Ζοζέ Σαραμάγκου, «Το Τετράδιο» εκδόσεις Καστανιώτη, μετάφραση Αθηνά Ψυλλια
Δεν ξέρω ούτε φαντάζομαι, πόσοι άραγε συζυγικοί χωρισμοί έδωσαν το έναυσμα για την δημιουργία νέων βιβλιοθηκών χωρίς ζημιά για τις παλιές. Δυο ή τρεις περιπτώσεις, γιατί τόσες είναι αυτές που γνώρισα, δεν στάθηκαν αρκετές για να φέρουν την άνοιξη, ή , με λόγια πιο σαφή, δεν βελτίωσαν τόσο ούτε τα κέρδη του εκδότη, ούτε την δική μου αμοιβή από τα συγγραφικά δικαιώματα… Ακόμα χειρότερα, πως θα πρέπει να ενεργεί κανείς απέναντι σε συγκεκριμένες συμπεριφορές δημοσίου πλέον ενδιαφέροντος, όπως στην περίπτωση, δυστυχώς συχνή και απολύτως ανήθικη, να συνεχίζουν να ζουν στο ίδιο σπίτι, ίσως χωρίς να κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι, αλλά να χρησιμοποιούν την ίδια βιβλιοθήκη; Έχει χαθεί ο σεβασμός, έχει χαθεί το αίσθημα της ντροπής, ιδού ο ξεπεσμός στον οποίο έχουμε φτάσει. Κι ας μην πει κανείς πως φταίει η Γουόλ Στριτ: στις κωμωδίες της τηλεόρασης που αυτοί χρηματοδοτούν δεν υπάρχει βιβλίο. (σελ. 33-34)
Δεν ζούμε σε δημοκρατία, αλλά σε μια πλουτοκρατία που έπαψε να είναι τοπική και κοντινή για να καταστεί παγκόσμια και απροσπέλαστη…Με άλλα λόγια, πιο ξεκάθαρα, λέω πως οι λαοί δεν εκλέγουν τις κυβερνήσεις τους ώστε αυτές να του «οδηγήσουν» στην Αγορά, αλλά είναι η Αγορά που ρυθμίζει με όλους τους τρόπους τις κυβερνήσεις ώστε να «οδηγήσουν» τους λαούς σε αυτήν. Και αν μιλώ έτσι για την Αγορά, είναι γιατί σήμερα, και κάθε μέρα που περνά περισσότερο από ποτέ, είναι το κατεξοχήν όργανο της αυθεντικής, μοναδικής και αναντίρρητης εξουσίας, της παγκόσμιας οικονομικής εξουσίας, που δεν είναι δημοκρατική γιατί δεν την εξέλεξε ο λαός, που δεν είναι δημοκρατική γιατί δεν ασκείται από τον λαό, και που, τέλος, δεν είναι δημοκρατική γιατί δεν αποβλέπει στην ευτυχία του λαού. (σελ. 37-38)
«Η Αριστερά δεν έχει την παραμικρή ιδέα σε ποιον κόσμο ζει». (σελ. 41)
Όταν σ’ ένα περιβάλλον βυθισμένο σε απόλυτη σκοτεινότητα ανάβουμε ένα φως, το σκοτάδι εξαφανίζεται. Τότε συχνά αναρωτιόμαστε: «Που πήγε;» Και η απάντηση μπορεί να είναι μια και μόνη: «Δεν πήγε πουθενά, το σκοτάδι είναι απλώς η άλλη πλευρά του φωτός, η μυστική του όψη». Κρίμα που δεν μου το είχαν πει πρωτύτερα, όταν ήμουν παιδί. Σήμερα θα ήξερα τα πάντα για το σκοτάδι και το φως, για το φως και το σκοτάδι. (σελ. 47)
…η ιδέα της οικονομικής δημοκρατίας έδωσε την θέση της σε μια ξεδιάντροπα θριαμβευτική αγορά, παλεύοντας τελικά με μια σοβαρότατη κρίση στην χρηματοοικονομική της διάσταση, ενώ η ιδέα της πολιτισμικής δημοκρατίας αντικαταστάθηκε εντέλει από μια αποξενωτική βιομηχανική μαζικοποίηση των πολιτισμών. Δεν προοδεύουμε, οπισθοχωρούμε. Και θα γίνεται όλο και πιο παράλογο να μιλάμε για δημοκρατία αν επιμείνουμε στην παρεξήγηση να την ταυτίζουμε αποκλειστικά με τις ποσοτικές και μηχανικές της εκφράσεις, που ονομάζονται κόμματα, κοινοβούλια και κυβερνήσεις, χωρίς να δίνουμε σημασία στο πραγματικό περιεχόμενο και στη διαστρεβλωμένη και καταχρηστική χρήση που στην πλειοψηφία των περιπτώσεων γίνεται της ψήφου που τις δικαιολόγησε και τις τοποθέτησε στη θέση που καταλαμβάνουν. (σελ. 48)
Ριγμένοι εδώ χωρίς να ξέρουμε γιατί, ούτε για τι, χρειάστηκε να τα επινοήσουμε όλα. Επινοήσαμε και το Θεό, αυτός όμως δεν βγήκε απ’ τα κεφάλια μας, έμεινε εκεί μέσα ως παράγοντας ζωής κάποιες φορές, ως εργαλείο θανάτου σχεδόν πάντα. Μπορούμε να πούμε «Να το αλέτρι που επινοήσαμε», δεν μπορούμε να πούμε « Να ο Θεός που επινόησε τον άνθρωπο που επινόησε το αλέτρι». Αυτό το Θεό δεν μπορούμε να τον ξεριζώσουμε απ’ τα κεφάλια μας, δεν το μπορούν καν οι άθεοι, μεταξύ των οποίων με συγκαταλέγω. Τουλάχιστον όμως ας τον αμφισβητήσουμε. Δεν ωφελεί πλέον να λέμε πως σκοτώνοντας στο όνομα του Θεού κάνουμε το Θεό δολοφόνο. Γι’ αυτούς που σκοτώνουν στο όνομα του Θεού, ο Θεός δεν είναι μόνο κριτής που θα τους απαλλάξει, είναι ο παντοδύναμος Πατέρας που μέσα στα κεφάλια τους μάζεψε παλιότερα τα ξύλα για την πυρά της Ιεράς Εξέτασης και τώρα ετοιμάζει και διατάζει να τοποθετήσουν την βόμβα. Ας αμφισβητήσουμε αυτή την επινόηση, ας λύσουμε αυτό το πρόβλημα, ας αναγνωρίσουμε έστω πως υπάρχει. Προτού τρελαθούμε όλοι. Κι έπειτα-ποιος ξέρει;- ίσως υπάρξει τρόπος ώστε να μη συνεχίσουμε να σκοτωνόμαστε μεταξύ μας. (σελ. 62-63)
Να ζήσω ή να πεθάνω είναι το ίδιο. Γιατί η ζωή, φυσικά, δεν βρίσκεται σ’ αυτό το μικρό σώμα…Αυτό που επιζεί μετά από μας, αυτό είναι η αθανασία…Είμαι εναντίον της συνταξιοδότησης η οποιουδήποτε είδους επιδότησης. Ζω χωρίς αυτήν. Το 2001 δεν εισέπραττα από πουθενά και είχα οικονομικά προβλήματα μέχρι που ο πρόεδρος Κιάμπι με έχρισε συγκλητικό. (Ρίτα Λέβι-Μονταλτσίνι) (σελ. 74)
Οι «νόμοι της αγοράς» οδήγησαν σε μια χαοτική κατάσταση που έφερε σε «ομηρία» δισεκατομμύρια δολάρια, με τέτοιον τρόπο ώστε, όπως αναφέρθηκε εύστοχα, «ιδιωτικοποιήθηκαν τα κέρδη και εθνικοποιήθηκαν οι ζημιές». Βρήκαν βοήθεια για τους ενόχους και όχι για τα θύματα. Αυτή είναι μια μοναδική ευκαιρία για να επαναπροσδιορίσουμε το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης. (σελ. 77)
Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ήταν ένας άνθρωπος όπως είμαστε όλοι μας. Είχε τις αρετές που ξέρουμε και , ασφαλώς, κάποια ελαττώματα που δεν μείωναν τις αρετές του. Είχε μια δουλειά να κάνει-και την έκανε. Πάλευε ενάντια στα ρεύματα του εθίμου, της συνήθειας και της προκατάληψης, βουτηγμένος μέσα τους μέχρι το λαιμό. Μέχρι που ήρθε μια τουφεκιά για να θυμίσει σ’ εμάς τους αφηρημένους, πως το χρώμα του δέρματος έχει πολύ μεγάλη σημασία. (σελ. 87)
Τι σημασία έχει άραγε το βουητό των μελισσών μέσα στην κυψέλη; Τους χρησιμεύει για να επικοινωνούν μεταξύ τους; Η είναι ένα απλό εφέ της φύσης, η συνέπεια και μόνο του να είναι κανείς ζωντανός, χωρίς προηγούμενη συνείδηση ούτε πρόθεση, όπως μια μηλιά δίνει μήλα χωρίς ν’ ανησυχήσει αν θα ‘ρθει κάποιος να τα φάει;…ο παππούς μου ο Ζερόνιμο, τις τελευταίες του ώρες, πήγε και αποχαιρέτησε τα δένδρα που είχε φυτέψει, αγκαλιάζοντας τα και κλαίγοντας γιατί ήξερε πως δεν θα τα έβλεπε ξανά. Είναι καλό μάθημα. Αγκαλιάζω λοιπόν τις λέξεις που έγραψα, τους εύχομαι μακροζωία και ξαναπιάνω το γραφτό στο σημείο όπου το είχα αφήσει. Δεν υπάρχει άλλη απάντηση. (σελ. 90)
Κι επίσης η ερώτηση που κανείς δεν θέλει να απαντήσει, παρότι ξέρουμε πως έχει απάντηση: μέχρι πότε θα ζούμε, ή θα ζουν οι φτωχότεροι στο έλεος της βροχής, του ανέμου, της ξηρασίας, όταν ξέρουμε πως όλα αυτά τα φαινόμενα έχουν τη λύση τους σε μια ανθρώπινη οργάνωση της ύπαρξης; (σελ. 94)
«Μιλήστε σας παρακαλώ, πείτε μου τι είστε, σε τι χρησιμεύσατε, αν χρησιμεύσατε σε κάτι». Σωπαίνουν δεν απαντούν. Τι να κάνω λοιπόν; Η ανάκριση των λέξεων είναι το πεπρωμένο όσων γράφουν…(σελ.115)
Είναι πράγματι πιθανόν η πίστη να κινεί βουνά, δεν υπάρχει η πληροφορία ότι κάτι τέτοιο έχει συμβεί ποτέ, αλλά αυτό δεν αποδεικνύει τίποτα, δεδομένου ότι ο Θεός ουδέποτε θέλησε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του με τέτοιου είδους γεωλογικές παρεμβάσεις. (σελ. 142)
Στην Ισπανία το «είμαι αλληλέγγυος» είναι μια φράση καθημερινή και κλίνεται ταυτόχρονα στους τρεις χρόνους: παρόν, παρελθόν και μέλλον. Η θύμηση της περασμένης αλληλεγγύης ενδυναμώνει την αλληλεγγύη που χρειάζεται το παρόν, κι οι δυο μαζί ετοιμάζουν τον δρόμο ώστε η αλληλεγγύη στο μέλλον να εμφανιστεί ξανά σε όλο της το μεγαλείο. (σελ. 161)
Δεν ξέρω ούτε φαντάζομαι, πόσοι άραγε συζυγικοί χωρισμοί έδωσαν το έναυσμα για την δημιουργία νέων βιβλιοθηκών χωρίς ζημιά για τις παλιές. Δυο ή τρεις περιπτώσεις, γιατί τόσες είναι αυτές που γνώρισα, δεν στάθηκαν αρκετές για να φέρουν την άνοιξη, ή , με λόγια πιο σαφή, δεν βελτίωσαν τόσο ούτε τα κέρδη του εκδότη, ούτε την δική μου αμοιβή από τα συγγραφικά δικαιώματα… Ακόμα χειρότερα, πως θα πρέπει να ενεργεί κανείς απέναντι σε συγκεκριμένες συμπεριφορές δημοσίου πλέον ενδιαφέροντος, όπως στην περίπτωση, δυστυχώς συχνή και απολύτως ανήθικη, να συνεχίζουν να ζουν στο ίδιο σπίτι, ίσως χωρίς να κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι, αλλά να χρησιμοποιούν την ίδια βιβλιοθήκη; Έχει χαθεί ο σεβασμός, έχει χαθεί το αίσθημα της ντροπής, ιδού ο ξεπεσμός στον οποίο έχουμε φτάσει. Κι ας μην πει κανείς πως φταίει η Γουόλ Στριτ: στις κωμωδίες της τηλεόρασης που αυτοί χρηματοδοτούν δεν υπάρχει βιβλίο. (σελ. 33-34)
Δεν ζούμε σε δημοκρατία, αλλά σε μια πλουτοκρατία που έπαψε να είναι τοπική και κοντινή για να καταστεί παγκόσμια και απροσπέλαστη…Με άλλα λόγια, πιο ξεκάθαρα, λέω πως οι λαοί δεν εκλέγουν τις κυβερνήσεις τους ώστε αυτές να του «οδηγήσουν» στην Αγορά, αλλά είναι η Αγορά που ρυθμίζει με όλους τους τρόπους τις κυβερνήσεις ώστε να «οδηγήσουν» τους λαούς σε αυτήν. Και αν μιλώ έτσι για την Αγορά, είναι γιατί σήμερα, και κάθε μέρα που περνά περισσότερο από ποτέ, είναι το κατεξοχήν όργανο της αυθεντικής, μοναδικής και αναντίρρητης εξουσίας, της παγκόσμιας οικονομικής εξουσίας, που δεν είναι δημοκρατική γιατί δεν την εξέλεξε ο λαός, που δεν είναι δημοκρατική γιατί δεν ασκείται από τον λαό, και που, τέλος, δεν είναι δημοκρατική γιατί δεν αποβλέπει στην ευτυχία του λαού. (σελ. 37-38)
«Η Αριστερά δεν έχει την παραμικρή ιδέα σε ποιον κόσμο ζει». (σελ. 41)
Όταν σ’ ένα περιβάλλον βυθισμένο σε απόλυτη σκοτεινότητα ανάβουμε ένα φως, το σκοτάδι εξαφανίζεται. Τότε συχνά αναρωτιόμαστε: «Που πήγε;» Και η απάντηση μπορεί να είναι μια και μόνη: «Δεν πήγε πουθενά, το σκοτάδι είναι απλώς η άλλη πλευρά του φωτός, η μυστική του όψη». Κρίμα που δεν μου το είχαν πει πρωτύτερα, όταν ήμουν παιδί. Σήμερα θα ήξερα τα πάντα για το σκοτάδι και το φως, για το φως και το σκοτάδι. (σελ. 47)
…η ιδέα της οικονομικής δημοκρατίας έδωσε την θέση της σε μια ξεδιάντροπα θριαμβευτική αγορά, παλεύοντας τελικά με μια σοβαρότατη κρίση στην χρηματοοικονομική της διάσταση, ενώ η ιδέα της πολιτισμικής δημοκρατίας αντικαταστάθηκε εντέλει από μια αποξενωτική βιομηχανική μαζικοποίηση των πολιτισμών. Δεν προοδεύουμε, οπισθοχωρούμε. Και θα γίνεται όλο και πιο παράλογο να μιλάμε για δημοκρατία αν επιμείνουμε στην παρεξήγηση να την ταυτίζουμε αποκλειστικά με τις ποσοτικές και μηχανικές της εκφράσεις, που ονομάζονται κόμματα, κοινοβούλια και κυβερνήσεις, χωρίς να δίνουμε σημασία στο πραγματικό περιεχόμενο και στη διαστρεβλωμένη και καταχρηστική χρήση που στην πλειοψηφία των περιπτώσεων γίνεται της ψήφου που τις δικαιολόγησε και τις τοποθέτησε στη θέση που καταλαμβάνουν. (σελ. 48)
Ριγμένοι εδώ χωρίς να ξέρουμε γιατί, ούτε για τι, χρειάστηκε να τα επινοήσουμε όλα. Επινοήσαμε και το Θεό, αυτός όμως δεν βγήκε απ’ τα κεφάλια μας, έμεινε εκεί μέσα ως παράγοντας ζωής κάποιες φορές, ως εργαλείο θανάτου σχεδόν πάντα. Μπορούμε να πούμε «Να το αλέτρι που επινοήσαμε», δεν μπορούμε να πούμε « Να ο Θεός που επινόησε τον άνθρωπο που επινόησε το αλέτρι». Αυτό το Θεό δεν μπορούμε να τον ξεριζώσουμε απ’ τα κεφάλια μας, δεν το μπορούν καν οι άθεοι, μεταξύ των οποίων με συγκαταλέγω. Τουλάχιστον όμως ας τον αμφισβητήσουμε. Δεν ωφελεί πλέον να λέμε πως σκοτώνοντας στο όνομα του Θεού κάνουμε το Θεό δολοφόνο. Γι’ αυτούς που σκοτώνουν στο όνομα του Θεού, ο Θεός δεν είναι μόνο κριτής που θα τους απαλλάξει, είναι ο παντοδύναμος Πατέρας που μέσα στα κεφάλια τους μάζεψε παλιότερα τα ξύλα για την πυρά της Ιεράς Εξέτασης και τώρα ετοιμάζει και διατάζει να τοποθετήσουν την βόμβα. Ας αμφισβητήσουμε αυτή την επινόηση, ας λύσουμε αυτό το πρόβλημα, ας αναγνωρίσουμε έστω πως υπάρχει. Προτού τρελαθούμε όλοι. Κι έπειτα-ποιος ξέρει;- ίσως υπάρξει τρόπος ώστε να μη συνεχίσουμε να σκοτωνόμαστε μεταξύ μας. (σελ. 62-63)
Να ζήσω ή να πεθάνω είναι το ίδιο. Γιατί η ζωή, φυσικά, δεν βρίσκεται σ’ αυτό το μικρό σώμα…Αυτό που επιζεί μετά από μας, αυτό είναι η αθανασία…Είμαι εναντίον της συνταξιοδότησης η οποιουδήποτε είδους επιδότησης. Ζω χωρίς αυτήν. Το 2001 δεν εισέπραττα από πουθενά και είχα οικονομικά προβλήματα μέχρι που ο πρόεδρος Κιάμπι με έχρισε συγκλητικό. (Ρίτα Λέβι-Μονταλτσίνι) (σελ. 74)
Οι «νόμοι της αγοράς» οδήγησαν σε μια χαοτική κατάσταση που έφερε σε «ομηρία» δισεκατομμύρια δολάρια, με τέτοιον τρόπο ώστε, όπως αναφέρθηκε εύστοχα, «ιδιωτικοποιήθηκαν τα κέρδη και εθνικοποιήθηκαν οι ζημιές». Βρήκαν βοήθεια για τους ενόχους και όχι για τα θύματα. Αυτή είναι μια μοναδική ευκαιρία για να επαναπροσδιορίσουμε το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης. (σελ. 77)
Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ήταν ένας άνθρωπος όπως είμαστε όλοι μας. Είχε τις αρετές που ξέρουμε και , ασφαλώς, κάποια ελαττώματα που δεν μείωναν τις αρετές του. Είχε μια δουλειά να κάνει-και την έκανε. Πάλευε ενάντια στα ρεύματα του εθίμου, της συνήθειας και της προκατάληψης, βουτηγμένος μέσα τους μέχρι το λαιμό. Μέχρι που ήρθε μια τουφεκιά για να θυμίσει σ’ εμάς τους αφηρημένους, πως το χρώμα του δέρματος έχει πολύ μεγάλη σημασία. (σελ. 87)
Τι σημασία έχει άραγε το βουητό των μελισσών μέσα στην κυψέλη; Τους χρησιμεύει για να επικοινωνούν μεταξύ τους; Η είναι ένα απλό εφέ της φύσης, η συνέπεια και μόνο του να είναι κανείς ζωντανός, χωρίς προηγούμενη συνείδηση ούτε πρόθεση, όπως μια μηλιά δίνει μήλα χωρίς ν’ ανησυχήσει αν θα ‘ρθει κάποιος να τα φάει;…ο παππούς μου ο Ζερόνιμο, τις τελευταίες του ώρες, πήγε και αποχαιρέτησε τα δένδρα που είχε φυτέψει, αγκαλιάζοντας τα και κλαίγοντας γιατί ήξερε πως δεν θα τα έβλεπε ξανά. Είναι καλό μάθημα. Αγκαλιάζω λοιπόν τις λέξεις που έγραψα, τους εύχομαι μακροζωία και ξαναπιάνω το γραφτό στο σημείο όπου το είχα αφήσει. Δεν υπάρχει άλλη απάντηση. (σελ. 90)
Κι επίσης η ερώτηση που κανείς δεν θέλει να απαντήσει, παρότι ξέρουμε πως έχει απάντηση: μέχρι πότε θα ζούμε, ή θα ζουν οι φτωχότεροι στο έλεος της βροχής, του ανέμου, της ξηρασίας, όταν ξέρουμε πως όλα αυτά τα φαινόμενα έχουν τη λύση τους σε μια ανθρώπινη οργάνωση της ύπαρξης; (σελ. 94)
«Μιλήστε σας παρακαλώ, πείτε μου τι είστε, σε τι χρησιμεύσατε, αν χρησιμεύσατε σε κάτι». Σωπαίνουν δεν απαντούν. Τι να κάνω λοιπόν; Η ανάκριση των λέξεων είναι το πεπρωμένο όσων γράφουν…(σελ.115)
Είναι πράγματι πιθανόν η πίστη να κινεί βουνά, δεν υπάρχει η πληροφορία ότι κάτι τέτοιο έχει συμβεί ποτέ, αλλά αυτό δεν αποδεικνύει τίποτα, δεδομένου ότι ο Θεός ουδέποτε θέλησε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του με τέτοιου είδους γεωλογικές παρεμβάσεις. (σελ. 142)
Στην Ισπανία το «είμαι αλληλέγγυος» είναι μια φράση καθημερινή και κλίνεται ταυτόχρονα στους τρεις χρόνους: παρόν, παρελθόν και μέλλον. Η θύμηση της περασμένης αλληλεγγύης ενδυναμώνει την αλληλεγγύη που χρειάζεται το παρόν, κι οι δυο μαζί ετοιμάζουν τον δρόμο ώστε η αλληλεγγύη στο μέλλον να εμφανιστεί ξανά σε όλο της το μεγαλείο. (σελ. 161)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου