Ίταλο Καλβίνο, "Τα κοσμοκωμικά", μετάφραση από τα ιταλικά Ανταίος Χρυσοστομίδης, εκδόσεις Αστάρτη.
Δε σκεφτόμουν παρά τη Γη. Μονάχα η Γη έκανε τον καθένα μας να είναι ο εαυτός του και όχι κάποιος άλλος˙ εκεί πάνω, ξεκομμένοι από τη Γη, ήταν σαν εγώ να μην ήμουν πια εγώ, ούτε εκείνη για μένα η γνωστή εκείνη. Δεν έβλεπα την ώρα να γυρίσω στη Γη και έτρεμα στην ιδέα πως ίσως την είχα χάσει για πάντα. Η πλήρωση του ερωτικού μου ονείρου είχε διαρκέσει μονάχα τη στιγμή της ένωσής μας ενώ στροβιλιζόμασταν ανάμεσα στη Γη και τη Σελήνη˙ χωρίς το γήινο έδαφός μου, ο έρωτάς μου δε γνώριζε παρά τη βασανιστική νοσταλγία των όσων μας έλειπαν˙ ένα πού, ένα γύρω, ένα μετά. (σελ. 22, "Η απόσταση της Σελήνης").
Δεν τη βρήκα ούτε εκείνη τη νύχτα, ούτε τις μέρες και τις νύχτες που ακολούθησαν. Ολόγυρα ο κόσμος πρόβαλλε συνεχώς καινούργια χρώματα˙ ροζ σύννεφα συγκεντρώνονταν σε βιολετιούς σωρούς που εξαπολύανε χρυσούς κεραυνούς˙ μετά τις ατέλειωτες καταιγίδες ουράνια τόξα φανέρωναν χρωματισμούς που κανένας ποτέ δεν είχε δει, σε όλους τους πιθανούς συνδυασμούς. Η χλωροφύλλη είχε αρχίσει ήδη την έφοδό της: μούσκλια και φτέρες πρασίνιζαν στις κοιλάδες που τώρα τις διέσχιζαν χείμαρροι. Ναι, αυτό ήταν ένα σκηνικό ισάξιο της ομορφιάς της Άυλ˙ εκείνη, όμως, δε βρίσκονταν πουθενά! Και χωρίς την Άυλ όλη τούτη η πολύχρωμη μεγαλοπρέπεια μου φαινόταν άχρηστη, άδικα σπαταλημένη. (σελ. 73, "Χωρίς χρώματα").
Κοίταξα τη Λλλ, σίγουρος πως θα τη δω να κάνει μεταβολή και να φεύγει με ένα σκανδαλισμένο σκούξιμο. Δεν είχα υπολογίσει όμως πόσο δυνατή ήταν μέσα της η συνήθεια να αγνοεί τις χυδαιότητες του κόσμου γύρω της. (σελ. 95, "Ο υδρόβιος προπάππος").
Όλοι αυτοί είχαν ξεχάσει -το ξέρω- κάτι που τους έκανε καλύτερους από μένα, εξαίσιους, όπως έκανε κι εμένα, μπροστά τους, μια μετριότητα. Κι όμως, με τίποτα στον κόσμο, δε θα άλλαζα τον εαυτό μου με το δικό τους. (σελ. 101, "Ο υδρόβιος προπάππος").
Άναψε έτσι μια γενική συζήτηση. Το περίεργο ήταν ότι κανείς δε λάβαινε υπόψη του το ενδεχόμενο να ήμουν Δεινόσαυρος˙ το μόνο πράγμα που μου καταλόγιζαν, ήταν ότι ήμου ένας Διαφορετικός, ένας Ξένος, άρα ένας Αναξιόπιστος˙ όλοι συζητούσαν το κατά πόσο η παρουσία μου κοντά τους πολλαπλασίαζε τον κίνδυνο μιας πιθανής επιστροφής των Δεινοσαύρων. (σελ. 125-126, "Οι Δεινόσαυροι").
Τι έπρεπε να κάνω; Εκείνη τη νύχτα δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι. Η φωνή του αίματος με καλούσε να λιποτακτήσω και να ενωθώ με τ' αδέλφια μου˙ αν, όμως, ήθελα να φανώ έντιμος απέναντι στους Καινούριους που με είχαν περιμαζέψει και φιλοξενήσει και εμπιστευτεί, τότε έπρεπε να πάρω το δικό τους μέρος˙ παράλληλα, ήξερα καλά πως ούτε οι Δεινόσαυροι ούτε οι Καινούριοι άξιζαν να κουνήσω έστω το μικρό μου δάχτυλο για χάρη τους. Αν οι Δεινόσαυροι προσπαθούσαν να επιβάλουν πάλι την κυριαρχία τους με εισβολές και γενοκτονίες, σήμαινε πως δεν είχαν διδαχτεί τίποτα από την εμπειρία τους και πως είχαν επιβιώσει μονάχα από λάθος. Και οι Καινούριοι, προσφέροντας σ' εμένα την αρχηγία, έβρισκαν την πιο συμφέρουσα γι' αυτούς λύση: άφηναν όλες τις ευθύνες σ' έναν ξένο, που μπορούσε να γίνει ο σωτήρας τους αλλά και, σε περίπτωση ήττας, ο αποδιοπομπαίος τράγος, κατάλληλος για να προσφερθεί στον εχθρό σαν δώρο, όπως επίσης και ένας προδότης που, παραδίνοντάς τους στα χέρια του εχθρού, μπορούσε να κάνει πραγματικότητα το ανομολόγητο όνειρό τους να υποδουλωθούν στους Δεινόσαυρους. Δεν ήθελα, με άλλα λόγια, να ξέρω ούτε για τους μεν ούτε για τους δε˙ ας έβγαζαν μόνοι τους τα μάτια μεταξύ τους! Εγώ αδιαφορούσα και για τις δυο πλευρές. Έπρεπε να φύγω το γρηγορότερο, να τους αφήσω να βράσουν στο ζουμί τους, να μην έχω καμιά σχέση μ' όλες αυτές τις ξεπερασμένες ιστορίες. (σελ. 130, "Οι Δεινόσαυροι").
Για παράδειγμα, θυμόμουν μια μέρα κατά τη διάρκεια της οποίας ήμουν πραγματικά ο εαυτός μου, δηλαδή εκείνος ο εαυτός μου τον οποίο προτιμούσα να βλέπουν οι άλλοι. Από εκείνη τη μέρα -έκανα γρήγορα τους υπολογισμούς μου- είχαν περάσει ακριβώς εκατό εκατομμύρια χρόνια. (σελ. 160-161, "Τα έτη φωτός").
Μπορούσα να τη σκέφτομαι με εξαιρετική ακρίβεια, κι όχι τόσο να σκέφτομαι πώς ήταν φτιαγμένη (πράγμα που θα συνιστούσε ένα μάλλον κοινότοπο και χοντροκομμένο τρόπο να τη σκέφτεται κανείς) αλλά πώς θα μπορούσε να μεταμορφωθεί, αν έπαιρνε μια από τις αμέτρητες δυνατές μορφές, παραμένοντας όμως πάντα ο εαυτός της. Φανταζόμουν, δηλαδή, όχι τις μορφές που θα μπορούσε να πάρει αλλά την ιδιαίτερη ποιότητα που η ίδια θα έδινε σ' εκείνες τις μορφές (σελ. 177-178, "Η σπειροειδής γραμμή").
Ζήλευα, τώρα μπορώ να το ομολογήσω, όχι τόσο γιατί δυσπιστούσα απέναντί της αλλά γιατί ένιωθα ανασφαλής με τον ίδιο μου τον εαυτό: ποιος μπορούσε να με βεβαιώσει ότι εκείνη είχε καταλάβει καλά ποιος ήμουν; (σελ. 178, "Η σπειροειδής γραμμή").
Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου