Μένης Κουμανταρέας Η κυρία Κούλα [α' έκδοση 1978] Δέκατη Πέμπτη Έκδοση 2000, Κέδρος
ΕΣΜΙΓΑΝ κάθε βράδυ στις οχτώ. Ο
ένας έμπαινε στο Θησείο, η άλλη Μοναστηράκι. [σελ. 9]
Έμεναν απορροφημένοι, χωρίς την
ντροπή που χωρίζει τ`ανθρώπινα βλέμματα και χωρίς τις στερήσεις που επιβάλλει η
καλή αγωγή. [σελ.11]
Το βλέμμα εκείνου κρεμασμένο
επάνω της, ήταν σαν κάτι να περίμενε απ`
αυτήν` το δικό της γαλήνιο και κάπως θλιμμένο, έμοιαζε το βλέμμα γυναίκας
στερημένης γιό. [σελ. 12]
Όταν γελούσε μια βαθιά ρυτίδα
χώριζε το μέτωπο ανάμεσα στα φρύδια. Ήταν σα να είχε δύο πρόσωπα. [σελ. 17]
Τα μάτια του σπίθιζαν, τα χείλη
του, πρόσεξε, ήταν κόκκινα σα μόλις φιλημένα. [σελ.32]
Απόψε το ταγιεράκι της το
κυπαρισσί, μ` ένα δάκτυλο δαντέλας στο λαιμό και στα μανίκια μόλις και το
`νοιώθε στο σώμα της. [σελ. 33]
Υπάρχει μια στιγμή στη ζωή μας,
που διαλέγουμε, είπε η Κούλα, είτε το θέλουμε είτε όχι, ακόμα και οι
περιστάσεις διαλέγουν για μας… [σελ.
41]
Τότε έσκυβε αμήχανα να κοιτάξει
τα χέρια της , που για μόνο εφόδιο είχαν τη βέρα.[σελ.44]
Όλοι τους πωρωμένοι με τις
δουλειές, μετράνε τους ανθρώπους με τις τουρμπίνες και τα χρεόγραφα, γράφουν
την ανθρωπότητα μέσα σε μπακαλοτεφτέρια! [σελ.47-48]
[…]εσένα, της είπε, από την πρώτη
στιγμή που μπήκες στο βαγόνι και κάθισες απεναντί μου, σε ξεχώρισα. Αυτή τη
γυναίκα, είπα μέσα μου, τη θέλω` δεν ξέρω πως, μα θα την αποκτήσω… [σελ. 49]
Τότε γιατί δεν κάνεις έρωτα με
συνομήλικές σου; του είπε. Έχω ανάγκη από κάτι που να με ξεπερνά, της είπε, που
να μη μου θυμίζει τον εαυτό μου` έπειτα, αυτές όλες έχουν μόνο του νου τους στο
κόμμα, κοιμούνται και ξημερώνονται μ` αυτό. [σελ. 50]
Αν απόψε ήταν η τελευταία φορά,
είπε ο Μίμης, τι θα είχες να μου πεις; Η Κούλα στριφογύρισε τη βέρα της. [σελ.51-52]
Νοιαζόταν αν είχε πάρει κανένα
κιλό παραπάνω ή χάσει κανένα. [σελ.56]
[…]σε τούτα τα διαλείμματα αναλογιζόταν
πως η κατάστασή της έμοιαζε με παιδική
αρρώστια, μια ιλαρά που την πέρασε μεγάλη. [σελ.59]
Όλα όσα ήταν μελλούμενα ή όσα
περασμένα αποκτούσαν αίγλη. Αδύνατο ν`αφεθεί στη χαρά της στιγμής. Και μ`αυτό
το ρυθμό, αγκομαχώντας, κυλούσε η ζωή της. [σελ.60]
Μέσα της επαναστατούσε, ξυπνούσε
μια γυναίκα οπλισμένη με της αρχές της, έτοιμη να καταδικάσει αυτή την άλλη
γυναίκα. [σελ.66]
Όμως αξίζει, άραγε, τον κόπο
ν`αλλάξει τι βολές του κανείς; Και για ποιο λόγο; Είχε πάντα σταθεί μια γυναίκα
βράχος στις αποφάσεις της, στις συνήθειες της. [σελ.77]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου