Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2009

Μάριος Χάκκας-Ο Μπιντές και άλλες ιστορίες


Μάριος Χάκκας, «Ο Μπιντές και άλλες ιστορίες», εκδόσεις «Κέδρος»

«Επιτέλους, σταμάτα πια αυτή τη γρίνια. Το έδαφος υπάρχει πάντα κάτω από τα πόδια σου, ένα κάποιο έδαφος για να σταθείς και να υπάρξεις. Πάψε να παριστάνεις τον ξεριζωμένο. Κι έπειτα, ιστορία είναι αυτό που έγινε και όχι αυτό που θα ΄θελες να γίνει». (σελ. 10. Έτσι σαν πρόλογος {ασπρόμαυρο})

Κι εγώ που θα ‘θελα να βγαίνουν οι στίχοι όπως αναπνέω, όπως μιλάω, όπως περπατάω, πρέπει να περιμένω τις εξαιρετικές μου στιγμές, γι’ αυτό κι οι στίχοι μου σπάνιοι. (σελ. 24-25. Οι εξαιρετικές μου στιγμές)

Έφυγες και μ’ άφησες μια μουτζούρα στη μύτη (από τα μάτια σου που ξεβάψανε κλαίγοντας), τις τρίχες της γάτας σου, καθώς και μια γεύση αποσμητικού στα χείλη. (σελ. 29. Ένας χωρισμός)

Δε θέλω οπαδούς, χειροκροτήματα, ισοκρατήματα, ανθρώπους να ακουμπάνε επάνω μου, ιδέες, προπάντων ιδέες, οποιεσδήποτε ιδέες που σε κάνουν ν’ αγαπάς το φορτίο σου, σου ανοίγουν ένα παράθυρο και τραβάς προς τα κει, κι αυτό αντί να μεγαλώνει γίνεται ολοένα μικρότερο, όλο και πιο μακρινό, τελειώνει η ζωή σου και μένεις μ’ ένα νεκρικό χαμόγελο προς τ’ όραμά σου. (σελ. 49. Κατά Μάικ)

Λευτεριά της αυλής, του ούζου και του ταβλιού, παρέα με τον μπατζανάκη μου, εσένα προσκυνάω. Λευτεριά της βδομαδιάτικης δουλειάς και της Κυριακάτικης εκδρομής, εσένα λατρεύω. Λευτεριά, μ’ ένα οικοπεδάκι σ’ εξαγόρασα κι ένα βιβλιάριο καταθέσεων. Λευτεριά, τ’ αυτοκίνητό μου τρέχει μ’ εκατόν είκοσι την ώρα, μεγάλη η ταχύτητα, ούτε τα δέντρα δεν προλαβαίνω να κοιτάξω, που να διακρίνω χέρια και αλυσίδες. (σελ. 65-66. Το νερό)

Είμαι ένα κάδρο. Φοράω γραβάτα, έχω μαλλιά εκεί που μου λείπουν, κόκκινα χείλη και κέρινα μάτια. (σελ. 101. Ο φωτογράφος)

«… Ξεχάσατε κιόλας τα πρόσωπα των διπλανών σας, γιατί επικοινωνείτε με συσκευές, μεσ’ από αριθμούς και καλώδια. Έρχεται η ώρα που θα χτυπάτε ακατάληπτα σήματα με τις γροθιές σας στους τοίχους και δε θα παίρνετε απάντηση. Όλοι θα παραμιλούν με το θάνατο, γιατί οι μέρες που έρχονται είναι φρικτότερες, κι αυτή η κλειδωνιά στο μυαλό προμυνήει το θάνατο». (σελ.104. Το καμιόνι)

Σέρνεται παγωνιά στον κλειδωμένο δρόμο, στον αμυδρά φωτισμένο διάδρομο ο αόρατος άνθρωπος οραματίζεται ένα αύριο δίχως ίσκιο, δίχως το φόβο τι θ’ απογίνει ο ίσκιος του, χωρίς σκιά φόβου ή φοβισμένη σκιά, δίχως σκιά ίσκιου, σέρνεται αποζητώντας το δίκιο του κραδαίνοντας στο ένα χέρι την άδεια οπλοφορίας, στο άλλο κρατώντας την άδεια κυκλοφορίας, στο άλλο χουφτώνοντας την άδεια εμπορίας, στο άλλο μαγκώνει την καρδιά του και λέει: «Είναι μεγάλος οι χειμώνας, λίγο το δίκιο μας και δεν υπάρχουν πια πουλιά που πετάνε με κλεισμένα φτερά. Άλλοτε έρχονταν, ζυγιάζονταν ψηλά όσο να ξεφουσκώσουν οι αεροφόροι ασκοί του Αιόλου, για μια στιγμή έστω ελαφρότερα όμως κι απ’ τον αέρα, μες τον αέρα, αέρας και πνεύμα επιφοιτώντας τη στάση μας. (σελ. 130. Η επιστροφή του αόρατου…)

Δεν υπάρχουν σχόλια: