Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009
Πρίμο Λέβι-Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος
Πρίμο Λέβι, "Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος", μετάφραση Χαράς Σαρλικιώτη, εκδόσεις Άγρα.
Ο καθένας αποχαιρέτησε την ζωή με τον δικό του τρόπο. Μερικοί προσευχήθηκαν, άλλοι μέθυσαν και άλλοι βυθίστηκαν για τελευταία φορά σ' ένα ακατανόμαστο πάθος. Αλλά οι μητέρες ξενύχτησαν για να ετοιμάσουν φαγητό για το ταξίδι, για να πλύνουν τα παιδιά και να φροντίσουν τις αποσκευές και την άλλη μέρα το πρωί άπλωσαν στα συρματοπλέγματα τα ρούχα των παιδιών να στεγνώσουν, δεν ξέχασαν τις φασκιές, τα παιγνίδια, τα μαξιλάρια και τα χιλιάδες μικροπράγματα που χρειάζονται πάντα τα παιδιά. Κι εσείς δεν θα κάνατε το ίδιο; Ακόμα κι αν ξέρατε ότι αύριο θα σας σκοτώσουν μαζί με το παιδί σας, σήμερα δεν θα του δίνατε να φάει; (σελ. 16-17)
Και εδώ μας χτύπησαν για πρώτη φορά: κάτι τόσο απροσδόκητο και παράλογο που δεν νοιώσαμε πόνο, ούτε στην ψυχή ούτε στο σώμα. Μόνο βαθιά έκπληξη: πως γίνεται να χτυπάς κάποιον χωρίς να είσαι θυμωμένος; (σελ. 18)
Τότε, για πρώτη φορά, συνειδητοποιήσαμε ότι η γλώσσα μας δεν έχει λέξεις για να εκφράσει αυτή την ύβρι, την εκμηδένιση του ανθρώπου. Σαν προικισμένοι με την ενορατική ικανότητα των προφητών είδαμε την πραγματικότητα: είμασταν στον πάτο. (σελ. 30)
... γιατί σε πέντε λεπτά θα αρχίσει η διανομή του ψωμιού-pane-brot-broit-chleb-pain-lechem-kenyer, της ιερής γκρίζας μάζας που φαντάζει τόσο τεράστια στα χέρια των άλλων και τόσο μικρή, που σού 'ρχεται να κλάψεις, όταν είναι στα δικά σου. (σελ. 45)
Και δεν θα πίστευε στα λόγια μου, και εγώ θα της έδειχνα το νούμερο στο μπράτσο μου, και τότε θα με πίστευε. (σελ. 52)
Στο Ka-Be, παρένθεση σχετικής ηρεμίας, αντιληφθήκαμε ότι η ανθρώπινη υπόσταση είναι εύθραυστη, ότι αυτή κινδυνεύει περισσότερο από την ζωή. Και οι αρχαίοι σοφοί αντί να μας νουθετήσουν "να θυμάσαι ότι θα πεθάνεις" θα ήταν καλύτερο να μας υπενθύμιζαν ότι αυτός είναι ο πιο σοβαρός κίνδυνος. Εάν μέσα απ' τα στρατόπεδα θα μπορούσε να δραπετεύσει ένα μήνυμα και να φτάσει στους ελεύθερους ανθρώπους θα ήταναυτό: Προσπαθήστε να μην υποστείτε στο σπίτι σας αυτό που έχει επιβληθεί σε εμάς εδώ. (σελ. 65)
Ταξιδέψαμε ως εδώ μέσα σε σφραγισμένα βαγόνια, είδαμε τις γυναίκες και τα παιδιά μας να τους καταπίνει το σκοτάδι, σκλάβοι πηγαινοερχόμαστε χιλιάδες φορές στην βουβή δουλειά, νεκροί στην ψυχή πριν τον ανώνυμο θάνατο. Δεν θα ξαναγυρίσουμε. Κανείς δεν πρέπει να βγει από δω, κανείς που θα μπορούσε να φέρει στον κόσμο μαζί με το χαραγμένο στην σάρκα του νούμερο τη δυσοίωνη είδηση του τι κατάφερε να κάνει άνθρωπος στον άνθρωπο στο Άουσβιτς. (σελ. 66)
Σήμερα, για πρώτη φορά ο ήλιος ανέτειλε ζωηρός και λαμπερός πάνω από τον λασπωμένο ορίζοντα. Είναι ένας ήλιος πολωνικός, λευκός, κρύος και μακρινός, ζεσταίνει μόνο την επιδερμίδα, αλλά όταν ελευθερώθηκε από την καταχνιά ένα μουρμουρητό απλώθηκε στο άχρωμο πλήθος, και όταν κι εγώ ο ίδιος ένιωσα τη θέρμη του κάτω από τα ρούχα κατάλαβα, πόσο μπορεί κανείς να λατρέψει τον ήλιο. (σελ. 85)
Από εκέινη την ημέρα σκέφτηκα πολλές φορές και με πολλούς τρόπους τον Ντόκτορ Πάνβιτς. Αναρωτήθηκα ποια να ήταν η ψυχοσύνθεσή του και πως γέμιζε τον χρόνο του, έξω από τον Πολυμερισμό και την ινδοευρωπαϊκή του συνείδηση, και ποιο πολύ όταν έγινα ξανά ελεύθερος άνθρωπος, επιθυμούσα να τον ξαναδώ, όχι από εκδίκηση, αλλά μόνο για να ικανοποιήσω μια ανθρώπινη περιέργειά μου.
Γιατί εκείνο το βλέμμα δεν ανταλλάχτηκε ανάμεσα σε δυο ανθρώπους, εάν μπορούσα να εξηγήσω σε βάθος τη φύση αυτού του βλέμματος, που αντάλλαξαν σαν μέσα απ' το γυάλινο χώρισμα ενός ενυδρείου δυο υπάρξεις που κατοικούν σε διαφορετικούς κόσμους, θα μπορούσα ίσως να εξηγήσω την ουσία της παραφροσύνης του Γ' Ράιχ. (σελ. 128)
Για τους ελεύθερους ανθρώπους κάθε μονάδα χρόνου έχει μια αξία, η οποία γίνεται σπουδαιότερη όταν ο εσωτερικός πλούτος του ανθρώπου είναι μεγάλος, αλλά για μας, οι ώρες, οι μέρες, οι μήνες κυλούσαν από το μέλλον στο παρελθόν πολύ αργά, σαν σε νάρκη, σαν μια άχρηστη, άθλια ουσία, από την οποία αμέσως έπρεπε να απαλλαγούμε. Τελείωσε ο χρόνος στη διάρκεια του οποίου οι μέρες διαδέχονταν η μια την άλλη, ζωηρές, πολύτιμες και μοναδικές, το μέλλον έστεκε μπροστά μας γκρίζο, αξεδιάλυτο, σαν ένα εμπόδιο ακατανίκητο. Για μας η ιστορία είχε σταματήσει. (σελ. 143)
Εάν τα στρατόπεδα εξακολουθούσαν να υπάρχουν για περισσότερο χρόνο, μια καινούργια άγρια γλώσσα θα είχε γεννηθεί, για τον λόγο αυτό αισθανόμαστε την ανάγκη να εξηγήσουμε τι είναι η δουλειά μιας ολόκληρης μέρας έξω στον αέρα, υπό το μηδέν, φορώντας μόνο πάνινα εσώρουχα, πουκάμισο, ζακέτα και παντελόνι πάνινα, ενώ το σώμα μας το εξουσιάζει η πείνα, η αδυναμία και η αίσθηση του θανάτου που έρχεται. (σελ. 151)
Ο Κουν είναι παράλογος. Δεν βλέπει στη διπλανή κουκέτα τον Μπέπο, τον Έλληνα που είναι εικοσιδύο χρόνων και μεθαύριο θα πάει στον θάλαμο των αερίων και το ξέρει και μένει ξαπλωμένος με το βλέμμα καρφωμένο στην λάμπα χωρίς να λέει τίποτα, χωρίς να σκέφτεται τίποτα; Δεν ξέρει ο Κουν ότι την επόμενη φορά θα είναι η σειρά του; Δεν καταλαβαίνει ότι αυτό που συνέβη σήμερα είναι μια Ύβρις που καμιά προσευχή δεν μπορεί να την εξευμενίσει, καμιά συγχώρεση, καμιά εξιλέωση των ενόχων, τίποτα απ' όσα είναι στη δύναμη του ανθρώπου δεν μπορούν να την επανορθώσουν.
Εάν ήμουν Θεός, θα έφτυνα στη γη την προσευχή του Κουν. (σελ. 158)
... Αυτή η χρονιά πέρασε γρήγορα. Σαν τώρα, πέρυσι, ήμουν ελεύθερος: εκτός νόμου, αλλά ελεύθερος, είχα όνομα, οικογένεια, ανήσυχο και άπληστο πνεύμα, ήμουν υγιής και ζωηρός. Σκεφτόμουν πολλά πράγματα, μακρινά: τη δουλειά μου, το τέλος του πολέμου, το καλό και το κακό, την φύση των πραγμάτων και τους νόμους που κατευθύνουν την ανθρώπινη συμπεριφορά, σκεφτόμουν τα βουνά, το τραγούδι, τον έρωτα, τη μουσική, την ποίηση. (σελ. 173)
Ο άντρας που σήμερα θα πεθάνει μπροστά μας βοήθησε με κάποιο τρόπο στην εξέγερση. Λέγεται ότι είχε σχέσεις με του εξεγερμένους του Μπίρκεναου, ότι έφερε όπλα στο στρατόπεδο μας και ότι υποκινούσε μια ταυτόχρονη ανταρσία ανάμεσά μας. Σήμερα θα πεθάνει μπροστά στα μάτια μας, ίσως οι Γερμανοί δεν θα καταλάβουν ότι ο μοναχικός θάνατος, ο ανθρώπινος θάνατος που του δόθηκε, θα του χαρίσει δόξα και όχι ντροπή. (σελ. 180)
Να εκμηδενίσεις τον άνθρωπο είναι δύσκολο, όσο και να τον δημιουργήσεις: δεν ήταν απλό, πήρε χρόνο, αλλά τα καταφέρατε, Γερμανοί. Είμαστε υπάκουοι κάτω από το βλέμμα σας, δεν έχετε να φοβηθείτε τίποτα από μας: καμιά πράξη αντίστασης, καμιά λέξη πρόκλησης, κανένα κριτικό βλέμμα. (σελ. 181)
26 Ιανουαρίου 1945: Ο κόσμος μας ήταν ένας κόσμος νεκρών και φαντασμάτων. Το τελευταίο ίχνος πολιτισμού έσβησε μέσα μας και γύρω μας. Το έργο της αποκτήνωσης που άρχισαν οι θριαμβευτές Γερμανοί, το ολοκλήρωσαν οι ηττημένοι Γερμανοί. (σελ. 206)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου