Χρίστος Ρουμελιωτάκης: ΑΠΟΘΗΚΕΣ ΥΦΑΛΩΝ ΟΠΛΩΝ ΔΟΚΙΜΙΟ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ, εκδόσεις Τυπωθήτω, Αθήνα 2009
Τώρα που τα καταγράφεις αυτά έρχεται στο μυαλό σου εκείνη η ωραία γυναίκα που είχες γνωρίσει ένα βράδυ, πολλά χρόνια μετά, σε μια κοινωνική συναναστροφή. Ήταν όμορφη στην ωριμότητά της, γελούσε και είχε μια σειρά ωραία δόντια. Ένιωσες την ανάγκη να της το πεις. Χαμήλωσε τη φωνή της και, γελώντας πάντοτε, σου είπε πως τα δόντια δεν είναι δικά της, είναι του ΕΑΤ-ΕΣΑ. Έτσι σου είπε, γελώντας.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ 24-12-1969 [σελ. 9]
Κι όμως, τα έτη περνούν και σε αφήνουν μόνο με τις αναμνήσεις σου. [σελ. 13]
…Κοσμά, σας κάναμε βίδες και ο Κοσμάς, χαμογελώντας, όπως και σήμερα χαμογελάει, του είχε απαντήσει Ναι, αλλά οι βίδες ξαναβιδώνονται - … [σελ.16]
Ο πατέρας σου δεν ήξερε τι να σου πει και, για να κρύψει την αμηχανία του, σου είχε προτείνει Ας κάψουμε ένα καπνό. Έτσι, είχες για πρώτη, φορά καπνίσει μπροστά του. [σελ. 20]
Εκεί, λοιπόν, περίκλειστος και συ, είχες περάσει τέσσερα χρόνια και είχες δει και είχες μάθει πολλά, που σου έχουν χρησιμεύσει πολύ στη ζωή σου. [σελ. 23]
Α, η μητέρα σου η καημένη, πόσα είχε υποφέρει και από σένα, που ήθελες και συ να σώσεις τον κόσμο. [σελ. 31]
Δεν είσαι βέβαιος αν είχες ακολουθήσει τις συμβουλές της Ρόζας, αλλά είσαι βέβαιος πως είχες ακολουθήσει τον κανόνα, που συ ο ίδιος είχες επιβάλει στον εαυτό σου, κάθε φορά δηλαδή που βρίσκεσαι σε δίλημμα περί του πρακτέου, να επιλέγεις ό,τι είναι δυσκολότερο. [σελ. 33]
Απλοί πολίτες ήταν και αυτήν την ιδιότητα ήθελαν να κρατήσουν. [σελ.36]
Και τα θυμάσαι και τα γράφεις για τη δική σου και μόνο παρηγορία και για να εξορκίζεις, όπως πιστεύεις, το κακό. [σελ.41]
[…] δεν είχες φανταστεί ότι άρχιζε το τέλος της αθωότητας, που είναι ταυτόσημη με τη βεβαιότητα. [σελ. 45]
Μόνο οι μικροί και οι ασήμαντοι είναι βέβαιοι για τη μεγαλοσύνη τους. [σελ. 56]
Στο στρατόπεδο ένιωθες ελεύθερος. Οι διαχωριστικές γραμμές ήταν καθαρές. Από δω εμείς, από κει οι άλλοι. Σε ξέρανε και τους ήξερες. Ήταν η μόνη περίοδος της δικτατορίας που ένιωθες ελεύθερος. Κι ας σε πλάκωνε ο βραχνάς κι ας σε έπνιγε η ασφυξία…[σελ. 60]
Έβλεπαν τη ζωή τους να κυλάει κάθε μέρα μέσα από τα χέρια τους και προσπάθησαν να τη συγκρατήσουν. Αυτό ήταν όλο. Αυτό άλλωστε δεν είναι και η ουσία και το μυστήριο της ποίησης; [σελ. 72]
[…] Ο φόβος είχε φωλιάσει στις ψυχές των ανθρώπων. […] Ο φόβος εξακολουθούσε να φωλιάζει στην ψυχή τους. [σελ. 78-79]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου