Ανατόλ Φρανς, «Η ανταρσία των αγγέλων», μετάφραση Λοϊσκα Αβαγιανού, εκδόσεις Αστάρτη
Έτρεμε μην τύχει και εξαφανιστεί κάποιο από τα βιβλία που του είχαν εμπιστευτεί. Όντας φύλακας τριακοσίων εξήντα χιλιάδων τόμων είχε μόνιμα τριακόσιες εξήντα χιλιάδες αιτίες συναγερμού. Μερικές φορές ξυπνούσε μέσα στην νύχτα με κραυγές αγωνίας, μούσκεμα στον ιδρώτα, έχοντας δει στον ύπνο του κάποιο κενό σ’ ένα από τα ράφια των βιβλιοθηκών. Το να φεύγει ένα βιβλίο από την θέση του, του φαινόταν τερατώδες, άδικο και θλιβερό. (σελ. 19)
… μια και τα λυωνναίζικα και τα γενοβέζικα υφάσματα δεν αξίζουν τίποτα μπροστά σε ένα ζωντανό και φρέσκο δέρμα, αχνορόδινο από καθάριο αίμα, αφού ακόμα και τα ωραιότερα υφαντά είναι αποκρουστικά αν τα συγκρίνουμε με τις γραμμές ενός όμορφου κορμιού κι αφού τέλος το ρούχο αποτελεί μια ανάξια ντροπή, μια φριχτή ταπείνωση για την ολάνθιστη και ποθητή σάρκα. (σελ. 36)
Έχω εχθρούς και καυχιέμαι γι’ αυτό. Πιστεύω πως τους έχω κερδίσει με την αξία μου. (σελ. 43)
Γνώση που με οδηγείς ; Ω σκέψη που με παρασύρεις; (σελ.49)
Ε λοιπόν φτωχέ μου Αρκάδιε, λυπάμαι που σε βλέπω να πηγαίνεις τόσο άσχημα. Παραδέξου το πώς μας δουλεύεις. Σε μεγάλη ανάγκη θα μπορούσα να σε καταλάβω αν εγκατέλειπες τον ουρανό για μια γυναίκα. Ο έρωτας μας παρασύρει στις χειρότερες βλακείες. Αλλά δεν θα με κάνεις ποτέ να πιστέψω πως εσύ που έχεις δει τον Θεό πρόσωπο με πρόσωπο βρήκες κατόπιν την αλήθεια μέσα στα βιβλία του μπάρμπα- Σαριέτ. Αυτό δεν το χωράει το κεφάλι μου! (σελ. 69)
Ύστερα οδήγησε τον παλιό σύντροφό του στην δόξα, στο διάδρομο της κουζίνας, απίθωσε κάπου το κηροπήγιο, έβγαλε από την τσέπη του ένα κλειδί, άνοιξε κάποιο ερμάρι και, σηκώνοντας ένα πανί, αποκάλυψε δυο μεγάλες λευκές φτερούγες.
Βλέπεις, τις έχω φυλάξει, είπε. Πότε-πότε σαν είμαι μονάχος μου, κάθομαι και τις κοιτάζω, μου κάνει καλό. (σελ. 90-91)
Σε παρακαλώ παίξε την φλογέρα. Θα ευχαριστήσεις το φίλο που έφερα μαζί μου.
Ο γέροντας συμφώνησε αμέσως. Πλησίασε στα χείλη του τον πυξάρινο σωλήνα, που ‘ταν τόσο χοντροκομμένος σα να τον είχε φτιάξει ο ίδιος ο κηπουρός, κι άρχισε μερικές αλλόκοτες μουσικές φράσεις. Ύστερα συνέχισε με πλούσιες μελωδίες όπου οι τρίλιες αστραποβολούσαν σα διαμάντια και μαργαριτάρια σε βελούδο. Κάτω από τα επιδέξια δάχτυλα και τη δημιουργική ανάσα του ο χωριάτικος αυλός ηχούσε σαν ασημένια φλογέρα. Δεν έβγαζε πολύ ψιλούς ήχους και το τέμπο του ήταν πάντα ίδιο και καθάριο. Θα έλεγε κανείς πως ακούει το αηδόνι και τις Μούσες συγχρόνως, ολόκληρη την φύση κι ολόκληρο τον άνθρωπο. (σελ. 99)
Όμως η Μπουσότ ήταν περήφανη. Η παραμικρή απειλή ταπείνωσης ξυπνούσε αυτόματα μέσα της μια άγρια περηφάνια. Ήθελε να προσφέρεται και όχι να αφήνεται να την παίρνουν. Υποχωρούσε εύκολα στον έρωτα, την περιέργεια, τον οίκτο και ακόμα λιγότερα. Αλλά προτιμούσε να πεθάνει παρά να υποχωρήσει στην βία. (σελ. 172)
Ο Σενέκας, ο φιλόσοφος, είπε πως το πέσιμο του κεραυνού βάζει σε κίνδυνο ελάχιστους, αλλά προκαλεί τον φόβο σε όλους. (σελ. 187)
Κύριε αββά, ρώτησε ο Μωρίς, θέλετε να γνωρίσετε τον φύλακα άγγελό μου; Περιμένετε μια στιγμή, έχει πάει να μου αγοράσει τσιγάρα. (σελ. 226)
Στο μεταξύ ο ενωμοτάρχης Γκρολ ονειροπολούσε στην γωνιά του γειτονικού δρόμου. Είχε τα μούσκλια ενός ρωμαίου λεγεωνάριου, και όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής της τόσο υπέροχα δουλόπρεπης ράτσας που από τότε που οι άνθρωποι έκτισαν πολιτείες, διατηρεί τις αυτοκρατορίες και στηρίζει τις δυναστείες. (σελ. 233)
Στο Παρίσι βασίλευε ο τρόμος. Στις πλατείες και στους πολυσύχναστους δρόμους οι νοικοκυρές κρατώντας το δίχτυ με τα ψώνια στο χέρι, άκουγαν τρέμοντας το ιστορικό του εγκλήματος και αναθεμάτιζαν τους ενόχους. Οι καταστηματάρχες που κουβέντιαζαν στα κατώφλια των μαγαζιών τους τα ‘βαζαν με τους αναρχικούς, τους συνδικαλιστές, τους σοσιαλιστές, τους ριζοσπάστες κι απαιτούσαν την επιβολή σκληρών νόμων. Όσοι σκέφτονταν πιο βαθιά μιλούσαν για εβραϊκό ή γερμανικό δάχτυλο και απαιτούσαν την απέλαση των ξένων. (σελ. 237)
Έτρεμε μην τύχει και εξαφανιστεί κάποιο από τα βιβλία που του είχαν εμπιστευτεί. Όντας φύλακας τριακοσίων εξήντα χιλιάδων τόμων είχε μόνιμα τριακόσιες εξήντα χιλιάδες αιτίες συναγερμού. Μερικές φορές ξυπνούσε μέσα στην νύχτα με κραυγές αγωνίας, μούσκεμα στον ιδρώτα, έχοντας δει στον ύπνο του κάποιο κενό σ’ ένα από τα ράφια των βιβλιοθηκών. Το να φεύγει ένα βιβλίο από την θέση του, του φαινόταν τερατώδες, άδικο και θλιβερό. (σελ. 19)
… μια και τα λυωνναίζικα και τα γενοβέζικα υφάσματα δεν αξίζουν τίποτα μπροστά σε ένα ζωντανό και φρέσκο δέρμα, αχνορόδινο από καθάριο αίμα, αφού ακόμα και τα ωραιότερα υφαντά είναι αποκρουστικά αν τα συγκρίνουμε με τις γραμμές ενός όμορφου κορμιού κι αφού τέλος το ρούχο αποτελεί μια ανάξια ντροπή, μια φριχτή ταπείνωση για την ολάνθιστη και ποθητή σάρκα. (σελ. 36)
Έχω εχθρούς και καυχιέμαι γι’ αυτό. Πιστεύω πως τους έχω κερδίσει με την αξία μου. (σελ. 43)
Γνώση που με οδηγείς ; Ω σκέψη που με παρασύρεις; (σελ.49)
Ε λοιπόν φτωχέ μου Αρκάδιε, λυπάμαι που σε βλέπω να πηγαίνεις τόσο άσχημα. Παραδέξου το πώς μας δουλεύεις. Σε μεγάλη ανάγκη θα μπορούσα να σε καταλάβω αν εγκατέλειπες τον ουρανό για μια γυναίκα. Ο έρωτας μας παρασύρει στις χειρότερες βλακείες. Αλλά δεν θα με κάνεις ποτέ να πιστέψω πως εσύ που έχεις δει τον Θεό πρόσωπο με πρόσωπο βρήκες κατόπιν την αλήθεια μέσα στα βιβλία του μπάρμπα- Σαριέτ. Αυτό δεν το χωράει το κεφάλι μου! (σελ. 69)
Ύστερα οδήγησε τον παλιό σύντροφό του στην δόξα, στο διάδρομο της κουζίνας, απίθωσε κάπου το κηροπήγιο, έβγαλε από την τσέπη του ένα κλειδί, άνοιξε κάποιο ερμάρι και, σηκώνοντας ένα πανί, αποκάλυψε δυο μεγάλες λευκές φτερούγες.
Βλέπεις, τις έχω φυλάξει, είπε. Πότε-πότε σαν είμαι μονάχος μου, κάθομαι και τις κοιτάζω, μου κάνει καλό. (σελ. 90-91)
Σε παρακαλώ παίξε την φλογέρα. Θα ευχαριστήσεις το φίλο που έφερα μαζί μου.
Ο γέροντας συμφώνησε αμέσως. Πλησίασε στα χείλη του τον πυξάρινο σωλήνα, που ‘ταν τόσο χοντροκομμένος σα να τον είχε φτιάξει ο ίδιος ο κηπουρός, κι άρχισε μερικές αλλόκοτες μουσικές φράσεις. Ύστερα συνέχισε με πλούσιες μελωδίες όπου οι τρίλιες αστραποβολούσαν σα διαμάντια και μαργαριτάρια σε βελούδο. Κάτω από τα επιδέξια δάχτυλα και τη δημιουργική ανάσα του ο χωριάτικος αυλός ηχούσε σαν ασημένια φλογέρα. Δεν έβγαζε πολύ ψιλούς ήχους και το τέμπο του ήταν πάντα ίδιο και καθάριο. Θα έλεγε κανείς πως ακούει το αηδόνι και τις Μούσες συγχρόνως, ολόκληρη την φύση κι ολόκληρο τον άνθρωπο. (σελ. 99)
Όμως η Μπουσότ ήταν περήφανη. Η παραμικρή απειλή ταπείνωσης ξυπνούσε αυτόματα μέσα της μια άγρια περηφάνια. Ήθελε να προσφέρεται και όχι να αφήνεται να την παίρνουν. Υποχωρούσε εύκολα στον έρωτα, την περιέργεια, τον οίκτο και ακόμα λιγότερα. Αλλά προτιμούσε να πεθάνει παρά να υποχωρήσει στην βία. (σελ. 172)
Ο Σενέκας, ο φιλόσοφος, είπε πως το πέσιμο του κεραυνού βάζει σε κίνδυνο ελάχιστους, αλλά προκαλεί τον φόβο σε όλους. (σελ. 187)
Κύριε αββά, ρώτησε ο Μωρίς, θέλετε να γνωρίσετε τον φύλακα άγγελό μου; Περιμένετε μια στιγμή, έχει πάει να μου αγοράσει τσιγάρα. (σελ. 226)
Στο μεταξύ ο ενωμοτάρχης Γκρολ ονειροπολούσε στην γωνιά του γειτονικού δρόμου. Είχε τα μούσκλια ενός ρωμαίου λεγεωνάριου, και όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής της τόσο υπέροχα δουλόπρεπης ράτσας που από τότε που οι άνθρωποι έκτισαν πολιτείες, διατηρεί τις αυτοκρατορίες και στηρίζει τις δυναστείες. (σελ. 233)
Στο Παρίσι βασίλευε ο τρόμος. Στις πλατείες και στους πολυσύχναστους δρόμους οι νοικοκυρές κρατώντας το δίχτυ με τα ψώνια στο χέρι, άκουγαν τρέμοντας το ιστορικό του εγκλήματος και αναθεμάτιζαν τους ενόχους. Οι καταστηματάρχες που κουβέντιαζαν στα κατώφλια των μαγαζιών τους τα ‘βαζαν με τους αναρχικούς, τους συνδικαλιστές, τους σοσιαλιστές, τους ριζοσπάστες κι απαιτούσαν την επιβολή σκληρών νόμων. Όσοι σκέφτονταν πιο βαθιά μιλούσαν για εβραϊκό ή γερμανικό δάχτυλο και απαιτούσαν την απέλαση των ξένων. (σελ. 237)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου