Θοδωρής Γκόνης: Τα πορτοκάλια της Παλαιάς Επιδαύρου και άλλα διηγήματα, εκδόσεις ΑΓΡΑ, 2000
Πέρασαν χρόνια, οι περισσότεροι από αυτούς που φορούσαν τα πουκάμισα δεν υπήρχαν πια, εν αντιθέσει με τα ίδια, που βασίλευαν σε άλλα κορμιά και ορισμένα από αυτά μάλιστα εξακολουθούσαν να κρατούν την πόρτα της ντουλάπας κλειστή. [σελ. 9-10]
Το λαούτο
Κάθε αεροπλάνο έχει τον δικό χαιρετισμό και αυτό το ξέρει πολύ καλά αυτός που ζει μόνος, ο μοναχός ο άνθρωπος, ο απάζης και ο πλάνος, ο αεροπλάνος – που στον αέρα ζει πλανώμενος-, αυτός που έριξε μαύρη πέτρα πίσω του. [σελ. 14]
Αλέξανδρος Καραμανλάκης
Δεν είναι σφικτά, η φλούδα τους δε θέλει το μαχαίρι. Το χέρι, το δάκτυλο κυλάει εύκολα στη σάρκα τους, τα καθαρίζει, τα ξεκουμπώνει. Είναι γλυκά. Γλυκό πορτοκαλιού. Είναι το μανταρίνι που μεγάλωσε και έγινε πορτοκάλι. Είναι η μοναχοκόρη του παλιού αγροτικού ιατρού της Επιδαύρου που δεν πρόλαβε να μεγαλώσει. [σελ.17]
Ήταν μεγάλα πορτοκάλια, νόστιμα. Σαγκουίνια κατακόκκινα. Τ` ανοίγαμε, τα καθαρίζαμε με τα χέρια μας εύκολα, πανεύκολα, και έτρεχαν κόκκινα ζουμιά στις χούφτες και στα χείλη μας. Αθώα παιδιά όπως ήμασταν –και πεινασμένα είναι η αλήθεια- δεν είχαμε ευτυχώς μυαλό για εύκολους συνειρμούς μες στο κεφάλι μας. [σελ.19]
Τα πορτοκάλια της Παλαιάς Επιδαύρου
[…]Τα έκανε στεφάνια και τα κρέμασε στη συκιά του πηγαδιού. Την αγριοσύκιασε. Την πάντρεψε με γάμο βασιλικό. Οι ρινιοί, τα αγριόσυκα άνοιξαν τα αρσενικά τους άνθη και ένα πλήθος από μελανά έντομα, οι νύμφες, κουβάλησαν με το σώμα τους τη γύρη από τα αρσενικά άνθη στα θηλυκά της συκιάς και τα γονιμοποίησαν. Άρχισε να γεμίζει, να λυγά, να δένει καρπό, […] [σελ. 22-23]
Το τραγούδι της συκιάς
Το ζευγάρι αυτό μου το είχε αγοράσει ο μακαρίτης ο πατέρας μου, βιαζόταν πολύ να μεγαλώσω, ίσως διαισθανόταν κιόλας το κακό και αντί για νούμερο τριανταεπτά το Πάσχα, εκείνος μου χάρισε σαραντατρία… [σελ. 31]
Τα παπούτσια της Λαμπρής
Όμως θεόρατα όπως ήταν και ατίθασα δε χώραγαν να μπουν, έπρεπε να γκρεμίσουμε τις πόρτες από τα καλύβια μας κι αυτό δεν γινόταν. Δε δέχτηκαν να μπουν στο σπίτι αφού τα ζώα τους θα έμεναν στο χιόνι. [σελ.39]
Το δακτυλίδι
Όλη τη μέρα μύριζαν, ευωδίαζαν τα δάχτυλα, τα νύχια μου καπνό «μαξούλι» την πρώτη την ποιότητα, το άρωμα του… [σελ. 43-44]
Το πρώτο ταξίδι
Σήμερα που και στις μικρότερες κατηγορίες τα γήπεδα έχουν χορτάρι και γκαζόν και χλοοτάπητες, σήμερα –μεγάλοι και… τρανοί!- περπατούμε στους δρόμους, κυκλώνουμε τετράγωνα με φίλους ακριβούς και αγαπημένους, βάζοντας άλλα στοιχήματα, […] [σελ. 58]
Η υδροφόρος του Δήμου
Ο αγώνας είναι γραμμένος σε τοπικό ιδίωμα με προφορά δύσκολη. Δεν μεταφράζεται. [σελ. 67]
Η κερκίδα του Στρατηγάκη
Τους φαντάρους τους χώριζε από τα κορίτσια μόνο η πέτρινη μάντρα που η ράχη της χτισμένη με σπασμένα μπουκάλια μπύρας για τους επίδοξους τζαμπατζήδες. [σελ. 71-72]
Λέγεται μάλιστα πως εργάτες πίσω τους άρχισαν να φυτεύουν πατάτες. Κανείς άλλος εκτός από τα κορίτσια δεν αντιλήφθηκε τίποτα [σελ. 74]
Τα κορίτσια
Πολυμήχανοι εργολάβοι έχουν αναλάβει το… θεάρεστο αυτό έργο. [σελ.84]
Μ` ένα περπάτημα καλό
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου