Τάσος Ρούσσος, «Ο Οδυσσέας», εκδόσεις Καστανιώτη, 1996
Έχω λοιπόν πολύ καιρό μπροστά μου και δεν περνάει με το να θυμάσαι. Όταν κοιτάς πίσω σου, δεν προχωράς. Μένεις στην ίδια θέση, σαν τους πνιγμένους στην αμμουδιά. (σελ 7)
Δεν του μίλησα. Τον κοίταξα στα μάτια, γύρισα κι έφυγα. Ήταν ανώφελο να πιαστώ μαζί του σε κουβέντες. Αυτός ονειρευόταν ή νόμιζε πως ονειρευόταν ή μας έλεγε ψέματα. Τέτοιος ήταν. Ένας αρχηγός που ονειρευόταν. (σελ. 10)
«Τώρα πια η Ελλάδα είναι η Ελένη. Αν χάσουμε την Ελένη, χάσαμε και την Ελλάδα.» (σελ. 12)
Σφάζαμε τους άνδρες και παίρναμε τα γυναικόπαιδα σκλάβους. Γυρίζαμε στο στρατόπεδο φορτωμένοι λάφυρα και περήφανοι για τις μικρές αυτές νίκες μας. Τώρα ο στρατός ήταν ευχαριστημένος. Πολεμούσε, νικούσε, δεν τον ένοιαζε ποιους. Είχε τον προορισμό του. Λήστευε κι έσφαζε και ξεχνούσε το γυρισμό. (σελ. 13)
«Ναι, να προσέχουμε. Ίσως χρειαστεί ν’ αλλάξουμε κάπως. Πάντα θα πρέπει ο άνθρωπος ν’ αλλάζει, δίχως να πάψει να μένει ο ίδιος, δίχως να χάνει τον εαυτό του. Καταλαβαίνεις νομίζω». (σελ. 22)
«Λοιπόν πως σου φάνηκε ο Κένταυρος;»
«Είναι σαν θεός», μου απάντησε. «Έχει δύναμη και σοφία, σκληρότητα και καλοσύνη». (σελ. 37)
«Η πατρίδα μου; Δεν έχω πατρίδα. Είμαι ίσως Έλληνας, ίσως Φοίνικας, ίσως νησιώτης. Ή και τα τρία. Κάποτε. Μα τώρα είμαι εγώ η πατρίδα μου δίπλα σ’ αυτά τα παράξενα δένδρα και στη ρηχή θάλασσα. Ναι, η πατρίδα μας είμαστε εμείς. Το κορμί και η καρδιά μας». (σελ 42)
Πολλές φορές το καλό και το δίκιο το σκεπάζουν σωροί πτώματα κι αρπαγές κι αποχωρισμοί ανεπίστροφοι. Οι θεοί μόνο κάνουν το καλό χωρίς το κακό. Κι εσύ δεν είσαι θεός. Είσαι ο Οδυσσέας», είπε και με άφησε μπαίνοντας στο παλάτι. (σελ. 130)
Και τότε θυμήθηκα τα λόγια του Χείρωνα: «Σε όλα τα πράγματα ο θνητός πρέπει να ‘χει μερίδιο. Και στα καλά και στα κακά. Δεν πρέπει όμως να ξεπεράσει τα όρια τους, γιατί τότε παύει να είναι άνθρωπος πια ή δεν αντέχει…(σελ 168-169)
Η νύχτα που ανέβαινε από τον ωκεανό μας σκέπαζε σιωπηλή. Είμαι αυτός που είμαι, συλλογιζόμουν συνέχεια, χωρίς να μπορώ ν’ αποκριθώ στο ερώτημα που τρυπούσε το μυαλό μου. Ποιος ήμουν; Ποιος; (σελ. 184)
Αυτά θα γίνουν, άκουσα στο μυαλό μου τη φωνή του Κένταυρου. Κι άλλα πολλά, ξανάκουσα μέσα μου. Κι αυτές οι πικρές λάμψεις που βλέπεις ν’ ανεβαίνουν και να σβήνουν ξαφνικά είναι αυτό που λέτε εσείς οι άνθρωποι δόξα και μεγαλείο, μα εγώ το λέω με τ’ όνομά του: μοναξιά. (σελ. 274)
Πήγα και βρήκα τον Λαέρτη.
«Πατέρα», του είπα, «να προσέχεις πρώτα τον Τηλέμαχο και μετά το βασίλειο».
«Γιε μου, αυτός είναι το βασίλειο. Μην ανησυχείς. Τα μάτια μου θα υπάρχουν και θα κοιτούν μόνο γι’ αυτόν». (σελ. 283)
Δεν του μίλησα. Τον κοίταξα στα μάτια, γύρισα κι έφυγα. Ήταν ανώφελο να πιαστώ μαζί του σε κουβέντες. Αυτός ονειρευόταν ή νόμιζε πως ονειρευόταν ή μας έλεγε ψέματα. Τέτοιος ήταν. Ένας αρχηγός που ονειρευόταν. (σελ. 10)
«Τώρα πια η Ελλάδα είναι η Ελένη. Αν χάσουμε την Ελένη, χάσαμε και την Ελλάδα.» (σελ. 12)
Σφάζαμε τους άνδρες και παίρναμε τα γυναικόπαιδα σκλάβους. Γυρίζαμε στο στρατόπεδο φορτωμένοι λάφυρα και περήφανοι για τις μικρές αυτές νίκες μας. Τώρα ο στρατός ήταν ευχαριστημένος. Πολεμούσε, νικούσε, δεν τον ένοιαζε ποιους. Είχε τον προορισμό του. Λήστευε κι έσφαζε και ξεχνούσε το γυρισμό. (σελ. 13)
«Ναι, να προσέχουμε. Ίσως χρειαστεί ν’ αλλάξουμε κάπως. Πάντα θα πρέπει ο άνθρωπος ν’ αλλάζει, δίχως να πάψει να μένει ο ίδιος, δίχως να χάνει τον εαυτό του. Καταλαβαίνεις νομίζω». (σελ. 22)
«Λοιπόν πως σου φάνηκε ο Κένταυρος;»
«Είναι σαν θεός», μου απάντησε. «Έχει δύναμη και σοφία, σκληρότητα και καλοσύνη». (σελ. 37)
«Η πατρίδα μου; Δεν έχω πατρίδα. Είμαι ίσως Έλληνας, ίσως Φοίνικας, ίσως νησιώτης. Ή και τα τρία. Κάποτε. Μα τώρα είμαι εγώ η πατρίδα μου δίπλα σ’ αυτά τα παράξενα δένδρα και στη ρηχή θάλασσα. Ναι, η πατρίδα μας είμαστε εμείς. Το κορμί και η καρδιά μας». (σελ 42)
Πολλές φορές το καλό και το δίκιο το σκεπάζουν σωροί πτώματα κι αρπαγές κι αποχωρισμοί ανεπίστροφοι. Οι θεοί μόνο κάνουν το καλό χωρίς το κακό. Κι εσύ δεν είσαι θεός. Είσαι ο Οδυσσέας», είπε και με άφησε μπαίνοντας στο παλάτι. (σελ. 130)
Και τότε θυμήθηκα τα λόγια του Χείρωνα: «Σε όλα τα πράγματα ο θνητός πρέπει να ‘χει μερίδιο. Και στα καλά και στα κακά. Δεν πρέπει όμως να ξεπεράσει τα όρια τους, γιατί τότε παύει να είναι άνθρωπος πια ή δεν αντέχει…(σελ 168-169)
Η νύχτα που ανέβαινε από τον ωκεανό μας σκέπαζε σιωπηλή. Είμαι αυτός που είμαι, συλλογιζόμουν συνέχεια, χωρίς να μπορώ ν’ αποκριθώ στο ερώτημα που τρυπούσε το μυαλό μου. Ποιος ήμουν; Ποιος; (σελ. 184)
Αυτά θα γίνουν, άκουσα στο μυαλό μου τη φωνή του Κένταυρου. Κι άλλα πολλά, ξανάκουσα μέσα μου. Κι αυτές οι πικρές λάμψεις που βλέπεις ν’ ανεβαίνουν και να σβήνουν ξαφνικά είναι αυτό που λέτε εσείς οι άνθρωποι δόξα και μεγαλείο, μα εγώ το λέω με τ’ όνομά του: μοναξιά. (σελ. 274)
Πήγα και βρήκα τον Λαέρτη.
«Πατέρα», του είπα, «να προσέχεις πρώτα τον Τηλέμαχο και μετά το βασίλειο».
«Γιε μου, αυτός είναι το βασίλειο. Μην ανησυχείς. Τα μάτια μου θα υπάρχουν και θα κοιτούν μόνο γι’ αυτόν». (σελ. 283)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου