Ζαν Ζενέ, Ο σκοινοβάτης, μετάφραση Χριστόφορος Λιοντάκης, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1996
Ο έρωτας, σχεδόν απελπισμένος αλλά γεμάτος τρυφερότητα, ο έρωτας που οφείλεις να δείχνεις στο σκοινί σου πρέπει να είναι δυνατός όσο και το συρματόσκοινο που κρατά το βάρος σου. Γνωρίζω τα αντικείμενα, τη μοχθηρία και τη σκληρότητά τους, αλλά και την ευγνωμοσύνη τους. Το σκοινί ήταν νεκρό – ή έστω βουβό και τυφλό. Με την εμφάνισή σου θα ζωντανέψει και θα μιλήσει. [σελ. 15-16]
Το έδαφος θα σε κάνει να τρικλίζεις.
Ποιος λοιπόν πριν από σένα κατάλαβε πόση νοσταλγία είναι κλεισμένη στην ψυχή ενός συρματόσκοινου εφτά χιλιοστών; Μήπως κι εκείνο ήξερε ότι με δυο σου μόνο σάλτα στον αέρα θα σε αναδείκνυε χορευτή; Μόνον εσύ το γνώριζες. Κατάλαβε λοιπόν τη χαρά και την ευγνωμοσύνη του. [σελ. 18-19]
Αν ο έρωτάς σου, η δεξιοτεχνία και η πονηριά σου κατορθώσουν να ανακαλύψουν τις μυστικές δυνατότητες του συρματόσκοινου, αν η ακρίβεια των κινήσεών σου είναι απόλυτη, τότε και εκείνο θα σπεύσει να ξαναντύσει το πόδι σου (με τα δερμάτινα στολίδια) – και θα χορέψει εκείνο, όχι εσύ.
Μα αν χορεύει το σκοινί σου ακίνητο, κι αντί για σένα το είδωλό σου, που βρίσκεσαι εσύ; [σελ. 22]
Μα κοίτα να πεθάνεις πριν εμφανιστείς: ένας νεκρός χορεύει στο σκοινί. [σελ. 23]
Ν` αφανίζει τον εαυτό του όλο και περισσότερο, για να μαρμαίρει ακόμα πιο στιλπνή η εικόνα αυτή, που την κατοικεί ένας νεκρός. Και να υπάρχει μόνο στο σκοινί. [σελ. 27]
Και το πήδημα πετυχαίνει, πατάς πάλι στο σκοινί, και τότε εκείνοι σε επευφημούν, επειδή η δεξιοτεχνία σου εμπόδισε το θάνατο να ασελγήσει πάνω σ` έναν απαράμιλλο χορευτή. [σελ. 29]
Περίεργο σχέδιο: να ονειρευτεί τον εαυτό του, να ζωντανέψει τ` όνειρό του, για να επανέλθει όνειρο στη σκέψη των άλλων! [σελ. 30]
Ποιος φυσιολογικός, γνωστικός άνθρωπος περπατά πάνω σε συρματόσκοινο ή εκφράζεται με στίχους; [σελ. 31]
Κάτω, όλα τα κεφάλια ήταν χαμηλωμένα και τα χέρια κάλυπταν τα μάτια. Το κοινό αρνιόταν στην ακροβάτισσα τη φιλοφρόνηση να την κοιτάξει κατάματα τη στιγμή που άγγιζε το θάνατο.
«Κι εσύ», μου λέει αυτός, «τι έκανες;»
«Την κοιτούσα. Να την βοηθήσω, να τη χαιρετήσω που οδήγησε το θάνατο στα κράσπεδα της νύχτας, για να τη συντροφέψει στην πτώση της και στον δικό της θάνατο». [σελ. 37]
Μίσος για ποιον Θεό; Και γιατί να τον νικήσεις; [σελ. 43]
Πάνω στο συρματόσκοινό σου είσαι ο κεραυνός. Έστω, ένας μοναχικός χορευτής. Σε αναγκάζει να χορεύεις μια τρομερή δυστυχία, που πυροδοτείται κι εγώ δεν ξέρω από ποια φλόγα που σε φωτίζει και σε αναλώνει. Και το κοινό; Βλέπει μονάχα τη φωτιά, και νομίζοντας ότι παίζεις, αγνοώντας ότι εσύ είσαι ο εμπρηστής, χειροκροτεί την πυρκαγιά. [σελ. 44]
Μακάρι να `ξερα για ποιον Θεό μιλώ. [σελ. 48]
Μυστήριο συγκλονιστικό: κάθε καλλιτέχνης, έπειτα από μια περίοδο λάμψης θα διασχίσει άνυδρα τοπία, με κίνδυνο να χάσει παντελώς τα λογικά του. Αν βγει νικητής…[σελ. 55]
Αποσπάσματα από το κείμενο χρησιμοποιήθηκαν στην παράσταση "Το πορτρέτο του καλλιτέχνη ως σαλτιμπάγκου", που δόθηκε στο Α' Διεθνές Φεστιβάλ Πάτρας 1986, σε σκηνοθεσία Henri Ronse, με σκοινοβάτη τον Dominique Toulemonde. Το κείμενο του Ζενέ ερμήνευσε η Μάγια Λυμπεροπούλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου