Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012

Θοδωρής Γκόνης: Τα πορτοκάλια της Παλαιάς Επιδαύρου και άλλα διηγήματα


Θοδωρής Γκόνης: Τα πορτοκάλια της Παλαιάς Επιδαύρου και άλλα διηγήματα, εκδόσεις ΑΓΡΑ, 2000

Πέρασαν χρόνια, οι περισσότεροι από αυτούς που φορούσαν τα πουκάμισα δεν υπήρχαν πια, εν αντιθέσει με τα ίδια, που βασίλευαν σε άλλα κορμιά και ορισμένα από αυτά μάλιστα εξακολουθούσαν να κρατούν την πόρτα της ντουλάπας κλειστή. [σελ. 9-10]
Το λαούτο

Κάθε αεροπλάνο έχει τον δικό χαιρετισμό και αυτό το ξέρει πολύ καλά αυτός που ζει μόνος, ο μοναχός ο άνθρωπος, ο απάζης και ο πλάνος,  ο αεροπλάνος – που στον αέρα ζει πλανώμενος-, αυτός που έριξε μαύρη πέτρα πίσω του. [σελ. 14]
Αλέξανδρος Καραμανλάκης

Δεν είναι σφικτά, η φλούδα τους δε θέλει το μαχαίρι. Το χέρι, το δάκτυλο κυλάει εύκολα στη σάρκα τους, τα καθαρίζει, τα ξεκουμπώνει. Είναι γλυκά. Γλυκό πορτοκαλιού. Είναι το μανταρίνι που μεγάλωσε και έγινε πορτοκάλι. Είναι η μοναχοκόρη του παλιού αγροτικού ιατρού της Επιδαύρου που δεν πρόλαβε να μεγαλώσει. [σελ.17]

Ήταν μεγάλα πορτοκάλια, νόστιμα. Σαγκουίνια κατακόκκινα. Τ` ανοίγαμε, τα καθαρίζαμε με τα χέρια μας εύκολα, πανεύκολα, και έτρεχαν κόκκινα ζουμιά στις χούφτες και στα χείλη μας. Αθώα παιδιά όπως ήμασταν –και πεινασμένα είναι η αλήθεια- δεν είχαμε ευτυχώς μυαλό για εύκολους συνειρμούς μες στο κεφάλι μας. [σελ.19]
Τα πορτοκάλια της Παλαιάς Επιδαύρου

[…]Τα έκανε στεφάνια και τα κρέμασε στη συκιά του πηγαδιού. Την αγριοσύκιασε. Την πάντρεψε με γάμο βασιλικό. Οι ρινιοί, τα αγριόσυκα άνοιξαν τα αρσενικά τους άνθη και ένα πλήθος από μελανά έντομα, οι νύμφες, κουβάλησαν με το σώμα τους τη γύρη από τα αρσενικά άνθη στα θηλυκά της συκιάς και τα γονιμοποίησαν. Άρχισε να γεμίζει, να λυγά, να δένει καρπό, […] [σελ. 22-23]
Το τραγούδι της συκιάς

Το ζευγάρι αυτό μου το είχε αγοράσει ο μακαρίτης ο πατέρας μου, βιαζόταν πολύ να μεγαλώσω, ίσως διαισθανόταν κιόλας το κακό και αντί για νούμερο τριανταεπτά το Πάσχα, εκείνος μου χάρισε σαραντατρία… [σελ. 31]
Τα παπούτσια της Λαμπρής

Όμως θεόρατα όπως ήταν και ατίθασα δε χώραγαν να μπουν, έπρεπε να γκρεμίσουμε τις πόρτες από τα καλύβια μας κι αυτό δεν γινόταν. Δε δέχτηκαν να μπουν στο σπίτι αφού τα ζώα τους θα έμεναν στο χιόνι. [σελ.39]
Το δακτυλίδι

Όλη τη μέρα μύριζαν, ευωδίαζαν τα δάχτυλα, τα νύχια μου καπνό «μαξούλι» την πρώτη την ποιότητα, το άρωμα του… [σελ. 43-44]
Το πρώτο ταξίδι

Σήμερα που και στις μικρότερες κατηγορίες τα γήπεδα έχουν χορτάρι και γκαζόν και χλοοτάπητες, σήμερα –μεγάλοι και… τρανοί!-  περπατούμε στους δρόμους, κυκλώνουμε τετράγωνα με φίλους ακριβούς και αγαπημένους, βάζοντας άλλα στοιχήματα, […] [σελ. 58]
Η υδροφόρος του Δήμου

Ο αγώνας είναι γραμμένος σε τοπικό ιδίωμα με προφορά δύσκολη. Δεν μεταφράζεται. [σελ. 67]
Η κερκίδα του Στρατηγάκη

Τους φαντάρους τους χώριζε από τα κορίτσια μόνο η πέτρινη μάντρα που η ράχη της χτισμένη με σπασμένα μπουκάλια μπύρας για τους επίδοξους τζαμπατζήδες. [σελ. 71-72]

Λέγεται μάλιστα πως εργάτες πίσω τους άρχισαν να φυτεύουν πατάτες. Κανείς άλλος εκτός από τα κορίτσια δεν αντιλήφθηκε τίποτα [σελ. 74]
Τα κορίτσια

Πολυμήχανοι εργολάβοι έχουν αναλάβει το… θεάρεστο αυτό έργο. [σελ.84]
Μ` ένα περπάτημα καλό

σημείωση: Έργο εξώφυλλου: Χρήστος Θ. ΜΠΟΚΟΡΟΣ, Απρίλιος 2000

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2012

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ-Ρωμαίος και Ιουλιέτα


Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, "Ρωμαίος και Ιουλιέτα", μετάφραση Βασίλη Ρώτα, εκδόσεις Επικαιρότητα
Η συντριβή των αντιμαχόμενων γονιών τώρα μπροστά στην καταστροφή, η μετάνοια, η συμφιλίωσή τους κι η υποχώρηση τους απ' όλο το έδαφος που ως τώρα με τόσο πείσμα είχαν υπερασπίσει, η απόφασή τους να εξιλεωθούν με το "ιερό" μνημείο, δείχνει ολοφάνερα στα μάτια του θεατή, πως οι άνθρωποι φέρνονται όπως φέρνονται και ξεπέφτουν στην καταστροφή, γιατί είναι ανίκανοι να ζωγραφίσουν από πριν στον νου τους τις συνέπειες των πράξεων τους, όταν τυφλωμένοι από τα πάθη τους ξεχνούν ή αγνοούν την "τάξη την πολιτισμενη".
Βασίλης Ρώτας

Μπενβόλιος: Έχει λοιπόν ταχτεί να ζήσει πάντα αγνή;
Ρωμαίος: Ναι, μα η εγκράτειά της γίνεται σπατάλη,
τι με στέρηση μαραίνονται τα κάλλη
και δεν αφήνουνε στο κάλλος διαδοχή. (σελ.29)

Ρωμαίος: ...η αγάπη στη αγάπη τρέχει σαν παιδιά που σκόλασαν,
και φεύγει καθώς παν σκολειό τους με βαριά καρδιά. (σελ.59)

Λαυρέντιος: Η γη, της πλάσης μάνα, είναι και τάφος της
εκείνο που 'ναι τάφος της είναι και μήτρα,
κι από την μήτρα της παιδιά κάθε λογής
βρίσκονται να βυζαίνουν τον πλατύ της κόρφο,
πολλά με χάρες έξοχες, άλλα με λίγες,
κανένα δίχως χάρη, το καθένα αλλιώτικη. (σελ.61)

Λαυρέντιος: ...μπλεγμένη εξομολόγηση μπλεγμένη θα 'χει συμβουλή. (σελ.63)

Ιουλιέτα: Καλπάστε, φλογοπόδαρα άλογα, γοργά
στου Φοίβου την αυλή, ω!, να 'ταν ο Φαέθων
αρματηλάτης σας να σας μαστίγωνε στη δύση
να 'φερνε τη συννεφιασμένη νύχτα αμέσως!
Ω! νύχτα, του έρωτα προστάτισα, άπλωσε
το πυκνό πέπλο σου, που μάτια διαβατάρικα
να στραβωθούν, να πεταχτεί ο Ρωμαίος
εδώ στην αγκαλιά μου ανέγγιχτος κι αθώρητος! (σελ. 87)

Ιουλιέτα: Έλα, καλή μου νύχτα, έλα μου με αγάπη
νύχτα μαυρόφρυδη, έλα μου με τον Ρωμαίο,
κι όταν πεθάνει πάρ' τον, σκόρπα τον αστράκια
και τόσο τ' ουρανού την όψη να λαμπρύνει
που όλος ο κόσμος θα ερωτευτεί τη νύχτα
και πια δε θα λατρεύει τον λαμπρόφωτο ήλιο. (σελ.88)

Ρωμαίος: Κόσμος δεν είναι έξω απ' τα τείχη της Βερόνας,
παρ' είναι καθαρτήριο, βάσανο, ίδια η κόλαση.
Έξω από δω, σημαίνει έξω από τον κόσμο,
κι έξω απ' τον κόσμο θα ειπεί θάνατος,
γιά τούτο η εξορία είναι κακόχρηστος
ορισμός του θανάτου. Αν λες τον θάνατο εξορία
μου κόβεις το κεφάλι με χρυσό τσεκούρι και
χαμογελάς για τη χτυπιά που με σκοτώνει! (σελ. 93-94)

Κα Καπουλέτου: Πονάς γιατί έχασες, όχι γι' αυτόν που εχάθη. (σελ. 104)

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

Άρης Φακίνος-Ο άνθρωπος που τάιζε τα περιστέρια


Άρης Φακίνος, "Ο άνθρωπος που τάιζε τα περιστέρια", εκδόσεις Καστανιώτη


…δεν θα της έλεγε τίποτα, όλα τα λόγια θα ‘μοιαζαν με μαύρα γυαλιά σε τυφλού πρόσωπο…(σελ.12)

-Τι να κάνουμε αγόρι μου, όλοι γερνάνε.
-Και εγώ γερνάω, μάνα..
-Και συ, ναι… Δε σε πειράζει όμως, έτσι δεν είναι;
-Τι να με πειράξει; (σελ.19)

Έτσι γερνάει ο άνθρωπος, όταν του ‘ρχεται να φωνάξει αλλά δεν μπορεί πια, και οι φωνές που καταπίνει τον πνίγουν.(σελ.46)

Βάδιζε πάντα αργά, ναι, αυτό ήταν…Ξένος είσαι όταν δε νοιώθεις ποτέ την ανάγκη να τρέξεις, να βιαστείς, να παραμερίσεις κάποιον που σου κόβει τον δρόμο, ξένη είναι η γη όπου ο χρόνος ανήκει σε άλλους. (σελ.50)

-Κάθε φορά που κοιτάζω το πρόσωπο ενός παιδιού, διακρίνω τον κατάλογο με όσα εγκλήματα δε έχουν γίνει ακόμα σε τούτο τον κόσμο… Αυτό θα ‘ναι που οι άνθρωποι αποκαλούν αθωότητα. (σελ. 73)

-Σα να ‘χε χωρατέψει με κάτι που δε σήκωνε χωρατό, συνοφρυώθηκε, έσκυψε πάνω από το ποτήρι του…(σελ.90)

Ο Πορφύρης πικρογέλασε:
-Το μερεμέτι δεν είναι δουλειά…Άλλο πράγμα να χτίζεις και άλλο να εμποδίζεις το γκρέμισμα. (σελ 92)

Του Πρόδρομου το κρασί μπορεί να τα κατάφερνε καλύτερα από κείνη. Μαζί με τη γυναίκα και τη γη, είναι τα μόνα πράγματα που μπορούν και λυγίζουν, κουμαντέρνουν τους άντρες… (σελ.93)

…Εγώ γράφω, εκείνος σκάβει…(σελ. 96)

Ήταν κλεισμένος στην κάμαρή του κι έγραφε-δεν έγραφε, παρακαλούσε τις λέξεις να μείνουν κοντά του, να μην ξεμείνουν και χάσουν τον δρόμο. (σελ.136)

Το κρασί όλο και προχωρούσε μέσα στις φλέβες των καλεσμένων που πολεμούσαν όλοι μαζί να θυμηθούν ένα τραγούδι παλιό, αλλά τα λόγια έφταναν στων ανθρώπων τα χείλια δειλά, μπερδεμένα. Οι λέξεις έκαναν αργά το γύρο του τραπεζιού σα να ζητιάνευαν, ο καθένας τους έδινε ότι μπορούσε. Για λίγες στιγμές το τραγούδι δυνάμωνε, ύστερα απομακρύνοταν διστακτικά, σα να μην ήθελε να φύγει, οι ανάπηροι στίχοι σκόρπιζαν αποδώ κι αποκεί, κανένας πια δεν τους πρόσεχε. (σελ.140)

…Μα κι αν ακόμα ήξερε την γλώσσα της, θα τα κατάφερναν; Ίσως να ‘μοιαζαν με δυο χωριάτισσες φορτωμένες κλαριά, που συναντιούνται σ’ ένα στενό μονοπάτι. Μόνο τα φορτία που κουβαλάνε στους ώμους μπορούν και αγγίζονται, αλλά οι δυο γυναίκες δεν μπορούν ούτε ν’ απλώσουν το χέρι για να χαιρετηθούνε. (σελ.150)

Τι πάει να πει να σε περιμένουν;
-Δεν ξέρω τι να σου πω…Να, δηλαδή… Όταν υπάρχει κάποιος που έχει στην τσέπη του τα ίδια κλειδιά με σένα. (σελ. 159)

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011

ΤΑΣΟΣ ΡΟΥΣΣΟΣ-Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ



Τάσος Ρούσσος, «Ο Οδυσσέας», εκδόσεις Καστανιώτη, 1996






Έχω λοιπόν πολύ καιρό μπροστά μου και δεν περνάει με το να θυμάσαι. Όταν κοιτάς πίσω σου, δεν προχωράς. Μένεις στην ίδια θέση, σαν τους πνιγμένους στην αμμουδιά. (σελ 7)

Δεν του μίλησα. Τον κοίταξα στα μάτια, γύρισα κι έφυγα. Ήταν ανώφελο να πιαστώ μαζί του σε κουβέντες. Αυτός ονειρευόταν ή νόμιζε πως ονειρευόταν ή μας έλεγε ψέματα. Τέτοιος ήταν. Ένας αρχηγός που ονειρευόταν. (σελ. 10)

«Τώρα πια η Ελλάδα είναι η Ελένη. Αν χάσουμε την Ελένη, χάσαμε και την Ελλάδα.» (σελ. 12)

Σφάζαμε τους άνδρες και παίρναμε τα γυναικόπαιδα σκλάβους. Γυρίζαμε στο στρατόπεδο φορτωμένοι λάφυρα και περήφανοι για τις μικρές αυτές νίκες μας. Τώρα ο στρατός ήταν ευχαριστημένος. Πολεμούσε, νικούσε, δεν τον ένοιαζε ποιους. Είχε τον προορισμό του. Λήστευε κι έσφαζε και ξεχνούσε το γυρισμό. (σελ. 13)

«Ναι, να προσέχουμε. Ίσως χρειαστεί ν’ αλλάξουμε κάπως. Πάντα θα πρέπει ο άνθρωπος ν’ αλλάζει, δίχως να πάψει να μένει ο ίδιος, δίχως να χάνει τον εαυτό του. Καταλαβαίνεις νομίζω». (σελ. 22)

«Λοιπόν πως σου φάνηκε ο Κένταυρος;»
«Είναι σαν θεός», μου απάντησε. «Έχει δύναμη και σοφία, σκληρότητα και καλοσύνη». (σελ. 37)

«Η πατρίδα μου; Δεν έχω πατρίδα. Είμαι ίσως Έλληνας, ίσως Φοίνικας, ίσως νησιώτης. Ή και τα τρία. Κάποτε. Μα τώρα είμαι εγώ η πατρίδα μου δίπλα σ’ αυτά τα παράξενα δένδρα και στη ρηχή θάλασσα. Ναι, η πατρίδα μας είμαστε εμείς. Το κορμί και η καρδιά μας». (σελ 42)

Πολλές φορές το καλό και το δίκιο το σκεπάζουν σωροί πτώματα κι αρπαγές κι αποχωρισμοί ανεπίστροφοι. Οι θεοί μόνο κάνουν το καλό χωρίς το κακό. Κι εσύ δεν είσαι θεός. Είσαι ο Οδυσσέας», είπε και με άφησε μπαίνοντας στο παλάτι. (σελ. 130)

Και τότε θυμήθηκα τα λόγια του Χείρωνα: «Σε όλα τα πράγματα ο θνητός πρέπει να ‘χει μερίδιο. Και στα καλά και στα κακά. Δεν πρέπει όμως να ξεπεράσει τα όρια τους, γιατί τότε παύει να είναι άνθρωπος πια ή δεν αντέχει…(σελ 168-169)

Η νύχτα που ανέβαινε από τον ωκεανό μας σκέπαζε σιωπηλή. Είμαι αυτός που είμαι, συλλογιζόμουν συνέχεια, χωρίς να μπορώ ν’ αποκριθώ στο ερώτημα που τρυπούσε το μυαλό μου. Ποιος ήμουν; Ποιος; (σελ. 184)

Αυτά θα γίνουν, άκουσα στο μυαλό μου τη φωνή του Κένταυρου. Κι άλλα πολλά, ξανάκουσα μέσα μου. Κι αυτές οι πικρές λάμψεις που βλέπεις ν’ ανεβαίνουν και να σβήνουν ξαφνικά είναι αυτό που λέτε εσείς οι άνθρωποι δόξα και μεγαλείο, μα εγώ το λέω με τ’ όνομά του: μοναξιά. (σελ. 274)

Πήγα και βρήκα τον Λαέρτη.
«Πατέρα», του είπα, «να προσέχεις πρώτα τον Τηλέμαχο και μετά το βασίλειο».
«Γιε μου, αυτός είναι το βασίλειο. Μην ανησυχείς. Τα μάτια μου θα υπάρχουν και θα κοιτούν μόνο γι’ αυτόν». (σελ. 283)

Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2011

ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ γυναικών μικρές και πολύ μικρές ιστορίες

Μιχάλης Γκανάς: γυναικών μικρές και πολύ μικρές ιστορίες εκδόσεις ΜΕΛΑΝΙ 2010


- Πούσκιν; τη ρωτάω.
- Πούσκιν, μου απαντάει.
- Ρωσίδα; Της κάνω.
- Ουκρανή, διορθώνει.
Πουτάνα, σκέφτομαι
- Όχι ˙ ποιήτρια, μου λέει. [σελ. 10]
Διαβάζει ένα βιβλίο

Άνεργα χέρια, τι περιμένεις, αφού δεν έχουνε δουλειά, κάθονται και κοιτάνε. Δεν είναι που κοιτάνε,  ας` τα να κοιτάνε, είναι που κοιτάνε σαν να θέλουν κάτι. Ξέρει τι θέλουν: να τα χαϊδέψει.
Δεν θα τους κάνει τη χάρη. Ντρέπεται, γριά γυναίκα, να χαϊδεύεται στα καλά καθούμενα. [σελ. 12]
Κοιτάζει τα χέρια της

Είναι στιγμές που σηκώνει τα χέρια της ψηλά, στην ανάταση, σαν να παραδίδεται στον Θεό της διαφήμισης. Στην πραγματικότητα δεν παραδίδεται σε κανένα Θεό, παραδίδεται πρόθυμα στο διάβολο αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. [σελ. 15]
Κάθεται μπροστά στον υπολογιστή

«Τα χρόνια περνούν, οι ώρες δεν περνούν» της έλεγε η γιαγιά της. Αυτή δεν θα μπορούσε να πει κάτι ανάλογο ποτέ! [σελ. 19- 20]

Ένα κεφάλι, παρεμπιπτόντως, με ψαθάκι, σαν ελάχιστη προκαταβολή από το φωτοστέφανο που σε περιμένει όταν έρθει η ώρα σου. Έτσι, σαν να σου παίρνουνε μέτρα. [σελ. 20]
Βαδίζει στο απέναντι πεζοδρόμιο

«Θα ήταν η Ξανθούλα του Σολωμού» σκέφτομαι. «Κρίμα, πνίγηκε τελικά». Ανεβαίνω στο σπίτι και τη βρίσκω μισοντυμένη, μισοπνιγμένη να σηκώνει το ποτήρι της στην υγεία μου.
«Γνωρίζεστε;» με ρωτάει ο Σπύρος. «Παιδιόθεν» του λέω. [σελ.24]
«Σώ – σε - με» λέει συλλαβιστά

…νυστάζω μάνα μου νυστάζω κι εσύ δεν είσαι να με νανουρίσεις. [σελ.28]
Δεν περνάς κυρά – Μαρία

Κυμοθόη θα `πρεπε  να τη λένε, που σημαίνει γρήγορη σαν το κύμα. Δεν είναι μόνο η γρηγοράδα, αλλά κυρίως ο ήχος αυτού του ονόματος που της ταιριάζει. [σελ. 36]
Κυμοθόη, έτσι έπρεπε να τη λένε

Μα τι να πούμε τώρα; Ακόμη και για τον καιρό να μιλήσουμε δεν θα συνεννοηθούμε. Εμείς, όταν λέμε «καλός καιρός» εννοούμε μόνο λιακάδες, υψηλές θερμοκρασίες ακόμη και το χειμώνα, και καθόλου βροχή, γιατί λερώνει τ` αυτοκίνητα, πλημμυρίζει τους δρόμους και τα υπόγεια, μας δυσκολεύει τη ζωή, ενώ αυτοί τη θέλουν τη βροχούλα τους, την αγαπάνε θα `λεγα, γι` αυτό κι έχουν  ένα σωρό επίθετα ανάλογα για την περίπτωση, ψιχαλιστή, δαρτή, ποτιστική, σαν να `ναι καμιά γυναίκα η βροχή, αλλά και πολλά ουσιαστικά όπως αγριοβροχή, αλλαξοβρόχι, ανεμοβροχή, απόβροχο, λιανοβρόχι, ψευτοβρόχι… Εμείς πάλι, βροχή, κωλοβροχή  και τέρμα. [σελ.51]
Κυριακή βράδυ, δεν έχω που να πάω

Δεν μπορεί τα μονά, ούτε τις μονές κάλτσες ούτε τους μονούς ανθρώπους, τα θέλει όλα ζυγά. [σελ.55]

[…]προσηλωμένη στον πίνακα που κρέμεται στον απέναντι τοίχο, πάνω από έναν τριθέσιο καναπέ. [σελ.58]

[…] αυτή η ζεστασιά που κυλάει μέσα της δεν είναι από τον καφέ, είναι από τη ζωγραφιά που βλέπει που βλέπει μπροστά της. [σελ. 59]

Σαράντα πέντε χρόνια στη λάτρα και στα ξένα σπίτια. […] Σε κάποια σπίτια ένιωθε κυρά και σε άλλα δούλα.[σελ.59]
Όλο το σπίτι δικό της

Είχε να τη δει χρόνια, από την κηδεία του Ηλία. [σελ. 76]

Την κοίταζε και παρακαλούσε να γυρίζει, να δει το πρόσωπο της που του `λειψε τόσο καιρό, κι ένα ζεστό κύμα ανέβαινε μέσα του, όταν γύρισε και τον κοίταξε κατευθείαν στα μάτια, τόσο όμορφη μέσα στον πόνο και τα δάκρυά της, που τον πήραν επιτέλους τα κλάματα[…] [σελ. 77]

[…] γιατί δεν ήταν τα μάτια της Άννας αυτά τα νωπά σκοτάδια που είδε στο πρόσωπό της. [σελ. 87]

Έβγαινε, έβγαινε χωρίς τελειωμό σαν κάποιος να έκαιγε ξερά χόρτα μέσα στο στήθος του. Τι να γίνεται εκεί μέσα, τι να είδε αυτός ο καπνός, τι σπήλαια και τι πίσσες; [σελ.89]

Καλύτερα που δεν ήταν η Άννα. [σελ.91]
Μυρωδιά βρεγμένης θάλασσας

Δευτέρα 15 Αυγούστου 2011

Μάρκος Μέσκος: ΚΟΜΜΕΝΗ ΓΛΩΣΣΑ ονόματα και ιστορίες

Μάρκος Μέσκος: ΚΟΜΜΕΝΗ ΓΛΩΣΣΑ ονόματα και ιστορίες Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ ΑΘΗΝΑ 1997
                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                  [...] όλοι βολεύονται κάποτε στη δυστυχία τους γιατί πρέπει να ζήσουν[…] [σελ. 14]

[…] ενώ η καθημερινή κίνηση του ήλιου από τη Θεσσαλονίκη ερχόταν κι έπεφτε κάθε σούρουπο πίσω από το Καϊμάκτσαλαν. Φώτιζε μυστηριακά, μαύρος όγκος το βουνό, με τις θριαμβευτικές ακτίνες ο ήλιος πάνω από τις κορυφογραμμές. Φλεγόμενο πανόραμα, λίγο προτού πηχτώσει το σκοτάδι κι η νύχτα ασήκωτη πέσει. [σελ. 14-15]
ΚΟΜΠΑΡΣΙΤΑ

Πόσην ώρα κράτησε το μαρτύριο;
Πολύ, πάρα πολύ. Μα όταν πλησιάσαμε το καλό δέντρο, το βάρος του κόσμου από το στήθος μας έφυγε, πουλιά γινήκαμε. [σελ.27]
ΠΡΟΣ ΒΟΡΡΑΝ

[…] μόνο τη βροχή χαίρεσαι, ταπ-ταπ, ταπ-ταπ, μικρό τουμπελέκι για νανούρισμα, γιατί πολλές φορές η μάνα του ήταν βραδινή στο εργοστάσιο κι αυτός με τη βροχή αποκοιμιόταν. [σελ. 31]

Κι έκλαιγε ο μαύρος, εξαιτίας το ξερό χέρι της δασκάλας Α., της ίδιας δασκάλς, ναι, ναι, που τον Βαγγελάκο Π. όταν λίγες μέρες πριν, ανεβασμένος σε κάποιο θρανίο, ύψωνε το χέρι και φώναζε σε χίλιες γλώσσες, «Θάνατος στο φασισμό…», εκείνον τον καιρό τέλη `43 με αρχές `44, τον πήρε είδηση και τον κατέβασε αστράφτοντάς του μπάτσους και χαστούκια και φοβέρες (όταν δεν σε κεραύνωνε με τη ματιά της), η άτιμη. [σελ. 33]
Ο ΜΕΛΚΟΝΙΚ

Τα μπούχτισε και τα βρόντηξε .
«Έμπορας δεν γεννήθηκα γω», έλεγε.
Κατόπιν πήγε στο εργοστάσιο βρέθηκε κάποιος , τον έχωσε μέσα, δούλεψε λίγα χρόνια, δεν του καλοάρεσε, πήρε δρόμο. [σελ. 35]

Πήρε κι ένα πλατύ σανίδι, με μια μαύρη μπογιά έγραψε «Η ΧΕΙΜΑΡΑ», το κάρφωσε στην είσοδο και « τέλος τα βάσανα». [σελ. 36]

Τα λόγια που `πεφταν στα τραπέζια της « Χειμάρας» ήσαν κοινά. Σπίτι, δουλειά, απρόοπτα μικροπροβλήματα στον καθένα και στην πόλη, ο τόπος όμως θα πήγαινε προς το καλό, αυτό έλεγε η γενική αίσθηση, τι διάολο, είχαμε απελευθέρωση – αλήθεια, πόσο κράτησε; [σελ. 38]

[…] δεν υπάρχει Θεία Δίκη, αν υπάρχει, ανθρώπινη θα `ναι, μα εσύ την είδες πουθενά; [σελ.44]
« Η ΧΕΙΜΑΡΑ»

Ανάμεσα στους Μπλε και τους Πράσινους ο πόλεμος αμείλικτος. Νύχτα – μέρα το αίμα και οι νεκροί, μπαινόβγαινε η φρίκη στους ανθρώπους σαν τίποτε σπουδαίο, τανάλια ο καιρός σφίγγοντας τα δόντια πόσοι σακάτηδες και πόσους δεν έτρωγε το χώμα. [σελ.47]

Η δική του ζωή, όταν αυτός την κανόνιζε, στο ίδιο πάσο. [σελ.48]

Κι ο μπαρμπα-Τρύφων, μέσα στη γενική αναταραχή, θα τον σκοτώσουν αν δεν σκοτώσει.
(Τι να γίνεται άραγε κείνο το παιδί;) [σελ.50]

Σημάδεψε , λες από φόβο; κι έριξε με το ντουφέκι. [σελ.51]
Ο ΜΠΑΡΜΠΑ-ΤΡΥΦΩΝ

Αναπνοή δεν πήρε ο τόπος. [σελ.53]

Φοβισμένα και τα πουλιά χάνονταν. [σελ.53]

[…] το ποτάμι τάφρος και τάφος δηλαδή – από δω και από κει όσα βλήματα δεν πήγανε χαράμι, στα κρανία σφηνώνονται, στο στήθος, στην κοιλιά, σπάζουν πόδια και χέρια. Η πρώτη επίθεση αποκρούεται   από τους Μπλε. Επιμένουν οι άλλοι. [σελ.55]

Η φωνή από έξω θα σβήσει σε λίγο («άνοιξε, Θωμά, άνοιξε, ά…), γυρίζει το σώμα πίσω, προς τα χειμωνιάτικα περιβόλια, ο θάνατος μπροστά λευκός, σαν χιόνι. [σελ. 56]

Ταχύτατα πέφτει πάλι το σκοτάδι. [σελ.57]

Είκοσι άψυχα κουφάρια στον λάκκο κι απάνω χώμα.
Ο Χρήστος πήγε στον κάτω κόσμο των σκιών καθαρός, πλυμένος μυρωμένος, - τους άλλους ποιος να κλάψει;
Παρακαλώ σε γκάιντα, βγάλε τον βαρύ, τον οξύ σου θρήνο. [σελ.60]
ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΤΟΥ ΧΑΛΙΜΑ

Η νύχτα πάλι νύχτα και στον χώρο των φυλακισμένων οι αρβύλες χτυπάνε στο ψαχνό, ματώνουν. [σελ.61]

Κάποτε ανακάλυψε πως είναι δυνατό ν` αλλάζεις τις πραγματικότητες, ας πούμε η εχθρικότητα των ανθρώπων με τα τρυφερά πρόσωπα των βιβλίων, τόσες και τόσες ιστορίες. [σελ.70]
ΔΥΟ ΣΤΑΓΟΝΕΣ ΝΕΡΟ

Των σκοτωμένων τις γυναίκες θα `παιρναν οι ζωντανοί – όσοι απομείναν. [σελ.76]

Της οξιάς κορμάκια λυγερά, εδώ δεν έχει θάνατο πέρασε και πάει, Αυγούστου τέλη το τέλος, όπως έρωτας που λάμπει ξαφνικά και σμίγει δίχως λόγια, στο νταούλι βέργα χλωρή, τραγούδι μεγάλο με κινήσεις μεγάλες, κομμάτια κραυγές ολάκερες στον αέρα, σκοτεινά μιλούσε  δίχως ανταπόκριση για τη ζωή που χάθηκεν  ή  τη  ζωή που πήρε το κατόπι; [σελ.78]
ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Κυριακή 31 Ιουλίου 2011

ΕΡΝΕΣΤΟ ΣΑΜΠΑΤΟ-ΤΟ ΤΟΥΝΕΛ


Ερνέστο Σάμπατο, "Το τούνελ" μετάφραση Μάγια Μαρία Ρούσσου, εκδόσεις Αστέρι

Αυτή τη νύχτα λοιπόν, η αντιπάθεια μου για την ανθρωπότητα φαινόταν να έχει καταργηθεί ή τουλάχιστον παροδικά, ν' απουσιάζει. Μπήκα στο καφέ Μαρσότο. Υποθέτω πως εσείς ξέρετε ότι ο κόσμος πάει εκεί για να ακούσει τανγκό, αλλά να τ' ακούσει όπως κάποιος που πιστεύει στον Θεό ακούει τα "κατά Ματθαίο Πάθη". (σελ. 63)

Κοίταξε αφηρημένος προς το πάτωμα σαν να έψαψνε για μια εξήγηση πιο καθαρή. Σε λίγο είπε:
-Σαν κάποιος που είναι κατασκηνωμένος σε μια έρημο και ξαφνικά, με μεγάλη βιασύνη αλλάζει μέρος και πάει παρακεί. Καταλαβαίνετε; Η ταχύτητα της ενέργειας δεν έχει σημασία, πάντα βρίσκεσαι στο ίδιο μέρος. (σελ. 67)

Πως περίμενα εκείνη τη στιγμή, πως περπάτησα δίχως σκοπό μες στους δρόμους για να περάσει η ώρα πιο γρήγορα! Τι τρυφερότητα ένοιωθα στην καρδία μου, πόσο όμορφα μου φαίνονταν όλα, ο κόσμος, το καλοκαιριάτικο απόγευμα, τα παιδιά που έπαιζαν στα πεζοδρόμια! Σκέφτομαι τώρα ως ποιο βαθμό ο έρωτας τυφλώνει και τι μαγική δύναμη έχει να μεταμορφώνει τα πάντα. Η ομορφιά του κόσμου! Μα την αλήθεια, είναι να πεθαίνεις στα γέλεια! (σελ. 80)

Αλλά είναι αρκετά παράξενο που σ' έναν άνθρωπο δεν αρκεί να έχει γλυτώσει τα μαρτύρια και το θάνατο, για να ζει ευχαριστημένος. Όταν αρχίζει να αποκτάει ξανά ασφάλεια, η περηφάνεια, η ματαιοδοξία, η υπεροψία, που, φαινομενικά, είχαν εξαφανιστεί για πάντα, αρχίζουν να φανερώνονται ξανά, σαν ζώα που είχαν φύγει τρομαγμένα. Και, κατά κάποιον τρόπο, ξαναγυρίζουν με μεγαλύτερη έπαρση, σαν να ντρέπονταν που δεν είχαν πέσει τόσο χαμηλά. (σελ. 125)

Περισσότερο από κάθε άλλη φορά ένοιωσα πως ποτέ δεν θα κατάφερνα να ταυτιστώ μαζί της απόλυτα και πως δεν θά έπρεπε να αποφεύγω να έχουμε στιγμές επικοινωνίας που είναι τόσο εύθραυστες, τόσο μελαγχολικά ανέφικτες, σαν την θύμιση ορισμένων ονείρων ή σαν την ευτυχία που σου γεννούν κάποια μουσικά περάσματα. (σελ. 126)

Κοίταζα από το παράθυρ ενώ το τρένο έτρεχε για το Μπουένος Άιρες. Περάσαμε κοντά από ένα ράντσο. Μια γυναίκα, κάτω από ένα υπόστεγο, κοίταξε το τρένο. Μου πέρασε μια ανόητη σκέψη απ' το νου: "Αυτή τη γυναίκα τη βλέπω για πρώτη και τελευταία φορά. Δε θα την ξαναδώ στη ζωή μου." Η σκέψη μου έπλεε σαν φελλός σ' άγνωστο ποταμό. (σελ. 137)

Ακόμα μια φορά είχα διαπράξει μια ανοησία, με τη συνήθεια που είχα να γράφω γράμματα πολύ αυθόρμητα και να τα στέλνω αμέσως. Τα σημαντικά γράμματα πρέπει να τα κρατά κανείς τουλάχιστον μια μέρα, ώστε να προβλεφθούν όλες οι πιθανές συνέπειες. (σελ. 141)

Θεέ μου! Θά έπρεπε να νοιώθεις περίλυπος για την ανθρώπινη φύση, αν σκεφθείς πως ανάμεσα σε κάποιες στιγμές του Μπραμς και σ' έναν υπόνομο υπάρχουν κρυφά κι ερεβώδη υπόγεια περάσματα. (σελ. 154)

Ήταν μια ατέλειωτη αναμονή. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε στα ρολόγια, απ' αυτή την ανώνυμη και γενική ώρα των ρολογιών, που είναιξένη στα αισθήματά μας, στα πεπρωμένα μας, στο σχηματισμό ή στο γκρέμισμα μιας αγάπης, στην αναμονή ενός θανάτου. Αλλά η δική μου ώρα είχε μια διάκεια απέραντη και περίπλοκη, γεμάτη γενονότα και γυρίσματα προς τα πίσω, ένα ποτάμι σκοτεινό, καμιά φορά ταραγμένο κι άλλοτε παράξενα ήρεμο, σχεδόν σαν θάλασσα ασάλευτη κι αιώνια. (σελ. 164)

Κυριακή 26 Ιουνίου 2011

ANTONIO TABUCCHI: Τρεις ασήμαντες ιστορίες χωρίς συμπέρασμα

ANTONIO TABUCCHI: Τρεις ασήμαντες ιστορίες χωρίς συμπέρασμα,μετάφραση Ανταίου Χρυσοστομίδη,εκδόσεις ΑΓΡΑ 2005
Ο παρών τόμος με τα τρία διηγήματα του Αντόνιο Τμπούκι κυκλοφόρησε με την ευκαιρία της παράστασης με τίτλοΤΡΕΙΣ ΑΣΗΜΑΝΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕς ΧΩΡΙς ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ της ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΘΕΑΤΡΟΥ ΜΝΗΜΗ στο θέατρο ΚΥΔΩΝΙΑ στα Χανιά, τον Ιούνιο του 2005


Σάββατο 7 Μαΐου 2011

ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΑΛΛΙΦΑΤΙΔΗΣ: Η ΟΛΓΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΑΛΛΙΦΑΤΙΔΗΣ Η ΟΛΓΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ ΑΘΗΝΑ 2004

Μπροστά στο θάνατο δεν είμαστε πρωτότυποι. Όμως ούτε ο θάνατος είναι πρωτότυπος. Πάντοτε  έρχεται στην ώρα του, μόνο που δεν ξέρουμε πότε. [σελ. 11]

Η λύπη μου δεν ήταν κουκούλι που έκρυβε πεταλούδα. Εκεί μέσα κρυβόμουν εγώ σαν καραβάκι μέσα σε μποτίλια. [σελ. 15]

Καμιά ευχάριστη έκπληξη δεν περίμενα. Χρόνια τώρα δεν περιμένω ευχάριστες εκπλήξεις. Αποδείχτηκε πως έκανα λάθος. [σελ. 27]

Ήταν όμορφη; Μπορεί ένα σημείο στίξης να είναι όμορφο; [σελ. 41]

Τα μεγαλύτερα προβλήματά μας τα οφείλουμε σε αποτελειωμένες φράσεις. [σελ. 45]

Το μυαλό μου ζούσε τη δική του ζωή, δούλευε υπερβολικά και καμιά φορά απεργούσε. [σελ. 48]

Το να αφήσεις τη γλώσσα σου είναι σαν να εγκαταλείπεις την ψυχή σου. Όμως εγώ αυτό ακριβώς ήθελα. [σελ. 53]

Ήταν τα λόγια. Πιο μεγάλα και πιο ισχυρά από οτιδήποτε άλλο, μου υπόσχονταν ένα ταξίδι χωρίς σύνορα, εκτός από εκείνα που θα επέλεγα εγώ. [σελ. 56]

Είναι παράδοξο το ότι πιο εύκολα αλλάζουμε μια ορθή άποψη από μια λαθεμένη. Πιθανώς γιατί τα λάθη μας έχουν μεγαλύτερο συγκινησιακό βάρος. Με λίγα λόγια, αγαπάμε την αναπηρία μας περισσότερο από την υγεία μας. [σελ. 61]

Δεν ήταν έτσι με την Όλγα. Επιθυμούσε ν` αρχίσει να  ζει τώρα που είχε τελειώσει  τις σπουδές της, που το διαζύγιο ήταν ιστορία, ο πόθος του κορμιού ελεγχόμενος και η μοναξιά της ψυχής υποφερτή. [σελ. 67-68]

Εκείνο το βιβλίο δεν θα γραφόταν. Δε γινόταν χωρίς να περάσω πριν το χέρι μου στους ώμους της. [σελ. 73]

Δίνοντάς τη μου είπε ότι είναι δύσκολο να πάρεις στα σοβαρά κάποιον που του άλλαξες φασκιές, όμως τώρα πια δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα. Μπροστά μου είχα τη σοβαρότητά του σε διακόσιες πυκνογραμμένες σελίδες. [σελ. 77]

Εγώ πάντως προτιμώ να λυπάμαι για κάτι που έχασα παρά για κάτι που δεν είχα ποτέ. [σελ. 88]

Γιατί να χάνουμε το χρόνο μας με μικροδιασκεδάσεις όταν τίποτα δε διασκεδάζει το θάνατο; [σελ. 94]

[…], μόνο που η λύπη είχε απαλυνθεί, από χτύπημα κατακέφαλο είχε μεταβληθεί σε μαξιλάρι να πλαγιάζω. [σελ. 96]

[…], μιλούσαμε ελληνικά, μια γλώσσα που είναι ασυναγώνιστη σε εκφράσεις εγκάρδιας βαναυσότητας. Ποιος μπορεί να αντισταθεί στην προτροπή: «Μα μην είσαι μαλάκας!». [σελ. 105]

Το να περιγράψεις έναν άνθρωπο είναι σαν να προσπαθείς να ντύσεις ένα πεισματάρικο μωρό τριών χρονών. [σελ. 123]

Ήταν και αυτό ένα επιχείρημα που μεγάλωνε ή μίκραινε την αξία των σπιτιών. Άλλο να πεις ότι αυτό εδώ το έχει ο στρατηγός τάδε κι άλλο ότι ανήκει στον φοροφυγάδα δείνα. [σελ. 125]

Αν έχεις μεγάλα όνειρα μικρός, θα κλάψεις πολύ μεγάλος. [σελ. 137]

Ο νέος έρωτας δεν ήταν ένας άλλος έρωτας. Ο ίδιος ήταν! Εκείνος που είχα μέσα μου και κανένας άλλος. Με τον ίδιο έρωτα θα αγαπούσα πάντα. Με παρηγορούσε αυτή η ιδέα. [σελ. 139]

Σε ποδοσφαιρικούς όρους αυτό σημαίνει ότι εκεί που ο Έλληνας κάνει ντρίπλα ο Σουηδός κάνει πάσα. [σελ. 152]

Στο κέντρο ήταν ο άνθρωπος. Το ίδιο έλεγαν και οι αρχαίοι, μόνο που ο άνθρωπος δεν αρκείται  σ` αυτό. Η μοίρα του τον τάζει να είναι το μέτρο των πάντων, ενώ το όνειρο του είναι να βρει ένα άλλο μέτρο. [σελ. 166]

Αν ο Θεός είναι η αλήθεια, τότε η γλώσσα είναι ο Θεός. [σελ. 175]

Η φιλία μας κι η ζωή μας είχε γραφτεί από συγγραφείς χειρότερους από μένα: τις συνθήκες, την τύχη και από ανθρώπους γύρω μας. [σελ. 183]

Κυριακή 27 Μαρτίου 2011

Σπύρος Μελάς-Πεγυοτλ



"Πεγυοτλ", Σπύρος Μελάς, εκδόσεις Πρίσμα

Η εκστατική χαρά που σκίζει το παραπέτασμα της καθημερινής συνείδησης αφήνοντας σύμπαντα φωτός να ξεχυθούν εκεί που ένας ασφυκτικός εαυτός πάσχιζε να συγκροτηθεί, ο τρόμος της ολοκληρωτικής αποδόμησης και η κάθοδος ως τα σκοτεινά και κρύα νερά του θανάτου, η επίγνωση της συνέχειας όλων των μορφών πέραν των ορίων της ατομικής ζωής και θανάτου, η υπερβατικότητα του έρωτα ως προς την ατομική ζωή: όλα τούτα και, πέρα από αυτά, μια δύσκολη να περιγραφεί ειδική ποιότητα της εμπειρίας που τα συνέχει και που μοιάζει ν' ανάβει ένα βαθύ φως στη μνήμη εκείνου που ήδη γνωρίζει. (σελ. 5) (από τον πρόλογο του Φώτη Τερζάκη)

Μα τίποτα δεν είναι πιο λαμπρό από τον άνθρωπο. Θαμπώθηκα, σαν τον αντίκρυσα να ξεκινάει, από τα βάθη της σπηλιάς του, δέσμη από αστραπές, για τ' απίστευτα πεπρωμένα. Στο σχήμα του, στο νου, στα έργα, στα πάθη και στους νόμους που τα χαλινώνει, στη δίψα να γνωρίσει, στην τόλμη να ξεστηθιάσει τη φύση, να εξουσιάσει τα μυστικά της, στη θέληση να δημιουργεί, στη δύναμη να προφητεύει, στον πόθο να σμίξει με το θείο, ένοιωσα το μεγαλείοτου πλάστη. Και τον προσκύνησα. (σελ. 10)

Έζησα σ' όλους τους καιρούς, σ' όλους τους τόπους, σ' όλα τα ανθρωπομαζώματα κάθε λογής. Στις βαθειές σπηλιές, γεμάτες τρόμους και σκοτάδια, σκάλισα, πάνω στην τραχειά πέτρα, τα σχήματα όλων των εχθρών που γύρευαν να μ' αφανήσουν, του άγριου ταύρου, του ρινόκερου, του τίγρη και του λιονταριού. Με το σχέδιο τους περίβαλα, σαν μέσα σε δίχτυ παντοδύναμο. Και μπόρεσα να τους νικήσω. (σελ. 10-11)

Έκαμα στην ξακουστή Αθήνα, που το δείλι ο Υμηττός φέγγει, φαρφουρένιος, από ένα φως μενεξελί, φυτεμένο στα σπλάχνα του. Κάτω από την πολυστάφυλη κληματαριά, στην αυλή της Ασπασίας, άκουσα τον Σοφοκλή, να τραγουδεί τον αργήτα Κολωνό, τα κάλλιστα έπαυλα και τ' αηδόνια, που κελαηδούσαν κρυμμένα στους δροσάτους κισσούς της γειτονιάς του. Είδα τον Ικτίνο να ντύνει με βαρειά μάρμαρα την πιο άπιαστη ουσία της αρμονίας. Στις βαθύσκιες δεντροστοιχίες, στο άλσος της Ακαδημίας, άκουσα τον Πλάτωνα ν' ανεβάζει τις ανθρώπινες ψυχές ηνίοχους, επί "πτηνών αρμάτων", για τη διφροδρομία του λυτρωμού, στον ξάστερο αιθέρα της Ιδέας...(σελ 14-15)

Είχα φτάσει τον τελευταίο καιρό στο συμπέρασμα, πως όλο το βάρος κι η πίκρα της ζωής ερχόταν από το ατομικό "εγώ" μου και την αγιάτρευτη μόνωσή μου. Αυτό το πετσί, που περίβαλε το κορμί μο, δέχτης θαυμαστός για εντυπώσεις από τον έξω κόσμο, τόνοιωθα να γίνεται, με τον καιρό και την συνήθεια, τοίχος αδιαπέραστος. Κι απ' έξω παραμόνευε ο θάνατος, έτοιμος να ορμήσει, ακάλεστος, ν' αναποδογυρίσει τα πιάτα στο τραπέζι και να σβήσει το φώς... (σελ. 15-16)

Η πονεμένη μου καρδιά πεινάει γι' αλήθεια...Σκληρή, απάνθρωπη, ότι και νάναι... Μάγε, απόψε δε θα μπορέσεις να με ξεγελάσεις μ' αυτές τις γοητευτικές σου επιφάνειες. Γυρεύω να φανερωθείς με την πραγματική μορφή σου. Που είναι η Γιόλα; Τι την έκανες τη μικρή μου Γιόλα; Τι θα με κάνεις αύριο και μένα; Τι τις κάνεις όλες αυτές, τις αναρίθμητες μορφές, που συντρίβεις κάθε στιγμή; (σελ. 28)

-Απ' όλα τα πράγματα που δεν υπάρχουν, αυτό που δεν υπάρχει περισσότερο είναι ο θάνατος-είπε ήσυχα ο προφήτης- το πεγυοτλ τον έχει νικήσει. Όποιον πιστεύεις για νεκρό, μπορεί να σου τον φέρει ζωντανό μπροστά σου. Να τον δεις... ν' ακούσεις τη λαλιά του...(σελ. 31)

-Γιόλα, μικρή μου Γιόλα, δε σε καταλαβαίνω...Πού βρίσκεσαι αγάπη μου; Που είσαι; Ξαστέρωσε μου το τρανό μυστήριο. Τι είναι αυτός ο κόσμος, που μ' άφησες, μονάχο μου, να παραδέρνω;
-Είναι μια εικόνα χεροπιαστή, χοντροκομένη, σαν κι εμένα, όταν με αγκάλιαζες και με φιλούσες...Και δική σου δε θα γίνει ποτέ, όσο δε μάθεις, μέσα στο χεροπιαστό, να νοιώθεις το αόρατο... μέσα στη διαβατική καρικατούρα τον κόσμο της αιώνιας αλήθειας και της ομορφιάς που βρίσκομαι... Γαλήνεψε, αγάπη μου... Άμα γυμνάσεις την ψυχή σου, στ' όνειρο θ' ανταμωθούμε. (σελ. 33)

...Η επιστήμε, κύριε, ανακάλυψε πολύ αργά τη στρατόσφαιρα και μπόρεσε να υψωθεί ως αυτή. Εδώ και χιλιάδες χρόνια οι ψυχές που πιστεύουν έχουν βρει τον τρόπο ν' ανεβαίνουν αμέτρητες φορές ψηλότερα, στην κοσμόσφαιρα, που όλες οι δυνάμεις κοινωνούν κι όπου η γνώση παρουσιάζεται συνολική... Εκεί όλα ξαστερωμένα. Αυτό το φως που καταύγασε το είναι μου με ανέβασε στην κοσμόσφαιρα, για να με ενώσει με το φως του κόσμου. (σελ. 38)

Το θαύμα δεν μπορεί να γίνει επάγγελμα. (σελ. 40)