ΤΣΕΖΑΡΕ ΠΑΒΕΖΕ Το φεγγάρι και οι φωτιές Μετάφραση: Άννα Παπασταύρου, εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2005
Έτσι, αυτό το χωριό, όπου δεν γεννήθηκα, πίστευα για πολύ καιρό ότι ήταν όλος ο κόσμος. Τώρα που τον κόσμο τον είδα στ` αλήθεια και ξέρω πως είναι καμωμένος από πολλά μικρά χωριά, δεν ξέρω αν ως παιδί έκανα τόσο λάθος, τελικά. [σελ.13]
«Καντάδες δεν έκανα ποτέ» έλεγε. «Ένα κορίτσι, άμα είναι όμορφο, δεν γυρεύει μουσικές. Ψάχνει να βρει δικαίωση στα μάτια των φιλενάδων της, άντρα γυρεύει. Ποτέ δεν γνώρισα κορίτσι που να κατάλαβε τι πάει να πει παίζω μουσική…» [σελ. 20]
Για να μ` αφήσει να την αγγίξω – είχαμε πιάσει ένα δωμάτιο σ` ένα στενάκι του Όκλαντ –ήθελε να `ναι τύφλα στο μεθύσι. [σελ.23]
Είχα φτάσει στην άκρη του κόσμου, στην τελευταία ακτή, κι είχα μπουχτίσει. Τότε άρχισα να σκέφτομαι πως μπορούσα να ξαναπεράσω τα βουνά. [σελ.27]
Ανέκαθεν έβλεπα πως οι άνθρωποι , έτσι και τους δώσεις χρόνο, λένε στο τέλος αυθόρμητα ό,τι σκέφτονται. [σελ.30]
Κι όμως, εγώ στον κόσμο, αυτός σ` εκείνους τους λόφους, είχαμε γυρίσει και τριγυρίσει, χωρίς ποτέ να μπορέσουμε να πούμε: «Τούτα είναι τα κτήματά μου. Πάνω σε τούτο το πεζούλι θα γεράσω. Σ` αυτήν την κάμαρη θα πεθάνω». [σελ. 35]
Αλλά και σ` αυτόν, που δεν έκανε ποτέ του ρούπι, κάτι συνέβη, κάτι μοιραίο, εκείνη η ιδέα που είχε ότι τα πράγματα πρέπει να τα καταλαβαίνεις, να τα διορθώνεις, ότι ο κόσμος είναι στραβά φτιαγμένος και ότι όλοι έχουν συμφέρον να τον αλλάξουν. [σελ. 51]
Μπορούσα να εξηγήσω σε κάποιον πως αυτό που γύρευα ήταν μονάχα να δω κάτι που είχα ήδη δει; … Για μένα, εποχές είχαν περάσει, όχι χρόνια. [σελ.64]
Αφέθηκα να αιφνιδιαστώ - είχα μπαφιάσει να προνοώ και να τρέχω και ν` αρχίζω πάλι απ` την αρχή. [σελ.69]
Και να σκεφτεί κανείς πως, παιδί ακόμη, όταν μας πήγαινε η Βιρτζίλια στη λειτουργία, πίστευα πως η φωνή του παπά ήταν κάτι σαν βροντή, σαν τον ουρανό, σαν τις εποχές, πως χρησίμευε στα χωράφια, στις σοδειές, στην υγεία των ζωντανών και στους νεκρούς. Τώρα κατάλαβα πως οι νεκροί χρησίμευαν σ` εκείνον. Δεν πρέπει να γερνάει κανείς ούτε να γνωρίζει τον κόσμο. [σελ.80-81]
Το είχαν στο αίμα τους αυτό, ήταν φτιαγμένοι από χώμα κι έντονες πεθυμιές, τους άρεσε η αφθονία, σ` άλλον το κρασί, σ` άλλον το στάρι, το κρέας, σ` άλλον οι γυναίκες και το χρήμα. Ενώ ο παππούς ήταν άνθρωπος που σκάλιζε και δούλευε τη γη του, τα παιδιά είχαν αλλάξει και προτιμούσαν να γλεντάνε. [σελ. 98-99]
Έτσι άρχισα να καταλαβαίνω ότι δεν μιλάς μόνο για να μιλάς, για να λες «έκανα αυτό», «έκανα εκείνο», «έφαγα και ήπια», αλλά μιλάς για να σχηματίσεις μια ιδέα, για να καταλάβεις πως πορεύεται τούτος ο κόσμος. Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ. [σελ.108]
Εκείνα τα βράδια ήταν που μια φωτεινή κηλίδα, μια υπαίθρια φωτιά, καθώς την έβλεπα πάνω από τους μακρινούς λόφους, μ` έκανε να ξεφωνίζω και να κυλιέμαι καταγής, γιατί ήμουνα φτωχός, γιατί ήμουνα μικρός, γιατί ήμουν ένα τίποτα. [σελ.121]
Το ωραίο εκείνο τον καιρό ήταν ότι όλα γίνονταν στην εποχή τους, και κάθε εποχή είχε τις συνήθειες της και το παιχνίδι της, ανάλογα με τις δουλειές και τις σοδειές, με τη βροχή και την καλοκαιρία. [σελ. 125]
«Αυτά είναι βιβλία» απάντησε αυτός. «Διάβαζέ τα όσο μπορείς πιο πολύ. Πάντα φουκαράς θα μείνεις, αν δεν διαβάζεις βιβλία.» [σελ. 127]
Οι δυο θυγατέρες του σιορ Ματέο δεν έκαναν για μένα, ούτε και για τον Νούτο. Ήταν πλούσιες, υπερβολικά ωραίες, ψηλές. [σελ. 129]
Ωραία θα ήταν, σκεφτόμουν, να έμοιαζε ο γιος μου στον πατέρα μου, στον παππού μου, οπότε θα έβλεπα καταπρόσωπο ποιος είμαι επιτέλους. [σελ.135]
Του είπα πως δεν ήταν τόσο η Αμερική, όσο η οργή επειδή δεν ήμουν τίποτε, η μανία, όχι τόσο να πάω, όσο για να γυρίσω μια ωραία ημέρα, όταν όλοι θα με είχαν πια ξεγραμμένο. [σελ. 164]
Η μυρωδιά της φλαμουριάς και της γαζίας σήμαινε και για μένα κάτι, τώρα ήξερα τι ήταν μια γυναίκα, ήξερα γιατί η μουσική στους χορούς μου άνοιγε την όρεξη για σεργιάνι στο ύπαιθρο, όπως στα σκυλιά. [σελ. 176]
Κατά καιρούς μου μιλούσε έτσι, με το χαμόγελο της όμορφης, κι εκείνες τις στιγμές μου φαινόταν πως δεν ήμουν πια υπηρέτης. [σελ.186]
Εγώ σκεφτόμουν πως την επόμενη θα βρισκόμουν στη λεωφόρο Κόρσικα και αντιλαμβανόμουν εκείνη τη στιγμή πως και η θάλασσα έχει φλέβες, έχει τις γραμμώσεις των ρευμάτων, και πως από παιδί, κοιτάζοντας τα σύννεφα και το δρόμο των αστεριών, χωρίς να το ξέρω, είχα ήδη αρχίσει τα ταξίδια μου. [σελ. 195]
«Καντάδες δεν έκανα ποτέ» έλεγε. «Ένα κορίτσι, άμα είναι όμορφο, δεν γυρεύει μουσικές. Ψάχνει να βρει δικαίωση στα μάτια των φιλενάδων της, άντρα γυρεύει. Ποτέ δεν γνώρισα κορίτσι που να κατάλαβε τι πάει να πει παίζω μουσική…» [σελ. 20]
Για να μ` αφήσει να την αγγίξω – είχαμε πιάσει ένα δωμάτιο σ` ένα στενάκι του Όκλαντ –ήθελε να `ναι τύφλα στο μεθύσι. [σελ.23]
Είχα φτάσει στην άκρη του κόσμου, στην τελευταία ακτή, κι είχα μπουχτίσει. Τότε άρχισα να σκέφτομαι πως μπορούσα να ξαναπεράσω τα βουνά. [σελ.27]
Ανέκαθεν έβλεπα πως οι άνθρωποι , έτσι και τους δώσεις χρόνο, λένε στο τέλος αυθόρμητα ό,τι σκέφτονται. [σελ.30]
Κι όμως, εγώ στον κόσμο, αυτός σ` εκείνους τους λόφους, είχαμε γυρίσει και τριγυρίσει, χωρίς ποτέ να μπορέσουμε να πούμε: «Τούτα είναι τα κτήματά μου. Πάνω σε τούτο το πεζούλι θα γεράσω. Σ` αυτήν την κάμαρη θα πεθάνω». [σελ. 35]
Αλλά και σ` αυτόν, που δεν έκανε ποτέ του ρούπι, κάτι συνέβη, κάτι μοιραίο, εκείνη η ιδέα που είχε ότι τα πράγματα πρέπει να τα καταλαβαίνεις, να τα διορθώνεις, ότι ο κόσμος είναι στραβά φτιαγμένος και ότι όλοι έχουν συμφέρον να τον αλλάξουν. [σελ. 51]
Μπορούσα να εξηγήσω σε κάποιον πως αυτό που γύρευα ήταν μονάχα να δω κάτι που είχα ήδη δει; … Για μένα, εποχές είχαν περάσει, όχι χρόνια. [σελ.64]
Αφέθηκα να αιφνιδιαστώ - είχα μπαφιάσει να προνοώ και να τρέχω και ν` αρχίζω πάλι απ` την αρχή. [σελ.69]
Και να σκεφτεί κανείς πως, παιδί ακόμη, όταν μας πήγαινε η Βιρτζίλια στη λειτουργία, πίστευα πως η φωνή του παπά ήταν κάτι σαν βροντή, σαν τον ουρανό, σαν τις εποχές, πως χρησίμευε στα χωράφια, στις σοδειές, στην υγεία των ζωντανών και στους νεκρούς. Τώρα κατάλαβα πως οι νεκροί χρησίμευαν σ` εκείνον. Δεν πρέπει να γερνάει κανείς ούτε να γνωρίζει τον κόσμο. [σελ.80-81]
Το είχαν στο αίμα τους αυτό, ήταν φτιαγμένοι από χώμα κι έντονες πεθυμιές, τους άρεσε η αφθονία, σ` άλλον το κρασί, σ` άλλον το στάρι, το κρέας, σ` άλλον οι γυναίκες και το χρήμα. Ενώ ο παππούς ήταν άνθρωπος που σκάλιζε και δούλευε τη γη του, τα παιδιά είχαν αλλάξει και προτιμούσαν να γλεντάνε. [σελ. 98-99]
Έτσι άρχισα να καταλαβαίνω ότι δεν μιλάς μόνο για να μιλάς, για να λες «έκανα αυτό», «έκανα εκείνο», «έφαγα και ήπια», αλλά μιλάς για να σχηματίσεις μια ιδέα, για να καταλάβεις πως πορεύεται τούτος ο κόσμος. Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ. [σελ.108]
Εκείνα τα βράδια ήταν που μια φωτεινή κηλίδα, μια υπαίθρια φωτιά, καθώς την έβλεπα πάνω από τους μακρινούς λόφους, μ` έκανε να ξεφωνίζω και να κυλιέμαι καταγής, γιατί ήμουνα φτωχός, γιατί ήμουνα μικρός, γιατί ήμουν ένα τίποτα. [σελ.121]
Το ωραίο εκείνο τον καιρό ήταν ότι όλα γίνονταν στην εποχή τους, και κάθε εποχή είχε τις συνήθειες της και το παιχνίδι της, ανάλογα με τις δουλειές και τις σοδειές, με τη βροχή και την καλοκαιρία. [σελ. 125]
«Αυτά είναι βιβλία» απάντησε αυτός. «Διάβαζέ τα όσο μπορείς πιο πολύ. Πάντα φουκαράς θα μείνεις, αν δεν διαβάζεις βιβλία.» [σελ. 127]
Οι δυο θυγατέρες του σιορ Ματέο δεν έκαναν για μένα, ούτε και για τον Νούτο. Ήταν πλούσιες, υπερβολικά ωραίες, ψηλές. [σελ. 129]
Ωραία θα ήταν, σκεφτόμουν, να έμοιαζε ο γιος μου στον πατέρα μου, στον παππού μου, οπότε θα έβλεπα καταπρόσωπο ποιος είμαι επιτέλους. [σελ.135]
Του είπα πως δεν ήταν τόσο η Αμερική, όσο η οργή επειδή δεν ήμουν τίποτε, η μανία, όχι τόσο να πάω, όσο για να γυρίσω μια ωραία ημέρα, όταν όλοι θα με είχαν πια ξεγραμμένο. [σελ. 164]
Η μυρωδιά της φλαμουριάς και της γαζίας σήμαινε και για μένα κάτι, τώρα ήξερα τι ήταν μια γυναίκα, ήξερα γιατί η μουσική στους χορούς μου άνοιγε την όρεξη για σεργιάνι στο ύπαιθρο, όπως στα σκυλιά. [σελ. 176]
Κατά καιρούς μου μιλούσε έτσι, με το χαμόγελο της όμορφης, κι εκείνες τις στιγμές μου φαινόταν πως δεν ήμουν πια υπηρέτης. [σελ.186]
Εγώ σκεφτόμουν πως την επόμενη θα βρισκόμουν στη λεωφόρο Κόρσικα και αντιλαμβανόμουν εκείνη τη στιγμή πως και η θάλασσα έχει φλέβες, έχει τις γραμμώσεις των ρευμάτων, και πως από παιδί, κοιτάζοντας τα σύννεφα και το δρόμο των αστεριών, χωρίς να το ξέρω, είχα ήδη αρχίσει τα ταξίδια μου. [σελ. 195]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου