Άρης Φακίνος, "Ο άνθρωπος που τάιζε τα περιστέρια", εκδόσεις Καστανιώτη
…δεν θα της έλεγε τίποτα, όλα τα λόγια θα ‘μοιαζαν με μαύρα γυαλιά σε τυφλού πρόσωπο…(σελ.12)
-Τι να κάνουμε αγόρι μου, όλοι γερνάνε.
-Και εγώ γερνάω, μάνα..
-Και συ, ναι… Δε σε πειράζει όμως, έτσι δεν είναι;
-Τι να με πειράξει; (σελ.19)
Έτσι γερνάει ο άνθρωπος, όταν του ‘ρχεται να φωνάξει αλλά δεν μπορεί πια, και οι φωνές που καταπίνει τον πνίγουν.(σελ.46)
Βάδιζε πάντα αργά, ναι, αυτό ήταν…Ξένος είσαι όταν δε νοιώθεις ποτέ την ανάγκη να τρέξεις, να βιαστείς, να παραμερίσεις κάποιον που σου κόβει τον δρόμο, ξένη είναι η γη όπου ο χρόνος ανήκει σε άλλους. (σελ.50)
-Κάθε φορά που κοιτάζω το πρόσωπο ενός παιδιού, διακρίνω τον κατάλογο με όσα εγκλήματα δε έχουν γίνει ακόμα σε τούτο τον κόσμο… Αυτό θα ‘ναι που οι άνθρωποι αποκαλούν αθωότητα. (σελ. 73)
-Σα να ‘χε χωρατέψει με κάτι που δε σήκωνε χωρατό, συνοφρυώθηκε, έσκυψε πάνω από το ποτήρι του…(σελ.90)
Ο Πορφύρης πικρογέλασε:
-Το μερεμέτι δεν είναι δουλειά…Άλλο πράγμα να χτίζεις και άλλο να εμποδίζεις το γκρέμισμα. (σελ 92)
Του Πρόδρομου το κρασί μπορεί να τα κατάφερνε καλύτερα από κείνη. Μαζί με τη γυναίκα και τη γη, είναι τα μόνα πράγματα που μπορούν και λυγίζουν, κουμαντέρνουν τους άντρες… (σελ.93)
…Εγώ γράφω, εκείνος σκάβει…(σελ. 96)
Ήταν κλεισμένος στην κάμαρή του κι έγραφε-δεν έγραφε, παρακαλούσε τις λέξεις να μείνουν κοντά του, να μην ξεμείνουν και χάσουν τον δρόμο. (σελ.136)
Το κρασί όλο και προχωρούσε μέσα στις φλέβες των καλεσμένων που πολεμούσαν όλοι μαζί να θυμηθούν ένα τραγούδι παλιό, αλλά τα λόγια έφταναν στων ανθρώπων τα χείλια δειλά, μπερδεμένα. Οι λέξεις έκαναν αργά το γύρο του τραπεζιού σα να ζητιάνευαν, ο καθένας τους έδινε ότι μπορούσε. Για λίγες στιγμές το τραγούδι δυνάμωνε, ύστερα απομακρύνοταν διστακτικά, σα να μην ήθελε να φύγει, οι ανάπηροι στίχοι σκόρπιζαν αποδώ κι αποκεί, κανένας πια δεν τους πρόσεχε. (σελ.140)
…Μα κι αν ακόμα ήξερε την γλώσσα της, θα τα κατάφερναν; Ίσως να ‘μοιαζαν με δυο χωριάτισσες φορτωμένες κλαριά, που συναντιούνται σ’ ένα στενό μονοπάτι. Μόνο τα φορτία που κουβαλάνε στους ώμους μπορούν και αγγίζονται, αλλά οι δυο γυναίκες δεν μπορούν ούτε ν’ απλώσουν το χέρι για να χαιρετηθούνε. (σελ.150)
Τι πάει να πει να σε περιμένουν;
-Δεν ξέρω τι να σου πω…Να, δηλαδή… Όταν υπάρχει κάποιος που έχει στην τσέπη του τα ίδια κλειδιά με σένα. (σελ. 159)
-Τι να κάνουμε αγόρι μου, όλοι γερνάνε.
-Και εγώ γερνάω, μάνα..
-Και συ, ναι… Δε σε πειράζει όμως, έτσι δεν είναι;
-Τι να με πειράξει; (σελ.19)
Έτσι γερνάει ο άνθρωπος, όταν του ‘ρχεται να φωνάξει αλλά δεν μπορεί πια, και οι φωνές που καταπίνει τον πνίγουν.(σελ.46)
Βάδιζε πάντα αργά, ναι, αυτό ήταν…Ξένος είσαι όταν δε νοιώθεις ποτέ την ανάγκη να τρέξεις, να βιαστείς, να παραμερίσεις κάποιον που σου κόβει τον δρόμο, ξένη είναι η γη όπου ο χρόνος ανήκει σε άλλους. (σελ.50)
-Κάθε φορά που κοιτάζω το πρόσωπο ενός παιδιού, διακρίνω τον κατάλογο με όσα εγκλήματα δε έχουν γίνει ακόμα σε τούτο τον κόσμο… Αυτό θα ‘ναι που οι άνθρωποι αποκαλούν αθωότητα. (σελ. 73)
-Σα να ‘χε χωρατέψει με κάτι που δε σήκωνε χωρατό, συνοφρυώθηκε, έσκυψε πάνω από το ποτήρι του…(σελ.90)
Ο Πορφύρης πικρογέλασε:
-Το μερεμέτι δεν είναι δουλειά…Άλλο πράγμα να χτίζεις και άλλο να εμποδίζεις το γκρέμισμα. (σελ 92)
Του Πρόδρομου το κρασί μπορεί να τα κατάφερνε καλύτερα από κείνη. Μαζί με τη γυναίκα και τη γη, είναι τα μόνα πράγματα που μπορούν και λυγίζουν, κουμαντέρνουν τους άντρες… (σελ.93)
…Εγώ γράφω, εκείνος σκάβει…(σελ. 96)
Ήταν κλεισμένος στην κάμαρή του κι έγραφε-δεν έγραφε, παρακαλούσε τις λέξεις να μείνουν κοντά του, να μην ξεμείνουν και χάσουν τον δρόμο. (σελ.136)
Το κρασί όλο και προχωρούσε μέσα στις φλέβες των καλεσμένων που πολεμούσαν όλοι μαζί να θυμηθούν ένα τραγούδι παλιό, αλλά τα λόγια έφταναν στων ανθρώπων τα χείλια δειλά, μπερδεμένα. Οι λέξεις έκαναν αργά το γύρο του τραπεζιού σα να ζητιάνευαν, ο καθένας τους έδινε ότι μπορούσε. Για λίγες στιγμές το τραγούδι δυνάμωνε, ύστερα απομακρύνοταν διστακτικά, σα να μην ήθελε να φύγει, οι ανάπηροι στίχοι σκόρπιζαν αποδώ κι αποκεί, κανένας πια δεν τους πρόσεχε. (σελ.140)
…Μα κι αν ακόμα ήξερε την γλώσσα της, θα τα κατάφερναν; Ίσως να ‘μοιαζαν με δυο χωριάτισσες φορτωμένες κλαριά, που συναντιούνται σ’ ένα στενό μονοπάτι. Μόνο τα φορτία που κουβαλάνε στους ώμους μπορούν και αγγίζονται, αλλά οι δυο γυναίκες δεν μπορούν ούτε ν’ απλώσουν το χέρι για να χαιρετηθούνε. (σελ.150)
Τι πάει να πει να σε περιμένουν;
-Δεν ξέρω τι να σου πω…Να, δηλαδή… Όταν υπάρχει κάποιος που έχει στην τσέπη του τα ίδια κλειδιά με σένα. (σελ. 159)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου