Ζαν Μισέλ Γκενασιά, «Η λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων», μετάφραση Φωτεινή Βλαχοπούλου, εκδόσεις Πόλις
Δεν θάβουμε απλώς έναν άνθρωπο. Μαζί του ενταφιάζεται μια παλιά ιδέα. Τίποτε δεν θα αλλάξει και το ξέρουμε. Δεν θα υπάρξει καλύτερη κοινωνία. Είτε το αποδεχόμαστε είτε όχι. Μαζί με τα πιστεύω και τις ψευδαισθήσεις μας, είμαστε με το ένα πόδι στον τάφο και εμείς…Αποχαιρετούμε μια εποχή που έχει παρέλθει οριστικά. Είναι δύσκολο να ζεις σ’ ένα κόσμο χωρίς ελπίδα. (σελ. 14)
-Μα ο κομμουνισμός απέτυχε. Το σύστημα καταρρέει παντού.
-Ο κομμουνισμός είναι μια ωραία ιδέα Μισέλ. Η λέξη σύντροφος έχει νόημα. Το πρόβλημα είναι οι άνθρωποι. (σελ. 17)
Σήκωσα τους ώμους. Αυτό ήταν το μειονέκτημα της ψυχανάλυσης : Επειδή γνωρίζεις την αιτία του προβλήματος, δεν σημαίνει και ότι το λύνεις. (σελ. 118)
Είκοσι χρόνια αργότερα, ο πατέρας μου με ρώτησε, πάνω στην κουβέντα, ποια ήταν η αιτία του τσακωμού. Χρειάστηκε να προσπαθήσω για να θυμηθώ. Αν ήξεραν πόσο μακριά θα έφτανε η κόντρα, θα είχαν συμφιλιωθεί. Όμως κανείς δεν γνωρίζει το μέλλον. Ζούμε μέρα με την ημέρα. Οι προβλέψεις μας, τα σχέδια μας, καταλήγουν να μας φαίνονται γελοία και μπερδεμένα. (σελ. 136)
Τα χρόνια εκείνα αν ήσουν Γερμανός και ζούσες στην Γαλλία δεν σ’ έβλεπαν με καλό μάτι. Υπήρχε ακόμα μίσος και μνησικακία. Κάθε βδομάδα, μια νέα ταινία στηλίτευε τη ναζιστική βαρβαρότητα και πληροφορούσε τους Γάλλους για τον ηρωισμό που έδειξαν στην Αντίσταση, σε σημείο που ακόμα και οι πιο άνανδροι δεν άργησαν να πειστούν ότι όλοι τους ήταν ανέκαθεν ήρωες. (σελ. 184)
…ο Φρανκ ήταν θέμα ταμπού. Λες και δεν είχε υπάρξει ποτέ. Ωστόσο, βρισκόταν μαζί μας. Στις καλημέρες μας και στα βλέμματά μας. Στα «τι κάνεις» και τα «πως πήγε σήμερα;» Τα μέλη μιας οικογένειας είναι δεμένα μεταξύ τους με αόρατα νήματα που εξακολουθούν να τα συνδέουν ακόμα και όταν κοπούν. (σελ. 186)
Τα δεινά μας έχουν μια και μόνη αιτία: θεωρούμε τις απόψεις μας ιερές. Όσοι αρνούνται να αλλάξουν γνώμη είναι βλάκες όσοι μεταπείθονται, το ίδιο. (σελ. 199)
Θα κατηγορούσα πολύ καιρό τον εαυτό μου που δεν επέμεινα να πάμε στην εκκλησία. Σήμερα, μετά απ’ ότι ακολούθησε, σκέφτομαι πως δεν θα ‘ταν φοβερό ν’ ανάβαμε ένα κερί. Αφού τόσοι άνθρωποι στον κόσμο ανάβουν τόσα κεριά και καντήλια, θα πρέπει να πιστέψουμε ότι αυτό βοηθάει κι ότι κάθε τόσο, απ’ τις αμέτρητες φλόγες που τρεμοσβήνουν, όλο και κάποια προσελκύει την προσοχή Του ή, πάλι, ότι τις ανάβουμε απλώς για να μη νοιώθουμε ολομόναχοι μες στο ανθρώπινο σκοτάδι. Όμως, αν σκεφτεί κανείς πόσες φλόγες άναψε ο άνθρωπος σε ολόκληρη την ιστορία του, τις αναρίθμητες προσευχές και γονυκλισίες, τότε κάλλιστα μπορεί να πει ότι ο Θεός, αν υπάρχει, δεν περιμένει πια τίποτα από εμάς. (σελ. 296)
Η ανάγνωση έχει κάτι το μεταφυσικό. Πριν διαβάσεις ένα βιβλίο, μαντεύεις κατευθείαν αν θα σου αρέσει η όχι. Το μυρίζεις, το διαισθάνεσαι, αναρωτιέσαι αν αξίζει να του αφιερώσεις τον χρόνο σου. Είναι η αόρατη αλχημεία των σημαδιών πάνω στο χαρτί, που εντυπώνονται στο μυαλό μας. Κάθε βιβλίο είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Με το που βλέπουμε έναν άνθρωπο, καταλαβαίνουμε αν θα γίνει φίλος μας ή όχι. (σελ. 317)
Η λήθη μας τρομάζει. Όμως η μνήμη είναι η αιτία των δεινών μας. Μόνο με τη λήθη ζούμε ευτυχείς. Ο μεγαλύτερος εχθρός της ευτυχίας είναι η μνήμη. Οι ευτυχισμένοι άνθρωποι ξεχνούν. Αυτή η θλιβερή ιστορία εξηγεί γιατί ο Λεονίντ ήταν ο μόνος παριζιάνος ταξιτζής που αρνιόνταν να μεταφέρει πελάτη στο αεροδρόμιο του Ορλύ. Παρόλο που ήταν καλή κούρσα. Είχαν περάσει δέκα χρόνια κι εκείνος εξακολουθούσε να αρνείται. Θα ‘λεγες ότι φοβόταν κάποια δυσάρεστη συνάντηση. (σελ. 413)
Οι ιστορίες πρέπει να συνεχίζονται. Δεν ξέρω εξαιτίας τίνος ή χάρη σε ποιον συνέβη αυτό. Αν φταίνε τ’ άστρα, η τύχη, η θέληση ή η επιθυμία μας ή αν κάποιος, κάπου, διασκεδάζει κινώντας τα νήματα και φυτρώνοντας εκεί που δεν τον σπέρνουν. Στην πραγματικότητα, δεν με ενδιέφερε. Ήμουν ευτυχισμένος. Περιφερόμουν ανάμεσα στις παρέες. Έξι μήνες αργότερα, αναρωτιόμουν αν είχα κάνει καλά που δεν σταμάτησα να την αναζητώ. Έπρεπε να ‘χα ακούσει τις συνετές συμβουλές των μελών της λέσχης και να μην είχα πάει κόντρα στη μοίρα. Θα είχα κρατήσει την ανάμνηση της συνάντησής μας στο πεζοδρόμιο της οδού Ουλμ. Θα ήταν μια ακόμα όμορφη περαστική, από εκείνες που τις βλέπεις κι αμέσως μετά τις ξεχνάς. (σελ. 550-551)
Δεν θάβουμε απλώς έναν άνθρωπο. Μαζί του ενταφιάζεται μια παλιά ιδέα. Τίποτε δεν θα αλλάξει και το ξέρουμε. Δεν θα υπάρξει καλύτερη κοινωνία. Είτε το αποδεχόμαστε είτε όχι. Μαζί με τα πιστεύω και τις ψευδαισθήσεις μας, είμαστε με το ένα πόδι στον τάφο και εμείς…Αποχαιρετούμε μια εποχή που έχει παρέλθει οριστικά. Είναι δύσκολο να ζεις σ’ ένα κόσμο χωρίς ελπίδα. (σελ. 14)
-Μα ο κομμουνισμός απέτυχε. Το σύστημα καταρρέει παντού.
-Ο κομμουνισμός είναι μια ωραία ιδέα Μισέλ. Η λέξη σύντροφος έχει νόημα. Το πρόβλημα είναι οι άνθρωποι. (σελ. 17)
Σήκωσα τους ώμους. Αυτό ήταν το μειονέκτημα της ψυχανάλυσης : Επειδή γνωρίζεις την αιτία του προβλήματος, δεν σημαίνει και ότι το λύνεις. (σελ. 118)
Είκοσι χρόνια αργότερα, ο πατέρας μου με ρώτησε, πάνω στην κουβέντα, ποια ήταν η αιτία του τσακωμού. Χρειάστηκε να προσπαθήσω για να θυμηθώ. Αν ήξεραν πόσο μακριά θα έφτανε η κόντρα, θα είχαν συμφιλιωθεί. Όμως κανείς δεν γνωρίζει το μέλλον. Ζούμε μέρα με την ημέρα. Οι προβλέψεις μας, τα σχέδια μας, καταλήγουν να μας φαίνονται γελοία και μπερδεμένα. (σελ. 136)
Τα χρόνια εκείνα αν ήσουν Γερμανός και ζούσες στην Γαλλία δεν σ’ έβλεπαν με καλό μάτι. Υπήρχε ακόμα μίσος και μνησικακία. Κάθε βδομάδα, μια νέα ταινία στηλίτευε τη ναζιστική βαρβαρότητα και πληροφορούσε τους Γάλλους για τον ηρωισμό που έδειξαν στην Αντίσταση, σε σημείο που ακόμα και οι πιο άνανδροι δεν άργησαν να πειστούν ότι όλοι τους ήταν ανέκαθεν ήρωες. (σελ. 184)
…ο Φρανκ ήταν θέμα ταμπού. Λες και δεν είχε υπάρξει ποτέ. Ωστόσο, βρισκόταν μαζί μας. Στις καλημέρες μας και στα βλέμματά μας. Στα «τι κάνεις» και τα «πως πήγε σήμερα;» Τα μέλη μιας οικογένειας είναι δεμένα μεταξύ τους με αόρατα νήματα που εξακολουθούν να τα συνδέουν ακόμα και όταν κοπούν. (σελ. 186)
Τα δεινά μας έχουν μια και μόνη αιτία: θεωρούμε τις απόψεις μας ιερές. Όσοι αρνούνται να αλλάξουν γνώμη είναι βλάκες όσοι μεταπείθονται, το ίδιο. (σελ. 199)
Θα κατηγορούσα πολύ καιρό τον εαυτό μου που δεν επέμεινα να πάμε στην εκκλησία. Σήμερα, μετά απ’ ότι ακολούθησε, σκέφτομαι πως δεν θα ‘ταν φοβερό ν’ ανάβαμε ένα κερί. Αφού τόσοι άνθρωποι στον κόσμο ανάβουν τόσα κεριά και καντήλια, θα πρέπει να πιστέψουμε ότι αυτό βοηθάει κι ότι κάθε τόσο, απ’ τις αμέτρητες φλόγες που τρεμοσβήνουν, όλο και κάποια προσελκύει την προσοχή Του ή, πάλι, ότι τις ανάβουμε απλώς για να μη νοιώθουμε ολομόναχοι μες στο ανθρώπινο σκοτάδι. Όμως, αν σκεφτεί κανείς πόσες φλόγες άναψε ο άνθρωπος σε ολόκληρη την ιστορία του, τις αναρίθμητες προσευχές και γονυκλισίες, τότε κάλλιστα μπορεί να πει ότι ο Θεός, αν υπάρχει, δεν περιμένει πια τίποτα από εμάς. (σελ. 296)
Η ανάγνωση έχει κάτι το μεταφυσικό. Πριν διαβάσεις ένα βιβλίο, μαντεύεις κατευθείαν αν θα σου αρέσει η όχι. Το μυρίζεις, το διαισθάνεσαι, αναρωτιέσαι αν αξίζει να του αφιερώσεις τον χρόνο σου. Είναι η αόρατη αλχημεία των σημαδιών πάνω στο χαρτί, που εντυπώνονται στο μυαλό μας. Κάθε βιβλίο είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Με το που βλέπουμε έναν άνθρωπο, καταλαβαίνουμε αν θα γίνει φίλος μας ή όχι. (σελ. 317)
Η λήθη μας τρομάζει. Όμως η μνήμη είναι η αιτία των δεινών μας. Μόνο με τη λήθη ζούμε ευτυχείς. Ο μεγαλύτερος εχθρός της ευτυχίας είναι η μνήμη. Οι ευτυχισμένοι άνθρωποι ξεχνούν. Αυτή η θλιβερή ιστορία εξηγεί γιατί ο Λεονίντ ήταν ο μόνος παριζιάνος ταξιτζής που αρνιόνταν να μεταφέρει πελάτη στο αεροδρόμιο του Ορλύ. Παρόλο που ήταν καλή κούρσα. Είχαν περάσει δέκα χρόνια κι εκείνος εξακολουθούσε να αρνείται. Θα ‘λεγες ότι φοβόταν κάποια δυσάρεστη συνάντηση. (σελ. 413)
Οι ιστορίες πρέπει να συνεχίζονται. Δεν ξέρω εξαιτίας τίνος ή χάρη σε ποιον συνέβη αυτό. Αν φταίνε τ’ άστρα, η τύχη, η θέληση ή η επιθυμία μας ή αν κάποιος, κάπου, διασκεδάζει κινώντας τα νήματα και φυτρώνοντας εκεί που δεν τον σπέρνουν. Στην πραγματικότητα, δεν με ενδιέφερε. Ήμουν ευτυχισμένος. Περιφερόμουν ανάμεσα στις παρέες. Έξι μήνες αργότερα, αναρωτιόμουν αν είχα κάνει καλά που δεν σταμάτησα να την αναζητώ. Έπρεπε να ‘χα ακούσει τις συνετές συμβουλές των μελών της λέσχης και να μην είχα πάει κόντρα στη μοίρα. Θα είχα κρατήσει την ανάμνηση της συνάντησής μας στο πεζοδρόμιο της οδού Ουλμ. Θα ήταν μια ακόμα όμορφη περαστική, από εκείνες που τις βλέπεις κι αμέσως μετά τις ξεχνάς. (σελ. 550-551)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου