Δημήτρης Χατζής, "Το διπλό βιβλίο" εκδόσεις "Το Ροδακιό"
-ήθελα να κλάψω. Όχι γι' αυτούς, για την φτώχεια, για το ξυλάδικο-όχι. Ήθελα να κλάψω για μένα. Άλλο είναι αυτό, το τέτοιο κλάμα, εγώ δεν ξέρω βέβαια πως να το πω, να θέλεις να κλάψεις γιατί δεν έχεις πως αλλιώς να μιλήσεις με τον εαυτό σου.(σελ. 41)
Είναι τα τραίνα που φτάνουν από παντού, πάνε παντού-δεν ξέρεις εσύ το πούθε, δεν ξέρεις το πού. Ο μεγάλος κόσμος είναι, λοιπόν, το παντού. Και την έχω κάποτε την νοσταλγία του από κει που τα βλέπω-να φύγω μια μέρα μ' αυτά-τη νοσταλγία που δεν έχω για τη Σούρπη, για την Ελλάδα. Και λέω τότε πως ο μεγάλος κόσμος, αυτός μπορεί νά 'ναι η πατρίδα μου και νάτο, λοιπόν, πως έχω και γω μια πατρίδα. Μια καινούργια πατρίδα. Είναι μέσα στο μεγάλο κόσμο. (σελ. 58)
Δε με περιμένει κανένας εμένα, δεν έχω πουθενά που να θέλω να πάω, να γυρίσω κάπου. Σα να 'ναι το σπίτι μου, εδώ, εδώ κ' η πατρίδα μου, το κανένα σπίτι μου, η καμιά μου πατρίδα. Λένε στο καφενείο και για τους άλλους-πως ξένοι γινήκαμε όλοι στις μεγάλες αυτές πολιτείες. Αν είναι έτσι, λέω τότες εγώ-εγώ, λοιπόν, πρέπει να 'μαι ο πιο γνήσιος πολίτης της πολιτείας των ξένων-ο ιθαγενής. (σελ. 63)
Μου φαίνεται πως άδειασε ο κόσμος. Οι άνθρωποι ρουφήχτηκαν, νεκρά κι ακίνητα μένουν όλα-νεκρή πολιτεία. Μια φωτεινή ρεκλάμα παίζει στο βάθος του δρόμου-δε βγάζω τα γράμματα-δε βγάζω τίποτα-αναβοσβήνουν μονάχα. Και στέκομαι εκεί καρφωμένος στο πεζοδρόμιο, δεν ξέρω που βρίσκομαι. (σελ. 68)
Είναι καλές γυναίκες οι Γερμανίδες-έχω να το λέω.Τίμιος κόσμος-επειδή είναι λεύτερες. Ο λεύτερος άνθρωπος είναι τίμιος. Δε θέλουνε τίποτα, δε λένε ψέματα, δεν έχουν υποκρισίες, δεν το κρύβουνε γιατί βγήκαν αυτό το βράδυ. Φίφτυ-φίφτυ τον έχουνε τον έρωτα-όσα δίνεις, τόσα παίρνεις. (σελ.71)
Ο μικρός ράφτης της Σούρπης ονειρευότανε. Τον κόσμο-τον εαυτό του μέσα στον κόσμο. Ονειρευόταν. Αυτό που βρίσκεις εσύ να λείπει στο καφενείο, να λείπει στα κόμματα τα σημερινά. Ο μεγάλος μύθος. Ο ακέριος. (σελ. 84)
Έτσι πήγαμε όλη τη βδομάδα-κάθε βράδυ να 'μαστε μαζί, να μη χορταίνουμε ο ένας τον άλλο- κι όσο τη βλέπω τόσο να τη θέλω, όσο τη συλλογιέμαι τη μέρα τόσο να τη λαχταρώ για το βράδυ. Και να μη της βρίσκω κανένα ψεγάδι. Αυτός είναι ο έρωτας; λέω. Και δοξασμένο, ας είναι, λοιπόν, το όνομά του στους αιώνες των αιώνων αν είναι αυτός, αν είναι έτσι. Είταν αυτός. Είταν έτσι. (σελ. 102)
Εσείς εκεί στην πατρίδα σας, λέει, πεινούσατε, δεν είχατε δουλειά. Και ήρθατε εδώ. Μα πρέπει μια φορά να το καταλάβετε. Αυτό που βλέπετε γύρω σας, καλά μεροκάματα, άδειες, κοινωνικές ασφαλίσεις, δεν είναι κανένας παράδεισος. Έχουν αίμα πίσω τους, σφαγές πολλά χρόνια, για να γίνουν έτσι. Και δεν θα σας αφήσουμε να μας τα χαλάσετε. Θα σας διώξουμε μέχρι τον έναν. Χίλιους σκλάβους να φέρουν από την Ελλάδα και την Τουρκία-εγώ για δυο ανθρώπους αυτή τη δουλειά δεν την κάνω. (σελ.142)
Από την σημείωση του εκδότη
Το διπλό βιβλίο μιλάει για δυο κόσμους, τον παλιό και τον καινούργιο, για τη συνάντησή τους. Είναι "βιβλίο της μοναξιάς" και είναι "της ελπίδας το βιβλίο". Έχει διπλό πρωταγωνιστή: τον συγγραφέα και τον ήρωά του. Αυτοί οι δυο στην τελευταία παράγραφο συναντιούνται, μια βιομηχανική οχλοβοή εμποδίζει τα λόγια τους ν' ακουστούν, σενεννογιούνται όμως και αφήνουν ανοιχτό ένα παράθυρο στο φως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου