Άρης Φακίνος, "Τα παιδιά του Οδυσσέα" εκδόσεις Καστανιώτη
Μακριά από την πατρίδα μας δε θα επιζούσαμε παρά μονάχα όσο καιρό θα 'μεναν κολλημένοι στις ρίζες μας λίγοι σβόλοι από τη γη μας. (σελ. 7)
Τον Διομήδη δεν τον συγκινούσαν καθόλου τα πλούτη κι οι θησαυροί, οι φιλοδοξες εκστρατείες κι οι καταχτήσεις των Ελλήνων τον άφηναν αδιάφορο. Έλεγε πως δεν καταλάβαινε γιατί οι άνθρωποι σκοτώνονται και σφάζονται για να πάρουν ο ένας τον τόπο του άλλου, γιατί αλληλοτρώγονται για να ελέγχουν με το στρατό και τα καράβια τους στεριές και θάλασσες, γιατί, στα καλά του καθουμένου, τα βάζουν με τους γείτονές τους. Οι θεοί πρόσθετε, είχαν θελήσει όλους τους θνητούς λεύτερους πάνω στη γη, στην πατρίδα τους, μα όπως και για όλα τα ζωντανά πλάσματα τους είχαν ορίσει τα μέρη όπου θ' αναζητούσαν και θα 'βρισκαν τη θροφή τους, τους είχαν δείξει καλά μέχρι που είχαν δικαίωμα να περιπλανηθούν, που ακριβώς βρίσκονταν τα σύνορα της επικράτειάς τους. (σελ. 25)
Ο ένας μετά τον άλλο, σιγά σιγά, οι παλιοί κόσμοι έσβηναν γύρω τους σαν όνειρα, οι κοινωνίες που γνώριζαν ξέφτιζαν και διαλούσαν σαν πολυφορεμένα ρούχα, οι άνθρωποι άλλιώτευαν. Ελάχιστοι ήταν πια όσοι ρωτούσαν τους γέρους προεστούς και τους μάντεις περί του πρακτέου, όλο και λιγόστευαν αυτοί που πίστευαν στους πατρώους θεούς, που γονάτιζαν μπροστά στους βωμούς τους για να τους προσφέρουν θυσίες. Σιγά σιγά όλα άλλαζαν στον τόπο μας, οι βάρβαροι, που μας είχαν καταχτήσει αυτή τη φορά, επέβαλλαν με τη βία νέες θεότητες που θα κυβερνούσαν και θα ρύθμιζαν από δω και μπρος τη ζήση μας. (σελ. 38-39)
Ερχόταν τακτικά στην κάμαρή μου, εκεί που διάβαζα ή έγραφα, έπιανε κουβέντα μαζί μου και μου 'λεγε να κάνω υπομονή, να μη χάνω το θάρρος μου, να μη βαρυγκομώ για των δασκάλων μου τις απαιτήσεις. Όσα κι αν προλάβαινα να μάθω, χρήσιμα θα 'ταν, λίγα ή πολλά, αλήθειες ή ψέμματα. Αργότερα, σαν θα μεγάλωνα, όλα αυτά θα τα ξεκαθάριζα μονάχος μου, θα 'βγαζα άκρη με το δικό μου μυαλό, θα ξεδιάλεγα τις γνώσεις, όπως κάνουμε και με τα φασόλια: από τη μια μεριά τα τζούφια, για τα σκουπίδια, από την άλλη τα καλά, για το τσουκάλι μας. (σελ. 52)
Σε μια στιγμή ενώ ακούγονταν στο δρόμο μας πολυβολισμοί κι εκρήξεις, ο πατέρας μου ξεδίπλωσε ένα σεντόνι, τ' άπλωσε κατάχαμα μέσα στην κάμαρή μου και πήρε να ντανιάζει γρήγορα βιβλία, χαρτιά, τετράδια. Άδικα η μάνα μου του φώναζε να τα παρατήσει όλα σύξυλα και να κοιτάξει να γλυτώσει πρώτα τη ζωή του, πως θα 'πρεπε να φχαριστούσε το Θεό αν σε λίγες ώρες θα 'ταν η φαμίλια του ζωντανή και το σπίτι του ακόμα όρθιο. Εκείνος ούτε που την άκουγε καν, μάζευε ότι προλάβαινε, μου 'λεγε και του κατέβαζα από τα ράφια λεξικά, γραμματικές, συνταχτικά, άρπαξε ξαφνικά τον Όμηρο και τη Βίβλο, πρόσθεσε στο φορτίο του τον Πλάτωνα, τον Θουκυδίδη και τον Ησίοδο. (σελ. 55)
Δεν τον πείραζε, ο κάθε θνητός είναι αφέντης του εαυτού του, κάνει ότι μπορεί για να αλλάξει κάπως τις αποφάσεις που παίρνουν οι θεοί για λογαριασμό του. (σελ. 106)
Όλα έδειχναν ότι κάποτε, ήθελαν δεν ήθελαν, οι άνθρωποι θ' αναγκάζονταν να συμβιώσουν ειρηνικά, αδερφωμένα, μας περίμεναν όλους ρόδινες κι ευτυχισμένες εποχές, τα έθνη θα συνεργάζονταν, οι λαοί θα μόνιαζαν-οι συγκρούσεις, που προκαλούν τα σύνορα κι οι εθνικισμοί, θα 'ταν αδιανόητα πράγματα στο μέλλον. (σελ. 134-135)
Θεωρούσε τα βιβλία ιερά αλλά κι επίφοβα αντικείμενα, είχε ακούσει πως είχαν καταστρέψει την ζωή κάμποσων ανθρώπων, πως εξαιτίας τους μερικοί είχαν καταλήξει στις φυλακές, άλλοι βρίσκονταν μαντρωμένοι σε στρατόπεδα ή γερνούσαν στις εξορίες. Πως μπορούσε να ξεχάσει τις ατελείωτες στερήσεις που 'χε τραβήξει με τον πατέρα μου για να μάθω γράμματα, για να πάω σχολείο, για να βγάλω αργότερα το Γυμνάσιο και το Πανεπιστήμιο, ώστε να βρω καμιά δουλειά και να μη χρειαστεί να φύγω, να ξενιτευτώ; Καμιά φορά, όταν ερχόταν στην κάμαρή μου για να συγυρίσει, την παρατηρούσα που στεκόταν μπροστά στη βιβλιοθήκη μου με δέος, που καθάριζε έναν έναν τους τόμους περνώντας τους με το ξεσκονόπανο απαλά, προσεχτικά, που τους κοίταζε συλλογισμένα και παρακαλεστικά, όπως ακριβώς έκανε όταν προσευχόταν σιωπηλα μπροστά σε μια εικόνα. (σελ. 174)
Ταξιδεύαμε χωρίς να ξέρουμε που ακριβώς πηγαίναμε, πόσο θα κρατούσε η περιπλάνησή μας, ποιοι θα μας πρόσφεραν άσυλο και φιλοξενία, που τελικά θα κατασταλάζαμε. Με τα πρόσωπα κολλημένα στα φινιστίνια τ' αεροπλάνου, βλέπαμε για πρώτη φορά από τόσο ψηλά τη γη μας, το βλέμμα μας άγγιζε τις κορφές των αλλεπάλληλων κι άγριων βουνών της, κατέβαινε μέχρι τους λιγοστούς και φτωχούς κάμπους της. Εδώ κι εκεί, ανάμεσα σε προαιώνιους ελαιώνες, σ' αμπέλια και σε σπαρτά, ξεδιακρίναμε παλιά πέτρινα και μισογκρεμισμένα γεφύρια, χωριουδάκια, κοιμητήρια, καπνούς που ανάθρωσκαν, ήμεροι κι ειρηνικοί, από τις καμινάδες των σπιτιών της. (σελ. 236-237)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου