Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2009

Πέτερ Μπίχσελ: Κατά βάθος η κυρία Μπλουμ ήθελε να γνωρίσει το γαλατά


Πέτερ Μπίχσελ, Κατά βάθος η κυρία Μπλουμ ήθελε να γνωρίσει το γαλατά,μετάφραση Αθηνά Οικονομίδου, εκδόσεις γράμματα, 1986


Όταν φεύγουν οι νοικάρηδες, έρχονται άλλοι. Την πρώτη μέρα τους μυρίζεις, μυρίζεις πως τους αρέσει το σκόρδο, μυρίζεις το γράσο του μηχανικού και το ροκανίδι του μαραγκού, αργότερα ίσως τις πάνες του μωρού, μα πιο έπειτα, την Τρίτη κιόλας μέρα, η μυρωδιά γίνεται ένα με το σπίτι, είναι ξανά το σπίτι με τα τέσσερα πατώματα. [σελ.8 από το «Πατώματα»]

Είναι μικρή κοπέλα, μια σταλιά πραγματάκι, κουκλίτσα, μπιζουδάκι, σκέφτεσαι ακόμα.
Και βέβαια μπορείς να τη ρωτήσεις.
Έχει τρυφερό χέρι.
Περιμένει εδώ, πότε καμιά φιλενάδα, ποτέ καμιά συνάδελφο, το τρένο, το βράδυ.
Είναι μια κοπέλα.
Αν τη ρωτήσεις, είναι κιόλας γυναίκα. [σελ. 11 από το «Οι άντρες»]

Κανένας δεν προσέχει πως πέφτουν τα φύλλα των δέντρων. Ξαφνικά, δεν τους μένει μήτε ένα. Τον Απρίλη θα έχουν πάλι φύλλα, μπορεί κι απ` το Μάρτη. Τότε θα δεις πως βγαίνουν τα φύλλα. [σελ. 19 από το «Νοέμβρης»]

Κάποια φορά στη ζωή του πρέπει να το χώνεψε πως δε θα γίνει θηριοδαμαστής. Από τότε άρχισε να βρίσκει πολύ ακριβό το εισιτήριο του τσίρκου. [σελ. 20 από το «Τα λιοντάρια»]

Ο γαλατάς περνάει στις τέσσερις το πρωί, η κυρία Μπλουμ δεν το ξέρει, πολλές φορές σκέφτεται, πρέπει να τον γνωρίσω, πρέπει να σηκωθώ μια μέρα στις τέσσερις να τον δω. [σελ. 33 από το «Ο γαλατάς»]

Κατά βάθος, η κυρία Μπλουμ ήθελε να γνωρίσει το γαλατά. Ο γαλατάς την ξέρει την κυρία Μπλουμ, παίρνει δυο λίτρα και εκατό γραμμάρια, κι έχει καμένο κατσαρόλι. [σελ. 35 από το «Ο γαλατάς»]

Και υπάρχουν υπάλληλοι που αγαπούν τα παιδιά και μερικοί που τους αρέσουν τα ραπανάκια σαλάτα, και μερικοί μετά τη δουλειά πηγαίνουν για ψάρεμα, κι όταν καπνίζουν, προτιμούν κυρίως τον αρωματικό καπνό, και υπάρχουν υπάλληλοι που δε φοράνε καπέλο.
Και στις δώδεκα βγαίνουν όλοι απ` την πύλη. [σελ. 40 από το «Οι υπάλληλοι»]

Της γράφει ό,τι γράφει κανείς για τη θάλασσα και πως είναι γαλάζια, και της γράφει «φιλικούς χαιρετισμούς», όπως γράφει κανείς «φιλικούς χαιρετισμούς» και ζητάει συγνώμη για τον γραφικό του χαρακτήρα, ζητάει συγνώμη για τη μακριά σιωπή του και γράφει πως είναι καλά που φυσάει πάντα ένα αεράκι απ` τη θάλασσα. Έπειτα, μιαν άλλη φορά, αργότερα, θα ρίξει ο ταχυδρόμος ένα γράμμα στο κουτί, και κάτω απ` τη διεύθυνση θα λέει Svizzera, και θα είναι ο γραφικός του χαρακτήρας, και είναι όμορφα στη θάλασσα, πολύ του αρέσει. [σελ.43 από το «Της θάλασσας»]

Ο κύριος Κουρτ δεν προκαλεί την περιέργεια κανενός. Ωστόσο, τον ξέρουν χρόνια. Στην ατζέντα του αφεντικού, στις δεκατέσσερις Ιουλίου, γράφει: «κύριος Κουρτ». Εκείνη τη μέρα είναι τα γενέθλια του, και ο κύριος Κουρτ παίρνει την μπίρα του τζάμπα. [σελ. 51 από το «Τα χαρτιά»]

Στις 27 Δεκεμβρίου του 1970, ο εφημεριδοπώλης ξαναμπαίνει στο κατάστημα, δε βρίσκει την κοπέλα που τον είχε εξυπηρετήσει, κι αναγκάζεται να εξηγήσει πάλι διεξοδικά σε μιαν άλλη κοπέλα πως είχε αγοράσει χαβιάρι στις 24 Δεκεμβρίου, πως ζήτησε να του τα εξηγήσουν όλα, και πως το ίδιο βράδυ, στο δωμάτιό του, προσπάθησε επί δυο ώρες ν` ανοίξει το βαζάκι, αλλά δεν τα κατάφερε. («Δεν ξεκολλάει με τίποτα».) [σελ. 69 από το «Μια ιστορία για σχολικά αναγνωστικά»]

Έτσι, δεν έχει καμιά σημασία τι είπε ο μπογιατζής στον ντε Σταέλ, αλλά μπορεί να είπε τα εξής: «Δε γίνεται να πάρω τους πίνακες, η γυναίκα μου θα με κοροϊδεύει, κι έπειτα θα με ρωτήσει που τους βρήκα. Θ πρέπει τότε να της πω ότι μου τους έδωσαν για πληρωμή, και θα με βρίσει. Λοιπόν, καλύτερα να μην πάρω τίποτα για τη δουλειά, αφού δεν έχετε λεφτά, και δεν πειράζει- καλή καρδιά». [σελ. 75 από το «Η τέχνη του μπογιατζή»]

Δεν υπάρχουν σχόλια: