Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2009

Κάρολος Ντίκενς-Μεγάλες προσδοκίες

Charles Dickens, "Μεγάλες προσδοκίες", μετάφραση Άρτεμις Σταμπουλοπούλου, εκδόσεις Πόλις.


Μ' άλλα λόγια, ήμουν πολύ δειλός για να κάνω ό,τι ήξερα πως ήταν σωστό, όπως είχα φανεί πολύ δειλός για να μην κάνω ό,τι ήξερα πως ήταν λάθος. Εκείνη την εποχή δεν είχα καμιά επαφή με τον παραέξω κόσμο, έτσι δεν μπορεί να πει κανείς ότι αντέγραψα κάποιον από τους τόσους και τόσους που δείχνουν παρόμοια συμπεριφορά. Ως αυτοδίδακτη ιδιοφυϊα, ανακάλυψα τη συγκεκριμένη τακτική εντελώς μόνος μου. (σελ. 61-62).

[...] και καθώς ο κύριος Πάμμπλτσουκ ήταν κατηγορηματικός στην άποψή του κι από πάνω είχε και δικό του αμάξι -δεν ήταν δα όποιος κι όποιος- κι άμα έπαιρνε φόρα αλίμονο σ' όποιον βρισκόταν στο δρόμο του, η κοινή γνώμη συμφώνησε πως έτσι πρέπει να ΄χε γίνει. Η αλήθεια είναι πως ο κύριος Γοπσλ φώναζε έξαλλα, "Όχι!" με την ανήμπορη κακία που φέρνει η κούραση, αλλά καθώς δεν είχε ούτε καμιά θεωρία ούτε και σακάκι, συνάντησε την αδιαφορία της ομήγυρης [...] (σελ. 63).

"Μ' αυτό το αγόρι! Μα τούτος ειναι φτωχόπαιδο, ένα κοινό χωριατάκι!"
Νόμισα πως πήρε τ' αυτί μου την απάντηση της μις Χάβισαμ -μόνο που φάνηκε τόσο απίθανη- "Ε, και; Μπορείς να του ραγίσεις την καρδιά". (σελ. 87).

Ειλικρινά˙ ποτέ δεν υπάρχει λόγος να μας πιάνει ντροπή για τα δάκρυα μας˙ είναι η βροχή πάνω στη σκόνη που σηκώνεται απ' το χώμα της σκληρής καρδιάς μας και μας θολώνει τα μάτια. Αφού έκλαψα ήμουν καλύτερα από πριν -πιο λυπημένος˙ είχα βαθύτερη συναίσθηση της αχαριστίας μου˙ είχα μαλακώσει. Αν είχα κλάψει και νωρίτερα, τώρα θα είχα τον Τζο στο πλάι μου. (σελ. 227).

"Κύριε Άλικ και μις Τζέιν", φώναξε η μία νταντά δυο απ' τα παιδιά, "άμα πηγαίνετε και πέφτετε συνέχεια πάνω σ' εκείνους τους θάμνους, στο τέλος θα βρεθείτε μες στο ποτάμι και θα πνιγείτε και τότε τι θα πει ο μπαμπάς σας, ε;". (σελ. 263).

Όλοι οι άλλοι απατεώνες της υφηλίου δεν είναι τίποτα μπροστά στον άνθρωπο που πάει να εξαπατήσει τον ίδιο του τον εαυτό˙ κι εγώ πήγα να ξεγελάσω εμένα τον ίδιο με τέτοιες ψευτοδικαιολογίες. (σελ. 317).

"Δεν θυμάστε πως με κάνατε να κλάψω;". "Όχι", είπε εκείνη και κούνησε το κεφάλι κοιτάζοντας γύρω της. Πιστεύω ειλικρινά πως το ότι ούτε θυμόταν ούτε και της καιγόταν καρφί μ' έκανε να ξαναβάλω τα κλάματα, από μέσα μου -κι αυτά τα δάκρυα καίνε περισσότερο απ' όλα.
"Να ξέρετε", μου είπε η Εστέλλα, με όλη τη συγκατάβαση που μπορεί να επιδείξει μια όμορφη, λαμπερή γυναίκα γυναίκα, "πως είμαι ένας άνθρωπος χωρίς καρδιά -ίσως αυτό να έχει κάποια σχέση και με τη μνήμη μου". (σελ. 332).

"Άκουσέ με, Πιπ! Την υιοθέτησα για ν' αγαπηθεί. Την ανέθρεψα και τη μόρφωσα για ν' αγαπηθεί. Την έκανα ό,τι είναι, για ν' αγαπηθεί. Αγάπησέ την!"
Έλεγε αυτή τη λέξη ξανά και ξανά και δεν υπήρχε αμφιβολία πως την έλεγε και την εννοούσε. Όμως βγαλμένη απ' τα χείλια της τούτη η χιλιοειπωμένη λέξη έμοιαζε με κατάρα, σαν να μιλούσε για μίσος, αντί για αγάπη -γι' απόγνωση- εκδίκηση -για θάνατο ελεεινό.
"Να σου πω εγώ", ψιθύρισε ξανά με την ίδια βιάση, το ίδιο πάθος, "τι είν' η αληθινή αγάπη. Είναι τυφλή αφοσίωση, ηθελημένη αυτοταπείνωση, τέλεια υποταγή, εμπιστοσύνη και πίστη˙ να πηγαίνεις ενάντια στον εαυτό σου κι ενάντια στους πάντες˙ να παραδίνεις στον κατακτητή, χωρίς όρους, όλη σου την καρδιά, όλη σου την ψυχή -όπως έκανα εγώ!" (σελ. 336).
Το πρώτο κεφάλαιο των "Μεγάλων Προσδοκιών" του Charles Dickens δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "All the Year Round" την 1η Δεκεμβρίου 1860. Η δημοσίευση ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του 1861.

Δεν υπάρχουν σχόλια: