Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2009
JOSEPH ROTH Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΟΤΗ
JOSEPH ROTH Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΟΤΗ , μετάφραση Μαρίας Αγγελίδου, ξυλογραφίες Frans Masereel, εκδόσεις ΑΓΡΑ, Αθήνα 2006
Γιατί στο μεταξύ είχε σκοτεινιάσει ολότελα εκεί κάτω, ενώ πάνω στις γέφυρες και τις όχθες του ποταμού τ` ασημένια φανάρια άναβαν ένα ένα, αναγγέλλοντας τη χαρούμενη παριζιάνικη νύχτα. [σελ. 13]
Γιατί οι εφημερίδες κρατάνε ζέστη, αυτό το ξέρουν όλοι οι άστεγοι. [σελ.16]
Αγόρασε, λοιπόν, μια εφημερίδα, είδε πως ήταν Πέμπτη, θυμήθηκε ξαφνικά ότι κι ο ίδιος είχε γεννηθεί Πέμπτη, και χωρίς να δώσει προσοχή στην ημερομηνία, αποφάσισε να γιορτάσει αυτήν την Πέμπτη τα γενέθλιά του. [σελ.18]
Αλλά αυτό που είδε τον τρόμαξε. Κι αμέσως κατάλαβε γιατί τα τελευταία χρόνια φοβόταν τόσο τους καθρέφτες. [σελ.19]
Μόνο τα πρόσωπα δεν μπορούσε να θυμηθεί, τα πρόσωπα των γυναικών. Με εξαίρεση ένα και μοναδικό πρόσωπο, το πρόσωπο που εξαιτίας του είχε μπει φυλακή. [σελ.23]
Με τη σιγουριά του ανθρώπου που έχει λεφτά στην τσέπη του, παράγγειλε ένα περνό – και το ήπιε με τη σιγουριά του ανθρώπου που έχει πιει πολλά περνό στη ζωή του. Ήπιε και δεύτερο και τρίτο, βάζοντας όλο και λιγότερο νερό στο ποτήρι του. Κι όταν ήρθε το τέταρτο, δεν ήξερε πια αν είχε πιει δυο, πέντε ή έξι ποτήρια. Δεν θυμόταν καν για ποιο λόγο βρισκόταν σ` αυτό το μπιστρό, σε αυτή τη γειτονιά. [σελ. 29]
Και τότε, αυτός που εδώ και χρόνια είχε ξεχάσει τι θα πει χρήμα και δεκάρα δεν έδινε για τη σημασία του, αυτός λοιπόν τρόμαξε - όπως τρομάζει ξαφνικά αυτός που είναι μαθημένος να έχει πάντα λεφτά στην τσέπη του και μονομιάς καταλαβαίνει αμήχανος ότι δεν έχει παρά ελάχιστα. Από τη μια στιγμή στην άλλη, καταμεσής στο έρημο σοκάκι , στο γκρίζο ακόμα φως του πρωινού, ένοιωσε αυτός, ο από αμέτρητους μήνες άφραγκος, ότι ήταν ξαφνικά φτωχός˙ απλώς και μόνο επειδή δεν βρήκε μέσα στην τσέπη του τα πολλά χαρτονομίσματα που είχε συνηθίσει να κουβαλάει πάνω του τις τελευταίες μέρες. [σελ.36]
Όλα αυτά τα θυμήθηκε ο Αντρέας βλέποντας απλωμένα στο τραπέζι τα χαρτιά του, που ήταν ήδη άκυρα. Και παράγγειλε άλλο ένα περνό, γιατί ένιωσε πολύ δυστυχισμένος. [σελ.39]
Γιατί τίποτα δεν συνηθίζουν οι άνθρωποι ευκολότερα από τα θαύματα, αν τύχει και τους συμβούν μια, δυο, τρεις φορές. [σελ.40]
«Είναι αργά. Θα σ` αφήσω. Κι αύριο θα σου στείλω δυο κουστούμια. Και – πες μου – μήπως χρειάζεσαι χρήματα; »
«Όχι» απάντησε ο Αντρέας. «Έχω εννιακόσια ογδόντα φράγκα, που δεν είναι δα και λίγα. Άντε να κοιμηθείς»
«Θα ξανάρθω σε δυο – τρεις μέρες» είπε ο φίλος του, ο ποδοσφαιριστής. [σελ. 54]
Και ξάφνου είδαν μπροστά τους ν` απλώνεται η λαμπερή παριζιάνικη νύχτα, αλλά δεν ήξεραν τι να την κάνουν˙ γιατί έτσι νοιώθουν οι άνθρωποι που δεν είναι πραγματικά μαζί και τυχαία μόνο έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλον. Η νύχτα απλώθηκε μπροστά τους, σαν φωτεινή, αστραφτερή έρημος. [σελ. 62]
Κι επειδή εκεί κοντά δεν είχε ούτε γιατρό ούτε φαρμακείο, τον κουβαλούν στο παρεκκλήσι, στο ιεροφυλάκιο, επειδή οι παπάδες κάτι παραπάνω ξέρουν για τη ζωή και το θάνατο˙ αυτό σκέφτονται τα γκαρσόνια, κι ας μην είναι δα και πολύ της εκκλησίας. Όσο για τη δεσποινίδα, που την έλεγαν Τερέζα, τι να κάνει; Τους ακολουθεί κι αυτή. [σελ. 78]
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου