Marguerite Yourcenar, "Διηγήματα της Ανατολής", μετάφραση: Ιωάννα Χατζηνικολή, Άννα Φραγκουδάκη, Έφη Αβδελά, Γεωργία Παπαγεωργίου, εκδόσεις Χατζηνικολή.
Δεν είχαν βαριές αποσκευές γιατί ο Βανγκ Φο αγαπούσε το είδωλο των πραγμάτων κι όχι τα ίδια τα πράγματα και κανένα αντικείμενο στον κόσμο δεν του φαινότανε άξιο να αποκτηθεί, έξω από τα πινέλα, τα βάζα με τη λάκκα και τα μελάνια της Κίνας, τους ρόλους του μεταξιού και το ρυζόχαρτο. (σελ. 11).
Ο πατέρας μου είχε συγκεντρώσει μια συλλογή από πίνακές σου μέσα στην κάμαρα την πιο κρυφή του παλατιού, γιατί ήταν της γνώμης ότι τα πρόσωπα των εικόνων πρέπει να κρατιούνται μακριά από τους αμύητους που μπροστά τους δεν μπορούν να χαμηλώνουν τα μάτια. (σελ. 17).
[...] Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν πλαστεί για να χαθούν μέσα σε μια ζωγραφιά. (σελ. 22, "Πώς εσώθηκε ο Βανγκ Φο").
Έκανε ζέστη, τη ζέστη που κάνει μόνο στην κόλαση. (σελ. 39).
[...] Το μετάξι είναι τεχνητό, οι τροφές, αηδιαστικά συνθετικές, μοιάζουν με τα υποκατάστατα των τροφίμων, αυτά με τα οποία παραγεμίζουν τις μούμιες και οι γυναίκες αποστειρωμένες ενάντια στη δυστυχία και τα γηρατειά σταμάτησαν να υπάρχουν. Μόνο στους θρύλους των ημιβάρβαρων λαών συναντάει κανένας ακόμα τα πλάσματα αυτά τα πλούσια σε γάλα και δάκρυια που θα περηφανευόμασταν να είμαστε τα παιδιά τους... (σελ. 40, "Το γάλα του θανάτου").
Σε λίγο όμως διαπίστωσε ότι η όρασή του αδυνάτιζε: ωσάν όλα τα δάκρυα που είχε χύσει πάνω στις εύθραυστες ερωμένες του να του είχαν κάψει τα μάτια και αναγκάστηκε να συνειδητοποιήσει ότι τα σκοτάδια γι' αυτόν άρχιζαν πριν από το θάνατο. (σελ.52).
Θα πεθάνω, είπε με δυσκολία. Δεν παραπονιέμαι για το πεπρωμένο αυτό που μοιράζομαι με τα λουλούδια, τα έντομα και τ' αστέρια. Μέσα στο σύμπαν όπου όλα παρέρχονται σαν όνειρο, θα ένιωθε άδικα κανείς να διαρκεί για πάντα. Δεν παραπονιέμαι που τα πράγματα, τα όντα, οι καρδιές είναι όλα φθαρτά, αφού ένα μέρος της ομορφιάς τους ανήκει σ' αυτή τη δυστυχία. Αυτό που με θλίβει είναι η μοναδικότητά τους. Άλλοτε, η βεβαιότητα πως κάθε στιγμή της ζωής μου θα κέρδιζα μιαν αποκάλυψη, που δεν θα επαναλαμβανόταν ποτέ, αποτελούσε την πιο μεγάλη απ' τις κρυφές μου ηδονές: τώρα πεθαίνω μ' ένα αίσθημα ντροπής σαν ένας προνομιούχος που παίρνει μέρος μόνος σε μια εξαίσια εορτή που δε θα επαναληφθεί δεύτερη φορά. (σελ. 59, "Ο τελευταίος έρωτας του πρίγκιπα Ζένγκι").
Αυτές οι Νεράιδες των κάμπων μας είναι αθώες και κακές σαν τη φύση που άλλοτε προστατεύει και άλλοτε καταστρέφει τον άνθρωπο. Οι θεοί και οι θεές της αρχαιότητας έχουν πεθάνει και τα μουσεία δεν περιέχουν παρά τα πτώματά τους από μάρμαρο. Οι νύμφες μας μοιάζουν περισσότερο με τις μάγισσές σας παρά με την εικόνα που σας κάνει να σχηματίζετε ο Πραξιτέλης. (σελ. 67-68, "Ο άνθρωπος που ερωτεύτηκε τις Νεράιδες").
-Ποιός σου λέει ότι η γαλήνη του Θεού δεν απλώνεται και στις Νύμφες όπως στις ελαφίνες και στα κοπάδια τις γίδες; αποκρίθηκε η νέα γυναίκα. Δεν ξέρεις ότι στα χρόνια της Δημιουργίας ο Θεός ξέχασε να δώσει φτερά σ' ορισμένους αγγέλους, που έπεσαν πάνω στη γη κι εγκαταστάθηκαν μέσα στα δάση όπου σχημάτισαν το γένος των Νυμφών και των Πανών; Και άλλοι εγκαταστάθηκαν πάνω σ' ένα βουνό, όπου γίναν θεοί ολύμπιοι. Μην υμνείς, σαν τους ειδωλολάτρες, το δημιούργημα σε βάρος του Δημιουργού, αλλά και μη σκανδαλίζεσαι από το έργο Του. Και να ευχαριστείς το Θεό από την καρδιά σου που έπλασε την Άρτεμη και τον Απόλλωνα.
-Το πνεύμα μου δε φτάνει τόσο ψηλά, είπε ταπεινά ο γέρος μοναχός. Οι Νύμφες ταράζουν το ποίμνιό μου και βάζουν σε κίνδυνο τη σωτηρία του για την οποία ευθύνομαι μπροστά στο Θεό, και γι' αυτό, αν χρειαστεί, θα τις καταδιώξω μέχρι την Κόλαση.
-Και αυτός ο ζήλος θα σου καταλογιστεί, τίμιε καλόγερε, είπε χαμογελαστά η νέα γυναίκα. Αλλά δε βλέπεις τρόπο κανένα για να συμβιβάσεις τη ζωή των Νυμφών με τη σωτηρία του ποιμνίου σου; (σελ. 81, "Η Παναγιά η Χελιδονού").
Θα μπορούσε να γυρίσει ανενόχλητος στο σιδεράδικό του, αλλά ήταν από εκείνους που προτιμούν πάνω απ' όλα τη γεύση του ελεύθερου αέρα και της κλεμμένης τροφής (σελ. 87, "Η χήρα Αφροδισία").
Το στόμα της είναι ζεστό σαν τη ζωή˙ τα μάτια της βαθιά σαν το θάνατο. (σελ. 99, "Η αποκεφαλισμένη Κάλι").
"-Της κόρης π' αγάπησα και που μου το ΄πε αυτό της πήρα το δεξί χέρι, έκανε ο άνθρωπος που χαροπάλευε. Και ήταν και οι αιχμάλωτοι που στραγγάλισα αν και είχαμε δώσει λόγο..., αλλά δε βαριέσαι, έκανα και καλά. Έδωσα στους φτωχούς, έδωσα στους παπάδες...
"-Μη πιάνεις να κάνεις λογαριασμό, είπε ο γέροντας. Είναι πάντα, ή πολύ νωρίς ή πολύ αργά και δε χρησιμεύει σε τίποτα. Άσε με καλύτερα να βάλω την τριχιά μου κάτω από το κεφάλι σου για να 'σαι λιγότερο άβολα πάνω στο χώμα. (σελ. 110, "Το τέλος του Μάρκο Κράλιεβιτς").
-Ο Θεός είναι ο ζωγράφος του σύμπαντος.
Και με πίκρα, χαμηλόφωνα:
-Τι δυστυχία, κύριε Σύνδικε, που ο Θεός δεν αρκέστηκε να ζωγραφίζει τοπία." (σελ. 116, "Η θλίψη του Κορνήλιου Μπεργκ").
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου