Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2013

Ρίτσαρντ Καπισίνσκι- Έβενος το χρώμα της Αφρικής


 Ρισαρντ Καπισινσκι, «Έβενος το χρώμα της Αφρικής», εκδόσεις Μεταίχμιο

Ο λευκός άνθρωπος ανάμεσα σ’ αυτούς τους φοίνικες, τις κληματίδες, τη σαβάνα και την ζούγκλα είναι ένας αλλόκοτος, αταίριαστος παρείσακτος. Χλωμός, αδύναμος, ιδρωμένο πουκάμισο, κολλημένα μαλλιά, να τον βασανίζει διαρκώς το αίσθημα της δίψας, της αδυναμίας, του φόβου. Να φοβάται αδιάκοπα. Τα κουνούπια, τις αμοιβάδες, τους σκορπιούς, τα φίδια. Ότι κινείται τον γεμίζει φόβο, τρόμο, πανικό.
Οι ντόπιοι, αντίθετα, με την δύναμη τους, τη χάρη τους και την αντοχή τους κινούνται φυσικά, ελεύθερα, με ρυθμό καθορισμένο από το κλίμα και την παράδοση, κάπως αργό, βραδύ, αφού στην ζωή ούτως ή άλλως δεν μπορεί να τα καταφέρει κανείς όλα. Γιατί τι θα απέμενε για τους άλλους; (σελ. 9)

Στη Σαχάρα τα αρχοντικά έχουν τις πιο περίπλοκες κατασκευές, είναι γεμάτα ανοίγματα, κοιλότητες, γωνίες και διαδρόμους επινοημένους, διαρρυθμισμένους και φτιαγμένους έτσι ώστε να δημιουργούν το καλύτερο δυνατό ρεύμα αέρα. Με τον μεσημεριάτικο καύσωνα, ο άρχοντας, ξαπλωμένος στην ψάθα απέναντι από ένα τέτοιο ρεύμα αέρα, αναπνέει με απόλαυση το λίγο πιο δροσερό σ’ αυτό το σημείο αεράκι. Το ρεύμα αέρα έχει υπολογίσιμη χρηματική αξία. Τα πιο ακριβά σπίτια χτίζονται εκεί που υπάρχει το καλύτερο ρεύμα αέρα. Όταν είναι ακίνητος ο αέρας δεν έχει αξία, αλλά αρκεί να κινηθεί λιγάκι και αμέσως η τιμή του ανεβαίνει. (σελ. 18)

Στην Κουμάσι πήγα χωρίς κανένα σκοπό. Γενικά το να έχεις ένα συγκεκριμένο σκοπό θεωρείται καλό πράγμα, γιατί τότε κάτι θέλεις, έχεις ένα στόχο. Από την άλλη πλευρά όμως μια τέτοια κατάσταση σου βάζει παρωπίδες, βλέπεις μονάχα το στόχο σου και τίποτα περισσότερο. Στο μεταξύ, αυτό το περισσότερο, το πλατύτερο ή βαθύτερο, μπορεί να είναι πιο ενδιαφέρον και σημαντικό- αφού το να μπαίνεις σε έναν άλλο κόσμο είναι σαν να μπαίνεις σε κάποιο μυστικό που μπορεί να κρύβει μέσα του τόσους λαβυρίνθους και στριφογυριστούς δρόμους, τόσα αινίγματα και άγνωστα πράγματα. (σελ. 28)

Δεν κατάφερνα στην συνείδησή μου να λύσω το πρόβλημα της ενοχής. Στα μάτια τους, ως Λευκός, ήμουν ένοχος. Δουλεία, αποικιοκρατία, πεντακόσια χρόνια αδικίας. Έργο των Λευκών. Των Λευκών. Άρα και δικό μου. Δικό μου; Δεν κατάφερνα να ξυπνήσω μέσα μου αυτό το εξαγνιστικό, απελευθερωτικό αίσθημα. Να νοιώσω ένοχος. Να δείξω μετάνοια. Να ζητήσω συγγνώμη. Αντίθετα! Από την αρχή προσπάθησα να περάσω στην αντεπίθεση: Σας έκαναν αποικία; Κι εμάς τους Πολωνούς! Επί εκατόν τριάντα χρόνια ήμασταν αποικία τριών κρατών. Στο κάτω κάτω επίσης λευκών. Γελούσαν, χτύπαγαν τα κεφάλια τους με το χέρι, φεύγανε. Τους θύμωνα, αφού υποψιάζονταν ότι ήθελα να τους κοροϊδέψω. Ήξερα ότι, παρά την εσωτερική βεβαιότητα για την αθωότητά μου, για κείνους ήμουν ένοχος. Αυτά τα ξυπόλυτα, πεινασμένα, αγράμματα αγόρια είχαν μια ηθική υπεροχή απέναντί μου. Αυτή την ηθική υπεροχή που η καταραμένη ιστορία δίνει στα θύματά της. Εκείνοι, οι Μαύροι, δεν κατέλαβαν, δεν κατέκτησαν, δεν υποδούλωσαν ποτέ κανέναν. Μπορούσαν να με κοιτάνε με ένα αίσθημα ανωτερότητας. Ανήκαν στην μαύρη, αλλά καθαρή φυλή. Στεκόμουν ανάμεσά τους αδύναμος, χωρίς να έχω τι άλλο να πω. (σελ. 46)

Στην αφρικανική παράδοση ο ξένος απολαμβάνει την μεγαλύτερη εύνοια. Το ρητό «Ξένος στον σπίτι, θεός στο σπίτι» έχει εδώ απόλυτα κυριολεκτική έννοια.  (σελ. 75)

Τρώγεται ότι υπάρχει, μέχρι την τελευταία μπουκιά. Κανένας δεν κρατάει αποθέματα, δεν θα είχε άλλωστε που να τα κρύψει, που να τα φυλάξει. Οι άνθρωποι ζουν εφήμερα, την παρούσα στιγμή, η κάθε μέρα είναι ένα εμπόδιο που δύσκολα ξεπερνιέται, πέρα από το σήμερα η φαντασία δεν προχωράει, δεν κάνει σχέδια, δεν ονειρεύεται. (σελ. 122)

Γιατί ο μεγάλος λιμός δεν οφειλόταν στην έλλειψη τροφίμων, αλλά ήταν αποτέλεσμα απάνθρωπων σχέσεων. Τα τρόφιμα στην χώρα επαρκούσαν, όταν όμως ήρθε η ξηρασία, οι τιμές ανέβηκαν στα ύψη και οι φτωχοί αγρότες δεν είχαν με τι να τα αγοράσουν. Η κυβέρνηση ασφαλώς μπορούσε να επέμβει, μπορούσε επίσης να βοηθήσει ο υπόλοιπος κόσμος, αλλά για λόγους γοήτρου οι αρχές δεν θέλησαν να παραδεχτούν πως στη χώρα επικρατούσε πείνα και αρνήθηκαν την βοήθεια. Εκείνη την εποχή στην Αιθιοπία πέθαναν ένα εκατομμύριο άνθρωποι, όμως πρώτος απ’ όλους το έκρυψε αυτό ο αυτοκράτορας Χαιλέ Σελασιέ και ύστερα εκείνος που το αφαίρεσε τον θρόνο και την ζωή , ο συνταγματάρχης Μενγκίστου. Τους χώριζε ο αγώνας για την εξουσία, τους ένωνε το ψέμα. (σελ.142)

Οι παραδοσιακές φυλετικές συγκρούσεις συνεχίζονται οι ίδιες επί αιώνες, αλλά σήμερα προκαλούν ασύγκριτα μεγαλύτερο αριθμό θυμάτων. «Από τον σύγχρονο πολιτισμό» λέει τελειώνοντας « δεν υπάρχει τίποτα εδώ, ούτε ηλεκτρικό φως, ούτε τηλέφωνο, ούτε τηλεόραση. Το μόνο που έφτασε από αυτόν είναι τα αυτόματα όπλα». (σελ. 161)

Ενώ στο χιτλερικό και στο σταλινικό σύστημα ο θάνατος ήταν έργο δημίων από εξειδικευμένες υπηρεσίες (SS και NKVD) και το έγκλημα υπόθεση ειδικών μηχανισμών, που δρούσαν σε μυστικά κέντρα, στη Ρουάντα το ζητούμενο ήταν να σκορπάει τον θάνατο ο καθένας, το έγκλημα να είναι προϊόν μαζικής, κατά κάποιον τρόπο λαϊκής, κυριολεκτικά αυθόρμητης δράσης, στην οποία να συμμετέχουν όλοι. Για να μην υπάρχουν χέρια που δεν βάφτηκαν με αίμα ανθρώπων τους οποίους το καθεστώς θεωρούσε εχθρούς του. (σελ. 192)

Πρώτα προσεύχονται οι άντρες αφού προηγουμένως πλύνουν τα πρόσωπά τους με μια χούφτα νερό. Αυτό το πλύσιμο απαιτεί την ίδια συγκέντρωση με την προσευχή: Ούτε μια σταγόνα, όπως ούτε μια θεία λέξη, δεν πρέπει να πάει χαμένη. (σελ. 212)

«Η φύση είναι ένα πράγμα στο οποίο δεν επιτρέπεται να πας κόντρα, να προσπαθήσεις να την διορθώσεις ή να κάνεις κάτι για να απαλλαγείς από αυτήν. Η φύση δίνεται από τον Θεό είναι λοιπόν τέλεια. Η ξηρασία, οι καύσωνες, η άδεις γούρνες και ο θάνατος στον δρόμο είναι επίσης τέλεια. Χωρίς αυτά ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να αισθανθεί ύστερα την αληθινή ηδονή της βροχής, τη θεϊκή γεύση του νερού, τη ζωοποιό γλύκα του γάλακτος. Το ζώο δεν θα μπορούσε να χαρεί την χυμώδη βλάστηση, να μεθύσει με το άρωμα του λιβαδιού. Ο άνθρωπος δεν θα ήξερε τι σημαίνει να στέκεις στο ρεύμα του παγωμένου, κρυστάλλινου νερού. Δεν θα του περνούσε απ’ το μυαλό ότι αυτό απλώς σημαίνει να είσαι στον ουρανό. (σελ.219- 220)

Στην Αφρική οι μεταφορές είναι πολύ δύσκολες και ακριβές για να μπορέσει η βοήθεια να φτάσει στην ύπαιθρο, γι’ αυτό οι κάτοικοι της υπαίθρου πρέπει να πάνε στην πόλη για να επωφεληθούν απ’ αυτή. Όμως το γένος που θα εγκαταλείψει μια φορά τα χωράφια του και θα χάσει τα ζώα του δεν θα μπορέσει να τα ξανααποκτήσει. Οι άνθρωποι αυτοί, στο εξής καταδικασμένοι να εξαρτώνται από τη διεθνή βοήθεια, θα ζήσουν έως ότου κάποιος την σταματήσει. (σελ. 286)


Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2013

Pierre Assouline Οι προσκεκλημένοι

Pierre Assouline Οι προσκεκλημένοι εκδόσεις ΠΟΛΙΣ μετάφραση Ρίτα ΚΟΛΑΪΤΗ




Οι λιγοστές αποτυχίες της είχαν πάντα κάποιο ένοχο ο οποίος, ήταν βέβαιο, δεν επρόκειτο να ξαναπροσκληθεί. [σελ.13]

[…]εδώ και χρόνια η κυρία –ντυ κατέγραφε μεθοδικά τα δείπνα της. [σελ.20]

[…]σε ετούτη την αδεξιότητα οι άνδρες μπορούσαν να μαντέψουν πόσο αμήχανος έφηβος υπήρξε […]. [σελ.29]

Ούτε καν όταν έλεγε εμπιστευτικά, σε ένα ξέσπασμα αυτοχλευασμού, ότι το εγώ του ήταν τόσο ογκώδες που το είχε προσφέρει για τους σκοπούς της ιατρικής έρευνας. [σελ.48]
Η μορφή της ήταν τόσο ανάερη που, αν την συναντούσες στη σκάλα, δεν θα μπορούσες να πεις αν ανέβαινε ή κατέβαινε. [σελ.49]

Ένας τόσο προμελετημένος αυθορμητισμός γινόταν πάντα αντιληπτός, γιατί η Ζοζεφίν ήταν συνήθως η μόνη που θυμόταν τις λεπτομέρειες μιας σταδιοδρομίας τις οποίες ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος είχε ξεχάσει. Αυτό σκότωνε το μυστήριο, αλλά εκείνη δεν θα δίσταζε να σκοτώσει. [σελ.54]

[…]γνωστός επίσης για το ότι, όταν ξεκούμπωνε το πουκάμισο μιας γυναίκας της έδινε την εντύπωση ότι το άνοιγε σαν να ήταν βιβλίο. [σελ.56]

[…]την ευχή που έκανε τότε να μην αφήσει ποτέ ξανά τα πόδια του να φανερώσουν τις αδυναμίες του […] [σελ.59]

«Πόσοι είμαστε τελικά; Ρώτησε μια φωνή.
- Δεκατέσσερις, σύμφωνοι με τους διοργανωτές δεκατρείς, σύμφωνα με την αστυνομία», απάντησε μια άλλη. Τότε η Κριστίνα έσκυψε προς την μεριά του διπλανού της: «Λένε επίσης ότι όποιος κάθετε τελευταίος θα το μετανιώσει πικρά, αν όχι τραγικά…»
Ευτυχώς κανείς δεν τα άκουσε.
[σελ.77-78]

Η μαγειρική προσεγγίζει την ακρίβεια της επιστήμης, ενώ η πολυλογία παραμένει αίνιγμα. [σελ.82]

Η νοσταλγία μας κυριεύει πάντα όταν δεν την περιμένουμε. [σελ.84]

Η Σόνια λέει ότι το μαύρο είναι ένα άσεμνο χρώμα όταν το φοράς σωστά. [σελ.93]

Και μίλησε για ένα γεύμα, καιρό πριν, σε ένα αριστοκρατικό σπίτι όπου, επειδή ο ιερέας είχε πιει νερό από το σκεύος για το πλύσιμο των δαχτύλων στο τραπέζι, όλοι έκαναν το ίδιο. [σελ.94]

Ξάφνου η Σόνια ένοιωσε σχεδόν απελευθερωμένη από ένα φορτίο, γιατί τίποτα δεν είναι πιο ενοχλητικό από μια συνάθροιση που μιλάει για σένα μπροστά σου, σε αξιολογεί και σε ζυγίζει σαν να είσαι εμπόρευμα και εκφράζεται λες και δεν είσαι παρούσα. [σελ.97]

Αυτό ίσχυε πάντα. Τι είχε αλλάξει λοιπόν; Ίσως ο κυνισμός, η υπεροψία του χρήματος. [σελ.101]

Γίνονται κουφοί όταν δεν ακούν να μιλούν πια γι’ αυτούς. Αν, κάποια μέρα, έπρεπε να διαπράξουν ένα έγκλημα πάθους, αυτό σίγουρα θα ήταν η αυτοκτονία. [σελ.109]

Όταν κάποιος αποφασίζει να φύγει πρέπει να πάρει μαζί του μόνο τον εαυτό του. [σελ.113]

Τα γερμανικά όπως τα κραύγαζε ο Γκαίμπελς και τα γερμανικά όπως τα σιγομουρμούριζε η Μάρλεν Ντήντριχ ήταν η ίδια γλώσσα κι όμως, δεν είχε την ίδια μουσικότητα. [σελ.118]

Όλοι τέντωσαν τα αφτιά τους προς το αόρατο, αλλά αυτό ήταν φειδωλό σε ηχώ. [σελ.136]

Το κρασί είχε τη διττή ιδιότητα να ζωηρεύει τις συζητήσεις και να απελευθερώνει τις σκέψεις. [σελ.137]

[…]το γράψιμο ήταν γι’ αυτόν το μοναδικό μέσο να μιλά χωρίς να τον διακόπτουν. [σελ.138]

[…]αυτός ο άνδρας είχε αυτοκτονήσει μπροστά στα μάτια τους, επρόκειτο όμως για μια αυτοκτονία που παρουσιαζόταν ως παράπλευρη απώλεια της ανησυχίας: είχε σκοτώσει τη μαριονέτα που έκρυβε μέσα του. [σελ.142]

Δεν θα έλεγε τίποτα, γιατί δεν ήταν αυτή που όφειλε να πει κάτι, αλλά εκείνοι που όφειλαν να το ξέρουν. [σελ.146]

Από όλους, ήταν η πιο συνεκτική μες στις αντιφάσεις της. [σελ.149]

Πρέπει πάντα να κάνεις περισσότερα απ’ ότι οι Γάλλοι για να ελπίζεις να γίνεις εντελώς Γάλλος, χωρίς ωστόσο ν’ αρνείσαι τον εαυτό σου. Με αυτό τον τρόπο οι «ξένοι» της τραβούν τη χώρα προς τα πάνω. [σελ.159]

Πάντα υπάρχει κάποιος περισσότερο προσκεκλημένος από εσένα. Μόνο αυτή η σκέψη την παρηγόρησε. [σελ.164]

[…]κοψιά βασίλισσας, λαιμός χορεύτριας, αισθησιακή στρογγυλάδα των ώμων. [σελ.175]

Κατ’ αυτό τον τρόπο μπορεί να διαιρεθεί η ανθρωπότητα, τουλάχιστον τα χαράματα. [σελ.188]

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

Αλέξανδρος Ίσαρης Προσκέφαλο με φύλλα λεμονιάς



 Αλέξανδρος Ίσαρης  Προσκέφαλο με φύλλα λεμονιάς
 εκδόσεις: Κίχλη, σειρά: τα άστεγα



«Όπως έμαθα από ντόπιους που γνώρισα, τον νεκρό τον σκεπάζουν ακόμα και σήμερα με άνθη ή φύλλα λεμονιάς, τον τυλίγουν μ’ ένα λευκό σεντόνι και για προσκέφαλο του βάζουν ένα μαξιλάρι χωρίς κόμπους, γεμισμένο με λεμονόφυλλα!» (σελ: 8)

« “Εσείς δεν είστε που αγοράσατε έναν τάφο στον Πύργο;”. Έμαθα από τον δήμαρχο ότι η μικρή κοινωνία του χωριού έχει αναστατωθεί από το γεγονός πως ένας ξένος αποφάσισε να ριζώσει στα δικά τους χώματα.»         (σελ: 12)

«…όλα αυτά τα θαυμαστά, τα πολύχρωμα και μυρωδάτα, θα εξακολουθούν να υπάρχουν και μετά από μένα. Το κελάηδισμα του σπίνου, οι πρώτες ομιλίες το πρωί, το μουρμουρητό της λεύκας κοντά στο παράθυρο. Τι υπέροχο αίνιγμα που είναι η ζωή!αναλογίζομαι.» (σελ: 14)

 Σημείωση: ευχαριστώ τον Α. Στέγο για το δώρο του...

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

Ιζαμπέλ Αλιέντε Του Έρωτα και Της Σκιάς




Ιζαμπέλ Αλιέντε  Του Έρωτα και Της Σκιάς  
μετάφραση: Μάγια-Μαρία Ρούσου, εκδόσεις Ωκεανίδα

«Μόνο η αγάπη με τη σοφία της μας κάνει τόσο αθώους. –Βιολέτα Παρρά- ». (σελ:11)

«Χάρη στο επάγγελμα του καλλιτέχνη, ο Ιπόλιτο δεν είχε πάρει μέρος στα αγροτικά συνδικάτα ούτε στις άλλες καινοτομίες της προηγούμενης κυβέρνησης, κι έτσι, όταν όλα ξανάγιναν όπως τον καιρό των παππούδων, τον άφησαν ήσυχο και δεν είχε παραπονεθεί για τίποτα δυσάρεστο. Κόρη κι εγγονή χωρικών, η Δίγνα ήταν μυαλωμένη και επιφυλακτική. Ποτέ δεν είχε δώσει πίστη στα ωραία λόγια, και ήξερε από την αρχή πως αυτή η αγροτική μεταρρύθμιση θα είχε κακό τέλος. Πάντα το έλεγε, μα κανείς δεν της έδινε σημασία.» (σελ: 23-24)

«Αλλά εκείνη δεν ήθελε να εγκαταλείψει τον τόπο που γεννήθηκε και ανέθρεψε τα παιδιά της, και να πάει να μείνει δε κανένα από εκείνους τους καινούριους αγροτικούς οικισμούς. Εκεί τα αφεντικά μάζευαν κάθε πρωί τα απαραίτητα εργατικά χέρια, γλιτώνοντας έτσι τα προβλήματα που θα είχανε με τους κολίγους. Αυτό δημιουργούσε νησίδες φτώχιας μέσα στη φτώχεια.»   (σελ: 30)

«Του άρεσε τόσο πολύ να βλέπει να πετούν ελεύθερα και μισούσε τα κλουβιά, γιατί θεωρούσε ασυγχώρητο να φυλακίζει κανείς μόνο και μόνο για την πολυτέλεια να τα έχει συνέχεια μπροστά στα μάτια του. Ακόμα και τις λεπτομέρειες ήταν συνεπής στις αναρχικές του αρχές: αν η ελευθερία είναι το πρώτο δικαίωμα του ανθρώπου, πολύ περισσότερο έπρεπε να είναι αναφαίρετο δικαίωμα γι’ αυτά τα πλάσματα που γεννήθηκαν με φτερά στα πλευρά.» (σελ: 31)

«Μέσα σε μια μακριά και γλυκιά διαδικασία κάθαρσης, είχε καταφέρει να σβήσει τις περισσότερες δυστυχίες του παρελθόντος και κρατούσε στη μνήμη της μόνο τις ευτυχισμένες στιγμές.» (σελ: 37)

«Πριν από πολλά χρόνια, σ’ ένα χωριουδάκι της Ισπανίας, ανάμεσα σε λόφους κακοτράχαλους και αμπέλια, εκείνος την είχε ζητήσει σε γάμο.» (σελ: 38)

«Το παιδί ανταπόδωσε αυτή την απόλυτη αγάπη της μητέρας του μ’ ένα τέλειο οιδιπόδειο σύμπλεγμα που κράτησε μέχρι την εφηβεία του, όταν η αναστάτωση των ορμονών του τον έκανε να καταλάβει πως υπάρχουν κι άλλες γυναίκες σε τούτο τον κόσμο.» (σελ: 39-40)

«Οι φωτογραφίες παγιδεύουν το χρόνο, καθηλώνοντάς τον σ’ ένα κομμάτι χαρτόνι, όπου η ψυχή μένει κρυμμένη, έλεγε.» (σελ: 85)

«Η χλιαρή γη ακόμα φυλάει τα τελευταία μυστικά. –Βισέντε Ουιντόμπρο- .» (σελ: 99)

«Ενώ εκείνος διακήρυσσε την πίστη του στις μεγαλύτερες αξίες τις ανθρωπότητας, αγνοώντας χιλιάδων χρόνων ιστορία που είχε αποδείξει το αντίθετο, σίγουρος πως μια γενιά είναι ικανή να περάσει σ’ ένα ανώτερο επίπεδο συνείδησης και να δημιουργήσει μια καλύτερη κοινωνία αν διαμορφωθούν οι απαραίτητες προϋποθέσεις,…» (σελ: 117)

«Δίχως ν’ απαρνηθεί τα ιδανικά του για δικαιοσύνη και ισότητα, αποφάσισε πως η ελευθερία είναι το ύψιστο δικαίωμα,…» (σελ: 118)

«”Η ανθρωπότητα πρέπει να ζήσει σ’ έναν κόσμο ενωμένο, όπου να σμίξουν οι φυλές, οι γλώσσες, τα έθιμα και τα όνειρα όλων των ανθρώπων. Ο εθνικισμός απεχθάνεται τη λογική και δεν ωφελεί σε τίποτα τους λαούς. Χρησιμοποιείται μόνο για να διαπράττονται στ’ όνομά του οι χειρότερες αδικίες.”» (σελ: 121)

«Εκείνη την εβδομάδα είχε ξεσπαθώσει η άνοιξη, το πράσινο είχε σκεπάσει για καλά τα χωράφια, άνθισαν οι μιμόζες, αυτά τα πανέμορφα δέντρα που από μακριά μοιάζουν σκεπασμένα με μέλισσες και από κοντά ζαλίζουν με το αβάσταχτο άρωμα από τα κίτρινα τσαμπιά τους, οι τρικουκκιές και οι βατομουριές γέμισαν πουλιά κι ο αέρας παλλόταν από ζουζούνισμα των εντόμων.» (σελ: 131)

«Ταξιδεύω με το έδαφός μας και εξακολουθούν να ζουν μαζί μου, εκεί μακριά, οι επιμήκεις ουσίες της πατρίδας μου. –Πάμπλο Νερούδα-. » (σελ: 217)

«Έκλεισε τα βλέφαρα και την τράβηξε κοντά του, ζητώντας τα χείλη της, ανοίγοντάς τα μ’ ένα φιλί απόλυτο, γεμάτο υποσχέσεις, σύνθεση όλων των ελπίδων, φιλί ατελείωτο, υγρό, φλογερό, πρόκληση στο θάνατο, χάδι, φωτιά, στεναγμός, λυγμός ερωτικός.» (σελ: 228)

«…θεωρεί τη βία και την τρομοκρατία σαν ένα στρατηγικό λάθος, κυρίως σε μια χώρα όπου η κοινωνική αλλαγή μπορούσε να επιτευχθεί με άλλα μέσα. ………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Η επανάσταση, έλεγε, πρέπει να προέρχεται από ένα λαό που αφυπνίζεται, αποκτάει συνείδηση των δικαιωμάτων του και της δύναμής του, διεκδικεί την ελευθερία και ρίχνεται στον αγώνα, αλλά ποτέ από εφτά μυξιάρικα της αστικής τάξης που παίζουν πόλεμο.»        (σελ: 239)

«Δεν είναι δυνατό να αγαπάς τη στρατιωτική υπηρεσία δίχως να απεχθάνεσαι το λαό. –Μπακούνιν-.» (σελ: 243)

«Η Δικαιοσύνη ήταν μόνο ένας ξεχασμένος όρος της γλώσσας, που σχεδόν δεν τον χρησιμοποιούσαν πια, γιατί έκρυβε ανατρεπτικούς σκοπούς, όπως και η λέξη Ελευθερία.»   (σελ: 251)

«…η δικτατορία δεν ήταν ένα προσωρινό στάδιο στο δρόμο της ανάπτυξης, αλλά το τελευταίο στάδιο στο δρόμο της αδικίας.» (σελ: 323)

«…τίποτα δεν φθείρει τόσο εσωτερικά τον άνθρωπο όσο η αίσθηση του προσωρινού. “Να σκέφτεστε μόνο το παρόν. Μη σπαταλάτε τις δυνάμεις σας κλαίγοντας για το χτες ή κάνοντας όνειρα για το αύριο. Η νοσταλγία κατατρώει και εξοντώνει, είναι αρρώστια των εκπατρισμένων. Πρέπει να εγκατασταθείτε σαν να ήταν για πάντα, πρέπει να έχετε το αίσθημα της μονιμότητας.» (σελ: 326)

«Λουσμένοι από το χρυσαφένιο φως της χαραυγής σταμάτησαν να κοιτάξουν τη γη τους για τελευταία φορά.» (σελ: 340)

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

ΡΟΜΠΕΡΤ ΒΑΛΖΕΡ: Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ

ΡΟΜΠΕΡΤ ΒΑΛΖΕΡ: Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ εισαγωγή-μετάφραση: ΤΕΟ ΒΟΤΣΟΣ και ΑΓΟΡΙΤΣΑ ΜΠΑΚΟΔΗΜΟΥ [δίγλωση έκδοση [1]]




 «Ο βηματισμός του διάσημου λογίου θύμιζε δρακόντειο νόμο.» (σελ: 19)

«Αφού, όπως είναι ευρέως γνωστό, υπάρχουν απατεώνες που προσποιούνται ότι είναι ευγενικοί και καλοί άνθρωποι, και διαθέτουν το φοβερό ταλέντο να χαμογελούν με ευγένεια και καθωσπρεπισμό αναφορικά με τα εγκλήματα που διαπράττουν.» (σελ: 21)

«Τα καπέλα στο συγκεκριμένο θέμα είναι αναμφισβήτητα πιο σημαντικά από τους φέροντες και ιδιοκτήτες τους.» (σελ: 25)

«Πάντως είναι ολωσδιόλου αρκετό να γνωρίζω εγώ ο ίδιος ό, τι γνωρίζω, και να είμαι καλύτερα πληροφορημένος περί του προσώπου μου.» (σελ: 41)

«Στο διάβολο να πάει η άθλια έξη να παρουσιάζεται κανείς ως κάτι περισσότερο απ’ ό, τι είναι.» (σελ: 53)

«Το ένα παιδί είπε στο άλλο: “Δώσε μου ένα γλυκό φιλάκι”. Το άλλο παιδί έδωσε αυτό που με τόσο πάθος απαιτήθηκε. Τότε το πρώτο είπε: “Ωραία, τώρα μπορείς να σηκωθείς”.» (σελ: 61)

«…, διότι δεν καταλαβαίνω, και ουδέποτε πρόκειται να καταλάβω, πώς είναι δυνατόν να αποτελεί απόλαυση να προσπερνάς με ταχύτητα όλα τα σχήματα και τα αντικείμενα που μας επιδεικνύει η όμορφη γη μας, λες και κάποιος έχει τρελαθεί και πρέπει να αυξήσει την ταχύτητά του για να μην βυθιστεί σε ελεεινή απελπισία.» (σελ: 65)

«Χαμογελάτε! Τότε, λοιπόν, δε θυμώσατε από τη γλωσσική ελευθερία με την οποία εκφράζομαι.» (σελ: 75)
«Όλα αυτά, αποφάσισα μέσα μου, καθώς στεκόμουν εκεί, πρέπει οπωσδήποτε να τα γράψω προσεχώς σ’ ένα κείμενο, ή σε κάποιου είδους μυθοπλασία, την οποία θα τιτλοφορήσω “Ο Περίπατος”. Ειδικά από το κατάστημα γυναικείων καπέλων δεν πρέπει να απουσιάζει.» (σελ: 83)

«…, και μου φαινόταν πως ήταν υποχρεωμένος να ζει αιώνια, μόνο και μόνο για να υπάρχει χωρίς να είναι ζωντανός για μια ολόκληρη αιωνιότητα.» (σελ: 99)

« Ήχοι ενός αρχέγονου κόσμου, που την προέλευσή τους δεν μπορούσα να καθορίσω, έφταναν απροσδόκητα στ’ αυτιά μου.» (σελ: 103)

«Το αδιάλειπτο γράψιμο κουράζει όπως το σκάψιμο.» (σελ: 111)

«Κουράγιο, καλέ μου φίλε! Όλοι πρέπει να φανούμε γενναίοι. Τι αξία έχουμε, αν παραμένουμε πάντα ακλόνητοι στη βούλησή μας; Συγκεντρώστε όλη τη δύναμή σας και υποχρεώστε τον εαυτό σας να πράξει το υπέρτατο έργο, να αντέξει την πιο δύσκολη δοκιμασία και να υπομείνει τον πιο σκληρό αγώνα. Δεν μπορείτε να καταλάβετε πόσο χαίρομαι που σας βλέπω να τρώτε μέχρι να πέσετε  αναίσθητος.» (σελ: 131)

«Όσον αφορά το σακάκι, πιστεύω ειλικρινά πως με παρουσιάζει σαν καμπούρη, και ως εκ τούτου κακάσχημο, μια παραμόρφωση την οποία για κανένα λόγο δεν πρόκειται να πείσω τον εαυτό μου να αποδεχτεί.» (σελ: 155)

«Αποφεύγω κάθε πολυτέλεια. Μία και μόνη ματιά στο άτομό μου θα σας πείσει.» (σελ: 165)

«Χωρίς το περπάτημα θα ήμουν νεκρός, και το επάγγελμα μου, το οποίο αγαπώ με πάθος, θα καταστρεφόταν. Επίσης, χωρίς να περπατάω και να συλλέγω αναφορές, δεν θα ήμουν σε θέση να παρουσιάσω ούτε μια αναφορά, ή το παραμικρό κείμενο, πόσο μάλλον μια ολοκληρωμένη μεγάλη νουβέλα. Χωρίς το περπάτημα δεν θα ήμουν σε θέση να κάνω ούτε μια παρατήρηση ή μελέτη.» (σελ: 169 & 171)

«Ένας ευχάριστος περίπατος πολύ συχνά βρίθει –όσο μικρά κι αν είναι– από σχήματα και ζωντανά ποιήματα , από μαγικά φαινόμενα και φυσικές ομορφιές.» (σελ: 173)

«Εκείνος που περπατά πρέπει να παρατηρεί και να μελετά, με υπέρτατη αγάπη και προσοχή, το παραμικρό ζωντανό πράγμα, είτε είναι παιδί, είτε σκυλί, κουνούπι, πεταλούδα, σπουργίτι, σκουλήκι, λουλούδι, άνθρωπος, σπίτι, δέντρο, φράχτης, σαλιγκάρι, ποντίκι, σύννεφο, βουνό, φύλλο ή ακόμα και ένα ασήμαντο κομμάτι πεταμένο χαρτί πάνω στο οποίο, ίσως, ένα αξιαγάπητο παιδί του δημοτικού έγραψε τα πρώτα του αδέξια γράμματα.» (σελ: 175)

«Ξέρετε ότι εργάζομαι επίμονα και σκληρά με το μυαλό μου, και ότι πολύ συχνά είμαι, υπό την καλύτερη έννοια, ενεργός ενώ συνάμα δίνω την εξωτερική εντύπωση του αμέριμνου και άεργου, του αμελή, του ονειροπόλου και οκνηρού αλήτη, που είναι χαμένος στα απέραντα βάθη του ουρανού ή της γης, προκαλώντας την χειρότερη εντύπωση, υπευθυνότητας;» (σελ: 179)

«Προηγούμενοι περίπατοι ήρθαν στη μνήμη μου, αλλά η θαυμάσια εικόνα του ταπεινού παρόντος μετατράπηκε και αίσθηση που υπερίσχυσε όλων. Το μέλλον χλόμιασε, και το παρελθόν εξανεμίστηκε. Έλαμψα και άνθισα μέσα στη φλεγόμενη και ανθηρή στιγμή.» (σελ: 193)

«Δυστυχώς όμως, τα πιο όμορφα σπίτια είναι συνήθως ήδη κατειλημμένα, κι ένας άνθρωπος που αναζητά ενδιαίτημα να ταιριάζει με τα απαιτητικά γούστα του δυσκολεύεται πολύ, διότι όσα είναι άδεια και διαθέσιμα προκαλούν συνήθως δυσφορία και φρίκη.» (σελ: 199 & 201)

«Το ζωγραφισμένο τοπίο στο μέσον ενός αληθινού τοπίου αποτελεί μια πικάντικη ιδιορρυθμία.» (σελ: 203)

«Η ευπρέπεια απαιτεί από εμάς να είμαστε προσεκτικοί και να αντιμετωπίζουμε τον εαυτό μας εξίσου αυστηρά με τους άλλους, και να κρίνουμε τους άλλους με την ίδια ηπιότητα και επιείκεια που επιφυλάσσουμε για τον εαυτό μας, και το τελευταίο το κάνουμε, ως γνωστόν, ενστικτωδώς ανά πάσα στιγμή. Δεν είναι σχεδόν χαριτωμένος ο τρόπος με τον οποίο διορθώνω εδώ τα λάθη και εξομαλύνω τις παραβάσεις μου;» (σελ: 213)

«Ω, πόσο όμορφη είναι η ομορφιά, και πόσο γοητευτική η γοητεία!» (σελ: 233)

«…: εδώ η μετρημένη, ψυχρή κομψότητα, εκεί το παράτολμο, βαθυστόχαστο όνειρο, εδώ κάτι διακριτικό και όμορφο κι εκεί κάτι διακριτικό και όμορφο, αλλά ως προς την ουσία και τη δομή εντελώς διαφορετικό το ένα από το άλλο,…» (σελ: 239)

«…, εργάτες που ξεχύνονται ποτάμι και ξεπετιούνται από τα εργοστάσια επιστρέφοντας σπίτι τους, το κατακλυσμιαίο αυτού του μαζικού θεάματος και προϊόντος και οι σχετικοί με αυτό παράξενοι στοχασμοί.» (σελ: 241)
«…: αγόρια οπλισμένα με ξύλινα όπλα, που μιμούνται τον Ευρωπαϊκό Πόλεμο ξεδιπλώνοντας όλη τη μανία του,…» (σελ: 243)

«…θα επιθυμούσα να ομολογήσω πως θεωρώ τη φύση και την ανθρώπινη ζωή ως μια υπέροχη και γοητευτική αλληλουχία από επαναλήψεις, και θα επιθυμούσα να ομολογήσω επίσης πως θεωρώ αυτό ακριβώς το φαινόμενο ομορφιά και ευλογία.» (σελ: 257)

«Ο σοβαρός συγγραφέας δεν αισθάνεται υποχρεωμένος να συσσωρεύει υλικά, να ενεργεί σαν πρόθυμος υπηρέτης μιας υστερικής απληστίας, και ως εκ τούτου δεν αισθάνεται φόβο για μερικές φυσιολογικές επαναλήψεις, αν και φυσικά προσπαθεί μόνιμα και επιμελώς να αποφεύγει τις υπερβολικά πολλές ομοιότητες.» (σελ: 259)

«Για ποιο λόγο τότε τα λουλούδια; Μάζευα λουλούδια για να τ’ απλώσω πάνω στη δυστυχία μου; αναρωτήθηκα, και το μπουκέτο έπεσε από τα χέρια μου.» (σελ: 269)

[1]: Δίγλωσση έκδοση - η απόδοση στα ελληνικά στις μονές σελίδες.