Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2009

Nadine Gordimer-Η ιστορία του γιού μου

Nadine Gordimer, "Η ιστορία του γιού μου", μετάφραση: Μπελίκα Κουμπαρέλλη, εκδόσεις Καστανιώτη.


Ο Γιόκας ένιωθε ότι ο δρόμος του περνούσε από τις ιδιαίτερες ευθύνες του για τα παιδιά του σχολείου του˙ ξεκίνησε από απλή ευσυνειδησία για τα παιδιά της τάξης του, για να καταλήξει να ενδιαφέρεται για όλα τα παιδιά του σχολείου. Διαπίστωσε την αναγκαιότητα της επαφής σχολείου και κοινότητας, βλέποντας ότι το σχολείο έμοιαζε ξεκάρφωτο, μια ξεκομμένη λειτουργία, αφού για τους περισσότερους αποτελούσε πολυτέλεια, ένα δικαίωμα των παιδιών άσχετο με τις ανάγκες επιβίωσης των ενηλίκων. Αγόρασε κι άλλα βιβλία εκτός από τον Σαίξπηρ. Τα διάβαζε και τα ξαναδιάβαζε, ώστε να αφομοιώσει και να εφαρμόσει τις θεωρίες τους για την πολιτισμική εξέλιξη του κοινωνικού συνόλου ως αποστολή και λειτουργία του σχολείου. (σελ. 13).

Αυτοσεβασμός! Αυτό ήταν η δική του θρησκεία, ο θεός που προσκυνούσε. Ένας θεός που δεν τον πούλησε ποτέ, ποτέ του δεν τον γέλασε, ό,τι απόφαση κι αν είχε να πάρει: το μυστικό του αστέρι, ο θεμέλιος λίθος του. "Κάνε μόνο ό,τι θα διατηρήσει τον αυτοσεβασμό σου ακέραιο". Αυτή είναι η σοφία που πρόσφερε στην αδελφή μου και σ' εμένα, μια σοφία που μας δόθηκε με τη ζεστασιά της σιγουριάς που νιώθεις όταν η απόδειξη βρίσκεται ολοζώντανη μπροστά σου. (σελ. 17).

Ο δάσκαλος ξαναγύρισε στην άδεια αίθουσα και κάθισε στην έδρα ολομόναχος. Ύστερα πήρε ένα χοντρό κόκκινο μαρκαδόρο και κατέβηκε στην αυλή, ανάμεσα στα παιδιά. Αυτά έμειναν ακίνητα, λίγο από τρομάρα και λίγο από δήθεν νταηλίκι˙ είχαν ήδη απαυδήσει από τις φωνές των δασκάλων τους που πότε τα απειλούσαν και πότε προσπαθούσαν να τα ρίξουν στο φιλότιμο. Όμως εκείνος πήγαινε από πλακάτ σε πλακάτ διορθώνοντας την ορθογραφία και τη σύνταξη. Χαχανητά και αμήχανα γελάκια ακούγονταν τώρα από τα παιδιά, σαν τον αέρα που σήκωνε τη σκόνη από τα ποδοβολητά τους στην αυλή.
-Ας πάρουμε τα πλακάτ μέσα στις τάξεις, να τα ξαναγράψουμε. Όταν θέλετε να πείτε κάτι στον κόσμο, πρέπει να ξέρετε και να το εκφράσετε σωστά. Για να σας πάρουν στα σοβαρά... (σελ.30).

Μια πολύ παγωμένη μέρα του Απριλίου, ενώ ο κόσμος συνωστιζόταν γύρω του καθώς έβγαινε από μια εκκλησία, ο Γιόκας και η Χάνα βρέθηκαν μαζί. Δεν ήταν απρόσμενο, απλώς τυχερό˙ την είχε δει στην πέμπτη σειρά των καθισμάτων. Έφυγαν παρέα μέσα στον παγωμένο αέρα, μπροστά στις κάμερες της αστυνομίας που κινηματογραφούσε τον κόσμο που πήγαινε σε τέτοιες συγκεντρώσεις, όπως σε άλλες χώρες τα τηλεοπτικά συνεργεία στήνονται στις δεξιώσεις περιμένοντας την εμφάνιση κάποιων σταρ. (σελ. 69).

Το πρόσωπο μιας γυναίκας που δεν μακιγιάρεται βρίσκεται σε αρμονία με το σώμα της. Βλέποντας τις ξανθές βλεφαρίδες της Χάνα να φωτίζονται με τον πρωινό ήλιο και τις τριχούλες που φύτρωναν στο πάνω χείλος του στόματός της, ήταν σαν να την έβλεπε ολόκληρη. Τώρα καταλάβαινε γιατί ο Πικάσο, που τον ήξερε έστω κι από αντίγραφα, παρουσίαζε σκόρπια, χωρίς προοπτική, όλα τα χαρακτηριστικά μιας γυναίκας: χείλη, στήθη, μάτια, αιδοίο, μύτη, οπίσθια, στόμα, σαν όλα να είναι παρόντα στην παραμικρή ματιά. Τίποτα δεν θα ΄χε μάθει χωρίς τη Χάνα! (σελ. 104).

Ακόμα κι η Χάνα δεν είχε ποτέ πριν ξαναζήσει μια εμπειρία σαν αυτή που έκανε τους μαύρους να κρατούν ψύχραιμα τα μαντίλια στα πρόσωπά τους, για να μην εισπνεύσουν τα αέρια, με την ίδια άνεση που οι λευκοί κρατάνε τις πιστωτικές τους κάρτες, σαν όλα αυτά να 'ταν η δική τους καθημερινότητα. (σελ. 117).

Ωραία ιδέα! Καταστηματάρχης, στην παράδοση του σογιού της μάνας μου -μανάβηδες που χάριζαν στους μαύρους τα σάπια φρούτα. Σιγά, ποια η διαφορά; Εμπόριο δεν είναι κι αυτό, όπως και η αποθήκη του χονδρεμπόρου, που του πρόσφερε δουλειά από ελεημοσύνη, και είναι και μεγάλος υποστηριχτής του κινήματος, και μας επισκέπτεται καμιά φορά, αλλά θησαυρίζει πουλώντας υφάσματα στις μάζες, που ο ίδιος κι ο πατέρας μου θα ελευθερώσουν -αυτός εμπορεύεται όλα τα υφάσματα που φοράνε οι μαύρες νοσοκόμες. (σελ. 132).

Η μικρούλα είναι περήφανη που τα 'χει με κάποιον από την οικογένειά μας. Ξέρω ότι λέει παντού πως είμαι ο γιος του διάσημου Γιόκα. Οι γονείς της "μ' εμπιστεύονται", γιατί έχω μεγαλώσει με τις αρχές μιας οικογένειας που θυσιάζεται για τα κοινά. Ίσως επειδή οι ίδιοι θα πέθαιναν από την τρομάρα τους έτσι και έμπαιναν στον απελευθερωτικό αγώνα, ανήκουν στο είδος εκείνο των ανθρώπων που βλέπουν τον Γιόκα σαν ήρωα, και υποθέτω ότι έτσι θα τον βλέπουν πάντα. (σελ. 182).

Παλιατζούρες, παλιατζούρες. Ο Γιόκας αγνοούσε ότι κουνούσε το κεφάλι του όση ώρα τον άκουγε, αρνούμενος τη ρητορική και το μελοδραματικό ύφος της παράστασης από έναν άνθρωπο που το θάρρος του ήταν ίσο με την ματαιοδοξία του -πώς να εξηγήσεις ότι κάποιος που άντεξε δεκαεφτά μήνες στην απομόνωση χωρίς να σπάσει κατάντησε να μιλάει έτσι, ότι η αφοσίωση στο κίνημα θα καταντούσε να εκφράζεται μ' αυτό τον υπερφίαλο, γλυκερό τρόπο. (σελ. 189).

Έχουμε και εμείς τις ευθύνες μας, δεν είμαστε άμοιροι ευθυνών... ειδικά ανάμεσα στους νέους και τους εργάτες. Τα τσιτάτα μοιάζουν να δίνουν απάντηση στα προβλήματα του κόσμου. Αυτά που θέλουν ν' ακούσουν. [...] Αμ οι άλλοι, που κουνάνε αποδοκιμαστικά τα κεφάλια τους γιατί προσπαθούμε να ανανεωθούμε; [...] όταν βλέπουμε μπροστά μας την αποτυχία του σοσιαλισμού και εθελοτυφλούμε, αντί να βρούμε την τιμιότητα ν' αναρωτηθούμε από τώρα για το σοσιαλιστικό πρόσωπο του εικοστού πρώτου αιώνα. Έτσι και μόνο έτσι, θα 'πρεπε να σκεφτόμαστε. Οι ιδέες του εικοστού αιώνα είναι ήδη παρελθόν. Τέλειωσε. Ζήτω, ζήτω ο σοσιαλισμός! Αλλά ποιος σοσιαλισμός; Για ποιο σοσιαλισμό φωνάζουμε; Τον πεθαμένο; Ας πάρουμε ό,τι καλύτερο έμεινε κι ας προχωρήσουμε στο μέλλον. Πρέπει. (σελ. 208).

Αλλαγές. Τι αλλαγές μπορούσαν να υπάρξουν στη ζωή της, αν έμενε στο γνωστό σπιτάκι, που ουσιαστικά εξυπηρετούσε τον Γιόκα; Άραγε μια τέτοια σχέση, που δημιουργήθηκε αυθόρμητα από τις τότε ανάγκες αυτής της γυναίκας κι αυτού του άντρα, πώς μπορούσε να επιβιώσει χωρίς εξέλιξη, χωρίς αλλαγές; Ποτέ του δεν θ' άφηνε την Αϊλά, τον Γουίλ, την κόρη του την επαναστάτρια. Αν το έκανε αυτό, δεν θα 'ταν πια ο Γιόκας που γνώριζε. (σελ. 211).

Η χαρακτηριστική σιωπή της ερήμωσης. Όλα όσα έγιναν εκεί μέσα, όλα τα λόγια και οι κινήσεις, όλη η λαχτάρα και η σύγχυση, είχαν εντελώς παράλογα τελειώσει όπως ξεκίνησαν, ενώ οι τοίχοι κρατούσαν ακόμα τους ήχους σαν αντίλαλους. Να τι είναι το τέλος. Να τι είναι το παρελθόν: σκόνη που δεν έχει ακομα κατακαθίσει. (σελ. 233).

Η αγριάδα και η επιθυμία του για αντίσταση ζωγραφίστηκαν και στην παραμικρή του ρυτίδα, σε κάθε χαρακτηριστικό του.
Σχεδόν αμέσως η γνώριμη ρητορική του δεινότητα άδραξε την ευκαιρία:
-Δεν μπορούν να μας κάψουν... Είμαστε εκείνο το πουλί, το ξέρετε, ο φοίνικας, που πάντα ανασταίνεται απ' τις στάχτες του. Ούτε οι φυλακές ούτε οι μολότοφ μάς τρομάζουν. Αυτός ο δρόμος, όπως κι όλη η χώρα, ανήκει σ' εμάς. Η φωτιά δεν θα με σταματήσει. Δεν θα μας σταματήσει.
Κομμάτια από ύφασμα και καμένα χαρτιά αιωρούνταν για λίγο, έπεφταν πάνω μας: κρεβάτια, ρούχα -λες και τα βιβλία του;
Η μυρωδιά της καπνιάς ήταν και δική της μυρωδιά.
Η μυρωδιά της καταστροφής, του χαμένου, του ρημαδιασμένου, που πρώτος αυτός έφερε στο σπίτι μας. (σελ. 268-9).
Η Nadine Gordimer γεννήθηκε στις 20/11/1923 στη Ν.Αφρική

Δεν υπάρχουν σχόλια: