Κυριακή 27 Μαρτίου 2011
Σπύρος Μελάς-Πεγυοτλ
"Πεγυοτλ", Σπύρος Μελάς, εκδόσεις Πρίσμα
Η εκστατική χαρά που σκίζει το παραπέτασμα της καθημερινής συνείδησης αφήνοντας σύμπαντα φωτός να ξεχυθούν εκεί που ένας ασφυκτικός εαυτός πάσχιζε να συγκροτηθεί, ο τρόμος της ολοκληρωτικής αποδόμησης και η κάθοδος ως τα σκοτεινά και κρύα νερά του θανάτου, η επίγνωση της συνέχειας όλων των μορφών πέραν των ορίων της ατομικής ζωής και θανάτου, η υπερβατικότητα του έρωτα ως προς την ατομική ζωή: όλα τούτα και, πέρα από αυτά, μια δύσκολη να περιγραφεί ειδική ποιότητα της εμπειρίας που τα συνέχει και που μοιάζει ν' ανάβει ένα βαθύ φως στη μνήμη εκείνου που ήδη γνωρίζει. (σελ. 5) (από τον πρόλογο του Φώτη Τερζάκη)
Μα τίποτα δεν είναι πιο λαμπρό από τον άνθρωπο. Θαμπώθηκα, σαν τον αντίκρυσα να ξεκινάει, από τα βάθη της σπηλιάς του, δέσμη από αστραπές, για τ' απίστευτα πεπρωμένα. Στο σχήμα του, στο νου, στα έργα, στα πάθη και στους νόμους που τα χαλινώνει, στη δίψα να γνωρίσει, στην τόλμη να ξεστηθιάσει τη φύση, να εξουσιάσει τα μυστικά της, στη θέληση να δημιουργεί, στη δύναμη να προφητεύει, στον πόθο να σμίξει με το θείο, ένοιωσα το μεγαλείοτου πλάστη. Και τον προσκύνησα. (σελ. 10)
Έζησα σ' όλους τους καιρούς, σ' όλους τους τόπους, σ' όλα τα ανθρωπομαζώματα κάθε λογής. Στις βαθειές σπηλιές, γεμάτες τρόμους και σκοτάδια, σκάλισα, πάνω στην τραχειά πέτρα, τα σχήματα όλων των εχθρών που γύρευαν να μ' αφανήσουν, του άγριου ταύρου, του ρινόκερου, του τίγρη και του λιονταριού. Με το σχέδιο τους περίβαλα, σαν μέσα σε δίχτυ παντοδύναμο. Και μπόρεσα να τους νικήσω. (σελ. 10-11)
Έκαμα στην ξακουστή Αθήνα, που το δείλι ο Υμηττός φέγγει, φαρφουρένιος, από ένα φως μενεξελί, φυτεμένο στα σπλάχνα του. Κάτω από την πολυστάφυλη κληματαριά, στην αυλή της Ασπασίας, άκουσα τον Σοφοκλή, να τραγουδεί τον αργήτα Κολωνό, τα κάλλιστα έπαυλα και τ' αηδόνια, που κελαηδούσαν κρυμμένα στους δροσάτους κισσούς της γειτονιάς του. Είδα τον Ικτίνο να ντύνει με βαρειά μάρμαρα την πιο άπιαστη ουσία της αρμονίας. Στις βαθύσκιες δεντροστοιχίες, στο άλσος της Ακαδημίας, άκουσα τον Πλάτωνα ν' ανεβάζει τις ανθρώπινες ψυχές ηνίοχους, επί "πτηνών αρμάτων", για τη διφροδρομία του λυτρωμού, στον ξάστερο αιθέρα της Ιδέας...(σελ 14-15)
Είχα φτάσει τον τελευταίο καιρό στο συμπέρασμα, πως όλο το βάρος κι η πίκρα της ζωής ερχόταν από το ατομικό "εγώ" μου και την αγιάτρευτη μόνωσή μου. Αυτό το πετσί, που περίβαλε το κορμί μο, δέχτης θαυμαστός για εντυπώσεις από τον έξω κόσμο, τόνοιωθα να γίνεται, με τον καιρό και την συνήθεια, τοίχος αδιαπέραστος. Κι απ' έξω παραμόνευε ο θάνατος, έτοιμος να ορμήσει, ακάλεστος, ν' αναποδογυρίσει τα πιάτα στο τραπέζι και να σβήσει το φώς... (σελ. 15-16)
Η πονεμένη μου καρδιά πεινάει γι' αλήθεια...Σκληρή, απάνθρωπη, ότι και νάναι... Μάγε, απόψε δε θα μπορέσεις να με ξεγελάσεις μ' αυτές τις γοητευτικές σου επιφάνειες. Γυρεύω να φανερωθείς με την πραγματική μορφή σου. Που είναι η Γιόλα; Τι την έκανες τη μικρή μου Γιόλα; Τι θα με κάνεις αύριο και μένα; Τι τις κάνεις όλες αυτές, τις αναρίθμητες μορφές, που συντρίβεις κάθε στιγμή; (σελ. 28)
-Απ' όλα τα πράγματα που δεν υπάρχουν, αυτό που δεν υπάρχει περισσότερο είναι ο θάνατος-είπε ήσυχα ο προφήτης- το πεγυοτλ τον έχει νικήσει. Όποιον πιστεύεις για νεκρό, μπορεί να σου τον φέρει ζωντανό μπροστά σου. Να τον δεις... ν' ακούσεις τη λαλιά του...(σελ. 31)
-Γιόλα, μικρή μου Γιόλα, δε σε καταλαβαίνω...Πού βρίσκεσαι αγάπη μου; Που είσαι; Ξαστέρωσε μου το τρανό μυστήριο. Τι είναι αυτός ο κόσμος, που μ' άφησες, μονάχο μου, να παραδέρνω;
-Είναι μια εικόνα χεροπιαστή, χοντροκομένη, σαν κι εμένα, όταν με αγκάλιαζες και με φιλούσες...Και δική σου δε θα γίνει ποτέ, όσο δε μάθεις, μέσα στο χεροπιαστό, να νοιώθεις το αόρατο... μέσα στη διαβατική καρικατούρα τον κόσμο της αιώνιας αλήθειας και της ομορφιάς που βρίσκομαι... Γαλήνεψε, αγάπη μου... Άμα γυμνάσεις την ψυχή σου, στ' όνειρο θ' ανταμωθούμε. (σελ. 33)
...Η επιστήμε, κύριε, ανακάλυψε πολύ αργά τη στρατόσφαιρα και μπόρεσε να υψωθεί ως αυτή. Εδώ και χιλιάδες χρόνια οι ψυχές που πιστεύουν έχουν βρει τον τρόπο ν' ανεβαίνουν αμέτρητες φορές ψηλότερα, στην κοσμόσφαιρα, που όλες οι δυνάμεις κοινωνούν κι όπου η γνώση παρουσιάζεται συνολική... Εκεί όλα ξαστερωμένα. Αυτό το φως που καταύγασε το είναι μου με ανέβασε στην κοσμόσφαιρα, για να με ενώσει με το φως του κόσμου. (σελ. 38)
Το θαύμα δεν μπορεί να γίνει επάγγελμα. (σελ. 40)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου