παρακάλεσα να προσευχηθεί για μένα. Ένας Θεός ξέρει πως συμβιβάζονται ολ’ αυτά, Ντουνετσκα, εγώ ομολογώ πως δεν καταλαβαίνω τίποτα. (σελ. 159)

Δεν υπάρχουν σχόλια: